Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επέλεξε την πεπατημένη της πολιτικής επιδομάτων, μέσω της λεγόμενης «κοινωνικής επιταγής», όσο η πραγματική οικονομία καταρρέει και οι Έλληνες πολίτες πνίγονται από τη φορολογία και τις αυξανόμενες τιμές.
Τα επιδόματα αυτά είναι τίποτα παραπάνω από προσωρινές «ενέσεις», σοβιετικής εμπνεύσεως, τα οποία το μόνο που καταφέρνουν είναι να «εξαργυρωθούν» ως πολιτικό κεφάλαιο από την κυβέρνηση στην προσπάθεια της να επιβιώσει.
Συγκεκριμένα, πάνω από 650.000 συνταξιούχοι, οι οποίοι δεν δικαιούνται καμία αύξηση λόγω της προσωπικής διαφοράς, θα λάβουν το πολύ ως 200 ευρώ.
Όταν οι λογαριασμοί ρεύματος, τα τρόφιμα και τα βασικά έξοδα έχουν εκτοξευθεί, οι συνταξιούχοι καλούνται να «ευχαριστήσουν» την κυβέρνηση για αυτή την επαίσχυντη «μικροελεημοσύνη».
Δεν σταματά όμως εκεί η κοροϊδία. Ας μην ξεχνάμε και τους 800.000 γονείς που θα λάβουν μια επιπλέον δόση επιδόματος παιδιού, με το συνολικό ποσό να φτάνει στο μέγιστο το «αστείο» ποσό των 700 ευρώ για μια οικογένεια με τρία παιδιά!
225.000 δικαιούχοι επιδομάτων αναπηρίας θα λάβουν εφάπαξ ποσό 200 ευρώ. Λες και αυτά τα 200 ευρώ είναι αρκετά για να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες τους η πιο ευάλωτη μερίδα των Ελλήνων πολιτών.
Αυτό που βλέπουμε δεν είναι τίποτε άλλο παρά κομμουνιστικές τακτικές καμουφλαρισμένες σε έναν δήθεν «φιλελεύθερο» μανδύα.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιμένει να μοιράζει επιδόματα «πείνας» σε έναν λαό που δεν παράγει τίποτα, καθιστώντας τους πολίτες εξαρτημένους από το κράτος αντί να τους δίνει τα εργαλεία να σταθούν στα πόδια τους.
Αντί για μειώσεις φόρων, ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και δημιουργία πραγματικών θέσεων εργασίας, επιλέγει τη γνωστή τακτική του «δώσε λίγο για να ησυχάσουν».
Οι Έλληνες όμως δεν χρειάζονται εφάπαξ επιδόματα και «κοινωνικές επιταγές», αλλά δουλειές, μειωμένη φορολογία και ένα κράτος που θα τους επιτρέπει να σταθούν στα πόδια τους.
Αυτό βέβαια έχει καταστεί αδύνατον πλέον, μία πραγματικά «τελειωμένη υπόθεση», αν μελετήσει κανείς την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι τομείς της βιομηχανίας, της γεωργίας, της κτηνοτροφίας, αλλά και της μεταποίησης και των βιοτεχνιών.
Στην κτηνοτροφία, η παραγωγή αιγοπρόβειου κρέατος μειώθηκε κατά 7% το 2022 σε σχέση με το 2021, ενώ το ζωικό κεφάλαιο συνεχίζει να συρρικνώνεται λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής, της ενεργειακής κρίσης και της έλλειψης εργατικών χεριών.
Η παραγωγή μαλακού τυριού μειώθηκε κατά 7,6%, δείχνοντας πως η βιομηχανία γαλακτοκομικών πλήττεται σοβαρά. Επιπλέον, η μείωση των γεωργικών ελκυστήρων κατά 2,4% δείχνει την πτώση της αγροτικής δραστηριότητας, καθώς οι αγρότες αδυνατούν να επενδύσουν σε σύγχρονα μέσα παραγωγής.
Η γεωργία και η κτηνοτροφία, παρά τη μακρόχρονη παρουσία τους στην ελληνική οικονομία, έχουν συρρικνωθεί δραματικά και σήμερα συνεισφέρουν μόλις το 4% του ΑΕΠ.
Αυτή η μικρή συνεισφορά, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση του πρωτογενούς τομέα, αναδεικνύει τις δομικές αδυναμίες στην υποστήριξη των αγροτικών και κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων, που συνδέονται με την αποτυχία του κράτους να προωθήσει μακροπρόθεσμες πολιτικές ανάπτυξης.
Επιπλέον, η μεταποίηση, αν και σε ελάχιστους τομείς όπως τα τρόφιμα και τα ποτά εμφανίζει αμελητέα αύξηση εξαγωγών, οι μικρομεσαίες βιοτεχνίες συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Οι αυξημένοι φόροι και τα υψηλά κόστη λειτουργίας πνίγουν την ανταγωνιστικότητα αυτών των επιχειρήσεων, μειώνοντας τις ευκαιρίες για ανάπτυξη.