Από την δεκαετία του ’80 δημιουργήθηκε στο ελληνικό συλλογικό ασυνείδητο μία «χίμαιρα» περί επιστροφής των Ελγίνειων Μαρμάρων του Παρθενώνα, στην Ελλάδα κάτι το οποίο δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ.
Ο λόγος είναι πολύ απλός: Οι Βρετανοί και συγκεκριμένα το Βρετανικό Μουσείο – δυστυχώς για την ελληνική απαίτηση- δεν έκλεψαν ούτε λεηλάτησαν τα μάρμαρα του Παρθενώνα.
Τα αγόρασαν από τους νόμιμους (εθνικά ενοχλητικό αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα) ιδιοκτήτες του χώρου εκείνη την εποχή, που ήταν… το κράτος των Οθωμανών!
Τα Μάρμαρα του Παρθενώνα (ορθότερα: Γλυπτά του Παρθενώνα), γνωστά και ως Ελγίνεια Μάρμαρα λόγω του λόρδου Έλγιν, που έκανε την συμφωνία, είναι συλλογή γλυπτών που προέρχονται από το ναό του Παρθενώνα και αγοράστηκαν από τον αρχαιολάτρη Έλγιν, για να… διασωθούν!
Αφαιρέθηκαν από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν, πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1799 μέχρι το 1803, και μεταφέρθηκαν στην Βρετανία το 1806.
Ο Έλγιν με ειδική κυβερνητική απόφαση («φιρμάνι») από τις οθωμανικές αρχές αγόρασε τα γλυπτά. Δυστυχώς, αλλά αληθινό ως γεγονός.
Τα γλυπτά αυτά αποθηκεύτηκαν στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου το 1816. Το 1939 τοποθετήθηκαν στην αίθουσα.
Θα πει κάποιος «Είναι ελληνικά;»
«Ναι, τα δημιούργησαν οι αρχαίοι Έλληνες».
Από τότε όμως, πέρασαν δυστυχώς πολλοί κατακτητές και μπορεί να είναι δημιούργημα των προγόνων μας, αλλά δεν ήταν ιδιοκτησίας του ελληνικού, αλλά του οθωμανικού κράτους όταν πουλήθηκαν.
Δυστυχώς ήταν στην ιδιοκτησία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σε κανέναν Έλληνα δεν αρέσει αυτό, αλλά έτσι έγινε.
Με βάση το πολιτικό αφήγημα που ξεκίνησε η Μ.Μερκούρη, θα πρέπει να καταθέσουμε… μήνυση και στην Βενετία κατά των απογόνων του Ενετού Φραντσέσκο Μοροζίνι που ανατίναξε τον Παρθενώνα στις 2 Σεπτεμβρίου 1687 κατά την διάρκεια ενός εκ των πολλών ενετοτουρκικών πολέμων.
Άλλοι πάλι λένε ότι δεν οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τις υπογραφές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την κυριαρχία της επί τέσσερις αιώνες στον ελληνικό χώρο. Σε επίπεδο διεθνούς δικαίου δεν υφίσταται τέτοια δυνατότητα, δυστυχώς.
Μην ξεχνάμε ότι μετά την Επανάσταση του 1821 οι υπογραφές των Οθωμανών ήταν αυτές που καθόρισαν και αποδέχθηκαν την ύπαρξη της σύγχρονης Ελλάδας.
Εάν αναγνωρίζουμε τις υπογραφές της όποτε θέλουμε, ή όποτε μας βολεύει, τότε δημιουργούμε μία επικίνδυνη ατραπό κατά την οποία και κάποιοι άλλοι θα μπορούν να αναγνωρίζουν τις υπογραφές τους επίσης με κριτήριο το αν τους βολεύει ή όχι.
Φυσικά το ίδιο ισχύει και για τις αρχαιότητες που αγόρασαν οι Βρετανοί από τους Οθωμανούς π.χ. από την Αίγυπτο ή οι Γερμανοί την ίδια περίοδο για να γεμίσουν το Μουσείο της Περγάμου.
Οι Αιγύπτιοι το ξέρουν πως έχουν μεταβιβαστεί νόμιμα με τις σφραγίδες του τότε κρατικού φορέα και δεν κάνουν τον κόπο καν να ξεκινήσουν κάποια… διεκδίκηση.
Και είναι ώρα να ειπωθούν κάποιες αλήθειες και να τελειώνουμε με αυτή την ανοησία που την ξεκίνησε η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη και την προώθησε το τότε «παπανδρεϊκό» ΠΑΣΟΚ, για να ξεχαστούν άλλα βασικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα.
Γιατί περί επικοινωνίας πρόκειται και όχι περί ουσίας.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και τώρα: Η κυβέρνηση Μητσοτάκη σε μία εποχή που ο κόσμος στην Ελλάδα δεν έχει να φάει και αγοράζει μισό… κουνουπίδι, ανέσυρε από την «ναφθαλίνη» το ανύπαρκτο ουσιαστικά ζήτημα των Ελγίνειων Μαρμάρων.
Για μία υπόθεση που δεν μπορεί να έχει αίσιο τέλος, αλλά δεν πειράζει αρκεί να… αλλάξει η ατζέντα.
Τώρα η κυβέρνηση Μητσοτάκη και τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ ανασύρουν εκ νέου το θέμα για να κάνουν γκελ στο δεξιό ακροατήριο.
Γιατί για το αριστερό ακροατήριο δεν τίθεται θέμα καν, είναι κάτι το οποίο δεν αφορά τα κόμματα αυτού του χώρου και ενδιαφέρονται οι ψηφοφόροι τους.