Η συμπεριφορά ενός γονιού προς το παιδί του μπορεί να είναι ανεκτική, δημοκρατική ή επιεικής. Αυτές είναι οι δημοφιλέστερες προσεγγίσεις, με τα υπέρ τους και τα κατά τους η καθεμία.
Όπως αναφέρει η συμβουλευτική ψυχολόγος, Βασιλική Παππά, η ανεκτική διαπαιδαγώγηση έχει μακροπρόθεσμα αρνητικές συνέπειες στα παιδιά.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα όσα τονίζει: «Τα βρέφη επιζητούν την προσοχή των ατόμων που τα φροντίζουν και τη σωματική επαφή με αυτά, όχι γιατί είναι “πονηρά”, αλλά γιατί χωρίς την κάλυψη αυτής της πρωταρχικής τους ανάγκης δεν θα μπορέσουν να αναπτυχθούν υγιώς ψυχικά και σωματικά. Επίσης διακατέχονται από ένα αίσθημα παντοδυναμίας, που προέρχεται από την αδυναμία τους να διαχωρίσουν τον εαυτό τους από τη μητέρα τους, με την οποία βρίσκονται σε μια στενή συμβιωτική σχέση.
Αργότερα, από το ενάμιση έτος περίπου, οπότε το παιδί ανακαλύπτει το “εγώ”, είναι πλέον σε θέση να διαχωρίσει τον εαυτό του από τους άλλους και διέρχεται τη φάση του “γνωστικού εγωκεντρισμού”, που διαρκεί όλη τη νηπιακή ηλικία. Πρόκειται για μια απαραίτητη εξελικτική φάση, η οποία χαρακτηρίζεται από πολλά πείσματα και έκφραση ισχυρογνωμοσύνης, έλλειψη διαλλακτικότητας, ξεσπάσματα οργής και εντάσεις που δημιουργούνται με τους γονείς του, οι οποίοι δεν είναι συνήθως προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν κάτι τέτοιο. Φυσικά το παιδί θέλει να δοκιμάσει τα όριά του, αλλά και τα όρια του γονιού.
Σκοπός του γονιού δεν πρέπει να είναι να κάνει ό,τι θέλει το παιδί ούτε να επιβάλει την άποψή του, αλλά να συνεργαστεί. Η οριοθέτηση κρίνεται απαραίτητη για την ομαλή ψυχική συγκρότηση του παιδιού, αλλά και για τη δημιουργία καλής σχέσης και επικοινωνίας γονιού-παιδιού.
Έρευνες που έχουν διεξαχθεί διεθνώς έχουν δείξει ότι τόσο η ανεκτική όσο και η αυταρχική διαπαιδαγώγηση έχουν μακροπρόθεσμα αρνητικές συνέπειες στη ζωή των παιδιών. Όταν το παιδί δεν συνεργάζεται και προσπαθεί να υπερισχύσει, ο γονιός ματαιώνεται, απογοητεύεται, στενοχωριέται, θυμώνει και φοβάται. Φοβάται ότι δεν είναι ένας αρκετά καλός γονιός και κυρίως (σε σχέση με το παιδί) φοβάται για αυτό που θα αντιμετωπίσει στο μέλλον. Αν το παιδί τον χειραγωγεί, τον “χειρίζεται” με αυτόν τον τρόπο τώρα, τι θα συμβεί στο μέλλον;
Για να μπορέσει να οριοθετήσει ο γονιός το παιδί, χρειάζεται να γνωρίζει καταρχήν τα δικά του όρια. Και σαφώς να μπορεί να αναγνωρίζει και να εκφράζει τα συναισθήματά του.
Ο φόβος του γονιού σε σχέση με τη χειραγώγηση του παιδιού είναι ουσιαστικά να μη χάσει τον έλεγχο, αλλά και την αγάπη του παιδιού. Πρόκειται για ένα φόβο που παίρνει πολλές διαστάσεις και μορφές και κλιμακώνεται καθώς το παιδί μεγαλώνει. Ο φόβος δε μετατρέπεται σε πανικό μόνο στην εφηβεία. Κάλλιστα μπορεί να γίνει πανικός και νωρίτερα και να οδηγήσει ένα γονιό σε πράξεις και συμπεριφορές για τις οποίες αργότερα θα μετανιώσει, όπως ξύλο, φωνές, άσχημα λόγια, επιπλήξεις, τιμωρίες και στερήσεις που επιβάλλει στο παιδί ως “αντίποινα”.
Οι προσπάθειες χειραγώγησης του παιδιού ξεκινούν να γίνονται συνειδητά αρκετά νωρίς. Από τη νηπιακή ηλικία, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ένα παιδί γνωρίζει την επίδραση που μπορεί να ασκεί στους γονείς του και τους γύρω του. Καθώς μεγαλώνει, οι προσπάθειες αυτές γίνονται όλο και πιο συνειδητές και πιο οργανωμένες. Πρόκειται για τα γνωστά “παιχνίδια εξουσίας” που παίζουν γονείς και παιδιά. Και ως γνωστό, τα παιχνίδια εξουσίας δεν παίζονται μόνον από έναν».