Ο Ευάγγελος Βενιζέλος δεν άφησε στιγμή να περάσει και «σήκωσε το γάντι» στο άρθρο του Γεραπετρίτη που τον έβγαζε “ανίκανο να εξηγήσει το Σύνταγμα” και η απάντηση ήταν σκληρή.
Και τι δεν είπε ο Ευάγγελος Βενιζέλος για τον Γεραπετρίτη και μέσω αυτού για τον Μητσοτάκη αλλά από τα πιο σημαντικά σημεία ήταν:
«Μίζερη, αδιέξοδη και μάταιη κυβερνητική πολιτική».
Αδιέξοδες διακρίσεις μεταξύ «τυπικά επαρκών» και «πολιτικά μη αποδεκτών» ενεργειών.
Αυτό επαναφέρει την ατυχή διάκριση μεταξύ «νόμιμου» και «ηθικού» , που δεν πήγε καθόλου καλά.
Μήπως είμαστε στην αρχή ενός νέου “πολέμου”;
Αναλυτικά ολόκληρο το άρθρο του κ. Βενιζέλου:
“Στη δήλωσή του της 8ης Αυγούστου 2022 ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε επί λέξει τα εξής: “Παρότι όλα έγιναν νόμιμα, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών υποτίμησε την πολιτική διάσταση της συγκεκριμένης ενέργειας. Ήταν τυπικά επαρκής, όμως πολιτικά μη αποδεκτή. Δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί, προκαλώντας ρωγμές στην εμπιστοσύνη των πολιτών στις Υπηρεσίες Εθνικής Ασφάλειας. Γιατί αν και αφορούσε προβεβλημένο πολιτικό πρόσωπο, ο χειρισμός της υπήρξε ελλιπής. Ακριβώς γι’ αυτό απομακρύνθηκε αμέσως ο Διοικητής της ΕΥΠ. Ενώ και ο Γενικός Γραμματέας του Γραφείου του Πρωθυπουργού ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη”.
Η θέση του κ. Μητσοτάκη είναι λοιπόν ότι η ΕΥΠ παρακολουθώντας τις τηλεφωνικές συνομιλίες του κ. Ανδρουλάκη, ενήργησε “νόμιμα”, για την ακρίβεια ότι η ενέργειά της ήταν “τυπικά επαρκής”. Όμως, κατά τον Πρωθυπουργό, η ΕΥΠ “υποτίμησε την πολιτική διάσταση της συγκεκριμένης ενέργειας” που ήταν “πολιτικά μη αποδεκτή”. Στη δήλωσή μου της ίδιας ημέρας έθεσα πολλά θεμελιώδη πολιτικά και νομικά ζητήματα, ένα από τα οποία ήταν το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 61 παρ. 3 Συντ. που κατοχυρώνει το βουλευτικό απόρρητο. Είπα, για την ακρίβεια τα εξής: “Το βουλευτικό απόρρητο του άρθρου 61 παρ. 3 ως ειδικότερη διάταξη θέτει, απευθείας εκ του Συντάγματος, πρόσθετα ειδικότερα όρια στις κάμψεις του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ.1. Τα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 7 του ΧΘΔ της ΕΕ, ενισχύουν και δεν απομειώνουν τις εγγυήσεις. Δεν μπορεί να παρακολουθείται βουλευτής ή ευρωβουλευτής και κατά μείζονα λόγο αρχηγός κόμματος για λόγους “εθνικής ασφαλείας” ενδογενείς ή πολύ περισσότερο “εισαγόμενους”. Τέτοιες δικαιολογίες είναι εξίσου κακές και βλαπτικές με την πράξη καθεαυτήν.
Η θέση του Πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση ήταν τυπικά νόμιμη αλλά πολιτικά εσφαλμένη είναι μεγάλων διαστάσεων σφάλμα. Μπορούν άραγε να παρακολουθούνται πολιτικά πρόσωπα, βουλευτές και αρχηγοί κομμάτων, για λόγους “εθνικής ασφάλειας” εάν το σταθμίσει ο εκάστοτε πρωθυπουργός και το εγκρίνει ένας εισαγγελέας εφετών; Οχι βέβαια. Περιμένω ο Πρωθυπουργός να επανέλθει με σχετική διευκρίνιση”.
Αντί όμως να επανέλθει ο κ. Μητσοτάκης για διευκρίνιση παρεμβαίνει ο (συνάδελφος στο Πανεπιστήμιο και εκλεκτός φίλος) υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, υποστηρίζοντας την άποψη ότι το άρθρο 61 παρ. 3 και το εκεί προστατευόμενο βουλευτικό απόρρητο δεν αποκλείει την παρακολούθηση των επικοινωνιών βουλευτή (αρχηγού κόμματος, υπουργού, πρωθυπουργού, γιατί όχι του Προέδρου της Δημοκρατίας) για λόγους εθνικής ασφαλείας.
Το επιχείρημά του είναι ότι η εξαίρεση από το καθήκον μαρτυρίας και την υποχρέωση αποκάλυψης των πηγών δεν σημαίνει εξαίρεση του βουλευτή από τη δυνατότητα παρακολούθησής του. Άλλωστε, λέει, τέτοια εξαίρεση δεν προβλέπεται στο ν. 2225/1994 που θέτει το γενικό νομοθετικό πλαίσιο για τις παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφαλείας. Μάλιστα υπογράφω και εγώ ως Υπουργός Τύπου τότε μαζί με πολλά μέλη της τελευταίας κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου το νόμο του 1994. Προφανώς ο νόμος δεν επαναλαμβάνει τις συνταγματικά προβλεπόμενες εξαιρέσεις. Δεν εξαιρεί, ας το επαναλάβω, ούτε την ΠτΔ, ούτε τον Πρωθυπουργό και τα μέλη της Κυβέρνησης, ούτε τον Εισαγγελέα του ΑΠ.
Κατά τη λογική του κ. Γεραπετρίτη ο κ. Κοντολέων με την έγκριση της εισαγγελέως κυρίας Βλάχου θα μπορούσε να παρακολουθεί “νομίμως” όλο το πολιτικό, δικαστικό και επικοινωνιακό σύστημα της χώρας!
Οφείλω για ιστορικούς λόγους να θυμίσω ότι τον Δεκέμβριο του 1994, λίγο μετά την ψήφιση του ν. 2225/1994, ήμουν μεταξύ αυτών που εισηγήθηκαν στον Ανδρέα Παπανδρέου την αναστολή της ποινικής δίωξης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου περί ευθύνης υπουργών για τις τηλεφωνικές υποκλοπές της υπόθεσης Γρυλλάκη / Μαυρίκη. Πράγματι με διαγγέλματά του την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου εξήγγειλε την αναστολή της δίωξης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και την έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος. Στο επιχείρημα λοιπόν αυτό του Γ. Γεραπετρίτη (που κάλυψε δυστυχώς εκ μέρους της κυβέρνησης τον αποπεμφθέντα διοικητή της ΕΥΠ ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας) έχει απαντήσει εκ προοιμίου ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης στη χθεσινή δήλωση του στην οποία είπε, δημόσια και επίσημα, ότι αν είχε ερωτηθεί θα ήταν αντίθετος προς την παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών ενός ευρωβουλευτή / υποψηφίου αρχηγού του κόμματός του. Γιατί άραγε, θα ήταν αντίθετος ο Πρωθυπουργός; Και για να εκφραστώ νομικά: Θα ήταν νόμιμη η εντολή του Πρωθυπουργού να μη διενεργηθεί παρακολούθηση παρότι η ΕΥΠ προτείνει κάτι τέτοιο για λόγους εθνικής ασφαλείας;
Η δική μου απάντηση είναι ότι η αντίθεση του Πρωθυπουργού θα ήταν νόμιμη λόγω του ειδικού καθεστώτος του βουλευτή, αλλά αυτό η κυβέρνηση δεν θέλει να το αντιληφθεί. Γιατί πρέπει στη συνέχεια να παραδεχθεί ότι αν ήταν νόμιμη η εντολή του Πρωθυπουργού να μη διενεργηθεί παρακολούθηση, είναι παράνομη η απόφαση του διοικητή της ΕΥΠ να τη διενεργήσει και η έγκριση της με εισαγγελική διάταξη.
Ο κ. Μητσοτάκης, δεν αποδέχθηκε ότι εξαιρούνται πλήρως των παρακολουθήσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας οι βουλευτές (υπουργοί, πρωθυπουργοί κλπ.), αποδέχθηκε όμως ρητά και κατηγορηματικά ότι, όταν στόχος μιας παρακολούθησης είναι πολιτικό πρόσωπο και μάλιστα ευρωβουλευτής ή βουλευτής, πρέπει να γίνει πολύ σοβαρός και προσεκτικός έλεγχος των δεδομένων και πολύ διστακτική στάθμιση από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό που στην προκειμένη περίπτωση θα κατέληγε στη μη παρακολούθηση.
Όμως τέτοιος σοβαρός και προσεκτικός έλεγχος πρέπει να γίνεται πάντα προκειμένου να διαπιστώνεται η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου για την επιβολή του δυσμενούς μέτρου της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών. Ο έλεγχος αυτός, με κριτήριο την αρχή της αναλογικότητας, συνιστά προϋπόθεση για την επιβολή οποιουδήποτε περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων μεταξύ των οποίων και το απόρρητο των επικοινωνιών. Αν δεν συντρέχουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και δεν τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, ο περιορισμός του θεμελιώδους δικαιώματος είναι αντισυνταγματικός γιατί παραβιάζει το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος και επιπλέον είναι αντίθετος προς την ΕΣΔΑ (άρθρο 8) και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (άρθρο 7). Στην περίπτωση του βουλευτή προστίθεται σε αυτά και η συρροή του άρθρου 61 παρ. 3 που, όπως είπα στη χθεσινή δήλωση μου, “ως ειδικότερη διάταξη θέτει, απευθείας εκ του Συντάγματος, πρόσθετα ειδικότερα όρια στις κάμψεις του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ.1.”.
Φαίνεται ότι ο κ. Μητσοτάκης υπερέβη τις αντιρρήσεις του κ. Γεραπετρίτη και αυτό που λέω, επί της ουσίας το αποδέχθηκε χθες. Διάφοροι ακτιβιστές θιασώτες του θεσμικού εξισωτισμού που λένε ότι δεν επιτρέπεται ειδική μεταχείριση των πολιτικών προσώπων όταν πρόκειται για ζήτημα εθνικής ασφάλειας, έχουν άραγε αντιληφθεί ότι ο κ. Μητσοτάκης έθεσε προς συζήτηση τους ειδικούς κανόνες που πρέπει να ισχύουν για πολιτικά πρόσωπα;
Ακόμη συνεπώς και χωρίς συνεκτίμηση του βουλευτικού απορρήτου η κυβερνητική θέση είναι αθεράπευτα αντιφατική. Η ενέργεια της ΕΥΠ ή ήταν νόμιμη επειδή πληρούσε τις διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις και άρα κακώς απελύθη ο διοικητής της, ή ήταν παράνομη επειδή δεν συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις. Η αντίφαση οφείλεται στο ότι ο Πρωθυπουργός αποδίδει προδήλως ιδιαίτερη σημασία στην πολιτική και μάλιστα κοινοβουλευτική ιδιότητα του κ. Ανδρουλάκη λόγω της οποίας εκτιμά ότι δεν έπρεπε να καταστεί στόχος παρακολούθησης των τηλεφωνικών του επικοινωνιών και λόγω της οποίας με “προνομιακό” τρόπο καλείται για εκ των υστέρων ενημέρωση όχι από την ΑΔΑΕ αλλά από το νέο διοικητή της ΕΥΠ.
Τι συμβαίνει εν προκειμένω; Ποια είναι επιτέλους η θέση της Κυβέρνησης; Ο κ. Μητσοτάκης εισάγει αυθαίρετα μια προνομιακή μεταχείριση των πολιτικών προσώπων χωρίς να λαμβάνει υπόψη ούτε το Σύνταγμα, ούτε τον νόμο, ούτε τις ανάγκες της εθνικής ασφάλειας; Τα υποτάσσει όλα στην ανάγκη περιορισμού της πολιτικής ζημιάς που αναγνωρίζει ότι έχει επέλθει από μια δήθεν νόμιμη ( που είδαμε ότι ήταν παράνομη ) αλλά “εσφαλμένη” ενέργεια της ΕΥΠ υπό την εποπτεία του την οποία αποδέχεται ότι δεν ασκούσε αποτελεσματικά;
Αυτό που διαισθάνεται ο κ. Μητσοτάκης αλλά δυστυχώς δεν αποδέχεται ρητά είναι η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος των βουλευτών (και των ευρωβουλευτών που εξομοιώνονται με τους βουλευτές στη χώρα τους). Αυτό θεμελιώνεται, ούτως ή άλλως στον δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος ,αλλά πρωτίστως στη ρητή και ειδική διάταξη του άρθρου 61 παρ. 3 Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο: “O βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε”.
Ας δούμε δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Αν βουλευτής εφάπτεται με υπάλληλο της ΕΥΠ που τον εφοδιάζει με πληροφορίες και στοιχεία για υποκλοπές, ο βουλευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία και καλύπτεται από το απόρρητο. Αν βουλευτής εφάπτεται με πράκτορα ξένης μυστικής υπηρεσίας που τον εφοδιάζει με στοιχεία για ψεύδη της ελληνικής κυβέρνησης σε σχέση με την εξωτερική ή την αμυντική πολιτική, ο βουλευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία και καλύπτεται από το απόρρητο. Αν η ΕΥΠ θέλει να παρακολουθήσει τις τηλεφωνικές συνομιλίες του βουλευτή αυτού για λόγους εθνικής ασφάλειας (που κατά την άποψη της είναι “προφανείς”), δεν μπορεί να το κάνει γιατί αν το έκανε θα εξουδετέρωνε την ειδική προνομιακή προστασία του βουλευτικού απορρήτου. Θα καταστρατηγούσε το ρητό συνταγματικό δικαίωμα του βουλευτή να μη αποκαλύψει τις πηγές του και τους συνομιλητές του.
Ανάλογα ζητήματα τίθενται στη νομολογία του ΕΔΔΑ με το δικηγορικό και το δημοσιογραφικό απόρρητο, παρότι αυτά δεν έχουν την εθνική συνταγματική κατοχύρωση του βουλευτικού απορρήτου. Προβάλλεται καλόπιστα το ερώτημα: Και τι γίνεται με την ανάγκη παρακολούθησης ενός βουλευτή της “Χρυσής Αυγής” που κρίθηκε δικαστικά ότι ως κόμμα στέγαζε εγκληματική οργάνωση ή ενός βουλευτή που μετέχει σε τρομοκρατική οργάνωση. Στις περιπτώσεις αυτές το ζητούμενο είναι η άρση του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος που γίνεται με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και όχι για επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, άνευ εγκλήματος, δηλαδή για λόγους αντικατασκοπείας που οδηγεί σε άρση απορρήτου με απλή εισαγγελική διάταξη.
Ο βουλευτής υπέχει ποινική ευθύνη και υπόκειται στην ποινική προδικασία, όπως προβλέπει το Σύνταγμα που μάλιστα αναθεωρήθηκε σχετικά το 2019 για να περιορίσει τη βουλευτική ασυλία.
Το συμπέρασμα μου είναι ότι η κυβερνητική γραμμή σύμφωνα με την οποία η παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών του κ. Ανδρουλάκη ήταν “τυπικά επαρκής” και άρα “νόμιμη” αλλά “πολιτικά εσφαλμένη και μη αποδεκτή”, είναι μίζερη, αδιέξοδη και μάταιη. Υπήρξε μείζον ατόπημα. Βαριά προσβολή του Συντάγματος και αυτή οφείλεται στον συγκεντρωτικό τρόπο οργάνωσης και άσκησης της πρωθυπουργικής εξουσίας. Η εικόνα ενός πρωθυπουργού που ανακαλύπτει εκ των υστέρων κρίσιμες κινήσεις του διοικητή της ΕΥΠ με τις οποίες διαφωνεί ριζικά, δεν είναι καλή και ασφαλής για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Αυτή η κατάσταση απαιτεί ειλικρινή, θαρραλέα και ριζική αντιμετώπιση. Πραγματική ανάληψη ευθύνης χωρίς υπεκφυγές και αδιέξοδες διακρίσεις μεταξύ “τυπικά επαρκών” και “πολιτικά μη αποδεκτών” ενεργειών. Αυτό επαναφέρει την άτυχη διάκριση μεταξύ “νόμιμου” και “ηθικού” που δεν πήγε καθόλου καλά”.