Για όσους αναρωτιούνται τι παθαίνουν οι μαμάδες κι είναι συνέχεια στο τρέξιμο και στην… τσίτα δεν έχουν παρά να διαβάσουν αυτό το άρθρο που έγραψε όχι μια μαμά αλλά ένας μπαμπάς.
Ο Αχιλλέας Χεκίμογλου, είναι συγγραφέας- ερευνητής. Παράλληλα, όμως είναι και πατέρας δύο παιδιών. Αξιοποίησε τη δυνατότητα που του παρείχε η εταιρεία στην οποία εργάζεται, να μείνει στο σπίτι για 4 μήνες με γονική άδεια με τον γιο και την κόρη του.
Το συγκεκριμένο διάστημα ήταν άκρως διαφωτιστικό για το τι να έχεις την αποκλειστική φροντίδα δύο παιδιών χωρίς βοήθεια.
Έγραψε λοιπόν ένα κείμενο γι’ αυτή την εμπειρία του και την μοιράστηκε στο facebook λέγοντας πόσο σημαντικό είναι να βοηθάμε και να υποστηρίζουμε τις μανάδες … ( για να μη φλιπάρουν).
Ο Αχιλλέας Χεκίμογλου είχε τη σπάνια ευκαιρία να βγει σε γονική άδεια 4 μηνών για να μείνει με τον μπέμπη τους – μια καταπληκτική παροχή της εταιρείας που δουλεύει προς όλους τους νέους γονείς, σπάνια για τα ελληνικά εργασιακά πράγματα.
«Σε αυτούς τους 4 μήνες κράτησα το 9 μηνών μωρό μας και την 5,5 χρόνων κόρη μας. Η σύζυγος απασχολείτο κατά βάση υπερωριακά. Είχαμε δηλαδή μία αντιστροφή των – κατά το κλισέ – ρόλων: Ο άνδρας κρατούσε τα παιδιά και το σπίτι, ενώ η γυναίκα δούλευε νυχθημερόν. Βοήθεια από γιαγιάδες κτλ δεν υπήρχε. Ήμουν μόνος.
Στην αρχή της άδειας είχα αυταπάτες. Πίστευα ότι θα μπορούσα να συνεχίσω να κάνω κάποια πράγματα, παρέα με τα παιδιά. Πχ. να τα πάω στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο Κέντρο Πολιτισμού Σταύρος Νιάρχος ή καμιά βόλτα στον ιστορικό περίπατο γύρω από την Ακρόπολη.
Αυτές οι προσδοκίες κατέρρευσαν. Για να βγάλεις το μωρό από το σπίτι, πρέπει να φροντίσεις να έχεις μαζί σου ένα τσουβάλι πράγματα και προμήθειες. Και αυτό ανάμεσα στις υποχρεώσεις και την φροντίδα του μεγαλύτερου παιδιού – που όσο αυτονομημένο και εάν είναι, δεν παύει να είναι νήπιο – το πρόγραμμα και τη ρουτίνα του μωρού, τις στοιχειώδεις δουλειές του σπιτιού κι ένα 5-10% του χρόνου που απομένει να το κρατάς για σένα για να μην φλιπάρεις.
Γιατί αυτό γίνεται: φλιπάρεις.
Φίλους δεν μπορείς να δεις – αδύνατον. Αναπόφευκτα, όλες αυτές οι συζητήσεις που χαίρομαι να κάνω για την πολιτική, την οικονομία, την ιστορία και την τεχνολογία απλά δεν μπορούσαν να γίνουν ελλείψει συνομιλητών.
Βιβλία διάβασα με τα χίλια ζόρια. Συναυλίες, εκθέσεις, θεάματα, μπαρ, εστιατόρια κτλ, τα ξεχνάς. Δεν συζητώ για τα δικά μου (αρχεία, έρευνα και διάφορα άλλα περίεργα). Με το μωρό είσαι δεμένος χειροπόδαρα – τέλος.
Το μωρό θέλει συνεχώς σημασία. Δεν μπορεί να συνεννοηθεί μαζί σου και ο στάνταρτ μηχανισμός επικοινωνίας είναι το κλάμα. Και σκεφθείτε ότι ο μικρός μας είναι καλός και φρόνιμος. Δεν υστεριάζει. Αρκεί μια αγκαλιά και λίγο παιχνίδι για να ηρεμήσει. Αλλά δεν παύει να είναι ένα απόλυτα εξαρτημένο πλάσμα από σένα.
Μετά έρχεται η ισορροπία του τρόμου: Η διαχείριση του χρόνου. Κάποια στιγμή θα κοιμηθεί. Εκεί η διαχείριση των προτεραιοτήτων είναι αμείλικτη.
Να κάνεις ένα ντουζ για να νοιώσεις άνθρωπος; Να κάνεις φαγητό για το μωρό; να κάνεις φαγητό για τους υπόλοιπους; Να πιεις έναν καφέ; Να διαβάσεις; Να δεις μια σειρά; Να φροντίσεις να μην πιάσει ποντίκια το σπίτι; Να βάλεις ένα σούπερ; Να πάρεις τηλέφωνο έναν φίλο για να πεις μια κουβέντα;
Η κλεψύδρα του χρόνου δεν θα σε ρωτήσει. Το μωρό θα ξυπνήσει και εάν δεν έχεις προνοήσει για μια σειρά από πράγματα, θα τα βρεις μπροστά σου.
Σιγά σιγά βάζεις τον εαυτό σου σε δεύτερη μοίρα προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα μικρά θα έχουν ό,τι χρειάζονται. Τρέχεις όλη μέρα, αλλά ελάχιστα για σένα. Ευτυχώς που σηκώνομαι πλέον μέσα στην άγρια νύχτα και έχω ακόμη λίγο χρόνο για μένα.
Επειδή όλα είναι ελαφρώς βουνό, τις περισσότερες ώρες μένεις σπίτι. Αλλά και η βόλτα με το μωρό εκεί έξω είναι θρίλερ. Διαλυμένα πεζοδρόμια, γαϊδούρια οδηγοί, αφιλόξενες εγκαταστάσεις – η Ελλαδίτσα που αγαπήσαμε.
Το πιο αστείο όλων: Σε ρωτούν για τα νέα σου και απαντάς με πάνες, ύπνους και νταντάδες. Διεκδικείς βραβείο δεύτερου ρόλου στην ίδια σου τη ζωή.
Και κάπως έτσι φλιπάρεις. Σκεφτείτε λοιπόν τη μικρή αυτή εμπειρία που έζησα – υπό, κατά τα άλλα, πολύ καλές συνθήκες – να την περνάει κάποιος για χρόνια.
Ε, γι’ αυτό οι μανάδες φλιπάρουν! Και γι’ αυτό πρέπει να τις βοηθάμε και να τις υποστηρίζουμε.
Κάθισα για πρώτη φορά από το 1997 και δεν το κρύβω ότι αυτή η εμπειρία ήταν άκρως διδακτική – ίσως η πλέον διδακτική της ζωής μου.
Υπάρχει εκεί έξω ένα άτυπο, μη υπολογιζόμενο και διόλου ευκαταφρόνητο κοινωνικό κόστος που εξωτερικεύεται – κατά κανόνα- στις μανάδες οι οποίες το επωμίζονται αδιαμαρτύρητα, θυσιάζοντας δυσανάλογα περισσότερα πράγματα από όσα χάνουν οι μπαμπάδες κατά την ανατροφή των παιδιών.»