Το καλοκαίρι του 1992 ήταν στην Ελλάδα ένα από τα χειρότερα σε επίπεδο οικολογικής καταστροφής, καθώς οι πυρκαγιές έκαναν στάχτη περισσότερα από 1 εκατομμύριο στρέμματα.
Το 1993 η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ αποφασίζει να αντιδράσει. Η ιδέα είναι να δημιουργηθεί μια ομάδα άμεσης δράσης για τη δασοπυρόσβεση, που θα διαθέτει το know how και τον εξοπλισμό ώστε να επεμβαίνει στις εστίες της φωτιάς προτού η κατάσταση γίνει ανεξέλεγκτη.
Τα πεζοπόρα τμήματα θα έπρεπε να είναι αερομεταφερόμενα και ευέλικτα, έχοντας τη δυνατότητα να βρεθούν εκεί που δεν μπορούσαν να φτάσουν εναέρια μέσα και υδροφόρα οχήματα.
Έτσι, μέσω της Γενικής Γραμματείας Δασών το Υπουργείο Γεωργίας ιδρύει το 1ο Τάγμα Ειδικών Δυνάμεων Δασοπυρόσβεσης. Το στελέχωσαν πρώην καταδρομείς και αλεξιπτωτιστές, περνώντας 15 ημέρες σκληρής εκπαίδευσης, πρωί-βράδυ, στο Κέντρο Εκπαίδευσης Ειδικών Δυνάμεων στο Μεγάλο Πεύκο. Μέσω μιας ταχύρρυθμης και επίπονης εκπαίδευσης 160 ωρών, οι εκπαιδευόμενοι σκληραγωγήθηκαν στην επιβίωση σε δύσκολες συνθήκες μέσα στο δάσος, ενώ απέκτησαν ειδικές γνώσεις πάνω στις ιδιαιτερότητες των δασικών εκτάσεων. Οι εκπαιδευτές ήταν Καναδοί και εργάζονταν για την καναδική εταιρία που είχε διαθέσει 16 ελικόπτερα για τις ανάγκες της εκπαίδευσης.
Στο τέλος της εκπαίδευσης, αφού αξιολογήθηκαν όλοι οι υποψήφιοι, πιστοποιήθηκαν το 60% – οι 200 καλύτεροι και έλαβαν τα διπλώματά τους σε ειδική εκδήλωση, παρουσία εκπροσώπων όλων των σχετικών κρατικών φορέων. Η ομάδα αυτή των «Δασοκομάντος» επονομάστηκε «το Τάγμα της Φωτιάς»
Μάλιστα την ημέρα που αποφοίτησαν κλήθηκαν να επιδείξουν το επίπεδο της εκπαίδευσής τους, καθώς μετέβησαν όλοι μαζί με C130 στη Σάμο για να συνδράμουν στο σβήσιμο της πολύ μεγάλης φωτιάς στο Μαραθόκαμπο.
Οι 200 χωρίστηκαν σε πέντε ομάδες των 40 ατόμων και εγκαταστάθηκαν τους καλοκαιρινούς μήνες σε ισάριθμες βάσεις ελικοπτέρων στην Αθήνα, την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα την Καβάλα και την Σκιάθο. Στρατηγικός στόχος τους η έγκαιρη επέμβαση και η γρήγορη αναχαίτιση της φωτιάς προτού εξαπλωθεί στο δάσος.
Το 1994 ιδρύθηκε το 2ο Τάγμα «Δασοκομάντος» με επιπλέον δύναμη 300 ανδρών και 16 βάσεις ελικοπτέρων σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Η επιτυχία του εγχειρήματος υπήρξε δεδομένη. Η ομάδα κρούσης των δασών εξετέλεσε περίπου 1000 αποστολές άμεσης επέμβασης κατά την πενταετή διάρκεια «ζωής» της και διέσωσε μεγάλο μέρος του δασικού πλούτου της χώρας. Με υψηλή αίσθηση καθήκοντος και παροιμιώδη αυταπάρνηση, οι άνδρες των ειδικών δυνάμεων έμπαιναν στις πύρινες εστίες για να δώσουν τη μάχη με τις φλόγες όταν καμία άλλη δύναμη δεν μπορούσε να φτάσει εκεί.
Επιπλέον η ανακάλυψη από μέρους τους πολλών εμπρηστικών μηχανισμών μέσα στα δάση ανάγκασαν τη Γενική Γραμματεία Δασών να στείλει στις ΗΠΑ ομάδα Δασολόγων να εκπαιδευτούν στην ανίχνευση των εμπρηστικών μηχανισμών.
Ο πιο αποτελεσματικός, ίσως, θεσμός στα σώματα ασφαλείας καταργήθηκε το 1998, όταν επί κυβέρνησης Σημίτη η ευθύνη της δασοπυρόσβεσης πέρασε από τη Δασική Υπηρεσία στο Πυροσβεστικό Σώμα. Ποτέ δεν απαντήθηκε επαρκώς το γιατί αποφασίστηκε η αναστολή της δράσης του, σίγουρα όμως η παράμετρος της επικινδυνότητας που διέκρινε το έργο της ήταν ένας από τους λόγους.
Και αυτό δεν ήταν φυσικό άσχετο με το τραγικό περιστατικό της 15ης Σεπτεμβρίου του 1994. Εκείνη τη μέρα, η πυρκαγιά που ξέσπασε σε ορεινό δύσβατο σημείο στα όρια των νομών Καβάλας και Δράμας σήμανε «συναγερμό» στο κλιμάκιο του Τάγματος στην Καβάλα. Τρεις στρατιωτικοί και εφτά δασοκομάντος από την 3η Ταξιαρχία Αεροπορίας Στρατού απογειώθηκαν με ελικόπτερο τύπου Huey σπεύδοντας στο πύρινο μέτωπο.
Όταν πια η φωτιά είχε τεθεί υπό έλεγχο είχε αρχίσει πια να σουρουπώνει. Το ελικόπτερο παρέλαβε το πεζοπόρο τμήμα του τάγματος για να επιστρέψει στη βάση του. Όμως σε μια απόκρημνη πλαγιά δύο χιλιόμετρα από το χωριό Τερψιθέα του δήμου Νικηφόρου Δράμας, το ελικόπτερο «βρήκε» σε καλώδια της ΔΕΗ, με αποτέλεσμα να συντριβεί και να βρουν τραγικό θάνατο και οι 10 επιβαίνοντες.
Το πόρισμα δόθηκε στη δημοσιότητα 10 χρόνια μετά το δυστύχημα και σύμφωνα με αυτό το “Huey” πετούσε μέσα σε χαράδρα και με φωτισμό που δεν επέτρεπε την επισήμανση εμποδίων, καθώς το σούρουπο είχε μειώσει την ορατότητα. Ωστόσο δεν διευκρίνιζε ούτε τους λόγους που πετούσε τόσο χαμηλά, ούτε γιατί βρισκόταν πολύ έξω από την πορεία του, προς το ελικοδρόμιο του Αμυγδαλεώνα Καβάλας.
Σε ένα βίντεο – αφιέρωμα στο «Τάγμα της Φωτιάς», που επιμελήθηκαν συνάδελφοι των αδικοχαμένων δασοκομάντος αναφερόταν μεταξύ άλλων: «Τελικά ποια ήταν τα κίνητρα αυτών των ανθρώπων; Ήταν το φρόνημα, το ήθος, η αγάπη για τη φύση και τον συνάνθρωπο, ήταν ο συνάδελφος που μοιράστηκαν το τελευταίο καπάκι νερού από το παγούρι.
Ήταν οι Έλληνες χωρικοί που χειροκροτούσαν και τους πετούσαν λουλούδια, όταν το “Huey” πετούσε πάνω από το χωριό. Δεν ήταν θεοί, ούτε αλάνθαστοι, όμως εκπαιδεύτηκαν και έδρασαν με τον σωστό τρόπο…».