«Οι απόψεις και θέσεις της Εκκλησίας που κατατίθενται στη δημόσια συζήτηση είναι απολύτως σεβαστές» δηλώνει η κυβέρνηση για το ν/σ αλλαγής φύλου.
«Ύστατη έκκληση στο σύνολο του πολιτικού κόσμου να αρθεί στο ύψος της ευθύνης και αποστολής του και να αποσύρει το Νομοσχέδιο», απηύθυνε χτες η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, που συνεδρίασε υπό την Προεδρία του Αρχιεπισκόπου κ. Ιερωνύμου.
Πρόκειται για μία ακόμη σκληρή αντιπαράθεση των δύο πλευρών, που ήδη έχει φέρει σε αμηχανία τους κυβερνώντες, καθώς υπάρχει φόβος ότι θα εκφράζεται μία διαρκής αμφισβήτηση από την πλευρά των ιερωμένων, που θα προκαλέσει σοβαρή πολιτική ζημιά στον ΣΥΡΙΖΑ. Κα
Οι υπό αυτή την έννοια, δεν αποκλείεται η πίεση εκ μέρους της Εκκλησίας να οδηγήσει σε διαφοροποιήσεις κατά την ψηφοφορία στη Βουλή κάποιων βουλευτών.
Το νομοσχέδιο για την αλλαγή φύλου από την ηλικία των 15, σύμφωνα με την Ιερά Σύνοδο, «Προκαλεί το αίσθημα της κοινωνίας, τορπιλίζει τον ιερό θεσμό της οικογένειας».
Παρά τη σκληρή στάση της Εκκλησίας, η κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει… ένα βήμα πίσω, τουλάχιστον από άποψη ρητορικής αρκούμενη απλώς να σχολιάσει: «Οι απόψεις και θέσεις της Εκκλησίας που κατατίθενται στη δημόσια συζήτηση είναι απολύτως σεβαστές».
Η αμηχανία που επικρατεί στην κυβέρνηση από τη νέα αυτή αντιπαράθεση είναι εμφανής από τη συνέχεια της δήλωσης: «Η κυβέρνηση με παρρησία και πάντοτε μέσα από το διάλογο συνεχίζει να επιδιώκει τομές για την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, κατατωγής, φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού».
Αυτή τη φορά, μοιάζει να είναι σχεδόν αδύνατη η εξεύρεση μίας λύσης, που θα εκτονώσει την κατάσταση, όπως συνέβη άλλες φορές στο παρελθόν, όταν με παρεμβάσεις από το Μαξίμου, εξομαλύνθηκαν οι σχέσεις, ίσως χάρη και στις καλές προσωπικές σχέσεις του Αλέξη Τσίπρα με τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.
Η Ιερά Σύνοδος σε τούτη την περίπτωση είναι ξεκάθαρη και απόλυτη με το μήνυμα που έστειλε χθες, ζητώντας την απόσυρση του νομοσχεδίου. Μάλιστα η σκλήρυνση της στάσης της Ιεράς Συνόδου έγινε παρά την αρχική ήπια αντιμετώπιση του θέματος από τον κ. Ιερώνυμο, οποίος προτίμησε να υποβαθμίσει το θέμα, δηλώνοντας ότι πρόκειται για «παιχνιδίσματα και εφευρήματα για να σκορπάμε την ώρα μας».
Υπάρχει επίσης και η σκληρή στάση από την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους, που έχει ήδη θεωρήσει τον κ. Τσίπρα «ανεπιθύμητο πρόσωπο» και στο μεταξύ έστειλε επιστολή στον υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή, τον υπουργό Παιδείας Κωνσταντίνο Γαβρόγλου, αλλά και τους βουλευτές του Ελληνικού Κοινοβουλίου, σημειώνοντας ότι «εάν δεν αντιδράσουμε θα σηκωθούν οι πρόγονοι μας από τους τάφους» και εκφράζοντας απορία για το ποιος ορθόδοξος βουλευτής θα το ψηφίσει!
Στην ανακοίνωσή της η Ιερά Σύνοδος, ξεκαθαρίζει ότι «το προτεινόμενο Νομοσχέδιο προκαλεί το αίσθημα της κοινωνίας, τορπιλίζει τον ιερό θεσμό της οικογένειας, έρχεται σε αντίθεση με τα χρηστά ήθη και την κοινή λογική και κυρίως καταστρέφει τον άνθρωπο». Γι’ αυτό και καλεί την κυβέρνηση να το αποσύρει και «να δείξει ανάλογο ενδιαφέρον για την επίλυση των σοβαρότατων προβλημάτων που μαστίζουν την κοινωνία, το έθνος μας και τον λαό».
Τονίζει δε ότι «σε εποχή που η ανάγκη ταυτότητας και συνοχής αποτελεί ανάγκη εθνικής και πνευματικής επιβίωσης, η νομική κατοχύρωση της ρευστότητας της προσωπικής ταυτότητας είναι ό,τι χειρότερο υπάρχει. Η Εκκλησία περιβάλλει με αγάπη και κατανόηση αδιακρίτως όλους τους ανθρώπους, αλλά προσβλέποντας πάντοτε στη σωτηρία τους οφείλει να καταδείξει την αστοχία κρισίμων επιλογών τους».
Αναφέρει δε μεταξύ άλλων ότι «το φύλο στον άνθρωπο αποτελεί ιερή παρακαταθήκη και υπηρετεί στη βάση της ψυχοσωματικής συμπληρωματικότητας το μυστήριο της ζωής και της αγάπης. Υπό την έννοια αυτήν, δεν είναι επιλέξιμο, αλλά ως δώρο αποτελεί θείο χάρισμα στον άνθρωπο που πρέπει αυτός να αξιοποιήσει για τον αγιασμό του». Προσθέτει ότι «θεωρεί ότι η νομολογία των δικαστηρίων της πατρίδας μας καλύπτει, όπου υπάρχει ανάγκη, υφιστάμενα προβλήματα, με το δεδομένο ότι το φύλο, ούτε επιλέγεται ελεύθερα, ούτε και μεταβάλλεται κατά βούλησιν, αλλά επί τη βάσει ανατομικών, φυσιολογικών και βιολογικών χαρακτηριστικών, που ορίζουν την ταυτότητα του ανθρώπου και βεβαιώνονται μέσω ιατρικών γνωματεύσεων προς το δικαστήριο. Ο νόμος δεν μπορεί να αρκείται απλώς στην επιστημονικά ατεκμηρίωτη δήλωση του πολίτη, που ενδεχομένως αργότερα δύναται να μεταβληθεί».
Εκτιμά τέλος ότι «πίσω από όλες αυτές τις προσπάθειες δεν διακρίνει το ενδιαφέρον για τον ταλαιπωρημένο και αδικημένο συνάνθρωπο, αλλά την ύπαρξη ισχυρών ομάδων, με αποτέλεσμα τη διάλυση της κοινωνικής συνοχής και την πνευματική νέκρωση του ανθρώπου».