«Ένα συμπέρασμα το οποίο έβγαλαν από το debate οι πολίτες είναι ότι ο εγκέφαλος του επιτελικού παρακράτους των παρακολουθήσεων είναι ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος χθες ομολόγησε ότι υπάρχει σκάνδαλο υποκλοπών», δήλωσε η Ράνια Σβίγκου, στην ΕΡΤ1, προσθέτοντας ότι «τον είδαμε να λέει ότι τελικά δεν υπήρξε εθνικός λόγος των παρακολουθήσεων του κ. Ανδρουλάκη».
Η γραμματέας της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είπε ότι «δεν μας αξίζει μια τέτοια χώρα, δεν μας αξίζει μια Ελλάδα στην οποία δεν είναι σεβαστό το κράτος δικαίου και τα δικαιώματα των πολιτών- μια χώρα στην οποία παρακολουθούνται από πολιτικοί αρχηγοί, όπως ο κ. Ανδρουλάκης, μέχρι οι αρχηγοί των Ενόπλων Δυνάμεων».
Τόνισε ότι «μόνο με μια προοδευτική πλειοψηφία, η οποία θα βγει από τις κάλπες της 21ης Μαΐου, με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρώτο κόμμα, θα χυθεί άπλετο φως, και θα συσταθεί προανακριτική επιτροπή, ώστε τίποτα να μη μείνει στη σκιά».
Η κυρία Σβίγκου σημείωσε ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ από την πρώτη στιγμή έχει πει ότι υπήρξε μια εκτεταμένη και μεθοδευμένη προσπάθεια για συγκάλυψη, για να μπορέσουν να συγκαλυφθούν οι ευθύνες πρώτα απ’ όλα του ίδιου του πρωθυπουργού». Σχολίασε ότι τα στελέχη της ΝΔ υποβιβάζουν «τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως ένα ανήξερο άνθρωπο ο οποίος ήταν στο Μαξίμου, είχε τον ανιψιό του στο διπλανό γραφείο, δεν ήξερε τι έκανε ο ανιψιός, δεν τον ρωτούσε ποτέ τι έκανε και ξαφνικά μια μέρα λόγω των δημοσιογραφικών ερευνών, έπεσε από τα σύννεφα».
Σχετικά με το debate σχολίασε ότι «από τότε που ανέλαβε την αρχηγία της ΝΔ ο κ. Μητσοτάκης, κάθε φορά που ετίθετο η πρόταση για μια τηλεμαχία Τσίπρα-Μητσοτάκη ο ίδιος κρυβόταν και εφεύρισκε δικαιολογίες». Προσέθεσε ότι «παρά τις προσπάθειες του Κυριάκου Μητσοτάκη να κρυφτεί πίσω από τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς, αποφεύγοντας δηλαδή μια απευθείας αντιπαράθεση με τον Αλέξη Τσίπρα, δεν κατάφερε να κρύψει την τεράστια απόστασή του από όσα βιώνει η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας».
Η γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ είπε ότι οι προεκλογικές υποσχέσεις του 2019 εκ μέρους του κ. Μητσοτάκη «διαψεύσθηκαν παταγωδώς»:
«Έταξε καλύτερους μισθούς, έταξε καλύτερες συντάξεις, έταξε καλύτερες δουλειές και τελικά είμαστε τρίτοι από το τέλος ως προς τη μειωμένη αγοραστική δύναμη της χώρας, πίσω από τη Σλοβακία και τη Βουλγαρία. Έγινε μια αύξηση του κατώτατου μισθού κάτω από τον πληθωρισμό, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να υπερκαλυφθούν οι τεράστιες ανατιμήσεις στα προϊόντα. Έταζαν μείωση φόρων και κατηγορούσαν την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης».
Τόνισε ότι τώρα έχουμε «τους πλούσιους να γίνονται πλουσιότεροι, τους φτωχούς να γίνονται φτωχότεροι και τη μεσαία τάξη συνεχώς να συρρικνώνεται για τον απλούστατο λόγο ότι η ΝΔ αρνείται να πάρει στοιχειώδη μέτρα που έχουν πάρει σχεδόν όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, και τα οποία υπάρχουν στο πρόγραμμά μας, όπως η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα, η μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, μια γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού η οποία να υπερκαλύπτει τον πληθωρισμό».
Μιλώντας περαιτέρω για το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-Π η κυρία Σβίγκου τόνισε ότι βασίζεται «στην αύξηση των εισοδημάτων, στη μείωση των τιμών, τη ρύθμιση των χρεών, γιατί δεκάδες χιλιάδες συμπολίτες μας αυτή τη στιγμή κινδυνεύουν να χάσουν τα σπίτια τους». «Χρειαζόμαστε ένα ισχυρό αποτελεσματικό κράτος, και όχι το επιτελικό κράτος του Μαξίμου των παρακολουθήσεων», προσέθεσε.
Κατηγόρησε τη ΝΔ για fake news αναφορικά με την κοστολόγηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, αναφέροντας ότι «το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στους μόνους στους οποίους κοστίζει, είναι σ’ αυτούς που εκπροσωπεί η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης». Δηλαδή, συνέχισε, «στις εταιρείες που κερδοσκοπούν σε βάρος των συμφερόντων των πολλών, στις εταιρείες ενέργειας, σε όλους αυτούς που δεν φορολογεί τα υπερκέρδη τους».
Προσέθεσε ότι «έχουν βγει εμπεριστατωμένες ανακοινώσεις και από το γραφείο Τύπου και από τον αρμόδιο τομέα Οικονομίας του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στις οποίες υπάρχει συγκεκριμένη κοστολόγηση για το κάθε μέτρο». Υποστήριξε ακόμη ότι «η ΝΔ για ακόμη μια φορά αποφεύγει την προγραμματική αντιπαράθεση, και καταφεύγει σε διάφορα μυθεύματα. Ξεκίνησε λέγοντας ότι η κοστολόγηση του προγράμματός μας είναι 22 δισ., προχώρησε υπολογίζοντάς το στα 43, και τώρα στα 85 δισ.».