Προσπάθεια του Αλέξη Τσίπρα να αποκομίσει πολιτικά οφέλη με τις προτάσεις για τη Συνταγματική Αναθεώρηση, βλέπει ο ανεξάρτητος ευρωβουλευτής και καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Κώστας Χρυσόγονος, μιλώντας στο Sputnik.
Όπως εξήγησε ο κ. Χρυσόγονος, την αναθεώρηση του Συντάγματος δε θα διενεργήσει η σημερινή Βουλή, αλλά η επόμενη. Η σημερινή θα διαπιστώσει απλώς την ανάγκη αναθεώρησης, διαδικασία για την οποία απαιτούνται μόνο 151 ψήφοι και η επόμενη Βουλή είναι αυτή που θα λάβει τις τελικές αποφάσεις. Ως εκ τούτου, ο κ. Τσίπρας «προσπαθεί να χρησιμοποιήσει το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης για να αποκομίσει εκλογικό όφελος», επισημαίνει.
Επικρίνει, παράλληλα, τον πρωθυπουργό για την κίνησή του να στείλει επιστολή για τη συνταγματική αναθεώρηση στους Κ. Παπακώστα και Ν. Νικολόπουλο, ως αρχηγούς κομμάτων παρότι «ουδέποτε συμμετείχαν σε εκλογές». Πρόκειται, όπως λέει, για προσπάθεια «να τους «κολακέψει» ώστε να στηρίξουν την κυβέρνηση «μετά τη διαφαινόμενη αποχώρηση του κ. Καμμένου».
Αναλυτικά όσα δήλωσε ο Κώστας Χρυσόγονος:
– Πώς κρίνετε τις προτάσεις Τσίπρα για τη συνταγματική αναθεώρηση;
Ως προς το περιεχόμενο των προτάσεων δεν υπάρχει κάποια έκπληξη σε σχέση με αυτά που είχε πει ο κ. Τσίπρας στη γενική γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ πριν μερικές μέρες. Θα έλεγα ότι η πρόταση ήταν σε γενικές γραμμές αναμενόμενη. Έχει κάποια θετικά σημεία, όπως είναι η πρόταση για αποσύνδεση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής και η μείωση της ποινικής προστασίας των πολιτικών προσώπων, στο οποίο πιστεύω ότι θα συμφωνήσουν και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις επί της αρχής, αν και βέβαια δεν είναι σαφές με ποιον τρόπο θα υλοποιηθούν όλα αυτά.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι τον αποφασιστικό ρόλο δε θα τον έχει η σημερινή Βουλή, αλλά η επόμενη η οποία και θα διενεργήσει την αναθεώρηση του Συντάγματος. Αυτή η Βουλή απλώς διαπιστώνει την ανάγκη αναθεώρησης. Το κείμενο των διατάξεων θα το προσδιορίσει τελικά η επόμενη βουλή που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές του 2019 και συνεπώς εκεί θα παρθούν οι τελικές αποφάσεις.
Υπάρχουν όμως και άλλα σημεία, τα περισσότερα θα έλεγα, τα οποία δε φαίνεται να αποσκοπούν σε κάποια συνταγματική μεταβολή με ουσία, αλλά απλώς στην αποκομιδή πολιτικών εντυπώσεων. Χαρακτηριστικό είναι το ζήτημα των σχέσεων κράτους — Εκκλησίας το οποίο δε ξεκινάει από το Σύνταγμα και το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι το Σύνταγμα. Χωρίς να θέλω να πω ότι το Σύνταγμα έχει την ιδανική διατύπωση στα θέματα αυτά, τα πραγματικά προβλήματα ξεκινούν από την κοινή νομοθεσία και την πρακτική της διοίκησης και άρα στο συνταγματικό επίπεδο ο κ. Τσίπρας προσπαθεί να δώσει μία επίφαση «αριστεροσύνης» στην πρότασή του επικεντρώνοντάς τη και στο θέμα αυτό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι επίσης και στο ζήτημα των λεγόμενων κοινωνικών δικαιωμάτων, όπως τα δικαιώματα για κοινωνική ασφάλιση, υγεία, κ.ά. όπου κάνει λόγο για ενίσχυση της συνταγματικής τους κατοχύρωση, τη στιγμή που στην πράξη αποδεικνύεται ότι και η υφιστάμενη κατοχύρωση δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί στην πράξη λόγω των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει το ελληνικό κράτος. Και μάλιστα ο ίδιος ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν εκείνοι που προχώρησαν στην ψήφιση των μέτρων για την περικοπή των συντάξεων. Άρα τι θα ωφελούσε τώρα να μπει μία πιο ισχυρή φραστική διατύπωση στο Σύνταγμα αφού ακόμη και με την υφισταμένη φραστική διατύπωση, τα δικαστήρια έχουν κρίνει αντισυνταγματικές τις μειώσεις των συντάξεων και εντούτοις ο ίδιος ο κ. Τσίπρας δεν επαναφέρει τις συντάξεις διότι δεν έχει τα χρήματα να το κάνει;
– Γιατί ο κ. Τσίπρας επιλέγει τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή να ξεκινήσει τη διαδικασία;
Είναι προφανές ότι ο κ. Τσίπρας άφησε την αναθεώρηση στην άκρη επί 2,5 χρόνια περίπου διότι κατ’ ουσίαν το ζήτημα δεν τον ενδιαφέρει. Ο ίδιος δεν έχει μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς για τον τόπο. Ο μόνος σχεδιασμός που έχει και η μόνη του επιδίωξη είναι πώς θα παραμείνει είτε κάτοχος, είτε έστω διεκδικητής της κυβερνητικής εξουσίας και τώρα προσπαθεί να χρησιμοποιήσει το ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης για να αποκομίσει εκλογικό όφελος.
Και το κωμικοτραγικό είναι ότι ο ίδιος στην επιστολή του προς τους πολιτικούς αρχηγούς ζητά να μην εμπλακεί η αναθεώρηση στις σκοπιμότητες του βραχέως πολιτικού χρόνου, όπως λέει, ενώ ανακινεί το θέμα μόλις έξι μήνες πριν την έναρξη της εκλογικής περιόδου. Αυτό είναι οξύμωρο! Όπως οξύμωρο είναι και το γεγονός ότι απευθύνει την επιστολή — μεταξύ άλλων — στην κ. Παπακώστα και στον κ. Νικολόπουλο, ως αρχηγούς κομμάτων ισότιμους με τον κ. Μητσοτάκη ή τον κ. Κουτσούμπα ή την κ. Γεννηματά, τη στιγμή που όλοι ξέρουμε ότι τα κόμματα των κ.κ. Νικολόπουλου και Παπακώστα ουδέποτε συμμετείχαν σε εκλογές και ουδέποτε πήραν έστω και μία ψήφο. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, προσπαθεί να κολακέψει ανεξάρτητους σήμερα βουλευτές οι οποίοι εκλέχτηκαν στα ψηφοδέλτια άλλων κομμάτων για να τους προσελκύσει σταδιακά ώστε να στηρίξουν την κυβέρνησή του μετά τη διαφαινόμενη αποχώρηση του κυβερνητικού του εταίρου, του κ. Καμμένου.
– Θεωρείτε, δηλαδή, ότι ο κ. Τσίπρας χρησιμοποιεί τη συνταγματική αναθεώρηση για να εξασφαλίσει την εξάντληση της τετραετίας;
Φαίνεται ότι ο κ. Τσίπρας έχει καταλήξει πως τον συμφέρει και θέλει να επιδιώξει την εξάντληση της κυβερνητικής θητείας έως το φθινόπωρο του 2019 και θα κάνει οτιδήποτε ώστε να επιτύχει τον σκοπό του.
– Πιστεύετε ότι η συνταγματική αναθεώρηση θα μπορέσει να προχωρήσει δεδομένων των απαιτήσεων που θέτει η Νέα Δημοκρατία;
Δεν μπορώ να κάνω τέτοια πρόβλεψη διότι για να ξεκινήσει η διαδικασία αρκούν 151 ψήφοι για κάθε μία από τις διατάξεις που θα προτείνει η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Έχω την εντύπωση ότι σε αρκετές από τις διατάξεις που θα προταθούν, θα βρεθούν οι 151 ψήφοι έστω και αν η αξιωματική αντιπολίτευση τις καταψηφίσει όλες. Συνεπώς θα διαπιστωθεί η ανάγκη αναθεώρησης αρκετών διατάξεων. Το τι θα γίνει, όμως, στην επόμενη Βουλή, θα εξαρτηθεί φυσικά από τα αποτελέσματα των επικείμενων εκλογών του 2019 και αναλόγως θα φανεί ποια θα είναι η κατάληξη