Στις 15 Σεπτεμβρίου του 1967 ο αρχαιολόγος Σπυρίδων Μαρινάτος, ανακοίνωσε την ανακάλυψη του προϊστορικού οικισμού στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης.
Ο Μαρινάτος, καθηγητής της Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών («της Αρχαιολογίας και Εθνολογίας των Λαών της Ανατολής και των Προϊστορικών Λαών της Μεσογείου» ήταν ο επίσημος τίτλος της ακαδημαϊκής θέσης), πέραν των διδακτικών καθηκόντων του, πραγματοποίησε σημαντικές ανασκαφικές έρευνες σε διάφορες περιοχές της χώρας μας (Κρήτη, Κυκλάδες, Θερμοπύλες, Μαραθώνας, Μεσσηνία, Κεφαλλονιά κ.α.).
Το 1939 ο Μαρινάτος δημοσίευσε στο αρχαιολογικό περιοδικό Antiquity τη θεωρία του ότι ο περίφημος μινωικός πολιτισμός καταστράφηκε συνεπεία της έκρηξης του ηφαιστείου της Θήρας.
Παρά τη σφοδρή κριτική που δέχτηκε από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα, ο Μαρινάτος επέμεινε στην ορθότητα της άποψής του, προβαίνοντας μάλιστα στη δημοσίευση σχετικών μελετών στα κατοπινά χρόνια.
Η θεωρία του έμελλε να επαληθευτεί ύστερα από τρεις ολόκληρες δεκαετίες στο Ακρωτήρι της Σαντορίνης, όπου ο Μαρινάτος άρχισε το ανασκαφικό έργο του το 1967.
Εκεί έφερε στο φως έναν από τους πλέον σημαντικούς και ασφαλώς τον πλέον διάσημο προϊστορικό οικισμό του Αιγαίου, με πολεοδομικό σύστημα, πολυώροφα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια διακοσμημένα με τοιχογραφίες, καθώς και πληθώρα κινητών ευρημάτων.
Την επομένη της επίσημης ανακοίνωσης του ακαδημαϊκού Μαρινάτου αναφορικά με τις ανασκαφές που είχε πραγματοποιήσει στη Θήρα (η εκδήλωση είχε λάβει χώρα στην αίθουσα διαλέξεων της ΕΣΗΕΑ), το Σάββατο 16 Σεπτεμβρίου 1967, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» ένα βραχύ σημείωμα-έκθεση του καθηγητή «διά το ιστορικόν των γενομένων ανασκαφών».
Σε αυτό διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
Η παρούσα έκθεσις δίδεται εις την δημοσιότητα κυρίως διά να διορθωθούν μερικαί ανακρίβειαι εις τον παγκόσμιον Τύπον. Αι ανακρίβειαι αυταί αφορούν εις αμφότερα, την ιδιοκτησίαν και πατρότητα των ανασκαφών, καθώς και την ερμηνείαν των γενομένων ανακαλύψεων. Αι ανασκαφαί ανήκουν εις την Αρχαιολογικήν Εταιρείαν των Αθηνών και ο ανασκαφεύς είναι ο υπογραφόμενος. Η επιθυμία του ανασκαφέως είναι τα επιστημονικά αποτελέσματα της ερεύνης να περιορισθούν εις την δημοσίευσιν και την ερμηνείαν των ευρημάτων. Πάσα εξογκωμένη περιγραφή και πάσα σύνδεσις αυτών προς τους μύθους περί Ατλαντίδος ανήκουν εις ανυπευθύνους κύκλους.
Ο υπογραφόμενος είναι υπεύθυνος μιας θεωρίας δημοσιευθείσης κατά το 1939. Κατά την θεωρίαν ταύτην, ο μινωικός πολιτισμός της Κρήτης κατεστράφη από γιγαντιαίαν έκρηξιν του ηφαιστείου της Θήρας. Η έκρηξις έγινε πέριξ του 1500 π.Χ. (σ.σ. σύμφωνα με πρόσφατες επιστημονικές μελέτες, η τρομερή έκρηξη του ηφαιστείου πραγματοποιήθηκε εντός των δύο τελευταίων δεκαετιών του 17ου αιώνα π.Χ.) και κατέστρεψε το μεγαλύτερον μέρος της Θήρας. Οι επιζήσαντες Κρήτες ηναγκάσθησαν να εγκαταλείψουν και αυτοί την νήσον των. Το απομείναν αβύθιστον μέρος της Θήρας μετεβλήθη εις εκτεταμένον νεκροταφείον. Λευκόν σάβανον πάχους 30-40 μέτρων, ήτοι στρώμα κισήρεως και τέφρας, εκάλυψε τα λείψανα της ζωής και του πολιτισμού επί της νήσου ταύτης.
Μετά το πέρας του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου η ανωτέρω θεωρία ήρχισε να συζητήται και να αναγνωρίζεται. Ο υποφαινόμενος, αντιστοίχως, ήρχισε μίαν συστηματικήν προεργασίαν, ίνα οργανώση ανασκαφάς επί της νήσου, όπου ήσαν ήδη γνωστά ολίγα μέρη ένθα τα λείψανα του πολιτισμού της Θήρας είχον αναφανή υπό την κίσηριν. Συνελέγη πάσα πληροφορία προερχομένη από παλαιοτέρους συγγραφείς, από την ζώσαν παράδοσιν των κατοίκων, από τυχαία ευρήματα τα οποία κατέληξαν εις το Μουσείον Θήρας. Ήδη εις τα ημερολόγια των ερευνών του 1962 υπάρχει η εξής σημείωσις του υποφαινομένου: «Φαίνεται να ήτο σπουδαίον κέντρον εις το Ακρωτήρι».
[…]
Η Αρχαιολογική Εταιρεία των Αθηνών εδέχθη να αναλάβη τας ανασκαφάς της Θήρας και ο υποφαινόμενος ήρχισε την έρευναν την 24ην Μαΐου του 1967, και ήδη την επομένην, 25 Μαΐου, ανεφάνησαν τα πρώτα ευχάριστα αποτελέσματα της σκαπάνης μας. […]
Την 30 Μαΐου αι ανασκαφαί διεκόπησαν και αι δοκιμαστικαί τάφροι επεχώθησαν εκ νέου, διότι επείγουσαι εργασίαι με εκάλουν εις Αθήνας. Ήτο όμως βέβαιον πλέον ότι είχεν επιτευχθή μεγάλη επιτυχία. Λείψανα άνω πατώματος με άφθονον και ωραίαν κεραμεικήν και λίθινα αγγεία είχον ήδη ευρεθή. Μερικά όστρακα ανήκον εις πολύτιμα γνήσια μινωικά αγγεία εισαχθέντα εκ Κρήτης. Επομένως ευρισκόμεθα προ σπουδαίου οικοδομήματος. Μία άλλη τάφρος είχε παρουσιάσει τας παραστάδας και το κατώφλιον άλλου οικοδομήματος.
Αι ανασκαφαί επανελήφθησαν την 21 Ιουνίου. […] Την 27ην Ιουνίου διεκόπησαν εκ νέου αι ανασκαφαί και οι Αμερικανοί συνεργάται μου ανεχώρησαν, αλλ’ ήδη υπήρχε πλέον η βεβαιότης ότι ευρισκόμεθα ενώπιον μεγάλου αρχιτεκτονικού συγκροτήματος. […]
Τα αποτελέσματα της βραχείας ταύτης ανασκαφής είναι πραγματικώς λίαν αξιόλογα. Απεδείχθη ότι ευρισκόμεθα ενώπιον μεγάλου συγκροτήματος, το οποίον περισσότερον φαίνεται να είναι ανάκτορον, χωρίς όμως να αποκλείεται και η εκδοχή περισσοτέρων μεμονωμένων κτισμάτων. Εις ωρισμένα μέρη το ύψος των τοίχων είναι ακέραιον εις το ισόγειον και διατηρούνται και τμήματα του άνω ορόφου. Ωραία κονιάματα καλύπτουν τους τοίχους, τα δε τεμάχια τα σκορπισμένα εντός της κισήρεως μάς δίδουν την βεβαιότητα ότι θα ανακαλύψωμεν και τοιχογραφίας. Οι κάτοικοι αφήκαν τας κατοικίας των αθίκτους κατά την ώραν της τρομεράς θεομηνίας, διά τούτο τα δωμάτια είναι πλήρη παντός είδους αρχαιοτήτων. Αφθονωτάτη είναι η ζωγραφική κεραμεική. Μία σειρά 6 ζωγραφιστών πίθων παραμένουν ακόμη όρθιοι μέσα εις μίαν αποθήκην. Τρεις άλλοι έπεσαν και συνετρίβησαν, είναι δε ακόμη γεμάτοι από μαύρην οργανικήν ουσίαν. Μία εστία ανεκαλύφθη άθικτος με όλα τα μαγειρικά σκεύη ακόμη εις την θέσιν των. Λίθινα ιγδία (σ.σ. γουδιά), λεκάναι, χρωματοτρίπται, λύχνοι και ά
Αλλα σκεύη ανευρίσκοντο παντού. Λείψανα από στέγας ή από έπιπλα είναι ορατά ακόμη ανάμεσα από τα στρώματα της κισήρεως.
Ευρέθησαν σαφή ίχνη μεγάλου σεισμού, ο οποίος κατέρριψε τα οικοδομήματα προτού αρχίση η βροχή της κισήρεως και της τέφρας. Η θερμότης πρέπει να ήτο καταστροφική, διότι πολλά αγγεία, ακέρια κατά τα άλλα, παρουσιάζουν περιέργους ρωγμάς εις τας κοιλίας των. Ταυτοχρόνως οι πελώριοι πελεκητοί λίθοι ενός τμήματος του ανακτόρου, κτισθέντος ψευδοϊσοδόμως, έχουν κυριολεκτικώς ασβεστοποιηθή.
Η συνέχισις της ανασκαφής θα μας παρουσιάση προβλήματα. Θα εγκαινιάσωμεν οριζοντίαν σκαφήν διά στοών και τα πράγματα θα παραμείνουν εις την θέσιν των, θαμμένα υπό την κίσηριν, ενώ εις την επιφάνειαν του εδάφους οι γεωργοί θα καλλιεργούν τας αμπέλους και τας τομάτας των. Κατ’ αυτόν τον τρόπον το πλέον πρωτότυπον μουσείον-ανασκαφή θα διαμορφωθή σιγά-σιγά, όπου ο επισκέπτης θα βλέπη μίαν προϊστορικήν Πομπηίαν από την χρυσήν περίοδον του μινωικού πολιτισμού, θαμμένην από την μανίαν της φύσεως και άθικτον, όπως ήτο κατά την στιγμήν οπότε αποτόμως εκόπη το νήμα της ζωής της, κάποτε πέριξ του 1500 προ Χριστού.