Σε ένα χωριό 800 κατοίκων ο George Viccars άπλωσε μια ημέρα ένα ύφασμα δίπλα από τη φωτιά να στεγνώσει. Δεν γνώριζε όμως ότι είχε μολυνθεί με τον «Μαύρο Θάνατο», δηλαδή τη βουβωνική πανώλη που θα εξαπλωνόταν σε όλο το χωριό του Eyam, στη βόρεια Αγγλία. Ο ίδιος ήταν το πρώτο θύμα.
Η επιδημία έφτασε από το Λονδίνο μέσω των εμπορικών δρόμων. Η βουβωνική πανώλη ήταν μια άκρως θανατηφόρα ασθένεια που εξαπλώθηκε τον 17ο αιώνα. Τότε κανείς δεν ήξερε πως και γιατί προκλήθηκε η επιδημία. Η επιστήμη δεν είχε κάνει τα άλματα που έκανε αργότερα και πολλοί ήταν εκείνοι που προσπαθούσαν να την αντιμετωπίσουν με προσευχές, καπνίζοντας ή καθαρίζοντας τα σκουπίδια, θεωρώντας πως είναι θεϊκή τιμωρία ή κακή ποιότητα αέρα.
Γι’ αυτό και κάποιοι κυκλοφορούσαν με βότανα και μπαχαρικά. Για να τα μυρίζουν και να «ξορκίζουν» τον «κακό αέρα». Στην πραγματικότητα η ασθένεια προκαλούνταν από βακτήρια που μεταδίδονταν από ψύλλους. Και το ύφασμα ήταν γεμάτο από αυτούς.
Η βουβωνική πανώλη έφτασε στο Eyam το καλοκαίρι του 1655. Και οι κάτοικοι πήραν μια σειρά από αποφάσεις που ως έναν μεγάλο βαθμό έσωσαν ολόκληρη την περιοχή. Ο Viccars πέθανε και ακολούθησαν οι γιοι του και ο εργοδότης του. Τους επόμενους τέσσερις μήνες, εξαπλώθηκε σε όλο το χωριό.
Την άνοιξη του 1666, ο νέος εφημέριος του χωριού, William Mompesson, μαζί με τον προκάτοχό του Thomas Stanley, συνέταξαν ένα σχέδιο το οποίο θα αποσοβούσε την μετάδοση της ασθένειας στα γύρω χωριά. Έφτιαξαν λοιπόν μια «ζώνη καραντίνας» και συμβούλεψαν τους κατοίκους να μένουν στα όρια της. Στα νέα «σύνορα» υπήρχαν πινακίδες που προειδοποιούσαν τους ξένους να μην πλησιάσουν.
Η καραντίνα δεν ήταν κάτι καινούργιο. Είχε χρησιμοποιηθεί παλαιότερα με τους λεπρούς, ενώ στην Ιταλία είχε εφαρμοστεί από τον 15ο αιώνα. Στην Αγγλία δεν ήταν συνηθισμένη πρακτική, αλλά ο νέος εφημέριος ήταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος και τη γνώριζε.
Το Eyam δεν ήταν αυτόνομο ως προς τα εφόδια του, κάνοντας εμπόριο με τα γύρω χωριά. Μαζί λοιπόν με τις γύρω κοινότητες έφτιαξαν ένα σύστημα για να φτάνουν σε αυτό όλα όσα χρειάζονταν οι κάτοικοι. Τοποθέτησαν λοιπόν μια μεγάλη πέτρα στα σύνορα με το χωριό Stoney Middleton, η οποία είχε 6 τρύπες και χρησίμευε ως σημείο παράδοσης και παραλαβής εμπορευμάτων. Τα χρήματα τα άφηναν στις τρύπες, οι οποίες ήταν γεμάτες με ξίδι, το οποίο πίστευαν ότι σκότωνε το βακτήριο.
Ο Mompesson τελούσε τη λειτουργία εκτός του ναού, αφού θεωρούσε ότι υπήρχε λιγότερος κίνδυνος μετάδοσης σε ανοιχτούς χώρους. Για να αποτρέψει μάλιστα τον κόσμο να συναθροίζεται, προέτρεψε τους χωρικούς να θάβουν τους νεκρούς όσο πιο κοντά στο σημείο θανάτου γινόταν. Μια γυναίκα έθαψε σε ένα χωράφι δίπλα από το σπίτι της τον σύζυγό της και τα έξι τους παιδιά. Αυτό θα πει δέσμευση στο κοινό καλό.
260 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους στο Eyam. Ο τελευταίος πέθανε 15 μήνες μετά το ξέσπασμα της επιδημίας στο χωριό. Όταν φάνηκε πως τελείωσε, η τελευταία συμβουλή του Mompesson σε όλους ήταν να κάψουν ρούχα, έπιπλα και σεντόνια ώστε να εκμηδενιστεί η πιθανότητα να εξαπλωθεί ξανά.
Και παρόλο που το Eyam πλήρωσε ακριβά το πέρασμα της βουβωνικής πανώλης. Κατάφερε να σώσει χιλιάδες ζωές σε όλη τη βόρεια Αγγλία. Σύμφωνα με τη Washington Post, η πανώλη δεν έφυγε από τη ζώνη καραντίνας του χωριού.
Η δραστική απάντηση της μικρής κοινότητας είχε ακόμη μεγαλύτερα, πιο μακράς διάρκειας αποτελέσματα. Η προνοητικότητα του Mompesson επηρέασε τη μετέπειτα ιατρική πρακτική, καθώς η καραντίνα έγινε κανόνας στην αναστολή της εξάπλωσης ασθενειών, από την πολιομυελίτιδα μέχρι τον Ebola και τον COVID-19.