Έχουμε τονίσει κατ’επανάληψη το αντιπαιδαγωγικό του πράγματος αναφορικά με τις φωνές και τις τιμωρίες ως μεθόδους πειθαρχίας. Από εκεί και πέρα, καλό είναι να προσπαθήσετε να μπείτε και στη θέση του για να καταλάβετε πώς νιώθει κάτι τέτοιες στιγμές:
Πρωτίστως το παιδί αισθάνεται άσχημα επειδή ακριβώς η συμπεριφορά σας δεν είναι η ενδεδειγμένη. Η δε μη ψύχραιμη ανάλυση των λόγων που του φωνάζετε ή, ακόμα χειρότερα, το βάζετε τιμωρία του δημιουργούν απορία και αίσθημα αδικίας.
Με αυτές τις μεθόδους το παιδί δεν παίρνει κάποιο ηθικό δίδαγμα-μάθημα για το τι δεν πρέπει να ξανακάνει στο μέλλον και αντίθετα ενδέχεται να λειτουργήσει αντιδραστικά, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά ανάλογες συμπεριφορές.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα προσπαθήσει να επαναστατήσει για να δοκιμάσει τα όριά σας. Τι μεγαλύτερη απόδειξη χρειάζεστε για να καταλάβετε ότι πρόκειται για φαύλο κύκλο.
Αν οι φωνές και οι τιμωρίες είναι συχνά φαινόμενα και συνδυάζονται από απουσία επιβράβευσης όταν το παιδί καταφέρνει κάτι, θα θεωρήσει ότι δεν το αγαπάτε και τόσο και γι’αυτό στέκεστε μόνο στα αρνητικά. Παίρνει δηλαδή λάθος μήνυμα.
Επειδή, όπως λένε, η δράση φέρνει αντίδραση, υπάρχει πιθανότητα να επηρεαστεί τόσο αρνητικά η ψυχοσύνθεσή του από τις συνεχείς εντάσεις, που να είναι άκρως επιθετικό με τρίτους και γενικά να παρουσιαστούν προβλήματα στις διαπροσωπικές του σχέσεις.
Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, το παιδί δεν αντιλαμβάνεται-όπως ενδεχομένως θεωρείτε-ότι του φωνάζετε ή το βάζετε τιμωρία για το καλό του, άρα όσα προσπαθείτε να διορθώσετε στο τέλος δε θα καταφέρετε το παραμικρό. Συνεπώς, καταφύγετε στην αλάνθαστη μέθοδο του διαλόγου και όλα θα γίνουν πολύ πιο εύκολα, αποτελεσματικά και ορθολογικά.