«Το θέμα της ΔΕΗ δεν είναι τεχνικό, αλλά πολιτικό», δηλώνει ο βουλευτής Μεσσηνίας και Τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, Αλέξης Χαρίτσης, σε συνέντευξή του σε κυριακάτικη εφημερίδα.
«Η ανάκτηση του δημόσιου ελέγχου της ΔΕΗ είναι βήμα προς το μέλλον κι αυτό το υπογραμμίζουν οι τελευταίες διεθνείς εξελίξεις», δηλώνει ο κ Χαρίτσης και συνεχίζει: «Η αύξηση της δημόσιας συμμετοχής σε μια επιχείρηση είναι απολύτως εφικτή», κάνοντας λόγο για «δύο εκ διαμέτρου αντίθετες στρατηγικές. Τη μία που κοιτάει αποκλειστικά την τιμή στο ταμπλό του χρηματιστηρίου και τα κέρδη των μετόχων και την άλλη που εστιάζει στο κοινωνικό όφελος και στις αναπτυξιακές προοπτικές για την ελληνική οικονομία».
Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης:
Επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ. Με ποιον τρόπο μπορεί να γίνει πράξη η ανάκτηση του 51% των μετοχών από το δημόσιο; Είναι επιστροφή στην λογική της χρεοκοπίας όπως σχολίασε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος;
Είναι βήμα προς το μέλλον. Και αυτό το υπογραμμίζουν οι τελευταίες εξελίξεις διεθνώς: η απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης για την εθνικοποίηση της μεγαλύτερης εταιρείας φυσικού αερίου Uniper, η πλήρης κρατικοποίηση του ενεργειακού κολοσσού EDF από την γαλλική κυβέρνηση, η συνολικότερη τάση ενίσχυσης της παρουσίας του Κράτους στις μεγάλες επιχειρήσεις ενέργειας.
Η αύξηση της δημόσιας συμμετοχής σε μια επιχείρηση είναι απολύτως εφικτή: είτε σταδιακά μέσω του χρηματιστηρίου είτε με αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (με την αντίστροφη διαδικασία από αυτή της κυβέρνησης με την οποία μειώθηκε το ποσοστό του Δημοσίου), είτε με εξαγορά μετοχικών πακέτων άλλων επενδυτών κλπ.
Αυτό που προέχει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι το θέμα της ΔΕΗ δεν είναι τεχνικό, αλλά πολιτικό. Αφορά δύο εκ διαμέτρου αντίθετες στρατηγικές. Τη μία που κοιτάει αποκλειστικά την τιμή στο ταμπλό του χρηματιστηρίου και τα κέρδη των μετόχων και την άλλη που εστιάζει στο κοινωνικό όφελος και στις αναπτυξιακές προοπτικές για την ελληνική οικονομία.
Η ΔΕΗ είναι ιστορικά μια πολύ σημαντική επιχείρηση για το ενεργειακό μας σύστημα και την οικονομία συνολικά. Στις σημερινές πρωτοφανείς συνθήκες όμως, η συμβολή της στην άσκηση εθνικής ενεργειακής πολιτικής, για την συγκράτηση του ενεργειακού κόστους, την διασφάλιση της ενεργειακής επάρκειας, αλλά και την πράσινη ενεργειακή μετάβαση με όρους βιωσιμότητας και δικαιοσύνης, καθίσταται απολύτως κρίσιμη.
Ανώτατος συντελεστής κέρδους στην παραγωγή ενέργειας στο 5% και διατίμηση στην λιανική τιμή του φυσικού αερίου. Πως θα εφαρμοστούν και τι αποτύπωμα θα έχουν στους λογαριασμούς για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Ο ανώτατος συντελεστής κέρδους θα φέρει άμεση μείωση της τιμής. Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, το περιθώριο κέρδους σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβαίνει κατά πολύ το 20% και αυτό από μόνο του φανερώνει τα σημαντικά περιθώρια μείωσης που υπάρχουν. Ταυτόχρονα, το μέτρο αυτό δεν απαιτεί δημοσιονομική παρέμβαση και δεν θέτει υπό αίρεση τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων ενέργειας.
Είναι ένα μέτρο κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα από την αναλογική και δίκαιη κατανομή των βαρών σε μια πολύ δύσκολη συγκυρία.
Ο ανώτατος συντελεστής κέρδους όμως, μειώνει μεν την εγχώρια κερδοσκοπία, αλλά δεν αντιμετωπίζει την αύξηση των τιμών διεθνώς. Το πλαφόν είτε στη χοντρική είτε στη λιανική είναι δυνατόν να απορροφήσει την αύξηση των διεθνών τιμών και άρα να έχει μεγαλύτερη θετική επίδραση στον καταναλωτή. Την ίδια στιγμή έχει κόστος: απαιτεί την κάλυψη της ενδεχόμενης ζημιάς που θα υποστούν οι επιχειρήσεις παραγωγής ρεύματος ή εμπορίας φυσικού αερίου στο βαθμό που θα κληθούν να πωλούν σε τιμές κάτω από το κόστος. Άρα εκεί το βασικό είναι το σε ποιο σημείο μπαίνει ο πήχης ώστε και οι καταναλωτές να ωφεληθούν και τα δημόσια ταμεία να μπορούν να στηρίξουν αυτήν την επιλογή.
Τα δύο αυτά μέτρα δεν έχουν θετική επίπτωση μόνο στους καταναλωτές ενέργειας. Μέσω των μειωμένων τιμολογίων στην ενέργεια, περιορίζονται οι ανατιμήσεις σε ολόκληρο τον οικονομικό κύκλο και κατά συνέπεια το όφελος διαχέεται στο σύνολο της οικονομίας.
Ποιον ρόλο θα παίξει η Αναπτυξιακή Τράπεζα στην ενίσχυση μικρομεσαίων και αγροτών;
Η Αναπτυξιακή Τράπεζα έχει μία πολύ συγκεκριμένη και πολύ σοβαρή αποστολή: την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού που αφήνουν οι εμπορικές τράπεζες. Αυτό το επιτυγχάνει με δύο βασικούς τρόπους:
• Καθιστά την δανειοδότηση πιο ευνοϊκή για τους δανειολήπτες, πχ δεν απαιτούνται εμπράγματες εξασφαλίσεις (υποθήκες, προσημειώσεις), μειώνεται το επιτόκιο δανεισμού κλπ.
• Μειώνει το ρίσκο των εμπορικών τραπεζών κι έτσι κινητοποιούνται τραπεζικά κεφάλαια που αλλιώς δεν θα αξιοποιούνταν.
Αποτέλεσμα είναι να αυξάνεται η περίμετρος αυτών που τελικά έχουν πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Αυτό γίνεται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στην Ελλάδα η Αναπτυξιακή Τράπεζα είναι ακόμα πιο απαραίτητη γιατί η συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων δεν έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό.
Σε αντίθεση με την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη για την οποία οι χρηματοδοτήσεις αφορούν ένα κλειστό club μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα στηρίξει την Αναπτυξιακή Τράπεζα μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης με στόχο τη δανειοδότηση και τη δυναμική στήριξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, των αγροτών και των δυναμικών νέων αναπτυσσόμενων κλάδων της ελληνικής οικονομίας.
Υπάρχουν περιθώρια ανασχεδιασμού της κατανομής των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης; Μπορεί να έχει και αναδρομική ισχύ;
Περιθώρια ανακατεύθυνσης σαφώς υπάρχουν. Πρέπει άλλωστε να βλέπουμε τον συνολικό σχεδιασμό των ευρωπαϊκών κονδυλίων που, εκτός από το Ταμείο Ανάκαμψης, περιλαμβάνει το ΕΣΠΑ 2021-2027, την νέα ΚΑΠ, τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων κλπ. Πρόκειται για μια συνολική δεξαμενή πόρων που υπερβαίνει τα 80 δισ. μέχρι το 2029.
Δυνατότητα αναθεώρησης προβλέπεται τόσο στον κανονισμό του Ταμείο Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας όσο και στο ΕΣΠΑ. Η ίδια η ΕΕ άλλωστε προχώρησε πρόσφατα στη δημιουργία νέων εργαλείων, όπως το RePowerEU, που συνιστούν ανακατεύθυνση ήδη υπαρχόντων κονδυλίων.
Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Είναι τέτοια η συνθετότητα και η μεταβλητότητα των επάλληλων κρίσεων, που η προσαρμογή στις νέες συνθήκες επιβάλλει να τεθούν νέες προτεραιότητες.
Ειδικά στην περίπτωση της χώρας μας, όπου με ευθύνη της Κυβέρνησης δεν υπήρξε καμία σοβαρή διαβούλευση και δεν έγινε κανένας σχεδιασμός για την αντιμετώπιση δομικών προκλήσεων της οικονομίας, είναι απολύτως αναγκαίο να προχωρήσουμε στον αναγκαίο επανασχεδιασμό, ώστε τα προγράμματα να υλοποιηθούν με διαχειριστικά αποτελεσματικό αλλά, κυρίως, με κοινωνικά αποδοτικό τρόπο.
Αυτή τη στιγμή η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αποτύχει τόσο διαχειριστικά (εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα απορρόφησης), αλλά και ακόμα περισσότερο ως προς την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων, καθώς μεγάλα πεδία έχουν μείνει εκτός σχεδιασμού – ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, στήριξη περιφερειακής ανάπτυξης, αντιμετώπιση στεγαστικής κρίσης, είναι μερικά μόνο παραδείγματα.
Υπό αυτή την έννοια, ακόμα και αναδρομικές αλλαγές μπορούν να γίνουν, αρκεί αυτές να καλύπτουν την έγκαιρη υλοποίηση των προγραμμάτων, να έχουν συνοχή και να πληρούν τις βασικές οριζόντιες ευρωπαϊκές προτεραιότητες για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ θα διασφαλίσει ότι κανένας πόρος διαθέσιμος στην χώρα δεν θα χαθεί, αλλά και ότι το σύνολο των κονδυλίων θα έχουν το μέγιστο δυνατό κοινωνικό αποτύπωμα.