Κόλαφος κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη και των όσων έπραξε με τις υποκλοπές αποτελεί νέο άρθρο της Wall Street Journal με τίτλο «Ο Μητσοτάκης πηγαίνει στις εκλογές εν μέσω ανησυχιών για το κράτος δικαίου» και αναφέρει μάλιστα χαρακτηριστικά ότι ο πρωθυπουργός «προσπαθεί να διασωθεί από τον χείμαρρο αποκαλύψεων των σκανδάλων»
Δύο ημέρες πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών στη χώρα η αμερικανική εφημερίδα περιγράφει το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, τους χειρισμούς του πρωθυπουργού και την προσπάθεια συγκάλυψης του σκανδάλου με τις αλλαγές των νόμων και κυρίως το αποτύπωμα που άφησε στους θεσμούς και στο κράτος δικαίου, αμέσως μετά την οικονομική κρίση.
Η WSJ αναφέροντας ότι ο Κ. Μητσοτάκης προσπαθεί να σωθεί από τον χείμαρρο των αποκαλύψεων για το σκάνδαλο των υποκλοπών επισημαίνει ότι οι χειρισμοί του πρωθυπουργού έχουν «προβληματίσει πολλούς από τους φιλελεύθερους» στην Ελλάδα.
Χαρακτηριστικά αναφέρεται στην αλλαγή της νομοθεσίας σχετικά με το δικαίωμα να μάθει κάποιος εάν έχει τεθεί υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ για εθνικούς λόγους λέγοντας ότι « η κυβέρνηση έφερε τροπολογία σε άσχετη νομοθεσία, περιορίζοντας το δικαίωμα ενός ατόμου να γνωρίζει για προηγούμενες υποκλοπές εθνικής ασφάλειας και εμποδίζοντας τον ΑΔΑΕ να ειδοποιήσει τον Κουκάκη.
«Η Ελλάδα είναι μία από τις πολλές χώρες της ΕΕ όπου οι ανησυχίες για το κράτος δικαίου έχουν πολλαπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία. Αν και οι περισσότερες χώρες της ΕΕ παραμένουν δημοκρατίες με ανταγωνιστικές εκλογές, σε πολλά μέρη οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να εδραιώσουν την εξουσία τους ελέγχοντας τα μέσα ενημέρωσης, το δικαστικό σώμα και άλλους θεσμούς» αναφέρεται χαρακτηριστικά στο δημοσίευμα.
Παράλληλα υπογραμμίζεται η αλλαγή του νόμου «προς όφελος τραπεζιτών και στελεχών επιχειρήσεων που είναι αντιμέτωποι με δίκες για οικονομικά εγκλήματα» ενώ στο ίδιο άρθρο αναφέρεται σε κατηγορίες κατά της κυβέρνηση του Κ. Μητσοτάκη ότι «χρησιμοποιεί δημόσια λεφτά για να ενισχύσει τα δίκτυα πατρωνίας».
Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στο ίδιο άρθρο γίνεται εκτενής αναφορά στις ανησυχίες των ευρωπαϊκών θεσμών που έχουν εκφραστεί για το σκάνδαλο των υποκλοπών και την ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα η οποία βρέθηκε στη θέση 107 της έκθεσης των Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα.
Επιπρόσθετα οι WSJ κάνουν αναφορά και στις καταγγελίες για παράνομες επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο.
«Η Ελλάδα κατέχει την τελευταία θέση στην ΕΕ για την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης για δύο συνεχόμενα χρόνια, σύμφωνα με τους Ρεπόρτερ χωρίς Σύνορα, μια ΜΚΟ με έδρα το Παρίσι», αναφέρει χαρακτηριστικά το αμερικανικό δημοσίευμα και αναφέρεται στις σχέσεις τις κυβέρνησης με Μέσα Ενημέρωσης.
Μεταξύ των επικρίσεων αναφέρουν οι WSJ είναι ότι «λίγοι επιχειρηματίες, οι περισσότεροι με κυβερνητικούς δεσμούς, κυριαρχούν στην ιδιοκτησία των μέσων ενημέρωσης, ενώ οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν εκφοβισμό από την παρακολούθηση της κυβέρνησης, τις μηνύσεις, την σκληρή αστυνόμευση και τη βία από πολιτικούς εξτρεμιστές».
Αναφορικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών οι WSJ υπογραμμίζουν ότι «η κυβέρνηση δεν έχει αρνηθεί ότι η ΕΥΠ παρακολουθούσε πολιτικούς, δημοσιογράφους και άλλους» ενώ επισημαίνεται κα ιη παρακολούθηση του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη και του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Νίκου Ανδρουλάκη.
«Η κυβέρνηση είπε ότι ιδιωτικοί παράγοντες λειτουργούσαν το Predator. Οι στόχοι παρακολούθησης λένε ότι πιστεύουν ότι οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κοινοποιήθηκαν σε κυβερνητικούς αξιωματούχους» τονίζεται στο δημοσίευμα.
Τονίζοντας ότι «ο πρωθυπουργός είπε ότι δεν γνώριζε για τις υποκλοπές ή τη χρήση spyware κατά πολιτικών και δημοσιογράφων», οι WSJ αναφέρουν ότι «υπό έναν συγκεντρωτισμό διακυβέρνησης που ονόμασε “επιτελικό κράτος”, ο Μητσοτάκης έθεσε την ΕΥΠ, υπό τον άμεσο έλεγχό του. Επέλεξε τον ανιψιό του, Γρηγόρη Δημητριάδη, ως αρχηγό του προσωπικού του παρά την προηγούμενη υπόσχεση να μην διορίσει μέλη της οικογένειας σε ανώτερες θέσεις».
Αναφερόμενοι στο debate της προηγούμενης εβδομάδας όπου ο πρωθυπουργός για πρώτη φορά παραδέχθηκε ότι υπήρξε σκάνδαλο παρακολουθήσεων, η WSJ αναφέρει ότι ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι «ο Ανδρουλάκης δεν έπρεπε να ήταν υπό παρακολούθηση» και ότι πρόσθεσε: «Αυτή η υπόθεση είναι σκιά για την κυβέρνησή μας».
Περιγράφοντας τον Κ. Μητσοτάκη, οι WSJ αναφέρουν ότι είναι «γόνος πολιτικής δυναστείας -μία από τις τρεις οικογένειες που κυριάρχησαν στην ελληνική πολιτική για το μεγαλύτερο μέρος της εποχής μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» και προσθέτουν ότι μετά τις σπουδές του και τη εργασιακή του εμπειρία «επέστρεψε στην οικογενειακή επιχείρηση στην ελληνική πολιτική σκηνή».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι WSJ επικαλούμενοι δηλώσεις στελεχών της ΝΔ αναφέρουν ότι «ο Μητσοτάκης επιδίωκε να ενισχύσει τον έλεγχό του», και ότι «ήταν ελάχιστα αγαπητός μέσα στο κόμμα, όπου οι μεγάλες φατρίες παρέμειναν υπό την ευθύνη των βαρώνων της παλιάς σχολής».
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι γίνεται στο άρθρο αναφορά και στο πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη το οποίο «αποκάλυψε τα συνεχιζόμενα προβλήματα πατρωνίας και κακοδιαχείρισης στον δημόσιο τομέα της Ελλάδας», το οποίο «έχει επίσης πλήξει το αφήγημα της κυβέρνησης για ανανέωση».