Ο θησαυρός της Βιλένα είναι ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα χρυσών αντικειμένων που χρονολογούνται από την εποχή του Χαλκού (2200 έως 750 π.Χ.) στην Ιβηρική Χερσόνησο.
Αποτελείται από 59 χρυσά αντικείμενα (μεταξύ των οποίων 27 βραχιόλια και 11 κύπελλα) και λίγα κομμάτια από ασήμι ή σίδηρο.
Ο θησαυρός εντοπίστηκε το 1963 από τον αρχαιολόγο José María Soler García, όταν εργάτες βρήκαν διάφορα κομμάτια σε ένα αμμοχάλικο στη Βιλένα (ανατολική Ισπανία).
Η ανακάλυψη πυροδότησε μια τεράστια επιστημονική συζήτηση, διότι τα ευρήματα δεν έχουν καμία σχέση με κανέναν από τους αρχαιολογικούς χώρους της γύρω περιοχής, με μοναδική εξαίρεση τον λεγόμενο θησαυρό Cabezo Redondo (35 αντικείμενα), που βρέθηκε το 1963, επίσης στη Βιλένα, και περιλαμβάνει μερικά παρόμοια χρυσά κομμάτια.
Ο θησαυρός της Βιλένα φυλάσσεται σε μια θωρακισμένη προθήκη, λόγω της τεράστιας αξίας του, στο αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Οι ειδικοί πάντοτε αμφέβαλλαν για το αν ανήκει στη μετα-Αργαρική περίοδο (1500-1300 π.Χ.) ή στα τελευταία στάδια της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (8ος αιώνας π.Χ.).
Το μυστήριο του θησαυρού
Τώρα, η μελέτη με τίτλο «Meteoritic iron in the Villena Treasure?» των ερευνητών Salvador Rovira-Llorens, Martina Renzi ,και Ignacio Montero-Ruiz, από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, την Αρχή Ανάπτυξης της Πύλης Diriyah (Σαουδική Αραβία) και το Ινστιτούτο Ιστορίας του Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας της Ισπανίας (CSIC) αντίστοιχα, πρόσθεσε ένα θεαματικό γεγονός, ένα μυστήριο, χάρη στην ανάλυση μετάλλων που πραγματοποιήθηκε σε ορισμένα από τα κομμάτια: κατασκευάστηκαν στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού (1400-1200 π.Χ.) με τη χρήση σιδήρου από μετεωρίτη.
Το κλειδί που οδηγεί ορισμένους ερευνητές να τοποθετήσουν χρονολογικά τον θησαυρό στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού και στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου είναι η ύπαρξη δύο σιδερένιων κομματιών: ένα μικρό κοίλο ημισφαίριο καλυμμένο με φύλλο χρυσού, που οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι είναι ο προφυλακτήρας λαβής σπαθιού, και ένα ανοιχτό βραχιόλι. «Πρόκειται για τα πρώτα αντικείμενα που βρέθηκαν στην Ιβηρική Χερσόνησο και τα οποία κατασκευάστηκαν με υλικά που προέρχονται από περιοχές πέραν του πλανήτη Γη», λένε οι ειδικοί.
Η λαβή του ξίφους είναι διακοσμημένη με τρεις ταινίες, οι οποίες διασταυρώνονται με τέσσερις παράλληλες λωρίδες που δημιουργούν τέσσερις τομείς και καταλήγουν σε ένα τετράκτινο αστέρι. Το βραχιόλι είναι ανοιχτό δαχτυλίδι, με στρογγυλεμένα και κάπως πεπλατυσμένα τα άκρα.
Ο άνθρωπος που το ανακάλυψε το περιέγραψε ως «ένα σκούρο μολυβένιο μέταλλο. Είναι γυαλιστερό σε ορισμένες περιοχές και καλυμμένο με ένα οξείδιο που μοιάζει με σίδηρο και είναι κυρίως ραγισμένο».
Η ανάλυσή τους ήταν σε θέση να καθορίσει ότι δεν πρόκειται για κομμάτια κατασκευασμένα από γήινο σίδηρο που παράγεται από την αναγωγή των ορυκτών που υπάρχουν στον μανδύα του πλανήτη Γη.
Αντίθετα, είναι «εξωγήινα και [κατασκευάστηκαν] κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού». Για να φτάσουν σε αυτά τα δεδομένα, οι ειδικοί απέσπασαν δύο μικροσκοπικά κομματάκια από τα αντικείμενα, υπό την επίβλεψη του τεχνικού προσωπικού του μουσείου του Αλικάντε. Στη συνέχεια, τα δείγματα μεταφέρθηκαν στη Μαδρίτη για ανάλυση στο εργαστήριο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
«Ο μετεωρικός σίδηρος βρίσκεται σε ορισμένους τύπους αερολιθικών πετρωμάτων που, εφόσον προέρχονται από το διάστημα, αποτελούνται από ένα κράμα σιδήρου-νικελίου με μεταβλητή σύνθεση νικελίου μεγαλύτερη από 5% κατά βάρος. Περιέχουν επίσης και άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, καθώς και ίχνη χημικών στοιχείων, με το κοβάλτιο να είναι ένα από τα σημαντικότερα.
Ωστόσο, τα επίπεδα νικελίου στον επίγειο σίδηρο είναι γενικά χαμηλά ή πολύ χαμηλά και συχνά δεν ανιχνεύονται σε αναλύσεις», εξηγεί η μελέτη.
Ο σίδηρος είναι ένα υλικό που οξειδώνεται βραχυπρόθεσμα με την παρουσία οξυγόνου και νερού, σχηματίζοντας οξείδια και υδροξείδια, τα οποία του δίνουν τη χαρακτηριστική καφέ χρώματος σκουριά.
«Ο μετεωρικός σίδηρος δεν είναι άγνωστος σε αυτό το φαινόμενο, οπότε τα περισσότερα αντικείμενα που έχουν κατασκευαστεί από τέτοιο υλικό βρίσκονται σε πολύ ευαίσθητη κατάσταση διατήρησης», επισημαίνουν οι συγγραφείς της μελέτης.