Στις αρχές του Φεβρουαρίου του 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος παρουσίασε τις ελληνικές θέσεις ενώπιον του Ανώτατου Συμμαχικού Συμβουλίου. Συνάντησε, όμως, τη σφοδρή αντίδραση της Ιταλίας, η οποία διεκδικούσε εδαφική ζώνη από την Αττάλεια και τη Σμύρνη έως το Ικόνιο. Η απόπειρα της Ιταλίας να δημιουργήσει τετελεσμένα καταλαμβάνοντας την Αττάλεια, τον Μάρτιο, προκάλεσε τ’ αντίθετα αποτελέσματα.
Οι σύμμαχοι, με πρωτοβουλία του Άγγλου πρωθυπουργού Λόυντ Τζωρτζ, αποφάσισαν, ερήμην των Ιταλών, την αποστολή ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη, ώστε να προστατευθεί ο εκεί ελληνικός πληθυσμός και να αποτραπεί ιταλική απόβαση στην πόλη.
Όταν ο Ιταλός πρωθυπουργός πληροφορήθηκε την απόφαση, θεώρησε σκόπιμο να μην αντιταχθεί σε αυτήν.
Στις 29 Απριλίου 1919 ο Βενιζέλος τηλεγραφούσε στο υπουργείο Εξωτερικών: «Αυτήν την στιγμή το Ανώτατον Συμβούλιον της Συνδιασκέψεως απεφάσισεν όπως το εκστρατευτικόν σώμα αναχωρήσει αμέσως διά Σμύρνην. Η απόφασις ελήφθη παμψηφεί. Ζήτω το έθνος».
Η Ι Μεραρχία [«Σιδηρά Μεραρχία»] υπό τη διοίκηση του Συνταγματάρχη Πυροβολικού Ζαφειρίου Νικολάου, βρισκόταν στη περιοχή Πράβι (Ελευθερούπολη) του Νομού Καβάλα και ανέμενε τη μεταφορά της στην Ουκρανία, όπου ήδη βρίσκονταν οι ΙΙ και ΧΙΙΙ Μεραρχίες του Α’ Σώματος Στρατού.
Στις 25 Απριλίου 1919 η Μεραρχία έλαβε διαταγή από το Γενικό Στρατηγείο (Αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος – έδρα Θεσσαλονίκη), για άμεση επιβίβασή της σε πλοία που αποστέλλονταν, χωρίς να της γίνει γνωστός ο τόπος προορισμού της.
Η Μεραρχία έθεσε αμέσως τις μονάδες της σε κίνηση και μέχρι το απόγευμα της 26ης είχε συγκεντρωθεί στην αποβάθρα του λιμανιού των Ελευθερών. Στις 26 Απριλίου ρυθμίστηκαν τηλεφωνικά τα της επιβίβασης μεταξύ του διοικητού της Ι Μεραρχίας και του Επιτελάρχη του Γενικού Στρατηγείου (Γ.Σ.) Συνταγματάρχη Πάγκαλου Θεόδωρου.
Στη συνέχεια μίλησε με το Διοικητή της Μεραρχίας ο Αρχιστράτηγος, ο οποίος εξέφρασε την εμπιστοσύνη του για την εκτέλεση της αποστολής που αναλάμβανε, του έδωσε οδηγίες σχετικά με την αποστολή του και του επεσήμανε – ως Σμυρνιός που γνώριζε τη πόλη – ότι θα έπρεπε να αποβιβαστεί προς βορά στη Πούντα και νότια πέρα από το Κοκάργιαλι, νοτιότερα της Καραντίνας. Επιπλέον ζήτησε τη τήρηση απόλυτης μυστικότητας.
Τη 1900 της 30ης Απριλίου/13η Μαΐου 1919 άρχισε να εξέρχεται από το λιμάνι των Ελευθερών η νηοπομπή που μετέφερε τη Ι Μεραρχία στη Σμύρνη. Μαζί της μετέφερε και τους πόθους του Γένους για την ολοκλήρωση της Μεγάλης Ιδέας και την ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό της Γης της Ιωνίας και Αιολίδας, καθώς και εκατομμυρίων υπόδουλων ομοεθνών. Συνοδεύονταν από μοίρα τεσσάρων Ελληνικών και τριών Βρετανικών αντιτορπιλικών.
Από το πρωί της 1ης Μαΐου οι φήμες για την κατάληψη της Σμύρνης είχαν απλωθεί στην πόλη, προκαλώντας την ανυπομονησία των Ελλήνων κατοίκων. Οι Τούρκοι θορυβημένοι εκδήλωσαν την αντίθεσή τους, συγκροτώντας μαχητικές αντιδιαδηλώσεις.
Στις 4 το απόγευμα οι Έλληνες πρόκριτοι κλήθηκαν στη μεγάλη αίθουσα της μητρόπολης, για να πληροφορηθούν επισήμως τη χαρμόσυνη είδηση της ελευθερίας.
Το συγκεντρωμένο στο προαύλιο της Αγίας Φωτεινής πλήθος ανέμενε με αδημονία το μεγάλο νέο. Μέσα σε ατμόσφαιρα συγκίνησης και ενθουσιασμού, οι Σμυρναίοι άκουσαν από τα χείλη του πλοιάρχου Μαυρουδή το διάγγελμα του Βενιζέλου:
«Το πλήρωμα του χρόνου ήρθεν. Η Ελλάς εκλήθη υπό του Συνεδρίου της Ειρήνης να καταλάβη Σμύρνην ίνα ασφαλίση την τάξιν. Οι ομογενείς ενοοούσιν ότι η απόφασις αύτη ελήφθη διότι εν τη συνειδήσει των διευθυνόντων το Συνέδριον είναι αποφασισμένη η ένωσις της Σμύρνης μετά της Ελλάδος. Διατελέσας μέχρι των Βαλκανικών Πολέμων υπόδουλος υπό τον αυτόν σκληρότατον ζυγόν, εννοώ ποία αισθήματα χαράς θα πλημμυρίσουν σήμερον τας ψυχάς των Ελλήνων της Μικρασίας.
Την εκδήλωσιν των αισθημάτων τούτων δεν εννοώ, βεβαίως, να παρεμποδίσω. Αλλά είμαι βέβαιος, ότι η εκδήλωσις αύτη δεν θα λάβη ουδένα χαρακτήρα ούτε εχθρικότητος, ούτε υπεροψίας απέναντι ουδενός των συνοίκων στοιχείων του πληθυσμού. Η εκδήλωσις της πλημμυρούσης χαράς ας συνοδευθή τουναντίον με εκδήλωσιν των αδελφικών αισθημάτων προς τους συνοίκους πληθυσμούς. Ας δοθή εις αυτούς να εννοήσουν ότι δεν εορτάζομεν την κατάλυσιν ενός ζυγού, δια να υποκαταστήσωμεν εις αυτόν την ιδίαν ημών επικράτησιν επί βλάβη των άλλων.
Αλλά ότι η ελληνική ελευθερία θα φέρη προς όλους, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκεύματος, την ισότητα και την δικαιοσύνην. Εμπνέοντες εις πάντας τους συνοίκους πληθυσμούς την εμπιστοσύνην ταύτην, δεν μένομεν μόνον πιστοί εις αυτήν την εθνικήν μας υπόστασιν, αλλά και εξυπηρετούμεν άριστα αυτά τα υπέρτατα εθνικά συμφέροντα. Ιδιαιτέρα προσοχή πρέπει να επιδειχθεί προς το ιταλικόν στοιχείον.
Aς μην παροραθή, ότι η Ιταλία συνήνεσε μετά των λοιπών συμμάχων Δυνάμεων εις την ελληνικήν κατάληψιν της Σμύρνης. Γνωρίζω ότι η έκκλησίς μου προς την Ελληνικήν Μικράν Ασίαν δεν γίνεται επί ματαίω και εύχομαι, όπως τάχιστα, δυνηθώ να επισκεφθώ αυτήν, κομιστής του ευαγγελίου της εθνικής δι’ αυτήν αποκαταστάσεως».
Το κείμενο του Βενιζέλου, μείγμα αισιοδοξίας και αυτοσυγκράτησης, ουσιαστικά, καθοδηγούσε τους Σμυρναίους να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στη νέα λεπτή και εύθραυστη κατάσταση, συναρτώντας ευθέως τη διαγωγή τους με τη μελλοντική παγίωση των εθνικών επιδιώξεων.
Το ίδιο βράδυ τοιχοκολλήθηκε στην πόλη προκήρυξη του διοικητή του απελευθερωτικού στρατού συνταγματάρχη Ν. Ζαφειρίου προς τους κατοίκους της Σμύρνης.
Η προκήρυξη στα ελληνικά και τουρκικά, τυπωμένη στο «τυπογραφείον της Αμαλθείας», ανήγγειλε την κατοχή και παρείχε διαβεβαιώσεις, ότι δεν θα περιορίζονταν οι πολιτικές και θρησκευτικές δραστηριότητες του πληθυσμού.
Στις 4 μ.μ. της 1ης Μαΐου 1919 οι δημογέροντες, οι κοινοτικοί επίτροποι και οι άλλοι πρόκριτοι της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Σμύρνης, συγκεντρώθηκαν μετά από πρόσκληση του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, στο Μέγα Συνοδικό της Μητρόπολης. Ο περίβολος της Αγίας Φωτεινής γέμισε ασφυκτικά από κόσμο. Μετά από λίγο κατέφθασε ο Ύπατος Αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη και κυβερνήτης του Θ/Κ Αβέρωφ, Πλοίαρχος Ηλίας Μαυρουδής. Πρώτος μίλησε προς τους συγκεντρωμένους ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος ο οποίος ανήγγειλε το χαρμόσυνο γεγονός:
«Αδελφοί το πλήρωμα του χρόνου επέστη. Οι πόθοι των αιώνων εκπληρούνται. Οι έκτακτοι χρόνοι ήγγικαν. Αι μεγάλαι ελπίδες του γένους μας, ο ανύστακτος, ο σφοδρός, ο μύχιος, ο θερμός, ο καίων και φλογίζων ως ο πεπυρακτωμένος σίδηρος τα σπλάχνα μας πόθος προς ένωσιν μετά της μητρός μας Ελλάδος, ιδού κατά τη σήμερον ιστορικήν και αξιομνημόνευτον ημέραν της 1ης Μαΐου γίνεται πράγμα και γεγονός τετελεσμένον.
Από της σήμερον αποτελούμεν αναπόσπαστον τμήμα της ηνωμένης, της ενδόξου, της αθανάτου μεγάλης μας πατρίδος Ελλάδος, η αποβίβασις των ελληνικών μεραρχιών εις τα Μικρασιατικά παράλια ήρξατο, το εξωτερικόν φρούριον της Σμύρνης κατελήφθη υπό των ελληνικών στρατευμάτων. Αύριο οι ελευθερωτές μας εισέρχονται…»
Κατά τη νύκτα της 1ης/2α Μαΐου, έλαβε χώρα και μια ενέργεια που είχε σοβαρές συνέπειες για τα γεγονότα που εξελίχθηκαν την επομένη ημέρα.
Οι φυλακές που βρίσκονταν πίσω από το διοικητήριο και είχαν τεθεί υπό τον έλεγχο του Ιταλού ταγματάρχη Καροσσίνι, κατά τη διάρκεια της νύκτας άνοιξαν – κατά πάσα πιθανότατα κατόπιν ενεργείας του ιταλού αξιωματικού – και μερικές εκατοντάδες κατάδικοι του κοινού ποινικού δικαίου – κυρίως Τούρκοι– αφέθηκαν ελεύθεροι και μερικοί από αυτούς κατάφεραν να προμηθευτούν όπλα από μια αποθήκη κοντά στους στρατώνες. Κατ’ αυτό τον τρόπο δινόταν το σύνθημα για πράξεις βίας και λεηλασιών.
Το πρωινό της 2ας Μαΐου 1919 άρχισε η αποβίβαση του στρατού σε διάφορα μέρη της προκυμαίας. Το κύριο σώμα αποβιβάστηκε μπροστά στο κτίριο της Λέσχης των Κυνηγών (το οποίο θα γινόταν η έδρα του ελληνικού στρατηγείου), δεχόμενο τις ευλογίες του μητροπολίτη Χρυσοστόμου. Ένα δάσος από γαλανόλευκες υποδέχτηκε τον στρατό και ανάμεσά τους ένα τεράστιο δαφνοστόλιστο πορτρέτο του Βενιζέλου, το οποίο είχε φιλοτεχνήσει ο Γεώργιος Προκοπίου.
Κάτω από τις επευφημίες του ελληνικού πληθυσμού οι στρατιώτες παρήλασαν στην προκυμαία. Όταν τα πρώτα τμήματα των ευζώνων πέρασαν το διοικητήριο και έφθασαν μπροστά στους στρατώνες δέχθηκαν ομαδικά πυρά, στα οποία απάντησαν.
Η συμπλοκή κράτησε, περίπου, μία ώρα και οι απώλειες των αντιπάλων δεν υπήρξαν ιδιαίτερα μεγάλες. Αρκετοί, όμως, πολίτες, που βρέθηκαν στην προκυμαία την ώρα των ταραχών, έχασαν τη ζωή τους ή τραυματίστηκαν.
Οι Έλληνες στρατιώτες ερεύνησαν το διοικητήριο και τα γύρω κτίρια και συνέλαβαν πάνω από χίλιους Τούρκους. Αγανακτισμένοι κάτοικοι προπηλάκισαν τους αιχμαλώτους στην προκυμαία, υπό τα βλέμματα των πληρωμάτων των συμμαχικών πλοίων.
Έως το απόγευμα η τάξη είχε αποκατασταθεί πλήρως.
Η ενέδρα αυτή ήταν η πρώτη ενέργεια τουρκικής αντίστασης στην παρουσία του ελληνικού στρατού, δεν στάθηκε, όμως, ικανή ν’ αμαυρώσει τη γιορτινή για τον ελληνισμό της Σμύρνης ατμόσφαιρα της ημέρας εκείνης.
Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του Αλέξη Αλεξίου, όπως καταγράφηκε από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών:
Όλη η Σμύρνη γιόρταζε, ήταν σαν Πάσχα, ακούγονταν κανονιές από τα καράβια, παντού κυμάτιζε η γαλανόβευκη. Όλοι φορούσαμε στο στήθος μας εθνικές κονκάρδες. Όλοι τρέχαν στην προκυμαία, κοπάδια, κοπάδια, ξεφώνιζαν και τραγουδούσαν. Όλοι βιάζονταν να δούνε τα ευζωνάκια, τον ελληνικό στρατό, τα ελληνικά καράβια: τον «Αβέρωφ», τον «Ατρόμητο», τον «Λέοντα».
Έζησα τις αξέχαστες στιγμές της λευτεριάς. Εμείς δεν πήραμε είδηση την μάχη που δόθηκε, γιατί δεν ήμασταν προς το κονάκι αλλ’ αντίθετα μετά από το θέατρο Σμύρνης, προς την Πούντα.
Αργότερα μάθαμε, ότι η φάλαγγα των ευζώνων έμπαινε στην πλατεία του διοικητηρίου και την χτύπησαν από το αρχηγείο της χωροφυλακής, από τις φυλακές, από την τουρκική συνοικία.
Χτυπήθηκαν δέκα ευζωνάκια, τα δύο πέθαναν και πάρα πολύς κόσμος πνίγηκε στη θάλασσα από το σπρώξιμο που’ κάναν, γιατί θέλαν να φύγουν γρήγορα να σώσουν τη ζωή τους. Τα τάγματα ευζώνων σταμάτησαν την αντίσταση. Κοντά στο σπίτι μας βρισκόταν το γήπεδο του αθλητικού ομίλου Απόλλων Σμύρνης, εκεί είχε στρατοπεδεύσει ελληνικός στρατός. Η μητέρα μου από ενθουσιασμό και αγάπη για τα νέα παλικάρια μού έδινε και τους πήγαινα, μαζί με άλλα παιδιά, διάφορα εκλεκτά τρόφιμα».
Καθώς η δημόσια τάξη είχε καταλυθεί κατά την ώρα της μάχης, πολλοί κάτοικοι, διαφόρων εθνικοτήτων, βρήκαν την ευκαιρία να λεηλατήσουν καταστήματα της πόλης.
Ο Βενιζέλος, έστειλε κατεπειγόντως τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Εμμανουήλ Ρέπουλη, στη Σμύρνη, ζήτησε να συγκληθεί στρατοδικείο για την τιμωρία των υπαιτίων και δήλωσε, ότι η ελληνική κυβέρνηση θα αποζημιώσει τα θύματα των λεηλασιών. Την επομένη, το στρατοδικείο καταδίκασε σε θάνατο δύο Έλληνες – έναν στρατιώτη κι έναν πολίτη – και η ποινή εκτελέστηκε αυθημερόν.
Στις 6 Μαρτίου αποκαταστάθηκαν οι τουρκικές πολιτικές αρχές, όπως όριζε η συμμαχική εντολή για την κατάληψη της πόλης. Σε λίγες ημέρες εγκαταστάθηκε στην ιωνική πρωτεύουσα και η ελληνική διοίκηση, με επικεφαλής τον ύπατο αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη, πρόσωπο το οποίο διαδραμάτισε σημαντικό, αλλά αμφιλεγόμενο ρόλο στην μικρασιατική επιχείρηση.
Στα τέλη Ιουνίου του 1919 σύσσωμος ο ελληνικός λαός της Σμύρνης υποδέχθηκε με έξαλλο ενθουσιασμό τον Σμυρναίο αρχιστράτηγο Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Ήταν μια πραγματικά μεγάλη ημέρα για την πόλη, με προφανή συμβολική σημασία: ένα εκλεκτό τέκνο της Σμύρνης επέστρεψε στη γενέτειρά του ως ελευθερωτής. Λίγους μήνες αργότερα, ενώπιον του αρχιστρατήγου, των των αρχών και του λαού της πόλης, ορκίστηκαν οι πρώτοι Σμυρναίοι που θα πύκνωναν τις τάξεις του ελληνικού στρατού