Με τον υπουργό Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα να αφήνει ανοιχτό το παράθυρο για ορισμένες βελτιωτικές αλλαγές που έχουν προτείνει κόμματα και φορείς και την Αντιπολίτευση να ασκεί έντονη κριτική στη κυβέρνηση εστιάζοντας κυρίως στην προστασία των επικοινωνιών, τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ και το ρόλο της ΕΥΠ, ολοκληρώθηκε, σε πρώτη ανάγνωση η επεξεργασία του νομοσχεδίου με τίτλο, «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών».

Κλείνοντας τη συζήτηση ο κ. Τσιάρας, απέρριψε τις αιτιάσεις του γενικού εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρη Τζανακόπουλου ότι, «το νομοσχέδιο ήταν ανάγκη των καιρών λόγω των αποκαλύψεων για τις παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων», αντιτείνοντας ότι «ο πρωθυπουργός από τον Αύγουστο είχε προαναγγείλει νομοθετική ρύθμιση, και κατηγόρησε την Αξιωματική Αντιπολίτευση, για προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων.

«Ερχόμαστε με ένα συνεκτικό νομοθετικό πλαίσιο να αντιμετωπίσουμε όλα τα ζητήματα της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών και μάλιστα να τα εντάξουμε όλα αυτά μέσα από την ταυτόχρονη πραγματική δυνατότητα τόσο της ΕΥΠ όσο και της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας. Οι τοποθετήσεις των περισσοτέρων ήταν σε μία μονοδιάστατη λογική να βλέπουν μόνο την ΕΥΠ χωρίς να βλέπουν την Αντιμοκρατική», ανέφερε χαρακτηριστικά ενώ έδωσε έμφαση στη συγκρότηση τριμελούς Συμβουλίου που θα αποφασίζει για την άρση του απορρήτου.

«Ειδικά τα θέματα της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας απαιτούν την άμεση επέμβαση. Ακόμα και ώρες να χαθούν, θα χαθεί πολύτιμο υλικό προκειμένου να εξιχνιαστεί και να τεκμηριωθεί μια υπόθεση. Αν θεωρούμε ότι αυτά θα τα βάλουμε σε ένα τσουβάλι και το αποτέλεσμα θα είναι οι υπηρεσίες να μην μπορούν να διατελέσουν το έργο τους και να προστατεύσουν το εθνικό συμφέρον τότε βλέπετε μονοδιάστατα το ζήτημα. ‘Ακουσα επιχειρήματα που προφανώς δεν λαμβάνουν υπόψη την συνολική διάσταση του λόγου για το οποίο αίρεται το απόρρητο των επικοινωνιών. Είναι η λογική της υπερ-απλούστευσης», ανέφερε ο κ. Τσιάρας.

Απαντώντας, κυρίως στη κριτική του ΣΥΡΙΖΑ, αντέτεινε ότι, «για πρώτη φορά διασφαλίζεται και θεσμικά η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών των πολιτικών προσώπων καλώντας τον να απαντήσει γιατί ως κυβέρνηση κατάργησε τον ένα εισαγγελέα και έμεινε μόνο ένας.

«Για πρώτη φορά γίνεται προσπάθεια να υπάρχει διαφανής, ουσιαστικός και θεσμικός έλεγχος της συγκεκριμένης διαδικασίας. Και με την επαναφορά ελέγχου από τους δύο εισαγγελείς και με τον πρόεδρο της Βουλής και μέσα από διαδικασίες που ποτέ στο παρελθόν δεν προβλέπονταν με συγκεκριμένο τρόπο», τόνισε ο κ. Τσιάρας και συμπλήρωσε:

«Για πρώτη φορά ξεφεύγουμε από τα στεγανά του 1994 και προσδιορίζουμε ένα πλαίσιο που προφανώς έχει ανάγκη και η ίδια η ελληνική πραγματικότητα. Αν αυτό δεν είναι ένα βήμα μέσα από το οποίο κατοχυρώνεται και η διαφάνεια και η ακεραιότητα των διαδικασιών είναι ένα ερώτημα που θα του απαντήσουνε οι πολίτες. Διότι για πρώτη φορά ερχόμαστε να καθορίσουμε με σαφή τρόπο όλες τις διαδικασίες που αφορούν και στα πολιτικά πρόσωπα και στην άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και στα θέματα που αφορούν στην κυβερνοασφάλεια και στα προσωπικά δεδομένα. Έπρεπε να κάνουμε ταυτόχρονα όλα αυτά τα βήματα, προκειμένου να υπάρχει ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο».

Απαντώντας στο θέμα της έννοιας της εθνικής ασφάλειας, που όπως σημείωσε «μονοπώλησε τις συζητήσεις», αντέτεινε ότι «το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δίνει τις έννοιες και ορίζει ότι η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους».

«Η ευθύνη, αυτή ανταποκρίνεται στο πρωταρχικό συμφέρον της προστασίας των βασικών λειτουργιών του κράτος και των θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας και περιλαμβάνει τη πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά τις θεμελιώδης συνταγματικές, πολιτικές οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας.

Και ειδικότερα να απειλήσουν άμεσα τον πληθυσμό την κοινωνία ή το ίδιο το κράτος όπως είναι μεταξύ άλλων, οι τρομοκρατικές δραστηριότητες. Αυτό ορίζει η συνθήκη. Και εμείς, προχωρήσαμε σε μια πολύ πιο στενή προσέγγιση αυτής της έννοιας σε σχέση με το ευρωπαϊκό δικαστήριο. Υπάρχει ευρεία έννοια του ορισμού της εθνικής ασφάλειας. Η εκτίμηση είναι ότι έχουμε προσδιορίσει την εθνική ασφάλεια σε μια πολύ πιο στενή προσέγγιση από αυτήν που συγκεκριμένα έχει καθορίσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν όμως θεωρείτε ότι πρέπει να το στενέψουμε, εδώ είμαστε να σας ακούσουμε

Ο όρος εθνικής ασφάλειας μετά την διαβούλευση έχει περιοριστεί σημαντικά και έγινε πολύ πιο συγκεκριμένος», ανέφερε χαρακτηριστικά ο υπουργός Δικαιοσύνης .

Αιτιολογώντας «γιατί δεν κρίθηκε σκόπιμο να εγκρίνεται από το δικαστικό συμβούλιο η εισαγγελική διάταξη όταν η άρση απορρήτου επιβάλλεται για λόγους εθνικής ασφάλειας», ο κ Τσιάρας υποστήριξε ότι «η διπλή έγκριση της άρσης απορρήτου από δύο ανωτάτους εισαγγελείς παρέχει με τρόπο άμεσο ευέλικτο εμπιστευτικό τα εχέγγυα ανεξάρτητης και αμερόληπτης κρίσης δικαστικού λειτουργού και αυτό διασφαλίζει απόλυτα τη διαδικασία».

«Πρέπει επίσης να λάβει κανείς υπόψη του, την ταχύτητα με την οποία πρέπει να υλοποιούνται οι εισαγγελικές διατάξεις. Αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό και χρήσιμο και είναι ο λόγος για τον οποίο υπήρξε γενικότερος προβληματισμός για το αν έπρεπε να υπάρχει δεύτερος αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ή εισαγγελέας εφετών. Αλλά ειδικά για τα θέματα της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, είναι θέμα λεπτών ενδεχομένως και ωρών να εξιχνιαστούν εγκλήματα, να προλάβουμε ενδεχομένως, και να υπάρχει συνεχής δυνατότητα όλων αυτών την υπηρεσιών να ανταποκριθούν στο ρόλο τους», συμπλήρωσε.

Απαντώντας στη κριτική ότι είναι μεγάλο το χρονικό διάστημα των τριών ετών για την ενημέρωση του προσώπου στο οποίο έγινε η άρση απορρήτου του για λόγους εθνικής ασφάλειας, ο κ. Τσιάρας σημείωσε ότι «στη πραγματικότητα μέχρι το 2021 η ενημέρωση ήταν στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και μόνο εφόσον δεν υπήρχε διακύβευση του σκοπού για τον οποίο διατάχθηκε η άρση».

«Το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικά σύνθετο γιατί πρέπει να συναιρεί δικαιώματα αλλά και την αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας όταν πρόκειται για υψηλού επιπέδου κινδύνους.

Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να έχουμε υπόψη μας. Με το νομοσχέδιο προτείνεται η ενημέρωση του υποκειμένου να γίνεται υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίον διατάχθηκε η άρση και μετά την πάροδο τριών ετών από την παύση της. Η τριετία ορίζεται ως εύλογος λόγος και ακολουθεί τις καλές πρακτικές άλλων χωρών του εξωτερικού, ώστε να υφίσταται απόσταση από τα γεγονότα ύψιστης εθνικής ασφάλειας», υποστήριξε ο κ. Τσιάρας.

Παράλληλα υπεραμύνθηκε του Τριμελούς Συμβουλίου, και τόνισε ότι «μετά από τρία χρόνια θα είναι άλλος ο εισαγγελέας στην ΕΥΠ, και άλλος ο δεύτερος εισαγγελέας».

«Βεβαίως, ο πρόεδρος της Ανεξάρτητης Αρχής, τουλάχιστο θεωρητικά, προστατεύεται και από τη συνταγματική ακεραιότητα αλλά και το αδιάβλητο της δικής του κρίσης», σημείωσε.

Στο θέμα των απαγορεύσεων για την κατοχή και εμπορία κακόβουλων λογισμικών, ανέφερε ότι «στην πραγματικότητα το ισχύον άρθρο δεν κάλυπτε απολύτως την παραβίαση του απόρρητου των ιδιωτικών επικοινωνιών ενώ τώρα η νέα διάταξη αφορά κάθε λογισμικό ή συσκευή που παρεμβαίνει σε ιδιωτικές επικοινωνίες».

«Αυτό που προτείνουμε με το νομοσχέδιο, είναι να επανέλθει με αυστηρότερο και αναβαθμισμένα ποινικά περιεχόμενο, η διάταξη που καταργήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ και αφορά την καθολική απαγόρευση εμπορίας διάθεσης και κατοχής λογισμικών παρακολούθησης ατομικών επικοινωνιών», τόνισε.

«Είναι προφανές ότι, σε μια κοινοβουλευτική συζήτηση θα ακούγονται πράγματα ακραία που ενδεχομένως απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Στο τέλος όμως, αυτός που μας κρίνει είναι ο ελληνικός λαός. Και η αλήθεια είναι ότι οι έλληνες πολίτες θυμούνται, συγκρίνουν, έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν πως θέλουν να είναι η συνέχεια της δικής τους ζωής, ποια κοινωνία ονειρεύονται και ποια κοινωνία θα διαμορφωθεί ανάλογα με τις προτάσεις των κομμάτων. Και επειδή με μεγάλη ευκολία κάποιοι και από αυτό το βήμα και σε οποιαδήποτε ευκαιρία δημόσιου λόγου μπορούν να αλλάζουν τη θέση τους, όλα αυτά είναι θέματα που πολύ σύντομα θα τα βρούμε μπροστά μας. ‘Άλλωστε και ο ίδιος ο χρόνος μας θέτει μπροστά σε εξελίξεις και γεγονότα για τα οποία οι έλληνες πολίτες θα κρίνουν και θα αποφασίσουν. Και τότε βεβαίως θα είμαστε όλοι υποχρεωμένοι να σεβαστούμε και την κρίση και την άποψη της κοινωνίας», κατέληξε ο κ. Τσιάρας.

Σκληρή κριτική από την πλευρά του άσκησε ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Τζανακόπουλος, τονίζοντας ότι «το νομοσχέδιο προέκυψε διότι ο κ. Μητσοτάκης με εντολή του παρακολουθούσε υπουργούς της κυβέρνησης, πολιτικούς αντιπάλους, επιχειρηματίες και δημοσιογράφους».

«Ας αφήσει η κυβέρνηση τις προτροπές προς την αντιπολίτευση και τις παραινέσεις να αρθεί πάνω από το ύψος των μεμονωμένων περιστατικών.

Είναι μεμονωμένο περιστατικό το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε ασφυκτικό έλεγχο από τον παρακολουθητή και υποκλοπέα κ. Μητσοτάκη; Παρακολουθούσε η ΕΥΠ την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων; Ήταν επισυνδεδεμένη η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας; Ας απαντήσει η κυβέρνηση. Και μην μας κάνετε μαθήματα περί εθνικής ασφάλειας και να μας λέτε για κατασκόπους που υποτίθεται ότι εμείς θέλουμε να αλωνίζουν ελεύθεροι στην Ελλάδα. Αλλά επειδή εσείς δεν θέλετε να συζητάτε για τις παράνομες πράξεις του πρωθυπουργού σας μας ζητάτε να σιωπήσουμε μπροστά στο γεγονός ότι παραβιάζονται θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, του κράτους δικαίου, ότι παραβιάζονται θεμελιώδη δικαιώματα και τίθεται σε κίνδυνο η ασφάλεια της χώρας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τζανακόπουλος.

Παράλληλα κατέθεσε τις προτάσεις του κόμματος:

-Να οριστεί η εθνική ασφάλεια με τρόπο σαφή και συγκεκριμένο στη βάση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ.

-Να αποσυρθεί το άρθρο για την τριμελή επιτροπή, η οποία θα αποφασίζει για την ενημέρωση των θιγόμενων και την τριετία και να επανέλθει η προτέρα κατάσταση πραγμάτων, όπως είχε πριν την 31η Μαρτίου του 2021.

– Να οριστεί σαφώς ότι το καθήκον εχεμύθειας, το λεγόμενο απόρρητο, δεν είναι αντιτάξιμο, στην ΑΔΑΕ, στην Επιτροπή Θεσμών και στη Διαφάνειας της Βουλής και στην Εξεταστική Επιτροπή.

-Να εισαχθεί ειδική αιτιολογία στη διάταξη της εισαγγελέως για λόγους εθνικής ασφάλειας.

-Να καταργηθεί η αίτηση ως προϋπόθεση της ενημέρωσης των θιγομένων. Όταν δεν υφίσταται λόγος εθνικής ασφάλειας πλέον ο θιγόμενος πρέπει να μαθαίνει ότι παρακολουθήθηκε.

«Αφού θέλετε να βελτιώσετε το νομικό πλαίσιο, αφού θέλετε να εκσυγχρονίσετε την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, κάντε τα όλα αυτά. Αλλά δεν θα τα κάνετε γιατί είστε ένοχοι. Γιατί έχουν τελεστεί από την κυβέρνησή σας ποινικά αδικήματα και είστε υπόλογοι», τόνισε ο κ. Τζανακόπουλος και κατέληξε:

«Μπορεί όσο δεν γίνονται εκλογές να την γλιτώνετε, αλλά την επομένη των εκλογών με μια νέα κυβέρνηση, αυτή η υπόθεση δεν θα μείνει στο σκοτάδι. Και αυτό είναι πολιτική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ στον ελληνικό λαό».

Ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Χάρης Καστανίδης έκανε λόγο για άκρως προβληματικές ρυθμίσεις του νομοσχεδίου τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη για ουσιαστικές αλλαγές.

Όπως είπε, «χειροτερεύει η διάταξη που προέβλεπε αρχικά ότι έξη μήνες μετά, το υλικό που προέκυψε, εφόσον δεν υπάρχουν στοιχεία καταστρέφεται, καθώς προστέθηκε άλλη διάταξη που ορίζει ότι μπορεί και νωρίτερα να καταστραφεί αν ο διοικητής της ΕΥΠ το αποφασίσει».

«Σε όλες τις πολιτισμένες χώρες η καταστροφή αρχείων γίνεται με την παρουσία ανεξάρτητης αρχής. Εδώ αποφασίζει ο διοικητής της ΕΥΠ. Και μπορεί να είναι και πριν από τους έξη μήνες και δεν υπάρχει ποτέ παρουσία της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών.

Τι θέλετε να μας πείτε δηλαδή ότι κάνετε; Ότι αλλάζετε δήθεν επί τα βελτίω το νομοθετικό καθεστώς; Αν θέλετε να προχωρήσετε σε κάτι καλό βάλτε υποχρέωση συντάξεως πρωτοκόλλου καταστροφής παρουσία της ΑΔΑΕ, χωρίς την έγκριση της οποίας δεν μπορεί να καταστραφεί. Και να βάλετε διάταξη ότι ουδείς από την ΕΥΠ μπορεί να επικαλεστεί απόρρητο έναντι της Αρχής. Και ξέρετε γιατί; Γιατί ο νόμος του 2008 προβλέπει ρητά ότι μπαίνει παντού ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, ελέγχει αρχεία , έγγραφα , δεδομένα, δεν μπορεί κανείς να του πει όχι», τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Καστανίδης.

Ταυτόχρονα ζήτησε:

«Στη διάταξη που αφορά την άρση απορρήτου των πολιτικών να υπάρχει η εγγύηση του προέδρου της βουλής η οποία θα είναι μετά την πρόταση του αρμόδιου εισαγγελέα της ΕΥΠ. Να υπάρχει έγκριση από τριμελές δικαστικό συμβούλιο και απόφαση του προέδρου της βουλής».

«Πέραν των πολιτικών, να σκεφτείτε και τι θα κάνετε για την ειδικές εγγυήσεις για την προστασία δικηγόρων δημοσιογράφων και τους δικαστικούς λειτουργούς όταν πρόκειται να αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών τους», σημείωσε ο κ. Καστανίδης και συμπλήρωσε:

«Υπάρχει μια ακλόνητη δεξιά στροφή που είτε στο όνομα παχυλής άγνοιας είτε στο όνομα του ποινικού λαϊκισμού γίνονται πράγματα απίστευτα. Τροποποιείτε κατά το δοκούν τις ποινές γιατί πιστεύετε ότι όσο αυξάνουμε τις ποινές τόσο μειώνεται η εγκληματικότητα. Και επειδή κατά το δοκούν τροποποιείτε έχει καταστεί πια ο ποινικός κώδικας κουρελόχαρτο μέσα σε τρία χρόνια».

Η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ, Μαρία Κομνηνάκα, υποστήριξε ότι «αυτό που κάνει η κυβέρνηση με το νομοσχέδιο είναι να νομιμοποιεί το ουδείς εξαιρείται από τις παρακολουθήσεις» ενώ τόνισε ότι «υπάρχει ουσιώδης διαφορά από το κείμενο της διαβούλευσης».

«Στην πραγματικότητα διαμορφώνει ένα ακόμα πιο αποτελεσματικό πλαίσιο μαζικής και προληπτικής παρακολούθησης, ακόμα και ενσωματώνοντας πολλές από τις παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στη διαβούλευση, χωρίς όμως να αγγίζουν την ουσία του αντιδραστικού χαρακτήρα του νομοσχεδίου. Γιατί αποκαλύπτεται και με αυτό τον τρόπο, ότι η κοινή επιδίωξη ήταν να διαμορφωθεί ένα πιο εκσυγχρονισμένο και αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο, όχι μόνο για αυτή αλλά ούτε για την οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση αλλά συνολικά για την αστική τάξη και το κράτος της», ανέφερε η κ. Κομνηνάκα ενώ επιτέθηκε και στα τρία κόμματα, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, λέγοντας χαρακτηριστικά:

«Για αυτό στο οποίο δεν μιλά κανένας είναι ότι αυτό το ισχύον πλαίσιο το οποίο δημιούργησε το έδαφος για τις σκανδαλώδεις υποθέσεις που συζητιούνται το τελευταίο διάστημα ήταν κοινό δημιούργημα και της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ.

Επιχειρείτε να προσδώσετε ένα δημοκρατικότερο μανδύα, παρουσιάζοντας δήθεν ασφαλιστικές δικλείδες για να γίνεται πράξη ότι ουδείς εξαιρείται από τις παρακολουθήσεις».

«Αποτελεί πρόκληση για το λαό, να εμφανίζεται η κυβέρνηση ως ο φορέας της διαφάνειας που προσπαθεί να αντιμετωπίσει τα χρόνια προβλήματα.

Οι αλλαγές που γίνονται αποκαλύπτουν ότι στο στόχαστρο παραμένει το εργατικό λαϊκό κίνημα και οι αγώνες του», είπε η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ και κατέληξε:

«Με επίκληση την εθνική ασφάλεια και με αοριστίες στην έννοια της αξιοποιείται η δυνατότητα να γίνονται φύλο και φτερό τα προσωπικά δεδομένα».

Ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Αντώνης Μυλωνάκης, υποστήριξε ότι «υπήρξε ανάγκη αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου γιατί η κυβέρνηση νομιμοποιείσαι εγκληματικές ενέργειες οι οποίες έγιναν από την Κεντρική Υπηρεσία ή από παράκεντρα της».

«Αν δεν γινόταν όλο αυτό το κακό που έγινε δεν θα συζητούσαμε καθόλου την αλλαγή των δομών και της οργάνωσης της ΕΥΠ, και βέβαια και της Αντιτρομοκρατικής», σημείωσε ενώ εκτίμησε ότι «το νομοθέτημα της κυβέρνησης της ΝΔ δεν πρόκειται να κρατήσει πολύ».

«Νομιμοποιήσατε τις παράνομες ενέργειες του παρακρατικού μηχανισμού της ΕΥΠ. Τις κάνατε νόμιμες τις επισυνδέσεις και παρακολουθήθηκε ακόμα και ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ» είπε ο κ. Μυλωνάκης.

Όπως τόνισε ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, «πρέπει να οριστούν τα αδικήματα σαφέστατα, να υπάρχει πλήρης αιτιολογία για την άρση του απορρήτου με στοιχεία, η ενημέρωση του θιγουμένου να γίνεται με απόφαση του δικαστικού συμβουλίου εντός δύο μηνών από την λήξη της παρακολούθησης και να γίνει πιο συγκεκριμένη η έννοια της εθνικής ασφάλειας».

Η ειδική αγορήτρια του ΜεΡΑ23, Σοφία Σακοράφα μίλησε για επικοινωνιακές προβληματικές ρυθμίσεις που χρίζουν ουσιαστικών και αναγκαίων αλλαγών.

Η κ. Σακοράφα εξέφρασε την διαφωνία της για την διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, τόνισε ότι για τα πολιτικά πρόσωπα ανατρέπεται η θεσμική ισορροπία του πολιτικού συστήματος, επεσήμανε ότι η προστασία των επικοινωνιών πρέπει να εξασφαλίζεται από το σύνταγμα και η αρμοδιότητα για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας να ανατεθεί σε πολυπρόσωπο δικαιοδοτικό δικαστικό όργανο.

«Σε μια ευνομούμενη πολιτεία, η άρση του απορρήτου πρέπει να εμπεριέχει την αιτιολογία λήψης του μέτρου ώστε να δύναται να ελεγχθεί κάθε φορά η δράση των κρατικών οργάνων με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας αλλά και της αναλογικότητας», επεσήμανε.

Τέλος, έντονες ενστάσεις εξέφρασε και για την διάταξη που αφορά την δυνατότητα ενημέρωσης, μετά την παρέλευση τριών ετών, τονίζοντας ότι «καταργείται τόσο η δυνατότητα της ΑΔΑΕ να ενημερώνει όσο και το δικαίωμα του θιγουμένου να ενημερώνεται από την Αρχή».

«Φαλκιδεύεται δηλαδή το συνταγματικό ρόλο της ΑΔΑΕ και την υποβαθμίζεται σε γραμματοκομιστή της ΕΥΠ με μία απαράδεκτη διάταξη», σημείωσε η κ. Σακοράφα ενώ χαρακτήρισε «απαράδεκτο να καταστρέφεται το υλικό πριν ενημερωθεί ο θιγόμενος».

«Το νομοσχέδιο αυτό, ουσιαστικά, απαντά σε μια πραγματική ανάγκη της ελληνικής δικαιοσύνης, η οποία, για πάρα πολλά χρόνια, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα, κυρίως, στην ταχύτητα με την οποία διεκπεραιώνει τις εκκρεμείς υποθέσεις», τόνισε από την πλευρά του ο γενικός εισηγητής της ΝΔ Ευριπίδης Στυλιανίδης.

Παράλληλα έκανε λόγο για «τιτάνια προσπάθεια που έγινε όλο το προηγούμενο διάστημα, από τον υπουργό, από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, από την Κυβέρνηση, για να καλυφθούν κενά πολλών ετών».

«Το νομοσχέδιο, καλύπτει αυτό το κενό ουσιαστικά, κατοχυρώνοντας και την ποιότητα της επιλογής, αλλά και την πληρότητα, από άποψη ποσοτική, της κάλυψης των αναγκών», τόνισε και πρόσθεσε .

«Θεωρούμε, ότι αυτό το οποίο έχει σημασία, από εδώ και πέρα, μετά την ψήφιση στην Ολομέλεια του συγκεκριμένου σχεδίου νόμου, είναι η γρήγορη υλοποίηση των αποφάσεων. Διατυπώθηκαν θετικές γνώμες από τους φορείς που ακροαστήκαμε και ασκήθηκαν επιμέρους κριτικές από κάποια κόμματα της αντιπολίτευσης. Νομίζω, ότι υπάρχει η διάθεση, όπου υπάρχει λογική, να υπάρξει συνεννόηση, για να μπορέσουμε να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα».

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

">