H Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής με την έκθεση της επί του νομοσχεδίου, «Μέτρα για την προώθηση των θεσμών της αναδοχής και της υιοθεσίας», που συζητείται σήμερα στο Κοινοβούλιο έδωσε το «πράσινο φως» όχι μόνο για την αναδοχή αλλά και για την υιοθεσία παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια.
Παρά το γεγονός, ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) δεν έχει λάβει θέση ως προς το ζήτημα της αναδοχής ανηλίκων από ομόφυλα ζευγάρια, εντούτοις η προσέγγιση της Επιστημονικής Υπηρεσίας στο επίμαχο άρθρο 8 περί αναδοχής του συγκεκριμένου νομοσχεδίου εστιάζει στο “ευρύ περιθώριο εκτίμησης στα κράτη ως προς το ζήτημα, όμως, της υιοθεσίας από ομοφυλοφίλους”, που αναγνώρισε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Σε αυτ’η την κατεύθυνση προχωρά στη συγκριτική μελέτη του θεσμού αναδοχής με αυτόν της υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την υπό συζήτηση νομοθετική ρύθμιση, εισάγεται η δυνατότητα όχι μόνον των ετερόφυλων, αλλά και των ομόφυλων ζευγαριών, που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, να επιλέγονται ως ανάδοχοι γονείς. Οπως όμως αναφέρει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής στην έκθεσή της, “το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει εξετάσει εις βάθος το ζήτημα της οικογενειακής ζωής των ομόφυλων ζευγαριών υπό το πρίσμα του άρθρου 8 και του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ (βλ. Ν. Φραγκάκη, Ζητήματα οικογενειακού δικαίου στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ΔτΑ 2015, σελ. 553-573). Ως προς το ζήτημα της αναδοχής ανηλίκων από ομόφυλα ζευγάρια, το Δικαστήριο δεν έχει λάβει θέση”. Παρόλα αυτά, “ως προς το ζήτημα, όμως, της υιοθεσίας από ομοφυλοφίλους, το Δικαστήριο αναγνώρισε ευρύ περιθώριο εκτίμησης στα κράτη.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση, «η συγκριτική μελέτη του θεσμού στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις είναι δυσχερής λόγω της διαφορετικής νομοθετικής προσέγγισης κάθε χώρας επί του θεσμού της αναδοχής και των εν γένει ‘μορφών εναλλακτικής φροντίδας παιδιών’. Ευχερέστερη είναι η συγκριτική μελέτη του θεσμού της υιοθεσίας από ομόφυλα ζευγάρια, μολονότι και στο πεδίο αυτό υφίσταται διαβάθμιση των μορφών υιοθεσίας (λ.χ., δυνατότητα υιοθεσίας του φυσικού ή θετού τέκνου του συζύγου ή συμβιούντος από τον έτερο σύζυγο ή συμβιούντα). Στο πλαίσιο αυτό, το Βέλγιο, η Δανία, η Ισλανδία, η Ολλανδία, η Νορβηγία, η Ισπανία, η Αυστρία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο επιτρέπουν ελευθέρως την υιοθεσία ανηλίκου από ομόφυλα ζευγάρια».
Σε κάθε περίπτωση πάντως έχει ενδιαφέρον και η σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που εντείνει τον προβληματισμό επί του θέματος αφού «το Δικαστήριο έκρινε σύμφωνη με την ΕΣΔΑ την άρνηση των αρχών να επιτρέψουν την υιοθεσία από άγαμο ομοφυλόφιλο πρόσωπο. Κριτήριο του δικανικού συλλογισμού είναι, αφ’ ενός, η ανάγκη προστασίας του συμφέροντος του τέκνου, αφ’ ετέρου, η διχογνωμία των επιστημόνων σχετικώς με τις πιθανές επιπτώσεις μιας τέτοιας κατάστασης στην ανάπτυξή του (βλ. υπόθεση Fretté κατά της Γαλλίας, προσφυγή 36515/97, απόφαση της 26.5.2002).
Σε άλλη υπόθεση το Δικαστήριο έκρινε ότι η άρνηση των αρχών να επιτρέψουν ορισμένο τύπο υιοθεσίας σε ομοφυλόφιλη γυναίκα που επιθυμούσε να υιοθετήσει το τέκνο της συντρόφου της, δεν αποτελεί διακριτική μεταχείριση, διότι η νομική κατάσταση δύο γυναικών δεν μπορεί να συγκριθεί προς εκείνη ενός έγγαμου ζεύγους (βλ. υπόθεση Gas και Dubois κατά της Γαλλίας, προσφυγή αρ. 25951/07, απόφαση της 15.3.2012)».
Από την άλλη πλευρά και όπως σημειώνει η Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής, «παγίως, πάντως, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι συντρέχει διακριτική μεταχείριση αντίθετη προς τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, όταν οι αρχές απορρίπτουν αίτημα για υιοθεσία αποκλειστικώς και μόνον εξαιτίας του γενετήσιου προσανατολισμού του υποψήφιου θετού γονέα (βλ. υπόθεση Ε.Β. κατά της Γαλλίας, προσφυγή αρ. 43546/02, απόφαση της 22.1.2008).
Συμφώνως προς τη νομολογία του, στο πλαίσιο ενός θεσμού της οικογενειακής ζωής δεν μπορούν να γίνουν δεκτές διαφορές που βασίζονται αποκλειστικώς και μόνον στον σεξουαλικό προσανατολισμό των προσώπων (βλ. υπόθεση Selgueiro da Silva κατά της Πορτογαλίας, απόφαση της 21.3.2000, υπόθεση Βαλλιανάτος κ.ά. κατά της Ελλάδας, απόφαση της 7.11.2013)».