Ο γνωστός δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης, κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής του συνέντευξης, αποκάλυψε πως παρακολουθούνταν και ο ίδιος, και μάλιστα, τα θέματα με τα οποία ασχολήθηκε δημοσιογραφικά ήταν ο λόγος της παρακολούθησής του.
Ο δημοσιογράφος τα ανέπτυξε χθες, αποκαλύπτοντας ότι μία «πηγή» του έδειξε αντίγραφο αποδελτίωσης από συνομιλία που είχε έξω από το σχολείο της κόρης του.
Ο Θανάσης Κουκάκης εξιστόρησε τα γεγονότα και το πώς αντιλήφθηκε ότι ήταν υπό παρακολούθηση.
«Τα ρεπορτάζ μου κίνησαν το ενδιαφέρον κάποιων στην κυβέρνηση που θέλησαν να παρακολουθήσουν τις επικοινωνίες μου», είπε μεταξύ άλλων και πρόσθεσε: «Αν η κυβέρνηση θέλει να πέσει άπλετο φως, να τροποποιήσει τον νόμο που ψήφισε και να επιτρέψει σε όσους θέλουν να ενημερωθούν για το αν παρακολουθήθηκαν».
Αναλυτικά τα όσα είπε ο Θανάσης Κουκάκης:
«Όταν διορίστηκε ο Παναγιώτης Κοντολέων στη θέση του διοικητή της ΕΥΠ εγώ ήμουν ήδη διευθυντής του Γραφείου Τύπου του υπουργείου Παιδείας, μετά από πρόταση που είχα δεχθεί από τη Νίκη Κεραμέως. Έμεινα μέχρι τους αγιασμούς. Στη συνέχεια επέστρεψα στην εργασία μου ως οικονομικός συντάκτης. Είχα συνεργασίες με ξένα ΜΜΕ.
Τον Νοέμβριο του 2019 η κυβέρνηση Μητσοτάκη τροποποιεί τον Ποινικό Κώδικα, αλλάζοντας τις διατάξεις που αφορά στη δίωξη για κακουργηματική απιστία των τραπεζιτών.
Με την τροποποίηση αυτή κατάφερε το εξής παράδοξο που δεν συναντάται πουθενά αλλού: Προκειμένου ένας εισαγγελέας να ασκήσει δίωξη σε έναν τραπεζίτη για κακουργηματική απιστία θα πρέπει προηγουμένως να υπάρχει μήνυση από την ίδια την τράπεζα. Δηλαδή αν ένας τραπεζίτης πιαστεί να κλέβει την τράπεζα του ο εισαγγελέας δεν μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη, παρά μόνο αν το ΔΣ της τράπεζας έχει υποβάλλει προηγουμένως μήνυση.
Στο ίδιο νομοσχέδιο τροποποιήθηκε και η νομοθεσία για το ξέπλυμα του «μαύρου» χρήματος. Με τη συγκεκριμένη τροποποίηση αποδεσμεύτηκαν με τυπικές διαδικασίες ό,τι εγκληματικό προϊόν είχε δεσμευτεί από την Αρχή και ήταν δεσμευμένο για περισσότερο από 18 μήνες και ενδιάμεσα και δεν είχε γίνει δίκη. Με αυτή τη διάταξη η κυβέρνηση είπε ουσιαστικά ότι ‘όλα αυτά επιστρέφουν πίσω στους εγκληματίες’.
Λίγους μήνες μετά κάνει μια παρέμβαση, ώστε η κακουργηματική φοροδιαφυγή (δηλαδή πάνω από 150.000 ευρώ) να μην διώκεται αυτεπάγγελτα από τον εισαγγελέα παρά μόνο αν υπάρχει τελεσίδικη βεβαίωση από τη φορολογική διοίκηση. Γι’ αυτά έγραψα στους Financial Times. Τότε είχε στείλει και επιστολή διαμαρτυρίας ο Γιώργος Γεραπετρίτης με την εφημερίδα ωστόσο να με καλύπτει.
Το καλοκαίρι του 2020 αρχίσαμε να παρακολουθούμε τις υποθέσεις που άρχισαν να αρχειοθετούνται. Όλα τα σκάνδαλα, τα δάνεια των κομμάτων, προς ΜΜΕ, υποθέσεις όλων των τραπεζών αρχειοθετήθηκαν. Γιατί; Διότι δεν υπήρχε μήνυση από την τράπεζα.
Τότε μιλούσα με τους εισαγγελείς, με τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Αυτό το ρεπορτάζ κίνησε το ενδιαφέρον κάποιων στην κυβέρνηση που θέλησαν να παρακολουθήσουν τις επικοινωνίες μου.
Η πρώτη μου παρακολούθηση ξεκινά την 1η Ιουνίου του 2020 με διάταξη της Βασιλικής Βλάχου για λόγους Εθνικής Ασφαλείας. Η διάταξη παρατείνεται τον Ιούλιο το 2020 και διακόπτεται στις 12 Αυγούστου.
Είναι η μέρα που αντιλήφθηκα ότι τελώ υπό παρακολούθηση.
Είχα τύχη και πηγές. Το κινητό μου άρχισε να συμπεριφέρεται περίεργα. Δεν υπήρχαν χτύποι όταν καλούσα κάποιον. Εκεί απευθύνθηκα σε μια πηγή μου και μου είπε ότι παρακολουθούμαι από την ΕΥΠ. Ζήτησα αποδείξεις.
Λίγο αργότερα μου έδειξε μια φωτογραφία που ήταν μια αποδελτίωση συνομιλίας έξω από το σχολείο της κόρης μου. Είχαν υποκλέψει τη συνομιλία.
Την επόμενη μέρα ήρθα σε επικοινωνία με την ΑΔΑΕ και κατέθεσα καταγγελία. Πληροφορήθηκα εκ των υστέρων το ρεπορτάζ των Reporters United, το οποίο αποκάλυψε τις διατάξεις τις παρακολούθησής μου. Την ίδια μέρα που έκανα καταγγελία διακόπηκε η παρακολούθησή μου.
Η ΑΔΑΕ έπρεπε να μου κοινοποιήσει μετά το αίτημά μου. Τι γίνεται; Τον Μάρτιο του 2021 η κυβέρνηση τροποποιεί τον νόμο της Ανεξάρτητης Αρχής προκειμένου να μην είναι σε θέση να ενημερώσει κάποιον που έχει υποβάλλει αίτημα να ενημερωθεί αν έχει παρακολουθηθεί κάποιος για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Αν η κυβέρνηση θέλει να πέσει άπλετο φως, να τροποποιήσει τον νόμο που ψήφισε και να επιτρέψει σε όσους θέλουν να ενημερωθούν για το αν παρακολουθήθηκαν.
Να μάθουν ποιοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί έχουν παρακολουθηθεί. Την επίσημη απάντηση της ΑΔΑΕ για το αίτημα που υπέβαλλα την έλαβα έναν χρόνο μετά. Μου είπαν ότι λόγω της νομοθεσίας δεν μπορούν να με ενημερώσουν.
Όμως όταν μου απάντησε 17 μέρες πριν είχα λάβει το sms από το λογισμικό Predator. Αντίστροφη πορεία από τον κ. Ανδρουλάκη. Το ίδιο link εστάλη στον κ. Ανδρουλάκη. Είχε όμως την τύχη, την οξυδέρκεια να μην πατήσει και δεν επιμολύνθηκε το κινητό του.
Επειδή όμως ήθελαν να μάθουν έβαλαν το κινητό του σε νόμιμη επισύνδεση. Το γεγονός ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης έδωσε το κινητό του τηλέφωνο στην αρμόδια επιτροπή του ευρωκοινοβουλίου και εν συνεχεία έγινε γνωστό ότι παρακολουθήθηκε από την ΕΥΠ ήταν ευλογία γιατί αποδείχθηκε ότι δεν ήμουν ο μόνος».
https://twitter.com/Marka2_/status/1564543272244154375
α θέματα με τα οποία ασχολήθηκε δημοσιογραφικά ήταν ο λόγος της παρακολούθησης του Θανάση Κουκάκη, όπως πιστεύει ο ίδιος. Ο δημοσιογράφος τα ανέπτυξε χθες, κατά τη διάρκεια εμφάνισης του στον τηλεοπτικό σταθμό Kontra, αποκαλύπτοντας ότι μία «πηγή» του έδειξε αντίγραφο αποδελτίωσης από συνομιλία που είχε έξω από το σχολείο της κόρης του.
Ο Θανάσης Κουκάκης εξιστόρησε τα γεγονότα και το πώς αντιλήφθηκε ότι ήταν υπό παρακολούθηση. «Τα ρεπορτάζ μου κίνησαν το ενδιαφέρον κάποιων στην κυβέρνηση που θέλησαν να παρακολουθήσουν τις επικοινωνίες μου», είπε μεταξύ άλλων και πρόσθεσε: «Αν η κυβέρνηση θέλει να πέσει άπλετο φως, να τροποποιήσει τον νόμο που ψήφισε και να επιτρέψει σε όσους θέλουν να ενημερωθούν για το αν παρακολουθήθηκαν».
Αναλυτικά τα όσα είπε ο Θανάσης Κουκάκης:
«Όταν διορίστηκε ο Παναγιώτης Κοντολέων στη θέση του διοικητή της ΕΥΠ εγώ ήμουν ήδη διευθυντής του Γραφείου Τύπου του υπουργείου Παιδείας, μετά από πρόταση που είχα δεχθεί από τη Νίκη Κεραμέως. Έμεινα μέχρι τους αγιασμούς. Στη συνέχεια επέστρεψα στην εργασία μου ως οικονομικός συντάκτης. Είχα συνεργασίες με ξένα ΜΜΕ.
Τον Νοέμβριο του 2019 η κυβέρνηση Μητσοτάκη τροποποιεί τον Ποινικό Κώδικα, αλλάζοντας τις διατάξεις που αφορά στη δίωξη για κακουργηματική απιστία των τραπεζιτών. Με την τροποποίηση αυτή κατάφερε το εξής παράδοξο που δεν συναντάται πουθενά αλλού: Προκειμένου ένας εισαγγελέας να ασκήσει δίωξη σε έναν τραπεζίτη για κακουργηματική απιστία θα πρέπει προηγουμένως να υπάρχει μήνυση από την ίδια την τράπεζα. Δηλαδή αν ένας τραπεζίτης πιαστεί να κλέβει την τράπεζα του ο εισαγγελέας δεν μπορεί να ασκήσει ποινική δίωξη, παρά μόνο αν το ΔΣ της τράπεζας έχει υποβάλλει προηγουμένως μήνυση. Στο ίδιο νομοσχέδιο τροποποιήθηκε και η νομοθεσία για το ξέπλυμα του «μαύρου» χρήματος. Με τη συγκεκριμένη τροποποίηση αποδεσμεύτηκαν με τυπικές διαδικασίες ό,τι εγκληματικό προϊόν είχε δεσμευτεί από την Αρχή και ήταν δεσμευμένο για περισσότερο από 18 μήνες και ενδιάμεσα και δεν είχε γίνει δίκη. Με αυτή τη διάταξη η κυβέρνηση είπε ουσιαστικά ότι ‘όλα αυτά επιστρέφουν πίσω στους εγκληματίες’.
Λίγους μήνες μετά κάνει μια παρέμβαση, ώστε η κακουργηματική φοροδιαφυγή (δηλαδή πάνω από 150.000 ευρώ) να μην διώκεται αυτεπάγγελτα από τον εισαγγελέα παρά μόνο αν υπάρχει τελεσίδικη βεβαίωση από τη φορολογική διοίκηση. Γι’ αυτά έγραψα στους Financial Times. Τότε είχε στείλει και επιστολή διαμαρτυρίας ο Γιώργος Γεραπετρίτης με την εφημερίδα ωστόσο να με καλύπτει.
Το καλοκαίρι του 2020 αρχίσαμε να παρακολουθούμε τις υποθέσεις που άρχισαν να αρχειοθετούνται. Όλα τα σκάνδαλα, τα δάνεια των κομμάτων, προς ΜΜΕ, υποθέσεις όλων των τραπεζών αρχειοθετήθηκαν. Γιατί; Διότι δεν υπήρχε μήνυση από την τράπεζα. Τότε μιλούσα με τους εισαγγελείς, με τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Αυτό το ρεπορτάζ κίνησε το ενδιαφέρον κάποιων στην κυβέρνηση που θέλησαν να παρακολουθήσουν τις επικοινωνίες μου. Η πρώτη μου παρακολούθηση ξεκινά την 1η Ιουνίου του 2020 με διάταξη της Βασιλικής Βλάχου για λόγους Εθνικής Ασφαλείας. Η διάταξη παρατείνεται τον Ιούλιο το 2020 και διακόπτεται στις 12 Αυγούστου.
Είναι η μέρα που αντιλήφθηκα ότι τελώ υπό παρακολούθηση.
Είχα τύχη και πηγές. Το κινητό μου άρχισε να συμπεριφέρεται περίεργα. Δεν υπήρχαν χτύποι όταν καλούσα κάποιον. Εκεί απευθύνθηκα σε μια πηγή μου και μου είπε ότι παρακολουθούμαι από την ΕΥΠ. Ζήτησα αποδείξεις. Λίγο αργότερα μου έδειξε μια φωτογραφία που ήταν μια αποδελτίωση συνομιλίας έξω από το σχολείο της κόρης μου. Είχαν υποκλέψει τη συνομιλία.
Την επόμενη μέρα ήρθα σε επικοινωνία με την ΑΔΑΕ και κατέθεσα καταγγελία. Πληροφορήθηκα εκ των υστέρων το ρεπορτάζ των Reporters United, το οποίο αποκάλυψε τις διατάξεις τις παρακολούθησής μου. Την ίδια μέρα που έκανα καταγγελία διακόπηκε η παρακολούθησή μου. Η ΑΔΑΕ έπρεπε να μου κοινοποιήσει μετά το αίτημά μου. Τι γίνεται; Τον Μάρτιο του 2021 η κυβέρνηση τροποποιεί τον νόμο της Ανεξάρτητης Αρχής προκειμένου να μην είναι σε θέση να ενημερώσει κάποιον που έχει υποβάλλει αίτημα να ενημερωθεί αν έχει παρακολουθηθεί κάποιος για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Αν η κυβέρνηση θέλει να πέσει άπλετο φως, να τροποποιήσει τον νόμο που ψήφισε και να επιτρέψει σε όσους θέλουν να ενημερωθούν για το αν παρακολουθήθηκαν. Να μάθουν ποιοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί έχουν παρακολουθηθεί. Την επίσημη απάντηση της ΑΔΑΕ για το αίτημα που υπέβαλλα την έλαβα έναν χρόνο μετά. Μου είπαν ότι λόγω της νομοθεσίας δεν μπορούν να με ενημερώσουν. Όμως όταν μου απάντησε 17 μέρες πριν είχα λάβει το sms από το λογισμικό Predator. Αντίστροφη πορεία από τον κ. Ανδρουλάκη. Το ίδιο link εστάλη στον κ. Ανδρουλάκη. Είχε όμως την τύχη, την οξυδέρκεια να μην πατήσει και δεν επιμολύνθηκε το κινητό του. Επειδή όμως ήθελαν να μάθουν έβαλαν το κινητό του σε νόμιμη επισύνδεση. Το γεγονός ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης έδωσε το κινητό του τηλέφωνο στην αρμόδια επιτροπή του ευρωκοινοβουλίου και εν συνεχεία έγινε γνωστό ότι παρακολουθήθηκε από την ΕΥΠ ήταν ευλογία γιατί αποδείχθηκε ότι δεν ήμουν ο μόνος».