H Ευρωπαϊκή Eισαγγελία, η οποία κάνει ξεχωριστή δικογραφία από την κύρια του εφέτη ανακριτή στη Λάρισα, «ακύρωσε» το πόρισμα της ΝΔ για την σφαγή των Τεμπών, με το οποίο καταλογίζει ευθύνες μόνο στον σταθμάρχη Λάρισας και σε δύο μηχανοδηγούς και αναφέρει ότι εάν είχε ολοκληρωθεί η σύμβαση 717 για την τηλεδιοίκηση και τη σηματοδότηση του σιδηροδρομικού δικτύου., η τραγωδία δεν θα είχε συμβεί.
Αυτό είναι το συμπέρασμα στο βαρύ κατηγορητήριο που συνέταξε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, το οποίο είναι πολυσέλιδο και είναι κόλαφος για το πόρισμα της ΝΔ στην Εξεταστική Επιτροπή, που βγάζει «λάδι» τον Κώστα Αχ. Καραμανλή και βλέπει μόνο «ανθρώπινο λάθος».
Εκθέτει δε ανεπανόρθωτα τον τότε υπουργό Μεταφορών, ο οποίος στην Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής ισχυρίστηκε αναφερόμενος στην αμαρτωλή σύμβαση 717 ότι καμιά τεχνολογία δεν είναι σίγουρο ότι θα απέτρεπε το δυστύχημα αφού και τα πιο σύγχρονα συστήματα λειτουργούν από ανθρώπους.
«Οι κατηγορούμενοι υπάλληλοι της ΕΡΓΟΣΕ δεν είχαν ειλικρινή πρόθεση να εφαρμόσουν την Σύμβαση 717/2014 και να υλοποιήσουν το αντικείμενο αυτής —το οποίο μάλιστα συνδεόταν άρρηκτα με την ασφάλεια κυκλοφορίας των τρένων, όπως αποδείχθηκε με τον τραγικότερο τρόπο από το δυστύχημα στο Άδενδρο και το πρόσφατο πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη, τα οποία θα είχαν με βεβαιότητα αποφευχθεί εάν είχε ολοκληρωθεί το αντικείμενο της Σύμβασης 717 με το σύστημα ETCS σε λειτουργία» γράφει ξεκάθαρα το κατηγορητήριο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας όπως παρουσιάστηκε από την εφημερίδα «Τα Νέα» και στρέφεται κατά 14 στελεχών της ΕΡΓΟΣΕ, τα οποία χειρίστηκαν τη Σύμβαση 717, το διάστημα 2016-2021.
Αντίγραφο αυτής της δικογραφίας για τη μη υλοποίηση της σύμβασης βρίσκεται ήδη στα χέρια και του εφέτη – ειδικού ανακριτή Σωτήρη Μπακαΐμη, ο οποίος διεύρυνε τον κύκλο των κατηγορουμένων για το δυστύχημα στα Τέμπη καλώντας σε απολογία πρώην στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ που ελέγχονται ποινικά και για τη μη εκτέλεση της σύμβασης 717.
Τα 14 πρώην στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ έχουν λάβει κλήσεις για απολογία ενώπιον της Ευρωπαίας ανακρίτριας στην Αθήνα Χριστίνας Σαλάππα από την τρέχουσα εβδομάδα έως τα τέλη Απριλίου.
Κατηγορούνται, κατά περίπτωση, για κακουργηματική απάτη σχετικά με τις επιχορηγήσεις σε βάρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από κοινού και κατ’ εξακολούθηση -η Σύμβαση 717 χρηματοδοτήθηκε κατά 85% με κοινοτικούς πόρους- ψευδή βεβαίωση και ηθική αυτουργία στα παραπάνω.
Η Σύμβαση 717 της ΕΡΓΟΣΕ υπογράφτηκε το 2014 με αρχικό προϋπολογισμό 41,3 εκατ. ευρώ.
Αφορούσε την κατασκευή 52 σταθμών και τριών κέντρων τηλεδιοίκησης, από την Αθήνα έως τη Θεσσαλονίκη και τον Προμαχώνα.
Η τηλεδιοίκηση είναι κρίσιμη, γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί να λειτουργήσει, μεταξύ άλλων, το σύστημα ελέγχου ETCS, το οποίο φρενάρει αυτόματα τα τρένα αν υπερβούν μία καθορισμένη ταχύτητα ή εντοπιστεί ένα σοβαρό πρόβλημα.
Ανάδοχος του έργου ανακηρύχθηκε η κοινοπραξία των εταιρειών ΤΟΜΗ (θυγατρικής του Άκτορα) με της γαλλικής ALSTOM TRANSPORT SA.
Η σύμβαση προέβλεπε ότι το έργο θα παραδοθεί εντός δύο ετών, όμως έως το δυστύχημα των Τεμπών, δηλαδή εννέα χρόνια αργότερα, παρέμενε στα χαρτιά.
Από το 2016 ως και το 2021 έγιναν δεκτά από τις διοικήσεις της ΕΡΓΟΣΕ συνολικά οκτώ αιτήματα παρατάσεων, χωρίς να κηρυχθεί έκπτωτος ο ανάδοχος.
Οι κατηγορούμενοι «επιδίωκαν την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων της κοινοπραξίας», λέει η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, οι δύο εταιρείες είχαν χωρίσει αυθαίρετα το έργο σε δύο κομμάτια – βόρειο και νότιο τμήμα.
Στην πράξη, καθένα από τα δύο μέρη του ίδιου δικτύου στηνόταν με διαφορετικό λογισμικό και άλλα τερματικά.
Οι εμπειρότεροι Γάλλοι της ALSTOM δεν πιστοποιούσαν τις μελέτες του Άκτορα, όπως προέβλεπε η αρχική συμφωνία, καθώς έβλεπαν την ελληνική εταιρεία ως ανταγωνιστή, παρότι στην ίδια κοινοπραξία.
Και την ίδια στιγμή, η ΕΡΓΟΣΕ δεν πίεζε τον Άκτορα να εκπληρώσει τις δικές του συμβατικές του υποχρεώσεις.
Από την έρευνα προέκυψε, επίσης, ότι υπο-τμήματα του έργου φέρεται να είχαν ανατεθεί σε μικρότερες εταιρείες και εργολάβους, που δεν είχαν εμπειρία σε έργα σιδηροδρόμου ή δεν μπορούσαν να υποβάλουν μελέτες.
Μάρτυρες που αποκλείστηκαν από την Εξεταστική Επιτροπή, όμως κατέθεσαν στον ανακριτή, είπαν ότι για κάποια τμήματα του έργου είχαν εγκριθεί παρατάσεις χωρίς να υποβληθούν μελέτες.
«Εάν είχαν πραγματικά πρόθεση να εκτελέσουν το έργο-αντικείμενο της Σύμβασης 717/2014 (σσ: οι κατηγορούμενοι πρώην στελέχη της ΕΡΓΟΣΕ), δεν θα αποδέχονταν σιωπηρά τον αυθαίρετο διαχωρισμό της εκτέλεσης του φυσικού αντικειμένου σε δύο μέρη (στο τμήμα ΣΚΑ-Πλατύ τεχνολογίας Bombardier και στο τμήμα Πλατύ-Προμαχώνας τεχνολογίας Alstom) και τη μη εμπλοκή στο τμήμα ΣΚΑ–Πλατύ της δανειοπαρόχου εταιρείας ALSTOM Ferroviaria S.p.A., η οποία έγινε αποδεκτή από την ΕΡΓΟΣΕ ακριβώς γιατί διέθετε αυτήν την “ειδική εμπειρία”», σημειώνεται στο κατηγορητήριο της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
«Ούτε θα αποδέχονταν την εκτέλεση του έργου στο νότιο τμήμα από μόνη την εταιρεία ΤΟΜΗ, η οποία, όχι μόνον δεν διέθετε την ειδική εμπειρία σε σιδηροδρομική σηματοδότηση […] αλλά επιπροσθέτως χρησιμοποίησε παρανόμως την εταιρεία KOMEL, η οποία όμως δεν κατείχε το αντικείμενο της σηματοδότησης και δεν διέθετε καμία ειδική τεχνογνωσία».
Το έργο ξεμπλόκαρε στα μέσα του 2018, μετά την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου να δοθεί πράσινο φως για μία συμπληρωματική σύμβαση.
Επιπλέον, τον Ιούνιο του 2019 το Υπουργείο Οικονομικών καταλόγισε πρόστιμο 2,4 εκατ. ευρώ στην ΕΡΓΟΣΕ για κενά στην αρχική σύμβαση του 2014, τα οποία έδιναν στις εταιρείες τη δικαιολογία να ζητήσουν περισσότερα χρήματα.
Η κυβέρνηση άλλαξε, όμως χρειάστηκε να σπαταληθούν άλλα δύο χρόνια (Μάιος 2021) για την υπογραφή της συμπληρωματικής σύμβασης 13,2 εκατ. ευρώ. Στο μεταξύ, μέρος του λογισμικού και των τερματικών θεωρήθηκαν απαρχαιωμένα και έπρεπε να ξηλωθούν.
«Εάν πρόθεση των κατηγορουμένων υπαλλήλων της ΕΡΓΟΣΕ ήταν να εκτελέσουν πράγματι το έργο-φυσικό αντικείμενο της Σύμβασης 717, δεν θα περίμεναν 35 ολόκληρους μήνες, σχεδόν τρία έτη, μετά την τελεσίδικη θετική Γνωμοδότηση του Τμήματος Μείζονος Σύνθεσης του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την υπογραφή της 1ης Σ.Σ.Ε, η οποία τελικώς υπεγράφη την 19-05-2021, ήτοι επτά χρόνια παρά τέσσερις μήνες από την υπογραφή της αρχικής Σύμβασης 717», σημειώνεται στο κατηγορητήριο.