Τα Γερμανικά ΜΜΕ σχολίασαν το σαρωτικό πέρασμα της φονικής κακοκαιρίας «Daniel» στη Θεσσαλία.
Το RND αναφέρει χαρακτηριστικά σε δημοσίευμά του, πως οι κατεστραμμένες σοδειές «θα οδηγήσουν σε υψηλότερες τιμές για τους Έλληνες καταναλωτές. Πολλοί αγρότες, μικροί επιχειρηματίες και βιομηχανίες στην περιοχή ενδέχεται ακόμη να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους. Λόγω αυτού οι τράπεζες απειλούνται με καθυστερημένες εξοφλήσεις δανείων. Οι ειδικοί του χρηματοπιστωτικού κλάδου εκτιμούν ότι οι πιστωτικοί αυτοί κίνδυνοι ανέρχονται σε περίπου 2 δισεκατομμύρια ευρώ».
Ακόμα αναφέρει ότι, ταυτοχρόνως «ο θυμός και η απελπισία αυξάνονται μεταξύ των πληγέντων» οι οποίοι «διαμαρτύρονται ότι η παροχή βοήθειας ήταν καθυστερημένη και ανοργάνωτη. […] Πρόκειται για την τρίτη καταστροφή φέτος, μετά το χειρότερο σιδηροδρομικό δυστύχημα στην ιστορία της χώρας τον Φεβρουάριο και τις καταστροφικές πυρκαγιές του Ιουλίου. Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι από το κράτος και αυτό το αίσθημα θα μπορούσε να ωφελήσει τους δεξιούς λαϊκιστές».
Το RND επισημαίνει σύμφωνα με την Deutsche Welle πως «η καταστροφή πλήττει την Ελλάδα σε μια δύσκολη στιγμή. Η χώρα είναι υπερχρεωμένη και εξακολουθεί να είναι οικονομικά αποδυναμωμένη».
Και συμπληρώνει ότι «από το 2024 οι κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας της Ε.Ε., οι οποίοι είχαν ανασταλεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας, θα τεθούν και πάλι σε ισχύ, γεγονός που θα σημαίνει περισσότερη πειθαρχία στις δαπάνες. Η Ελλάδα υποτίθεται ότι θα πρέπει να δημιουργήσει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1% το επόμενο έτος, προκειμένου να μειώσει το χρέος. Έτσι, δεν είναι ακόμη σαφές από πού θα βρεθούν τα χρήματα για την αποζημίωση των πλημμυροπαθών και την αποκατάσταση των ζημιών.
Η καταστροφή προκαλεί αβεβαιότητα στο χρηματιστήριο της Αθήνας. Φημολογείται ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει έναν ειδικό φόρο στα κέρδη των τραπεζών για τη χρηματοδότηση των αποζημιώσεων αυτών. Το υπουργείο Οικονομικών το διέψευσε κατηγορηματικά, όμως οι τραπεζικές μετοχές δέχθηκαν προσωρινά ισχυρές πιέσεις. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: δεν υπάρχει σχεδόν κανένα περιθώριο για τις φοροελαφρύνσεις που σχεδίαζε ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης».