Σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη 6000 γυναικών, είχε διαπιστωθεί, ότι οι μητέρες που παρέμειναν σπίτι και δεν γύρισαν ξανά στην δουλειά τους, «έχασαν» τις αναμνήσεις τους 61% ταχύτερα, συγκριτικά με εκείνες που δούλευαν ενώ μεγάλωναν τα παιδιά τους.
Η έρευνα διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Λος Άντζελες, με επικεφαλής την Elizabeth Rose Mayeda, επίκουρη καθηγήτρια.
Για να ανακαλύψουν οι ερευνητές τον τρόπο με τον οποίο η εξισορρόπηση της επαγγελματικής ζωής και της μητρότητας επηρεάζει την μνήμη των γυναικών, ανέλυσαν στοιχεία από συνολικά 6.386 γυναίκες.
Οι γυναίκες, που γεννήθηκαν μεταξύ των ετών 1935 – 1965, ανέφεραν αν είχαν μόνιμη εργασία, αν είχαν παντρευτεί κι αν είχαν παιδιά ηλικίας 16 έως 50 ετών.
Μόλις έκλεισαν το πεντηκοστό έτος της ηλικίας τους, οι γυναίκες υποβάλλονταν σε μία σειρά από τεστ μνήμης, ανά δύο χρόνια περίπου.
Τα ευρήματα αποκάλυψαν ότι οι γυναίκες που εργάζονταν κανονικά, μεταξύ της πρώτης δεκαετίας της ενηλικίωσης έως και την μέση ηλικία, εμφάνισαν βραδύτερη μείωση της μνήμης.
Το προαναφερθέν εύρημα ίσχυε τόσο για εκείνες που ήταν μητέρες, όσο και για εκείνες που δεν είχαν παιδιά.
Οι γυναίκες όμως, που παντρεύτηκαν και απέκτησαν παιδιά αλλά δεν επέστρεψαν ποτέ στην εργασία τους είδαν τις αναμνήσεις τους να μειώνονται 61% ταχύτερα στην ηλικία των 60 – 70 ετών, συγκριτικά με τις εργαζόμενες μητέρες, των οποίων η μνήμη διατηρήθηκε ακμαία.
Παράλληλα όσες μητέρες, βίωσαν μία παρατεταμένη περίοδο ανύπαντρης μητρότητας κατά την οποία δεν δούλευαν, είδαν τις μνήμες τους να μειώνονται 83% ταχύτερα στο πέρας της ίδιας δεκαετίας.
«Μελλοντικές έρευνες είναι αναγκαίες για να διερευνήσουν την σύνδεση μεταξύ της εργασιακής απασχόλησης και της υγείας του εγκεφάλου, τα ευρήματά μας όμως, αποδεικνύουν τις θετικές επιδράσεις που έχει η εργασία στην εγκεφαλική λειτουργία του ατόμου. Παράλληλα δεν πρέπει να ξεχνάμε τα οικονομικά και κοινωνικά οφέλη που συνεπάγονται της εργασίας» καταλήγουν οι ερευνητές.