Η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Βούλα Κεχαγιά, σε συνέντευξη της σε ραδιοφωνικό σταθμό σχολίασε πως «αυτό που πρέπει να κάνει η κυβέρνηση, είτε δια του εκπροσώπου της είτε δια των υπουργών της, οι οποίοι κάνουν τις συγκεκριμένες αναφορές στη Βουλή και στα μέσα ενημέρωσης, είναι να κατονομάσει τα οικονομικά συμφέροντα που θεωρεί ότι της κάνουν πόλεμο», όμως «η κυβέρνηση δεν το κάνει».
Η κυρία Κεχαγιά είπε ότι «πέρυσι, όταν βγήκαν τα ηχητικά, δεν γνωρίζαμε ότι ήταν παραποιημένα» και πως «όταν ο τότε μηχανοδηγός και πρόεδρος του συλλόγου μηχανοδηγών του ΟΣΕ, ο κ. Γενιδούνιας έλεγε ότι αυτά τα ηχητικά δεν μπορεί παρά να είναι αλλοιωμένα, όλοι ”έπεσαν να τον φάνε” και τον λοιδορούσαν», ενώ τον «απέκλεισαν» από την Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής «για να μην πει αυτά που γνωρίζει, για να μην πει για τα ηχητικά».
Έθεσε δε το εξής ερώτημα «Αν υποτεθεί -το λέω για την οικονομία της συζήτησης- ότι όλοι πέρυσι γνωρίζαμε ότι ήταν παραποιημένα, αλλοιωμένα και μανταρισμένα τα ηχητικά που ακούστηκαν, αυτό σημαίνει ότι έχει παραγραφεί η υποχρέωση της κυβέρνησης να απολογηθεί, να δώσει εξηγήσεις για το ποιος παραποίησε αυτά τα ηχητικά;» για να ρωτήσει εκ νέου: «Ποιος τα έδωσε στα μέσα ενημέρωσης που τα έπαιξαν παραποιημένα, ποιος μπήκε μέσα στην αίθουσα στο συγκεκριμένο χώρο που φυλάσσονται όλες οι συνομιλίες; Ποιος πήρε στικάκι, ποιος έκανε αντίγραφο από το στικάκι, αλλά και γιατί, εφόσον είχαν παραποιηθεί, παραδόθηκαν με χρονοκαθυστέρηση, ολόκληρα, όπως λέει και η Ελληνική Αστυνομία, ως ηχητικό υλικό στις αρμόδιες ανακριτικές αρχές;».
Η εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ τόνισε ότι «από τις πρώτες ώρες της τραγωδίας, που εμείς επιμένουμε να χαρακτηρίζουμε έγκλημα, επιχειρήθηκε η χειραγώγηση της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση ότι όλα οφείλονταν σε ανθρώπινο λάθος και σε τίποτα περισσότερο, ότι για όλα έφταιγε ο σταθμάρχης».
Αυτό έγινε, είπε, «για να μη πηγαίνει το μυαλό των πολιτών και της κοινωνίας στις εγκληματικές παραλείψεις, οι οποίες διαπιστωμένα υπάρχουν και καταλογίζονται ως ευθύνες στον τότε υπουργό Μεταφορών και Υποδομών, Κώστα Καραμανλή και στον τότε υφυπουργό, τον κ. Καραγιάννη».
Είπε ότι η Εξεταστική Επιτροπή ήταν «Εξεταστική συγκάλυψης», με αποκλεισμό μαρτύρων, με τον κ. Καραμανλή «να κουνάει ξανά το δάχτυλο στους συγγενείς των θυμάτων και να βγαίνει ένα πόρισμα το οποίο, επί της ουσίας, κατέληγε σ’ αυτό που μας οδηγούσαν από τις πρώτες ημέρες και ώρες με τα παραποιημένα ηχητικά: στο ανθρώπινο λάθος». Υπογράμμισε ότι «όλα αυτά δεν μπορούν να μείνουν αναπάντητα» και «άρα είναι υποχρέωση της αντιπολίτευσης και δη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποστηρίξει την πρόταση δυσπιστίας».
Όσον αφορά στο αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ για εκλογές, τόνισε ότι «το 41% δεν ήταν λευκή επιταγή του τύπου ”κάνε ό,τι θες και θα σε κρίνω σε μία τετραετία”», αλλά «μία ανανέωση εμπιστοσύνης η οποία βλέπουμε ότι μέσα σε 10 μήνες έχει μειωθεί σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, με βάση τα δημοσκοπικά ευρήματα». «Μπορεί να κυβερνά όπως νομίζει, να μη δίνει λογαριασμό, να μη λογοδοτεί στους πολίτες;
Να μη λογοδοτεί στο 1.350.000 των ανθρώπων που υπέγραψαν το κείμενο για την τραγωδία στα Τέμπη; Να μη λογοδοτεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, να μη λογοδοτεί σε κανέναν;», σχολίασε.
«Ποιος υπονομεύει το πολίτευμα, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης που θεωρεί ότι τίποτα δεν πάει καλά σ’ αυτό τον τόπο και ζητάει εκλογές; Δεν είναι δικαίωμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να το ζητήσει;», τόνισε.
Προσέθεσε ότι «έχουμε μία σωρεία σκανδάλων». «Έχουμε τις υποκλοπές. Κλείνουμε δύο χρόνια από τις αποκαλύψεις για τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων, υπουργών της κυβέρνησης -οι οποίοι δεν έχουν πει κουβέντα-, του αρχηγού ΓΕΕΘΑ, και η τακτική Δικαιοσύνη δεν έχει καλέσει ακόμη για κατάθεση κομβικούς μάρτυρες, οι οποίοι θα μπορούσαν να δώσουν απαντήσεις για την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Μιλάμε και για το Predator και για την ΕΥΠ» σημείωσε.
Ακόμη είπε ότι στο «σκάνδαλο των e-mails» ξέρουμε «αυτά που η ίδια η κυβέρνηση παραδέχτηκε, για να μη πω ότι ομολόγησε, ότι δύο στελέχη της, ο γγ του ΥΠΕΣ και ο γγ Αποδήμων της ΝΔ, έκαναν ”πάσα” ο ένας στον άλλον e-mails και μετά, τουλάχιστον, στην κυρία Ασημακοπούλου, που με τη χθεσινή της επιστολή υπονοεί ότι υπήρχε ένα κέντρο μέσα στην Πειραιώς, το οποίο διαχειρίζεται προσωπικά δεδομένα».