Συνεχίζεται η διάθεση απόρρητων κονδυλίων για τη διαχείριση του μεταναστευτικού. Ο νέος νόμος 4686 /2020, «Βελτίωση της μεταναστευτικής νομοθεσίας, τροποποίηση διατάξεων των νόμων 4636/2019 (A΄ 169), 4375/2016 (A΄ 51), 4251/2014 (Α΄ 80) και άλλες διατάξεις», που τέθηκε σε ισχύ μετά τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προβλέπει ότι κρυφά κονδύλια θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν – χωρίς γνώση των πολιτών – για τις ανάγκες διαχείρισης του μεταναστευτικού προβλήματος.
Ειδικότερα, στον προϋπολογισμό του υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου εγγράφεται ειδική πίστωση απορρήτων εθνικών αναγκών. Ως τέτοιες εθνικές ανάγκες και δαπάνες, «οι οποίες δεν μπορούν να γίνουν γνωστές χωρίς ζημία των συμφερόντων της χώρας, θεωρούνται αυτές που εμπίπτουν, άμεσα ή έμμεσα, στην εκπλήρωση της αποστολής του ως άνω υπουργείου, όπως αυτή κάθε φορά εξειδικεύεται από τα αρμόδια προς τούτο όργανα, η διασφάλιση της εκπλήρωσης των οποίων συνιστά προστασία των εθνικών συμφερόντων στον τομέα αυτό, εντός ή εκτός Ελλάδος». Για τον λόγο αυτό η πίστωση των απορρήτων εθνικών αναγκών διατίθεται για δαπάνες τόσο στο εσωτερικό όσο και στην αλλοδαπή.
Η διάθεση οποιουδήποτε ποσού από την πίστωση αυτή διενεργείται με απόφαση του υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου και μετά από γνώμη της τριμελούς Επιτροπής Ειδικών Δαπανών, που αποτελείται από υπηρεσιακούς παράγοντες. Για τις δαπάνες αυτές δεν αποδίδεται λογαριασμός ενώ η απόφαση αυτή, η οποία ασκείται κατά αποκλειστική αρμοδιότητα από τον υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου, δεν δημοσιεύεται στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβέρνησης ούτε αναρτάται σε οποιοδήποτε πληροφοριακό σύστημα ή πλατφόρμα.
Όπως ορίζεται, απαγορεύεται η διάθεση οποιουδήποτε ποσού των απόρρητων κονδυλίων για την παροχή επιμισθίων, αμοιβών ή αποζημιώσεων και για κάθε προσωπική παροχή προς υπαλλήλους ή όργανα του κράτους. «Οι κατά παράβαση των ορισμών του παρόντος εγκρίνοντες ή λαμβάνοντες τέτοιες παροχές ευθύνονται πειθαρχικώς και καθίστανται εις ολόκληρον υπόχρεοι έναντι του Δημοσίου σε απόδοση των παρά την απαγόρευση πληρωθέντων».
Στο μεταξύ, οι πληρωμές μέσω απόρρητων κονδυλίων απαλλάσσονται από κάθε κράτηση τέλος ή εισφορά υπέρ του Δημοσίου, Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης, Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου ή τρίτων, τόσο κατά την με οποιονδήποτε τρόπο ανάθεση όσο και κατά την εξόφληση.
Όσον αφορά στη γνωμοδοτική Επιτροπή Ειδικών Δαπανών, αποτελείται από: α. Τον Γενικό Γραμματέα Μεταναστευτικής Πολιτικής ως Πρόεδρο τον οποίο αναπληρώνει, σε περίπτωση κωλύματος, ο Γενικός Γραμματέας Υποδοχής Αιτούντων Άσυλο. β. Δύο (2) Προϊσταμένους Διευθύνσεων υπηρεσιών του Υπουργείου, οι οποίοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους, από τον Υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου. Οι Προϊστάμενοι Διευθύνσεων υπηρεσιών και οι αναπληρωτές τους, είναι είτε μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι είτε υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Στην Επιτροπή μετέχει ως γραμματέας, χωρίς ψήφο, υπάλληλος του Υπουργείου που ορίζεται από τον Υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου.
Αυτός τηρεί, με δική του ευθύνη και απόλυτη εχεμύθεια, βιβλίο πρωτοκόλλου, στο οποίο καταχωρίζονται, κατ’ αύξοντα αριθμό, οι προτάσεις δαπανών, καθώς και βιβλίο πρακτικών, στο οποίο καταχωρίζονται, κατά συνεδρίαση, οι γνωμοδοτήσεις της Επιτροπής, το περιεχόμενο των οποίων απαγορεύεται να ανακοινώνεται και εμπίπτει στις διατάξεις περί απορρήτου του Κράτους.
Οι αποφάσεις της Επιτροπής είναι αιτιολογημένες και λαμβάνονται κατά πλειοψηφία επί θεμάτων που διαβιβάζονται σε αυτή από τον υπουργό Μετανάστευσης και Ασύλου. Τυχόν μειοψηφούσες γνώμες καταχωρίζονται, υποχρεωτικά, στα πρακτικά. «Απόσπασμα του πρακτικού της Επιτροπής, με τα αναγκαία τυπικά στοιχεία (αριθμός γνωμοδότησης, ημερομηνία, όνομα του δικαιούχου ή όνομα του εκτελούντος τη δαπάνη, το ύψος της δαπάνης και ο χαρακτηρισμός της ως απόρρητης), διαβιβάζεται προς τη Γενική Διεύθυνση Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου, η οποία προκαλεί την οικεία απόφαση του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου, που αποτελεί το μόνο δικαιολογητικό της δαπάνης».
Όλα τα παραστατικά έγγραφα της δαπάνης και κάθε άλλο στοιχείο που κατέχει η Επιτροπή ή οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία του υπουργείου, και αναφέρεται στην αναγνώριση και εκτέλεση της δαπάνης, καταστρέφονται από τους προϊσταμένους των οικείων διευθύνσεων 6 μήνες, το αργότερο, μετά την έκδοση της σχετικής υπουργικής απόφασης. Η μη τήρηση της υποχρέωσης αυτής συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα για τους προϊσταμένους των οικείων διευθύνσεων.