Ποια είναι όμως η αλήθεια πίσω από τις, πολλές φορές καταπιεσμένες, σχέσεις με μεγάλη διαφορά ηλικίας;
Πόσο εύκολο είναι να «επιβιώσει» μία σχέση, όταν χωρίζουν αρκετά χρόνια το ζευγάρι; Μήπως η μικρή διαφορά ηλικίας έχει κάποια οφέλη, κι αν ναι, ποια είναι αυτά;
Όταν ένα κοντινό μας πρόσωπο επιλέγει έναν σύντροφο που είναι αρκετά μεγαλύτερο από αυτό, είθισται να λέμε αν έχει τα μισά του χρόνια. Ο εν λόγω κανόνας, που μεταβιβάστηκε μυστηριωδώς από γενιά σε γενιά, είναι ένας τρόπος για να δικαιολογηθεί εν μέρει η περιφρόνηση ορισμένων στις συζεύξεις άλλων ανθρώπων.
Για ένα παιδί 22 χρονών θεωρείται φυσιολογικό να βγει έξω με ένα 18χρονο. Δεν είναι το ίδιο όμως για κάποιον 38 χρονών να βγει με ένα 23χρονο, ωστόσο ένας 26χρονος θεωρείται πιο νορμάλ και μπορεί να «κάνει παιχνίδι». Όσο μεγαλύτερης ηλικίας είναι ο σύντροφός σας, τόσο μεγαλύτερο είναι το επιτρεπόμενο ηλικιακό χάσμα. Σκέψου για παράδειγμα, αν έχετε 30 χρόνια διαφορά, όταν εσύ θα είσαι 50, το ταίρι σου θα είναι 80.
Αυτή είναι η θεωρία που προέκυψε από την έρευνα που διεξήγαγε ο Christian Rudder, συνιδρυτής του OKCupid, μιας ιστοσελίδα για σχέσεις. Από τα αποτελέσματα έγινε αντιληπτό ότι οι άντρες και οι γυναίκες έχουν ελαφρώς διαφορετικές ιδέες, αναφορικά με τις σχέσεις με διαφορά ηλικίας. Ενώ λοιπόν οι γυναίκες προτιμούν να έχουν μία μικρή διαφορά ηλικίας με τον σύντροφό τους (1 με 2 χρόνια, με εκείνον μεγαλύτερο) ή να είναι συνομήλικοι, οι άντρες φαίνεται να προτιμούν τις γυναίκες γύρω στα 20, ανεξαρτήτως της δικής τους ηλικίας.
Μήπως είναι σοφή η αναζήτηση των ανδρών;
Θεωρητικά υπάρχουν πολλοί λόγοι που καθιστούν ευνοϊκή μία μικρή ηλικιακή διαφορά. Όταν ένα ζευγάρι βρίσκεται κοντά στην ηλικία, τότε έχουν και περισσότερα κοινά σημεία και ενδιαφέροντα, καθώς και βιώματα από τα παιδικά τους χρόνια, που αναμφίβολα τους φέρνουν πιο κοντά και τους δένουν.
Εκτός αυτών, το ζευγάρι μεγαλώνει μαζί και ζει από κοινού τα διάφορα στάδια της ζωής, χωρίς αποκλίσεις και ετερότητες, γεγονός που συμβάλλει στην αντιμετώπιση της μοναξιάς.
Κάποιοι οικονομολόγοι αναρωτήθηκαν, αν οι μικρότερες ηλικιακές διαφορές των ζευγαριών θα μπορούσαν να έχουν ευρύτερα κοινωνικά οφέλη, καθώς θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη μείωση του χάσματος αποδοχής των δύο φύλων.
Για παράδειγμα, επειδή τα έσοδα και οι μισθοί αυξάνονται με την ηλικία, και οι γυναίκες τείνουν να ζευγαρώνουν με μεγαλύτερους άντρες, τα σχετικά έξοδα γύρω από τον τοκετό, θα μπορούσαν να ασκήσουν λεπτές πιέσεις, έτσι ώστε μία γυναίκα να εγκαταλείψει την εργασία της, καθώς εκείνη ενδέχεται να εξοικειωθεί με την ιδέα να της τα πληρώνει όλα ο άντρας της, που έχει και μεγαλύτερο πορτοφόλι, κι εκείνη να αφοσιωθεί αποκλειστικά στην ανατροφή του παιδιού.
Μπορεί ένα μικρότερο ηλικιακό χάσμα να κάνει τα ζευγάρια να παραμείνουν μαζί;
Μία έρευνα που δημοσιεύτηκε στο “Atlantic” το 2014, ισχυριζόταν ότι ένα ζευγάρι με διαφορά ηλικίας 5 ετών, έχει 18% περισσότερες πιθανότητες να χωρίσει, σε σύγκριση με ένα ζευγάρι συνομήλικο, ή με 1 – 2 χρόνια διαφορά. Η εν λόγω μελέτη ασχολήθηκε με ζευγάρια στην Αμερική, και δεν επικεντρώθηκε τόσο στον χαρακτήρα των ατόμων που χώριζαν, όσο στην ηλικιακή απόκλιση από το ταίρι τους. Καλό όμως θα ήταν, σε τέτοιες περιπτώσεις, να μη βλέπουμε μόνο τα χρόνια που χώριζαν ένα ζευγάρι, αλλά το ποιόν εκείνου που έδωσε το τέλος…
Η κοινή λογική θέλει το μεγαλύτερο ηλικιακό χάσμα να δημιουργεί προβλήματα στα γηρατειά. Ένας άντρας που παντρεύεται μία γυναίκα κατά πολύ νεότερή του, σκέφτηκε σοφά πως θα έχει έναν άνθρωπο να τον φροντίζει στα γεράματα, όταν αυτός θα είναι ανήμπορος.
Πόσο δίκαιο όμως είναι αυτό για την γυναίκα που θα τον φροντίζει; Βέβαια, να μου πείτε, κι εκείνη είχε κάποια οφέλη, χρηματικά κυρίως, όταν αποφάσισε να τα φτιάξει με έναν κατά πολύ μεγαλύτερό της, που όμως είχε καλό μισθό και μπορούσε να τις προσφέρει αρκετές ανέσεις. Και κάπως έτσι φίλοι μου φτάνουμε σε ένα σημείο εξίσωσης, ή καλύτερα ανταπόδοσης. Ο ένας δίνει κάτι, με σκοπό να λάβει αργότερα κάτι άλλο. Αυτή είναι και η κοινωνική κατασκευή των σχέσεων.
Κάτι άλλο που έπρεπε κατ’ εμέ να ερευνηθεί, είναι κατά πόσο αισθάνονται ευτυχισμένα αυτά τα ζευγάρια, όσο περνάει ο χρόνος. Για παράδειγμα, όταν μία κοπέλα 20 χρονών ερωτευτεί έναν με τα διπλά της χρόνια, στην αρχή δεν θα υπάρχει κάποιο θέμα. Όταν όμως εκείνη φτάσει στην ηλικία του, δηλαδή στα 40, που θα είναι ακόμη στα ντουζένια της, ο σύντροφός της θα είναι 60, πράγμα που απευθείας συνεπάγεται άλλη ρουτίνα, άλλες ανάγκες και άλλους ρυθμούς. Πόσο εξοικειωμένος, λοιπόν, είναι κανείς με την ιδέα, ότι θα πρέπει να προσαρμόσει τη ζωή του ανάλογα με τις δυνατότητες του συντρόφου του; Μπορούν οι σημερινοί άνθρωποι να κάνουν υποχωρήσεις ή τα παρατούν στην πρώτη δυσκολία;
Αναμφίβολα, τα πράγματα στις μέρες μας έχουν αλλάξει συθέμελα και οι αντιλήψεις του παρελθόντος μοιάζουν πια πολύ μακρινές. Έτσι, αν και σε γενικές γραμμές οι γυναίκες προτιμούν συνομήλικους ή άντρες λίγο μεγαλύτερους από αυτές, υπάρχουν και οι γυναίκες που έλκονται από τους μικρότερους άντρες. Οι σχέσεις αυτές είναι ανάλογες με εκείνες που οι άντρες είναι μεγαλύτεροι. Μία μεγάλη σε ηλικία γυναίκα με έναν νεαρό σύντροφο ανακτά τη χαμένη της αυτοπεποίθηση, τη στιγμή που εκείνος εξασφαλίζει μία ασφάλεια στο πλευρό της. Αυτό παρατηρείται ιδιαίτερα και στα ομόφυλα ζευγάρια, όπου ένα νεαρό αγόρι ψάχνει σιγουριά στην αγκαλιά ενός μεγαλύτερου – έμπειρου άντρα, τη στιγμή που εκείνος ψάχνει για συντροφικότητα και αγάπη στην όρεξη ενός μικρότερου.
Κακά τα ψέματα, αλλά η αγάπη χρόνια δεν κοιτά, κι όταν έρθει εκείνη η μοναδική στιγμή που η αγάπη σου θα βρει αντίκρισμα, αδιαφορείς για μικροπράγματα, όπως η διαφορά ηλικίας, ή τα «πρέπει» και τα «μη» της κοινωνίας μας. Μπορεί να βγουν χιλιάδες έρευνες που θα σε βεβαιώνουν ότι η σχέση σου θα αποτύχει. Αν όμως εσύ αγαπάς αληθινά και αγαπιέσαι εξίσου δυνατά, μπορείς να τους αποδείξεις όλους λάθος…