Ένας κόσμος, στον οποίο οι κοινωνικοί, ηθικοί και πολιτικοί προβληματισμοί γύρω από την Πληροφορική και την τεχνητή νοημοσύνη συνυφαίνονται ενεργά με την έρευνα, την πανεπιστημιακή διδασκαλία και την εφαρμογή των τεχνολογιών αιχμής αποτελεί το όραμα της καθηγήτριας του MIT, Γεωργίας Περάκη.
Η Ελληνίδα μαθηματικός έχει αφοσιωθεί στην έρευνα και εκπαίδευση γύρω από τις κοινωνικές και ηθικές διαστάσεις της Πληροφορικής μέσα από τις δύο καίριες θέσεις που κατέχει στο κορυφαίο πανεπιστήμιο: ως αναπληρώτρια πρύτανης στο Κολέγιο Πληροφορικής του MIT και ως συνδιευθύντρια του Κέντρου Επιχειρησιακής Έρευνας του Πανεπιστημίου.
«Ο τελικός στόχος είναι να βελτιώσουμε τον σχεδιασμό, τις πολιτικές, την εφαρμογή και τις επιπτώσεις της Πληροφορικής στην κοινωνία μας», τονίζει.
Μερικές από τις έρευνες που διεξάγονται στον άξονα αυτό αφορούν στις προκαταλήψεις που φέρουν οι αλγόριθμοι για το κοινό καλό, στη δίκαιη κατανομή των πόρων σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού, στα ηθικά ζητήματα που προκύπτουν από τη λειτουργία λογισμικού για την υγεία των γυναικών (FemTech) και στις διακρίσεις που μπορεί να εντοπίζονται στις ιατρικές εξετάσεις.
Κεντρική ιδέα όμως, διευκρινίζει η κ. Περάκη, «είναι να μην κοιτάμε μόνο τα αρνητικά της τεχνολογίας, αλλά και τα θετικά, δηλαδή πώς η Πληροφορική και η τεχνητή νοημοσύνη θα επιδράσουν στην κοινωνία μας».
Για την ίδια, η τεχνητή νοημοσύνη «σηματοδοτεί δυνατότητες, καθώς με όλα τα δεδομένα που υπάρχουν μπορεί κανείς να κάνει πράγματα που μόνο με το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να τα κάνει. Έτσι, μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο να κάνει κάτι καλύτερο, όχι να τον αντικαταστήσει».
Δίνει το παράδειγμα της θεραπείας του καρκίνου, όπου «νομίζω ότι μπορούμε να κάνουμε προόδους που δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς».
Πόσο μεγάλος είναι, όμως, ο κίνδυνος τα μεγάλα γλωσσικά μοντέλα, όπως το ChatGPT, να αντικαταστήσουν τους ανθρώπους, τη ρωτάμε. «Δεν πιστεύω ότι είμαστε κοντά στο επίπεδο που θα αντικαταστήσουν τους ανθρώπους, γιατί ο τρόπος που λειτουργούν είναι με τους ανθρώπους και έχουν feedback από τους ανθρώπους. Και αν δεν έχουν feedback από τους ανθρώπους θα μείνουν πίσω», απαντά.
Η σύνδεση της τεχνητής νοημοσύνης με τον τομέα της Υγείας είναι ανάμεσα στα ζητήματα που απασχολούν την κ. Περάκη ερευνητικά και στο Κέντρο Επιχειρησιακής Έρευνας του MIT.
Ένα από τα ζητήματα που έχει θέσει στο επίκεντρο είναι η σηψαιμία και η υποστήριξη των γιατρών με υπολογιστικά μοντέλα ώστε να δώσουν στους ασθενείς τους τον κατάλληλο συνδυασμό θεραπειών για να μην πάθουν σηψαιμία και να μην καταλήξουν από αυτήν. Επίσης, διερευνά το πώς μπορεί να μειωθεί ο χρόνος αναμονής των ασθενών στα επείγοντα των νοσοκομείων.
Επισημαίνει ότι είναι πολύ σημαντική η εκπαίδευση των ανθρώπων γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη. «Είναι σημαντικό ο κόσμος να μην φοβάται και να έχει επίγνωση πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάτι σωστά και με θετικό τρόπο και προφανώς να ξέρει και ποια θα μπορούσε να είναι τα αρνητικά και με αυτή τη γνώση πιστεύω ότι μπορούν να μην συμβούν αρνητικά. Και αυτό πιστεύω ότι δεν ισχύει μόνο για την τεχνητή νοημοσύνη, αλλά και για κάθε τεχνολογία».
Στο πλαίσιο αυτής της φιλοσοφίας εκπαίδευσης γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη, το MIT έχει δημιουργήσει το πρόγραμμα «Social and Ethical Responsibility of Computing (SERC) Scholars», στην οργανωτική ομάδα του οποίου συγκαταλέγεται και η κ. Περάκη.
Προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές από όλες τις σχολές του Πανεπιστημίου συγκροτούν διεπιστημονικές ομάδες με στόχο την ανάπτυξη και πιλοτική εφαρμογή νέου υλικού μαθημάτων, τη συνεργασία με εξωτερικούς εταίρους για την προώθηση της τεχνητής νοημοσύνης προς το δημόσιο συμφέρον και τη διεξαγωγή ερευνών.
Κάθε ομάδα μελετάει ένα θέμα και στη συνέχεια όλοι οι υπότροφοι συζητούν από κοινού τα ζητήματα αυτά.
Η οριζόντια εφαρμογή των γνώσεων γύρω από την Πληροφορική ήταν κάτι που επετεύχθη στο MIT, αλλά πόσο εύκολο είναι να την επιτύχουμε παγκοσμίως και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, ρωτάμε την κ. Περάκη.
Δηλώνει αισιόδοξη: «Η τεχνητή νοημοσύνη και η Πληροφορική γενικότερα δεν χρειάζονται μεγάλα εργαστήρια με υλικά, που είναι πάρα πολύ ακριβά, οπότε πιστεύω ότι οι εφαρμογές τους μπορούν να γίνουν σε όλες τις χώρες του κόσμου χωρίς να απαιτείται ένα τεράστιο budget. Οπότε θεωρώ ότι μπορούν τα ελληνικά πανεπιστήμια να το κάνουν. Το brain power το έχουμε και στην Ελλάδα, δεν υπάρχει μόνο στην Αμερική, και θέλω να πιστεύω ότι βλέπουμε πρωτοποριακά ως Έλληνες».