Όταν ο χρόνος πιέζει και τα προβλήματα υπογονιμότητας του ζευγαριού είναι δύσκολο να ξεπεραστούν, τότε η εξωσωματική γονιμοποίηση μπορεί να βοηθήσει τους δύο συντρόφους να φέρουν στον κόσμο ένα γερό μωρό.
Ένα ζευγάρι που έχει ήδη περάσει ένα χρόνο κάνοντας προσπάθειες να συλλάβει φυσιολογικά χωρίς επιτυχία, θα πρέπει να διερευνήσει το ζήτημα της υπογονιμότητάς του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η εξωσωματική γονιμοποίηση είναι απαραιτήτως και η πρώτη επιλογή για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ένα στα έξι ζευγάρια αντιμετωπίζουν προβλήματα γονιμότητας και οι μέθοδοι που μπορούν να τα βοηθήσουν να φέρουν στον κόσμο ένα υγιές μωρό είναι πολλές (προγραμματισμένες επαφές με ή χωρίς φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών, σπερματέγχυση κ.λπ.).
Είναι γεγονός όμως ότι για ορισμένα από τα υπογόνιμα ζευγάρια η μέθοδος που μπορεί να τα βοηθήσει ουσιαστικά είναι η εξωσωματική γονιμοποίηση. Με τη βοήθεια της γυναικολόγου υπογονιμότητας κ. Σταυρούλας Μαραγκού, ας δούμε πότε επιλέγεται αυτή η τεχνική, πόσο διαρκεί, αλλά και πόσο αποτελεσματική είναι.
1. Πότε ένα ζευγάρι είναι υποψήφιο για εξωσωµατική γονιµοποίηση;
Η μέθοδος αυτή επιλέγεται όταν τα προβλήματα στο αναπαραγωγικό σύστημα της γυναίκας δεν μπορούν να ξεπεραστούν (π.χ. όταν οι σάλπιγγες είναι αποφραγμένες), όταν το σπέρμα είναι αδύναμο (ολιγοζωοσπερμία), όταν συνυπάρχουν οι δύο παράγοντες που ήδη αναφέρθηκαν, καθώς και όταν έχουν ήδη οδηγηθεί σε αποτυχία άλλες, λιγότερο επεμβατικές μέθοδοι υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως οι ενδομητρικές σπερματεγχύσεις.
Επιπλέον, μία ακόμη παράμετρος που μπορεί να οδηγήσει το ζευγάρι γρηγορότερα στην επιλογή της εξωσωματικής είναι η ηλικία της γυναίκας.
Εάν η γυναίκα έχει περάσει τα 37-38 έτη και το ζευγάρι δεν μπορεί να συλλάβει φυσιολογικά, συνήθως προτείνεται η εξωσωματική γονιμοποίηση προκειμένου να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος με άλλες μεθόδους (π.χ. σπερματεγχύσεις, προγραμματισμένες επαφές), δεδομένου ότι η γυναικεία γονιμότητα φθίνει με την πάροδο του χρόνου.
Μετά τα σαράντα μειώνεται κατακόρυφα η ικανότητα μιας γυναίκας να συλλάβει, επειδή οι ωοθήκες παράγουν ωάρια φτωχότερης ποιότητας, σε μικρότερο αριθμό και με αυξημένο ποσοστό χρωμοσωματικών ανωμαλιών.
2. Ποιες τεχνικές εφαρµόζονται;
Στα κέντρα εξωσωματικής γονιμοποίησης εφαρμόζεται είτε η «κλασική» εξωσωματική γονιμοποίηση είτε η μέθοδος της μικρογονιμοποίησης. Στην πρώτη περίπτωση τα ωάρια και τα σπερματοζωάρια τοποθετούνται μαζί σε ένα τρυβλίο (δισκάκι) του εργαστηρίου και αφήνονται να γονιμοποιηθούν χωρίς καμία παρέμβαση. Στη δεύτερη περίπτωση εισάγεται από ένα σπερματοζωάριο απευθείας μέσα σε κάθε ωάριο.
Η επιλογή της μεθόδου εξαρτάται από την ποιότητα του σπέρματος, καθώς και από την αιτία της υπογονιμότητας του ζευγαριού. Η κλασική εξωσωματική λόγου χάρη επιλέγεται όταν η αιτία της υπογονιμότητας εντοπίζεται στις σάλπιγγες της γυναίκας, ενώ το σπέρμα είναι καλής ποιότητας.
Η μικρογονιμοποίηση επιλέγεται όταν η αιτία της υπογονιμότητας είναι ο ανδρικός παράγοντας ή όταν η υπογονιμότητα είναι αγνώστου αιτιολογίας (π.χ. μπορεί μεν οι δείκτες ποιότητας του σπέρματος να είναι ικανοποιητικοί, ωστόσο δεν επιτυγχάνεται γονιμοποίηση).
Επίσης, σε περιπτώσεις υπογονιμότητας αγνώστου αιτιολογίας ενδέχεται οι δύο μέθοδοι να εφαρμοστούν παράλληλα, π.χ. στα μισά ωάρια να γίνει κλασική εξωσωματική και στα άλλα μισά να γίνει μικρογονιμοποίηση με στόχο την εξασφάλιση της γονιμοποίησης.
3. Ποιες εξετάσεις κάνει το ζευγάρι;
Η γυναίκα πρέπει να κάνει ορμονικό έλεγχο (FSH, LΗ, οιστραδιόλη, αντιμυλλέρειο ορμόνη, β-ανασταλδίνη κ.λπ.) την τρίτη ημέρα της περιόδου και υστεροσαλπιγγογραφία (ακτινογραφία του εσωτερικού της μήτρας) ανάμεσα στην 8η και 10η ημέρα του κύκλου. Κατά την 21η με 22η ημέρα του κύκλου γίνεται έλεγχος προγεστερόνης.
Ακόμη, καλό είναι να έχει προηγηθεί μια μαστογραφία (αν η γυναίκα είναι άνω των 35 ετών), καθώς και ο κλασικός βιοχημικός έλεγχος (για την ηπατίτιδα Β, C, VDRL κ.λπ.), που είναι προαπαιτούμενος και για τον άνδρα.
Για τον άνδρα Η κυριότερη εξέταση για τον άνδρα είναι το σπερμοδιάγραμμα, που γίνεται μετά από σεξουαλική αποχή 2-3 ημερών. Η εξέταση αυτή αποκαλύπτει αν η ποσότητα και η κινητικότητα του σπέρματος είναι ικανοποιητικές και αν η μορφολογία των σπερματοζωαρίων είναι φυσιολογική. Εάν το σπερμοδιάγραμμα είναι παθολογικό, συνιστάται επανάληψη μετά από 15 ημέρες έως και 3 μήνες.
4. Ποια φάρµακα θα πάρει η γυναίκα;
Η γυναίκα λαμβάνει ορμόνες (γοναδοτροπίνες) για τη διέγερση των ωοθηκών, ώστε να παράγουν περισσότερα ωάρια, καθώς και GnRH αγωνιστές ή ανταγωνιστές (ανάλογα με το φαρμακευτικό πρωτόκολλο) για την αποφυγή της πρόωρης ωοθυλακιορρηξίας.
Ανάλογα με το φαρμακευτικό πρωτόκολλο, η αγωγή (ενέσεις) ξεκινά είτε την 1η ημέρα του κύκλου (δηλαδή της περιόδου) είτε την 21η. Η διέγερση των ωοθηκών διαρκεί περίπου 2 εβδομάδες.
Κατά τη διάρκειά της, η γυναίκα παρακολουθείται ορμονικά (γίνεται κυρίως μέτρηση της οιστραδιόλης, της LH και της προγεστερόνης), καθώς και με υπερηχογραφήματα, για να διαπιστωθεί πώς ανταποκρίνονται οι ωοθήκες της. Καθώς διογκώνονται οι ωοθήκες, η γυναίκα μπορεί να νιώσει ενόχληση κάτω αριστερά και δεξιά στην κοιλιά.
Όταν τα περισσότερα ωοθυλάκια φτάσουν σε κατάλληλο μέγεθος (άνω των 18 χιλιοστών), τότε ακολουθεί η ωοληψία, δηλαδή η λήψη των ωαρίων που ωρίμασαν στις ωοθήκες, με ειδική βελόνη διακολπικά, με ελαφριά νάρκωση. Συνήθως λαμβάνονται 8-10 ωάρια.
5. Πόσο διαρκεί ένας κύκλος;
Από την ημέρα που ξεκινά η φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών μέχρι την ωοληψία απαιτούνται 10-14 ημέρες. Την ημέρα της ωοληψίας ο σύντροφος δίνει σπέρμα.
Δυο με τρεις ημέρες μετά την ωοληψία γίνεται η εμβρυομεταφορά, εκτός από την περίπτωση που η εμβρυομεταφορά γίνεται στο στάδιο της βλαστοκύστης, δηλαδή την πέμπτη ημέρα μετά την ωοληψία.
Κατά κανόνα επιλέγεται να γίνεται η εμβρυομεταφορά κατά τη δεύτερη με τρίτη ημέρα μετά την ωοληψία. Η βλαστοκύστη είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος εμβρυομεταφοράς και επιλέγεται όταν πρόκειται να γίνει προεμφυτευτικός έλεγχος ή όταν ο στόχος είναι να μεταφερθεί μικρός αριθμός εμβρύων. Η εμβρυομεταφορά γίνεται χωρίς νάρκωση, με τη βοήθεια ενός λεπτού καθετήρα. Δέκα με δώδεκα ημέρες μετά την εμβρυομεταφορά πραγματοποιείται το τεστ κύησης.
Το χρονικό διάστημα από την εμβρυομεταφορά μέχρι το τεστ κύησης είναι και το πιο στρεσογόνο όσον αφορά την ψυχική υγεία και ισορροπία του ζευγαριού.
Η βοήθεια από έναν ειδικό ψυχικής υγείας θεωρείται απαραίτητη, τόσο γι’ αυτό το χρονικό διάστημα όσο και καθ’ όλη τη διάρκεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης, αλλά και πριν από την έναρξη της όλης διαδικασίας, προκειμένου να προετοιμαστεί κατάλληλα το ζευγάρι και να στηριχθεί στην απόφασή του να κάνει εξωσωματική.
Άλλωστε, η αδυναμία ενός ζευγαριού να τεκνοποιήσει φυσιολογικά το κλονίζει και συχνά οι δύο σύντροφοι χρειάζονται ψυχική στήριξη για να αντιμετωπίσουν το σοκ της υπογονιμότητας, να απελευθερωθούν από το φορτίο των δικών τους ενοχών, αλλά και για να αποδεχθούν τη διαδικασία της εξωσωματικής, που αντιβαίνει στον φυσικό τρόπο σύλληψης, καθώς και το ενδεχόμενο στη διάρκειά της να εφαρμοστούν ασυνήθεις μέθοδοι (π.χ. δωρεά ωαρίου).
6. Ποια είναι η αποτελεσµατικότητα της µεθόδου;
Οι πιθανότητες σύλληψης μπορεί να ανέλθουν έως και σε 40% (ένα κέντρο εξωσωματικής γονιμοποίησης, για να θεωρηθεί αξιόπιστο, πρέπει αν έχει ποσοστό επιτυχίας πάνω από 20%). Ωστόσο, οι πιθανότητες επιτυχούς σύλληψης εξαρτώνται από πολλές παραμέτρους, εκ των οποίων η ηλικία της γυναίκας αποτελεί μία από τις πιο βασικές. Οι ειδικοί εξηγούν ότι για μια γυναίκα 30 χρονών το ποσοστό επιτυχίας μπορεί να είναι 40%, αλλά οι πιθανότητες κύησης μετά τα 40 μειώνονται στο 3%.
7. Πότε µπορεί να γίνει ένας δεύτερος κύκλος;
Μετά από 3-4 μήνες, ανάλογα με το φαρμακευτικό πρωτόκολλο που έχει ακολουθηθεί για τη διέγερση των ωοθηκών. Το διάστημα ανάμεσα σε δύο κύκλους εξωσωματικής μπορεί να μειωθεί στο μισό σε περίπτωση που δεν έχει γίνει φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών.
Σήμερα στις περισσότερες μονάδες εξωσωματικής γονιμοποίησης παρέχεται η δυνατότητα της κατάψυξης των υπεράριθμων εμβρύων από μια προσπάθεια εξωσωματικής, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν αργότερα σε μια επόμενη προσπάθεια. Στην περίπτωση αυτή, δεν θα χρειαστεί εκ νέου φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών.
Μία ακόμη μέθοδος που εφαρμόζεται για να αποφευχθεί η φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών είναι η συλλογή κάθε μήνα του ωαρίου της γυναίκας με βάση τον φυσικό της κύκλο, η εξωσωματική γονιμοποίησή του και εν συνεχεία η κατάψυξή του. Μετά από ένα διάστημα, π.χ. 3-4 μηνών, γίνεται η εμβρυομεταφορά.
8. Πόσοι κύκλοι επιτρέπονται;
Έως τέσσερις κύκλοι μέσα σε διάστημα ενός έτους. Όσον αφορά το σύνολο των κύκλων που μια γυναίκα μπορεί να κάνει, δεν υπάρχει ένας προκαθορισμένος αριθμός. Εκτιμάται όμως ότι το 70-80% των γυναικών θα έχουν συλλάβει με επιτυχία μετά από 3-4 κύκλους. Υπάρχει όμως και ένα μικρότερο ποσοστό γυναικών που μπορεί να χρειαστούν επιπλέον κύκλους.
Όσον αφορά το κατά πόσον η επαναλαμβανόμενη φαρμακευτική διέγερση των ωοθηκών της γυναίκας επιβαρύνει την υγεία της, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι είναι τεκμηριωμένο ότι ο καρκίνος των ωοθηκών δεν συνδέεται με την εξωσωματική (παρ’ όλα αυτά, η υπερβολική και αλόγιστη χρήση ορμονών έχει ενοχοποιηθεί για μία πιθανή ανάπτυξη κακοήθειας στον μαστό).
Το συχνότερο πρόβλημα πάντως είναι η υπερδιέγερση των ωοθηκών (εκδηλώνεται με συγκέντρωση υγρού και πρήξιμο της κοιλιάς). Συνήθως παρουσιάζεται μετά την εμβρυομεταφορά και αντιμετωπίζεται συντηρητικά (με την παρακολούθηση της γυναίκας), ενώ σε ακραίες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί εισαγωγή στο νοσοκομείο.
9. Πώς εξετάζεται η υγεία του εµβρύου;
Εάν είναι γνωστό ότι στην οικογένεια υπάρχει κάποιο γενετικό νόσημα που κληρονομείται μονογονιδιακά και μπορεί να διαγνωστεί εγκαίρως στο έμβρυο (μεσογειακή αναιμία, κυστική ίνωση, φυλοσύνδετες νόσοι), τότε γίνεται προεμφυτευτικός έλεγχος, όπου λαμβάνεται και εξετάζεται ένα κύτταρο στην τρίτη ημέρα της ανάπτυξης του εμβρύου (στο εργαστήριο, προτού εμφυτευτεί στη μήτρα). Επίσης, σε περιπτώσεις πολλαπλών αποβολών, μπορεί να γίνει screening test σε επίπεδο χρωμοσωμάτων (καρυότυπος).
10. Η γεννα γίνεται µε καισαρική;
Ο τρόπος του τοκετού εξαρτάται από το ιστορικό της γυναίκας και την πορεία της κύησης. Είναι αλήθεια ότι η καισαρική προτιμάται στις γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση, επειδή οι κυήσεις θεωρούνται πολύτιμες και οι μητέρες αρκετές φορές έχουν προβλήματα υγείας (π.χ. πίεση, σάκχαρο) λόγω μεγαλύτερης ηλικίας.