ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ
Ο γέρος του Μοριά
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν η σημαντικότερη στρατιωτική και πολιτική φυσιογνωμία της Επανάστασης του 1821. Για την ευφυΐα, την τόλμη, τη σύνεσή του, αλλά και για τη βαρύτητα του λόγου του, που από νέο τον χαρακτήριζαν, επονομάσθηκε «Γέρος του Μοριά».
Προερχόταν από φημισμένη οικογένεια. Το επώνυμο της οικογένειάς του αρχικά ήταν Τσεργίνης (Τσέρ=έξυπνος και Γκίνης = Γιάννης).
Αργότερα, ο παππούς του, Γιάννης Μπότσικας (Τσεργίνης), (Μπότσικας = μικροκαμωμένος «στα αρβανίτικα» ), υιοθέτησε το «Κολοκοτρώνης» ως οικογενειακό όνομα, σαν μετάφραση του αρβανίτικου παρωνυμίου «Μπιθεγκούρας» (Μπίθ = Οπίσθια, Γκούρ = Πέτρα και η ερμηνεία : Αυτός που έχει «πέτρινους» γλουτούς) που του αποδόθηκε ως παρατσούκλι.
Καταγωγή – Οικογένεια
Ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας στις 3 Απριλίου 1770, καταγόταν από το Λιμποβίσι της Καρύταινας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας που ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας του, Ζαμπίας Κωτσάκη.
Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση η οποία υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας το 1770 και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους.
Από μικρός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ακολούθησε τον πατέρα του στις διάφορες περιπέτειές του. Σε ηλικία μόλις 15 ετών έγινε αρματολός εναντίον των κλεφτών που λυμαίνονταν την περιφέρεια του Λεονταρίου.
Ήταν παντρεμένος από το 1790 με την Αικατερίνη Καρούτσου, κόρη του προεστού και Μορόγιαννη του Άκοβου Δημητρίου Καρούτσου. Παιδιά του με την Αικατερίνη ήταν ο Γενναίος(Ιωάννης), που έγινε στρατιωτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος, ο Πάνος, που δολοφονήθηκε το 1824, και η Ελένη, σύζυγος του Νικήτα Δικαίου.
Ο Κολοκοτρώνης είχε έναν ακόμη γιο τον επίσης Πάνο Κολοκοτρώνη που τον απέκτησε εκτός γάμου με την Μαργαρίτα Βελισσάρη, κόρη του Αγγελή Βελισσάρη. Έγινε λαμπρός αξιωματικός και διοικητής της σχολής Ευελπίδων.
Η δράση του πριν το 1821
Η δράση του Κολοκοτρώνη απλώθηκε σιγά-σιγά όπως και η φήμη του, σ’ όλη την Πελοπόννησο. Το 1802 είχε γίνει τόσο επικίνδυνος στους κατακτητές, ώστε ο βοεβόδας της Πάτρας πέτυχε να εκδοθεί σουλτανικό φιρμάνι που τον καταδίκαζε σε θάνατο και ανάθετε την εκτέλεση στους προεστούς.
Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 ο Κολοκοτρώνης πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο.
Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξή του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Κατάφερε τελικά, μαχόμενος, να διαφύγει με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα δυτικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, όπου γρήγορα διακρίθηκε για τη δράση του εναντίον των Γάλλων και έφτασε στο βαθμό του ταγματάρχη.
Η δράση του την επανάσταση
Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 ξαναγύρισε στη Μάνη όπου άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο γνωρίζοντας ότι η ημέρα έναρξης ήταν η 25 Μαρτίου.
Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης στις 23 Μαρτίου 1821 υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την πομπώδη δοξολογία. Την επομένη κινήθηκε προς την Μεγαλόπολη με τον Νικηταρά και την 25η Μαρτίου το πρωί βρίσκονταν στον Κάμπο της Καρύταινας ή της Μεγαλόπολης. Ο Κολοκοτρώνης έμεινε στο χωριό Τετέμπεη ενώ ο Νικηταράς στα «πίσω χωριά» ή Σιαμπάζικα. Είχε οριστεί στις 25 Μαρτίου να βρίσκονται όλοι οι οπλαρχηγοί στις επαρχίες τους ώστε να κηρυχθεί η Επανάσταση, όπως και έγινε.
Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (14 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην επική καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου.
Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη δύσκολη περίοδο του Εμφύλιου πολέμου ο Κολοκοτρώνης πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, μακριά από προσωπικές φιλοδοξίες και έχοντας πάντα σαν κεντρική του επιδίωξη την ομόνοια και ενότητα μεταξύ των Ελλήνων. Παρ’ όλα αυτά όμως έγινε στόχος μεθοδεύσεων και ραδιουργιών από την πλευρά μερικών κοτζαμπάσηδων και πολιτικών και τελικά δεν απέφυγε τις διώξεις και τη φυλάκιση. ΄
Έσι, κατά την Β΄ Εθνοσυνέλευση το Μάρτιο-Απρίλιο του 1823 στο ’στρος, όπου και εκδηλώθηκαν οι πρώτες αντιθέσεις ανάμεσα στους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς, αποφασίστηκε μεταξύ άλλων η κατάργηση της Πελοποννησιακής Γερουσίας, ψυχή της οποίας ήταν ο Κολοκοτρώνης, αλλά και του βαθμού του αρχιστρατήγου τον οποίο έφερε ο ίδιος. Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε μείωση του φυσικού αρχηγού των στρατιωτικών σωμάτων και σηματοδότησε τη ρήξη ανάμεσα στο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του Εκτελεστικού, και τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος παραιτήθηκε από αντιπρόεδρος. Στις 16 Νοεμβρίου του 1823 οπαδοί του διέλυσαν το Βουλευτικό.
Στη συνέχεια πολλά μέλη του που ήταν αντίθετοι στον Κολοκοτρώνη κατέφυγαν στο Κρανίδι, όπου όρισαν νέα κυβέρνηση υπό τον Υδραίο Γεώργιο Κουντουριώτη. Έτσι, στις αρχές του 1824 υπήρχαν δύο κυβερνήσεις, μία στην Τριπολιτσά υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και η άλλη υπό τον Γ. Κουντουριώτη στο Κρανίδι.
Το Μάρτιο του 1824 οι κυβερνητικοί στράφηκαν εναντίον των στρατιωτικών, κατέλαβαν την Ακροκόρινθο και την Τριπολιτσά και άρχισαν να πολιορκούν το Ναύπλιο το οποίο υπεράσπιζε ο Πάνος, γιος του Κολοκοτρώνη.
Ο Κολοκοτρώνης αντιλαμβανόμενος ότι οι εξελίξεις απέβαιναν σε βάρος του ήλθε σε συνδιαλλαγή με τον Κουντουριώτη και παρέδωσε το Ναύπλιο με αντάλλαγμα τη χορήγηση αμνηστίας. Έτσι τελείωσε η πρώτη φάση του εμφυλίου πολέμου.
Η εμφύλια διαμάχη έμελλε όμως να συνεχισθεί, καθώς και οι δύο παρατάξεις (υπό τον Κουντουριώτη, από το ένα μέρος, και τον Ανδρέα Λόντο και τον Ανδρέα Ζαΐμη από το άλλο) επεδίωκαν να εξασφαλίσουν ηγετικό ρόλο στις στρατιωτικές και πολιτικές εξελίξεις. Η μία πλευρά υπό τον Κολοκοτρώνη, τον Λόντο και το Ζαΐμη (που ήταν αρχικά αντίπαλοι του Γέρου) είχε την υποστήριξη πολλών Πελοποννήσιων στρατιωτικών και πολιτικών, ενώ με τον Κουντουριώτη συντάχθηκαν οι Ρουμελιώτες, Υδραίοι και Σπετσιώτες οπλαρχηγοί.
Η άρνηση ορισμένων περιοχών της Πελοποννήσου να πληρώσουν στην κυβέρνηση φόρο αποτέλεσε την αφορμή για την έκρηξη της δεύτερης φάσης του εμφυλίου κατά την οποία σημειώθηκαν σφοδρές συγκρούσεις σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου. Η άνανδρη δολοφονία του γιου του Πάνου, κλόνισε σοβαρά τον Κολοκοτρώνη, που αποφάσισε να παραδοδεί στις αρχές του Δεκεμβρίου του1824. Στις 6 Φεβρουαρίου του 1825 φυλακίστηκε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία της Ύδρας μαζί με τους Δεληγιανναίους και τον Νοταρά.
Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να σταματήσει την Επανάσταση, οπότε ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο.
Η Σφακτηρία και το Ναβαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο έως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα.
Είχε στρατηγική φυσιογνωμία, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου, ώστε να μπορεί να αντεπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου.
Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές -ζωοτροφές) του αντιπάλου, καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του.
Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και τη σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, οι οποίοι εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της Επανάστασης. Ως το τέλος της Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.
Το τέλος του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης δεν πέθανε από εχθρικό βόλι σε κάποια απ’ τις τόσες μάχες που έδωσε. Ούτε στην λαιμητόμο όπου τον είχαν καταδικάσει οι δικαστές της κυβερνήσεως του Κωλέττη, ούτε στο υγρό και σκοτεινό κελί του φρουρίου του Ναυπλίου, όπου πέρασε 6 μήνες φυλακισμένος.
Πέθανε στο σπίτι του στην Αθήνα, ανώδυνα, ειρηνικά και ανεπαίσχυντα από εγκεφαλική συμφόρηση.
Την βραδιά του θανάτου του ήταν προσκεκλημένος στον Βασιλικό χορό του Παλατιού. Εκεί χόρεψε, έφαγε και ήπιε περισσότερο απ’ ότι συνήθιζε, ευτυχής καθώς ήταν, αφού προ δύο ήμερων είχε παντρέψει το μικρότερο παιδί του, τον Κωνσταντίνο (Κολίνο). Μετά τον χορό γύρισε σπίτι του, που βρισκόταν πολύ κοντά στα Παλάτι, την σημερινή Βουλή των Ελλήνων.
Έπαθε αποπληξία κατά τον ύπνο, κατά την 4η ώρα της νύκτας. Δεν μπορούσε να κουνηθεί ούτε να μιλήσει και μετά βίας ανέπνεε. Αν και ήρθαν οι καλύτεροι γιατροί της εποχής, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτε περισσότερο απ’ το να παρατείνουν τις στιγμές του. Τον φλεβοτόμησαν και του έβαλαν βδέλλες, χιόνι στην κεφαλή και καταπλάσματα από σιναπόσπορο στα πόδια. Η τελευταία του κουβέντα ήταν αυτή προς το παιδί του τον Γενναίο: «Σου αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά, και φρόντισε να τους φυλάξεις».
Πέθανε σε ηλικία 73 ετών, στις 4 Φεβρουαρίου 1843 και ώρα 11η πρωινή.
Όλα τα μαγαζιά και τα εργαστήρια της Αθήνας έκλεισαν και πλήθος κόσμου συνέρεε στο σπίτι του. Οι παλαιοί συναγωνιστές του τον φιλούσαν και έκλαιγαν με αναφιλητά. Κηρύχθηκε τριήμερο δημόσιο πένθος.
Ο Κολοκοτρώνης κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα στην Αθήνα. Το φέρετρο με το νεκρό του ακολούθησε πομπή χιλιάδων λαού σε μια κατανυκτική διαδρομή που διήλθε από τις οδούς Ερμού και Αιόλου για να καταλήξει στον –τότε- Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου και τελέσθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω του βρίσκονταν όλοι οι εναπομείναντες εν ζωή συμπολεμιστές του, όπως οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Τζαβέλας,
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
Ο γιός της καλογριάς
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας επαναστάτης, αρχικά υπήρξε κλέφτης και, στη συνέχεια, σπουδαίος αρματολός και στρατηγός της Επανάστασης του 1821.
Το επίθετό του είναι χαϊδευτικό υποκοριστικό του Καραΐσκος, που έφερε ο πατέρας του ήρωα, Δημήτριος Ίσκος ή Καραΐσκος, Καράς επειδή ήταν μελαμψός. Πρόκειται για σύνθετη λέξη από το τουρκικό kara (μαύρος) και το παλαιότερο οικογενειακό όνομα Ίσκος.
Καταγωγή – Οικογένεια
Γεννήθηκε στις 23 Ιανουαρίου 1782, νόθος γιος της Ζωής Διμισκή, από τη Σκουληκαριά. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυρομματιώτη, που ήταν ο πρώτος σύζυγός της, έγινε καλόγρια (γι’ αυτό και του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς»). Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Θεωρείται πιθανότερο ότι ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος.
Δεν είναι απολύτως εξακριβωμένος ο τόπος γέννησης του Καραϊσκάκη. Οι πρώτοι του βιογράφοι είτε δεν αναγράφουν τον τόπο γέννησης, είτε αναφέρουν διαφορετικές περιοχές όπως ότι γεννήθηκε σε σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομμάτι Καρδίτσας ή σε μοναστήρι στη Σκουληκαριά Άρτας.
Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα λόγω του οικογενειακού του ιστορικού αλλά και επειδή αναγκάστηκε να ζει μόνος χωρίς την υποστήριξη των γονέων του. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Από την παιδική του ηλικία ήδη, έκανε τα πρώτα βήματά του ως κλέφτης.
Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε και κάποια γράμματα. Έτσι αρχικά υπηρέτησε στην αυλή του Αλή Πασά και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του περίφημου πασά Πασβάνογλου στο Βιδίνιο της Βουλγαρίας, φίλου του Ρήγα Φεραίου. Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε για κάποιο χρόνο. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά.
Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή Πασά, μέχρι που λιποτάκτησε και πήγε στον Κατσαντώνη, όπως σημειώνει ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε: «Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο, αν για τίποτα ρίξε με στη λίμνη».
Κατά την πρώτη παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε την Εγκολπία Σκυλοδήμου και απέκτησε την Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά υπουργού του Όθωνα και αργότερα απέκτησε την Ελένη και τον Σπύρο. Στη δεύτερη διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων.
Από μικρός όμως υπέφερε από φυματίωση και τακτικά κατέφευγε σε γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η περίφημη Μαριώ, νεοφώτιστη τουρκοκόρη που ακολουθούσε τον στρατηγό σε όλες του τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις. Η Μαριώ θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από την επιστημονική έρευνα.
Η δράση του πριν την επανάσταση
Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς από τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίστηκε υπέρ του. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ’ αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους.
Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.
Η δράση του την επανάσταση
Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου στην επαρχία Ραδοβυζίου. Τα Άγραφα και το αρματολίκι τους, στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα. Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς.
Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο προκειμένου να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Το 1822 ήλθε σε έντονες προστριβές με τον Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων.
Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα το Νοέμβριο του 1822, ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν» ενώ «τα «δικαιώματα» θα τα έστελνε ο ίδιος σ’ εκείνους».
Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με τους Στορνάρη και Λιακατά, προέβησαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά, κερδίζοντας χρόνο και περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών του κατά του Μεσολογγίου, κατά της Ανατολικής Ελλάδας καθώς και της εκστρατείας του Δράμαλη. Και «αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει» έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης.
Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου, αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη προκειμένου να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί έδωσαν λίγες ελπίδες ζωής στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί.
Επιστροφή στα Άγραφα – Η δίκη του
Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε επίμονα να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Ο Α.Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό, και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου.
Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη, που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι: «ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό». Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την «αποκάλυψη προδοσίας».
Στις 30 Μαρτίου 1824 συστάθηκε η παραπάνω επιτροπή και στις 2 Απριλίου 1824 εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη η εν λόγω επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Έτσι στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό.
Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας», τον Καραϊσκάκη, εφόσον αυτός «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν».
Στις 3 Μαΐου 1824 ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Στις 27 Μαΐου του ίδιου έτους ζήτησε εγγράφως συγνώμη από τον Α. Μαυροκορδάτο, που όμως δεν εισακούσθηκε. Τελικά στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του.
Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Ανατολική Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Επίσης, χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε δύο τμήματα και το μεν ανατολικό αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη, το δε δυτικό στον Ράγκο. Έτσι κοντά στα Σάλωνα συγκροτήθηκε το πρώτο ελληνικό στρατόπεδο, ο δε Καραϊσκάκης, που είχε αποκτήσει την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε από εκείνους «στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας».
Στα τέλη του 1824 και χωρίς σχετική διαταγή της Κυβέρνησης, ο Καραϊσκάκης έλαβε μέρος μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών, προχωρώντας ο ίδιος στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη στα Καλάβρυτα. Έπειτα έσπευσε και συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου (περιοχή Μεθώνης).
Στις αρχές του Μαΐου του 1825 ο Καραϊσκάκης επανέρχεται στη Στερεά και κατά τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση πάντα με τους πολιορκημένους.
Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21 μέχρι 25 Ιουλίου 1825 χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Επέφερε όμως διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες, το δε ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Στη συνέχεια ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου εκεί αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την «Λάσπη του Καρβασαρά» όπου έδωσε νικηφόρα μάχη (1 Νοεμβρίου 1825) και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο.
Τον Απρίλιο του 1826 που το Μεσολόγγι έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Πάραυτα έστειλε στη «Γέφυρα της Βαρνάκοβας» παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοι σώθηκαν από την ηρωική εκείνη φρουρά του Μεσολογγίου. Στις 17 Ιουνίου φθάνει στο Ναύπλιο. Η Επανάσταση ήδη στη Δυτική Στερεά είχε σβήσει και στην Ανατολική μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες.
Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, πρότεινε στην εδρεύουσα «Διοικητική Επιτροπή» να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα). Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, λόγω της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου.
Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Στις 5-7 Αυγούστου του ίδιου έτους επήλθε η πρώτη αψιμαχία στο Χαϊδάρι, την οποία ακολούθησαν κι άλλες, φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου.
Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε στις 10 Οκτωβρίου 1826. Τον ίδιο μήνα και 25 Οκτωβρίου, ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ’ όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.
Προχωρώντας στη συνέχεια στην πολιορκία των πύργων της Δόμβραινας, διέταξε να αρχίσει και η προσβολή των Τούρκων που βρίσκονταν στην πεδιάδα του χωριού (12 Νοεμβρίου 1826). Δύο μέρες μετά μετέφερε το στρατόπεδό του από τη Δόμβραινα και την Κεκόση στη Μονή Δομπού του Αγίου Σεραφείμ και από εκεί στη Μονή του Όσιου Λουκά και στις 18 Νοεμβρίου στρατοπέδευσε στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει τις εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή.
Τις κυκλωτικές αυτές κινήσεις αντελήφθη γρήγορα ο Κιουταχής και ειδοποιεί να σπεύσουν σε βοήθειά του ο Μουστάμπεης από την Αταλάντη και ο Καχαγιάμπεης που βρισκόταν νοτιότερα. Αυτοί ενώνοντας τις δυνάμεις τους έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των Τούρκων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.
Στις 18 Νοεμβρίου 1826 ο επικεφαλής των τουρκαλβανικών σωμάτων Μουστάμπεης στρατοπέδευσε στη Δαύλεια, δίπλα στη Μονή της Ιερουσαλήμ, προκειμένου να διανυκτερεύσει.
Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις και τις προθέσεις αυτές, την νύχτα της 18ης προς 19η Νοεμβρίου, έσπευσε με 560 άνδρες και προκατέλαβε την Αράχοβα, την οποία οχύρωσε με την αμέριστη βοήθεια των κατοίκων.
Στις έξι ημέρες που ακολούθησαν οι μάχες που δόθηκαν εντός και εκτός της Αράχοβας υπήρξαν συντριπτικές για τους Τούρκους, που από 2.000 που ήταν, μόλις που διασώθηκαν περί τους 300. Στις μάχες εκείνες σκοτώθηκαν και τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων: ο Μουστάμπεης, ο αδελφός του Καριοφίλμπεης, ο Ελζάμπεης καθώς και ο Κεχαγιάμπεης. Δυτικά του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Αράχοβας, στο τέλος των μαχών, ο Καραϊσκάκης έστησε πυραμίδα από 1.500 κεφάλια τουρκαλβανών στρατιωτών.
Στη συνέχεια, προβλέποντας πως ο Κιουταχής δεν θα μπορέσει να συνεχίσει την πολιορκία χωρίς ανεφοδιασμό, συνέχισε τις εκκαθαρίσεις των περιοχών της Στερεάς. Αρχές Δεκεμβρίου εισήλθε στο Τουρκοχώρι το οποίο και κατέλαβε ενώ με τα ίδια του τα χέρια σκότωσε τον Μεχμέτ Πασά.
Στις αρχές Φεβρουαρίου 1827 ανάγκασε και τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας που είχε σπεύσει εναντίον του να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1827 ο Καραϊσκάκης επιστρέφει στην Ελευσίνα αφού είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.
Το τέλος του Γεωργίου Καραϊσκάκη
Το μεσημέρι όμως της 22ας Απριλίου 1827 κάποιοι Έλληνες άρχισαν να ακροβολίζονται κατά μήκος της τουρκικής γραμμής στο Νέο Φάληρο. Παρά την προσπάθεια μερικών οπλαρχηγών, μεταξύ των οποίων κι ο Νικηταράς, να δώσουν τέλος στη συμπλοκή, ακολούθησε μάχη «ης ήρξαντο ανωφελώς μέθυσοι τινές Κρήτες και Υδραίοι εν τη εκβολή του Ιλισού», όπως γράφει ο Γκούσταβ Φρίντριχ Χέρτσβεργκ στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως». Λέγεται ότι το κρασί με το οποίο μέθυσαν, τους είχε σταλεί από τον Τσορτς και τον Κόχραν! Ο Καραϊσκάκης, που ήταν φιλάσθενος, κοιμόταν όταν άρχισε η μάχη.
Ξύπνησε από τους πυροβολισμούς και τον θόρυβο, ανέβηκε στο άλογό του κι έτρεξε στο πεδίο της μάχης, συνοδευόμενος από πολλούς έφιππους αξιωματικούς και το άτακτο ιππικό. Πηγαινοερχόταν σε διάφορα σημεία και μετά από 3 ώρες περίπου η κατάσταση έδειχνε να ομαλοποιείται.
Το ισχυρότερο από τα οχυρώματα των Τούρκων ήταν μια μάντρα σε πεδινό έδαφος. Καθώς ο Καραϊσκάκης πήγαινε προς τη μάντρα, δέχτηκε μια σφαίρα στο υπογάστριο. Αν και κατάλαβε ότι η πληγή του ήταν σοβαρή, συνέχισε έφιππος να «μαζεύει» τους στρατιώτες και τελικά γύρισε στη σκηνή του.
Εκείνη τη μέρα, το ελληνικό ιππικό αντιμετώπισε με επιτυχία μια εχθρική ίλη που συνάντησε. Στη σύγκρουση αυτή σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν 17 Έλληνες. Μεταξύ των πληγωμένων ήταν ο Νικηταράς και ο Άγγλος Χουίτκομ. Ο υπασπιστής του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, Παναγιώτης Χρυσανθόπουλος ή Κακλαμάνος, έχασε το δεξί του χέρι.
Ο Καραϊσκάκης όταν έφτασε στη σκηνή, οι στρατιώτες τον κατέβασαν από το άλογο και τον μετέφεραν στον γιατρό, που διαπίστωσε ότι είχε τραυματιστεί θανάσιμα στη βουβωνική χώρα. Τότε τον πήγαν στο πλοίο των Βρετανών στο Φάληρο, έστρωσαν ένα χαλί στην καμπίνα του Τσορτς και τον τοποθέτησαν εκεί.
Είχε καταλάβει ότι η πληγή του ήταν θανάσιμη. Κάλεσε αμέσως ιερέα, εξομολογήθηκε, μετάλαβε, ζήτησε συγχώρεση απ’ όλους τους παρόντες και ζήτησε να τον θάψουν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου της Σαλαμίνας. Αστειεύτηκε με τους συναγωνιστές του, τους συμβούλευσε να παραμείνουν ενωμένοι για το καλό της πατρίδας και τουλάχιστον ως τις 3 π.μ. της 23ης Απριλίου, είχε πλήρη διαύγεια. Κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη («Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης»), πέθανε γύρως τις 4 π.μ. «Εν μέσω δριμύτατων πόνων» κατά τον Λάμπρο Κουτσονίκα, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές στις 8 π.μ.
Ο θάνατός του προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στους αντιπάλους. Ο Κασομούλης αναφέρει πως ήδη από το βράδυ της 22ας Απριλίου οι Τουρκαλβανοί φώναζαν στους φρουρούς των ελληνικών θέσεων : «Ωρέ ο Καραϊσκάκης ο γιος της καλόγριας πέθανε. Όλοι να βάλετε μαύρα γιατί άλλον σαν κι αυτόν δεν έχετε». Πραγματικά, κανένας άλλος Έλληνας δεν είχε τις αρχηγικές του ικανότητες. Η σορός του μεταφέρθηκε στο ναό του Αγίου Δημητρίου της Σαλαμίνας όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Χαρακτηριστική εικόνα όταν ο Κολοκοτρώνης έμαθε τον θάνατο του Καραϊσκάκη κάθισε σταυροπόδι και μοιρολογούσε σαν γυναίκα.
Φήµες γύρω από το θάνατό του
Ο Δημήτριος Αινιάν, γραμματέας του Καραϊσκάκη που έγραψε την βιογραφία του το 1833, αναφέρει τον τραυματισμό του αρχιστράτηγου και ότι ο Καραϊσκάκης πριν πεθάνει εμπιστεύτηκε στους Χατζηπέτρο και Γρίβα πως «…Λέγουν ότι εν παρόδω τρόπον τινά ανέφερε εις αυτούς ότι επληγώθη από το μέρος των Ελλήνων, ότι εγνώριζεν τον αίτιον και ότι, αν ήθελε ζήση, ήθελε τον κάμει γνωστόν και εις το στρατόπεδον».
Στο έργο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» του Ιωάννη Ζαμπέλιου, ο αρχιστράτηγος φέρεται να λέει προς τους Χατζηπέτρο και Γρίβα : «Αύριον αν είμαι ζωντανός ακόμη, ελάτε να σας πω έναν μυστικόν», αλλά σε υποσημείωση του βιβλίου του αναφέρει ότι το «μυστικό» αυτό παρεξηγήθηκε και ερμηνεύθηκε εσφαλμένως ως «δολοφονία από κάποιον Έλληνα».
Μόνο ένας συγγραφέας, αυτόπτης απομνημονευματογράφος, υποστήριξε επίμονα την εκδοχή της δολοφονίας. Η συντριπτική πλειονότητα των πρωτογενών πηγών, μεταξύ των οποίων επίσης αυτόπτες, δέχεται ότι ο Καραϊσκάκης πυροβολήθηκε από Τούρκους. Από τους νεώτερους συγγραφείς ο Γιάννης Βλαχογιάννης υποστήριξε ότι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος οργάνωσε την δολοφονία του Καραϊσκάκη. Την γνώμη του υιοθέτησαν οι Δημήτρης Φωτιάδης και Δημήτρης Σταμέλος.
Ο Γιάννης Κορδάτος διερωτάται αν «Οι Τούρκοι τον πυροβόλησαν ή κάποιος Έλληνας όργανο του Κιουταχή ή του Κόχραν». Οι Αναστάσιος Ορλάνδος, Μέντελσον-Μπαρτόλντι, Κωνσταντίνος Ράδος, Απόστολος Βακαλόπουλος,Κυριάκος Σιμόπουλος,και Χρήστος Λούκος πιστεύουν ότι πυροβολήθηκε από Τούρκους. Οι Τρικούπης (που εκφώνησε τον επικήδειο), Παπαρρηγόπουλος, Κόκκινος και πλείστοι άλλοι δεν ασχολούνται με το θέμα.
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ
Ο πρίγκηπας
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν Έλληνας πρίγκιπας, στρατιωτικός, λόγιος και αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας.
Καταγωγή
Γεννήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 1792 στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και γόνου εύπορης και ισχυρής Φαναριώτικης οικογένειας.
Η καταγωγή της οικογένειας είναι από ταΎψηλα της Τραπεζούντας. Το 1655 ο Αντίοχος Υψηλάντης εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη.
Το 1810 κατατάχτηκε με το βαθμό του ανθυπίλαρχου (ανθυπολοχαγός του Ιππικού) στο σώμα των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας. Διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα, όπου στη μάχη της Δρέσδης, (27 Αυγούστου 1813), έχασε το δεξί του χέρι. Το 1814-1815 συμμετείχε και αυτός ως μέλος της αυτοκρατορικής ακολουθίας στο Συνέδριο της Βιέννης με το βαθμό του υποστράτηγου.
Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας
Οι Φιλικοί είχαν σαφείς πληροφορίες για τα πατριωτικά του αισθήματα, τα οποία σε στενούς κύκλους Ελλήνων και Φιλελλήνων φέρεται να είχε δηλώσει πως οι συμπατριώτες του θα έπρεπε να υπολογίζουν στη συνδρομή του, αν τυχόν παρουσιαζόταν κάποια ευκαιρία μόνο εκ του ονόματός του και της θέσης που κατείχε χωρίς καμία άλλη εγγύηση.
Έτσι με τη μεσολάβηση του Φιλικού Κωνσταντίνου Καντιώτη που ήταν υπάλληλος παρά τον Καποδίστρια, μετά την άρνηση του τελευταίου ν΄ αναλάβει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, προσέτρεξε ο Εμμανουήλ Ξάνθος στον ξάδελφο των Υψηλάντηδων, Ιωάννη Μάνο, προκειμένου να τον φέρει σε επαφή με τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Η συνάντηση αυτή φαίνεται να ήταν μια από τις ευτυχέστερες στιγμές της ζωής του Ε. Ξάνθου που έμειναν χαραγμένες στη μνήμη του, σε αντίθεση με την απογοήτευση που του δημιούργησε ο Καποδίστριας, που αποδίδει με κάθε λεπτομέρεια και νοσταλγία στ΄απομνημονεύματά του.
Στη συνάντηση εκείνη (Πετρούπολη, 11 Απριλίου 1820) ο Υψηλάντης τον δέχθηκε με ευγένεια και ύστερα από κάποιες ερωτήσεις για την καταγωγή του και διάφορες άλλες υποθέσεις του ζήτησε να μάθει πώς περνούν οι Έλληνες. Ο Ξάνθος του απήντησε ότι οι Τούρκοι τους τυραννούν παντού και η τυραννία τους αυτή έχει γίνει πλέον αφόρητη. Στη συνέχεια ακολούθησε ο εξής δραματικός διάλογος:
– Υψηλάντης: «Γιατί οι Έλληνες δεν προσπαθούν να ενεργήσουν ώστε, αν δεν δύνανται να ελευθερωθούν από τον ζυγόν, τουλάχιστον να τον ελαφρώσουν;»
– Ξάνθος: «Πρίγκιψ, με ποία μέσα και με ποίους οδηγούς να ενεργήσωσιν οι δυστυχείς Έλληνες την βελτίωσιν της πολιτικής των καταστάσεως; Αυτοί έμειναν εγκαταλελειμμένοι από εκείνους, οίτινες εδύναντο να τους οδηγήσωσι, διότι όλοι οι καλοί ομογενείς καταφεύγουν εις ξένους τόπους και αφήνουν τους ομογενείς των ορφανούς. Ιδού ο Κόμης Καποδίστριας υπηρετεί τη Ρωσίαν, ο μακαρίτης πατήρ σας κατέφυγε εδώ και ο Καρατζάς εις την Ιταλίαν, υμείς ο ίδιος υπηρετούντες την Ρωσίαν εχάσατε υπέρ αυτής την δεξιάν χείρα σας, και άλλοι ίσοι καλοί καταφεύγοντες εις την χριστιανικήν Ευρώπην μένουν εκεί, χωρίς να φροντίζουν δια τους δυστυχείς αδελφούς των.»
– Υψηλάντης: «Αν εγώ εγνώριζον ότι οι ομογενείς μου είχον ανάγκην από εμέ και εστοχάζοντο, ότι εδυνάμην να συντελέσω εις την ευδαιμονίαν των, σου λέγω εντίμως, ότι ήθελον μετά προθυμίας κάμω κάθε θυσίαν, ακόμη και την κατάστασίν μου, και τον εαυτόν μου θα εθυσίαζον υπέρ αυτών».
– Ξάνθος: «Δος μοι Πρίγκιψ, την χείρα σας εις βεβαίωσιν των όσων εκφράσθητε».
Κοιτάζοντάς τον κατάματα ο Υψηλάντης με κάποιο θαυμασμό του έδωσε το χέρι του.
Η στιγμή της συμφωνίας εκείνης είναι η ίσως η μεγαλύτερη ιστορική στιγμή στην νεότερη ιστορία του ελληνικού έθνους που αποφάσιζε πλέον την τύχη του. Ο Υψηλάντης ενθουσιώδης μεν πατριώτης, δεν άργησε να κυριευθεί από το δραματικό τόνο της φωνής του Ξάνθου, καθώς και από το δικό του ενθουσιασμό και τη βαθιά πίστη του στα όνειρα του ελληνικού έθνους.
Έτσιη αποστολή του ενός είχε εκπληρωθεί, ενώ οι φιλοδοξίες του άλλου, να γίνει ο ελευθερωτής του έθνους του, άρχισαν να πραγματοποιούνται. Την επόμενη ημέρα ο Ξάνθος επισκέπτεται απευθείας πλέον τον πρίγκιπα και του φανερώνει τα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας και εκείνος με συγκίνηση και ενθουσιασμό δέχθηκε να υπηρετήσει τη μεγάλη υπόθεση.
Στη συνέχεια, την ίδια μέρα κατηχείται και ορκίζεται κατά το τυπικό της εταιρείας, όπου και αναγνωρίζεται Γενικός Επίτροπος της Αρχής. Του δόθηκε το ψευδώνυμο «Καλός» και τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου «α.ρ.» για να υπογράφει τις επιστολές του.
Η Φιλική Εταιρεία είχε πλέον τον Αρχηγό της (Πετρούπολη 12 Απριλίου 1820).
Πρώτα µέτρα της αρχηγίας της φιλικής εταιρείας
Με την ανάληψη της αρχηγίας της Φιλικής Εταιρείας αποβλέποντας στη χρησιμότητα του υφιστάμενου θεσμού των εφορειών της Εταιρείας, όχι μόνο τον διατήρησε αλλά και τον ενίσχυσε με δικές του οδηγίες που απέβλεπαν περισσότερο στην επιλογή και επιτήρηση των μελών, στη βοήθεια των αδυνάτων και στον τρόπο εισδοχής των προσήλυτων.
Ταυτόχρονα έστειλε εγκυκλίους στις εφορείες και έντυπα γραμμάτια για τις εκούσιες συνεισφορές των ομογενών. Τα γραμμάτια εκείνα επείχαν θέση σύγχρονων εθνικών ομολόγων που ήταν υπογεγραμμένα από τον ίδιο τον Υψηλάντη ή από τους αντιπροσώπους του.
Παράλληλα, απαγόρευσε τη χρήση των δημοσίων χρημάτων χωρίς τη διαταγή του, ενώ άνοιξε αλληλογραφία με τα επιφανέστερα (πνευματικά) μέλη, καθώς και με τα πλέον δραστήρια στα οποία ανακοίνωνε την εκλογή του ως Γενικού Επιτρόπου, θυμίζοντάς τους τα καθήκοντά τους και καθοδηγώντας τα για τη δημιουργία νέων εφορειών και συγκέντρωση εισφορών.
Επαινούσε δε τους επιτρόπους εκείνους που επιδείκνυαν ιδιαίτερη δραστηριότητα, όπως εκείνους της «Φιλόγενης Κάσσας» της Μόσχας, ιδρύοντας ένα κεντρικό ταμείο της Φιλικής στη Κωνσταντινούπολη. Και οι δύο αυτοί οργανισμοί προορίζονταν να καλύψουν τις ανάγκες της Εταιρείας για τη χρηματοδότηση του μελλοντικού αγώνα των Ελλήνων.
Περί τα τέλη του 1820, ο αδελφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ο Νικόλαος Υψηλάντης συντάσσει και υποβάλει προς έγκριση στρατιωτικό οργανισμό για τον υπό οργάνωση εθελοντικό στρατό. Σύμφωνα μ΄ αυτόν, ο στρατός της ελληνικής επανάστασης θα αποτελούνταν κυρίως από χιλιαρχίες και τα στελέχη του θα είχαν τους εξής βαθμούς: πεντηκόνταρχου, εκατόνταρχου, ταγματάρχη, χιλίαρχου και πολέμαρχου.
Η ελληνική σημαία θα έφερε τρία χρώματα: άσπρο μαύρο και κόκκινο. Η σημαία της ξηράς θα έφερε στη μία πλευρά το μυθικό φοίνικα μέσα σε φλόγες και τον «ακτινοβόλο παντόπτη οφθαλμό» με την επιγραφή «εκ της τέφρας αναγεννώμαι», στη δε άλλη, τον αρχαίο ελληνικό σταυρό (ισόκερο), μέσα σε δάφνινo στεφάνι και κάτω την επιγραφή «Εν τούτω τω σημείω νίκα»
Έναρξη επιχειρήσεων
Κατά την οργάνωση του σχεδίου η Επανάσταση θα ξεκινούσε από την Πελοπόννησο. Στην απόφαση αυτή συνέβαλαν όχι τόσο οι αβάσιμες υποσχέσεις κάποιων θερμόαιμων και υπεραισιόδοξων φιλικών, όσο η πεποίθηση του ίδιου του Υψηλάντη ότι οι τότε περιστάσεις ήταν οι πλέον ευνοϊκές. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε τότε μια σειρά αντιδραστικών κινήσεων διαφόρων Πασάδων, ιδίως των περιοχών Τούνεσι και Μπαρμπαριάς.
Σημαντικότερος όμως αντιπερισπασμός για τους Έλληνες τότε ήταν η ανταρσία του Αλή Πασά, που έκανε κι αυτούς ακόμα τους Σουλιώτες να επιστρέψουν και να συμμαχήσουν με τον πρώην διώκτη τους, κατά της Αυτοκρατορίας.
Έπειτα υπήρχε η βεβαιότητα ότι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες θα ξέσπαγαν ταραχές πολύ σύντομα χάρη των ήδη γενομένων μυστικών ενεργειών του Ξάνθου και άλλων φιλικών από τους μυημένους οπλαρχηγούς των περιοχών αυτών, όπως του Γιωργάκη Νικολάου, από τον Όλυμπο, του Σάββα Καμινάρη, από την Πάτμο, του Γιάννη Φαρμάκη από το Μπλάτσι κ.ά.
Έτσι πιεσμένος από τις καταστάσεις ο Υψηλάντης εκδίδει προκήρυξη ανεξαρτησίας, περνάει τον ποταμό Προύθο στις 22 Φεβρουαρίου 1821 και υψώνει τελικά τη σημαία της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, δύο μέρες αργότερα, στις 24 Φεβρουαρίου εκδίδοντας επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Η επιλογή της Μολδαβίας και της Βλαχίας θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στο γεγονός ότι στις περιοχές αυτές απαγορευόταν η παραμονή του Τουρκικού στρατού, ενώ από το 1709 οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες.
Στις 26 Φεβρουαρίου 1821 στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελείται δοξολογία, κατά την οποία ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί πρόχειρη σημαία με έμβλημα το Σταυρό και, κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Κατόπιν διενεργείται έρανος για τη συλλογή ενός εκατομμυρίου γροσίων και παράλληλα εθελοντές από ολόκληρη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία για να καταταχθούν στο στρατιωτικό σώμα που δημιούργησε, οργανώνοντας μάλιστα το πρώτο τμήμα του Πυροβολικού με δύο πυροβόλα υπό τις διαταγές του Γάλλου συνταγματάρχη Ολιβιέ Βουτιέ .
Συγκροτείται ο Ιερός Λόχος αποτελούμενος από 500 σπουδαστές. Στις 4 Μαρτίου οι Έλληνες ναυτικοί κυριεύουν και εξοπλίζουν 15 πλοία, ενώ στις 17 Μαρτίου ο Υψηλάντης υψώνει τη σημαία στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας το στρατό τριών πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο.
Ο στρατός του Υψηλάντη καταστράφηκε στη μάχη του Δραγατσανίου στις 7 Ιουνίου 1821 και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα. Οι λόγοι της αποτυχίας του θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στην έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων, στην άρνηση του ηγέτη των Βλάχων Θεόδωρου Βλαδιμιρέσκου να τον συνδράμει οικονομικά και στρατιωτικά και στον αφορισμό του Υψηλάντη από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, κατόπιν πιέσεων της Υψηλής Πύλης για σφαγές των Χριστιανών σε αντίποινα.
Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1827. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεψε έκτοτε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος.
Ο θάνατος του Αλεξάνδρου Υψηλάντη
Μετά την απελευθέρωσή του, αποσύρθηκε στη Βιέννη, όπου και πέθανε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και μιζέριας στις 31 Ιανουαρίου 1828. Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να απομακρυνθεί από το σώμα του και να σταλεί στην Ελλάδα.
Η επιθυμία πραγματοποιήθηκε από το Γεώργιο Λασσάνη και τώρα βρίσκεται στο Αμαλιείο Ορφανοτροφείο στην Αθήνα. Η ζωή του και οι τρόποι του υποδεικνύουν ότι είχε Μυοτονική δυστροφία (DM). Η DM είναι μια κληρονομική διαταραχή πολλαπλών συστημάτων η οποία μειώνει τη ζωή.
Το σώμα του αρχικά θάφτηκε στο νεκροταφείο του Αγ. Μάρκου της Βιέννης και αργότερα τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο κάστρο Υψηλάντη-Σινά στην Rappoltenkirchen – Αυστρίας από μέλη της οικογένειάς του στις 18 Φεβρουαρίου του 1903.
H τελευταία μεταφορά του συνέβη τον Αύγουστο του 1964, όταν τελικά μεταφέρθηκε στην εκκλησία των Αγ. Ταξιαρχών στο Πεδίον του Άρεως στην Αθήνα, 136 χρόνια μετά το θάνατό του. H Ypsilanti Township στο Michigan των ΗΠΑ πήρε το όνομά της προς τιμήν του. Αργότερα η πόλη της Ypsilanti, η οποίο βρίσκεται εντός του δήμου, πήρε το όνομά της από τον αδελφό του, Δημήτριο.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ
Το λιοντάρι της Ρούμελης
Γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου του 1790 στην Πρέβεζα ή στην Ιθάκη εξού και το όνομα Οδυσσέας. Ως προς το έτος γεννήσεως, υπάρχουν διαφωνίες. Κατ’ άλλους, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1788-1790. Νονοί του ήταν η Μαρία Σοφιανού, σύζυγος του Λάμπρου Κατσώνη, κόρη προύχοντα από την Κέα, και ο Ιωάννης Ζαβός άρχοντας της Ιθάκης.
Παντρεύτηκε την Ελένη Καρέλλη, κόρη του εύπορου και ισχυρού Χρήστου Καρέλλη από τους Καλαρρύτες Ιωαννίνων και απέκτησαν μαζί ένα γιο, τον Λεωνίδα Ανδρούτσο (1824 – 1837), ο οποίος με την υποστήριξη του Όθωνα στάλθηκε στο Μόναχο, για να μεγαλώσει στο περιβάλλον του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄. Εκεί αρρώστησε το 1836 όταν ξέσπασε επιδημία χολέρας και πέθανε στις 11 Δεκεμβρίου σε ηλικία δώδεκα χρονών.
Ο πατέρας του Ανδρούτσου, ο οποίος είχε λάβει μέρος στην επανάσταση του Λάμπρου Κατσώνη, συνελήφθη από τους Βενετούς, παραδόθηκε στους Τούρκους και αποκεφαλίστηκε το 1797 στην Κωνσταντινούπολη με αποτέλεσμα ο μικρός γιος του, Οδυσσέας Ανδρούτσος, να μείνει ορφανός σε ηλικία 7 ετών.
Η χήρα μητέρα του Οδυσσέα Ακριβή Τσαρλαμπά μετακόμισε το έτος 1797 στη Λευκάδα και μεταξύ των ετών 1798-1800 ο μικρός Οδυσσέας Ανδρούτσος έκανε παρέα με το γνωστό μετέπειτα ποιητή Ιωάννη Ζαμπέλιο. Τον επόμενο χρόνο 1798 έγινε η Μάχη της Νικόπολης και ο Χαλασμός της Πρέβεζας από τον Αλή Πασά Τεπελενλή και ο μικρός Οδυσσέας και η μητέρα του Ακριβή Τσαρλαμπά διασώθηκαν γιατί είχαν καταφύγει στη Λευκάδα.
Μεγαλώνοντας στην άυλη του Αλη πασά Τεπελενλή
Το έτος 1806 ο Αλή Πασάς Τεπελενλής, ενθυμούμενος την προσωπική φιλία που είχε ο ίδιος με τον εκλιπόντα πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, τον αναζήτησε και τον πήρε στην αυλή του στα Ιωάννινα. Εκεί ο Οδυσσέας Ανδρούτσος φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Αλή Πασά και είχε έναν ταραχώδη βίο, όμως σχεδόν πάντα ο Αλή Πασάς του συγχωρούσε κάθε παράπτωμα.
Δεκαπέντε ετών κατατάχτηκε από τον Αλή Πασά στην προσωπική σωματοφυλακή του και σύντομα κατάφερε να γίνει αρχηγός της προσωπικής φρουράς του.
Επίσης προσήλθε στην αλεβιτική θρησκεία των Μπεκτασήδων, στην οποία ανήκε και ο προστάτης του. Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και το 1819 διορίστηκε δερβέναγας στην ανατολική Στερεά. Πήρε μέρος στις μάχες του Βερατίου, Αργυροκάστρου και Γαρδικίου, και ο Αλή Πασάς του έδωσε την οπλαρχηγία της Λειβαδιάς.
Το 1820 όταν και επήλθε η ρήξη του Αλή Πασά με την Πύλη, εγκατέλειψε την Λιβαδειά, αφού πρώτα μύησε τον Αθανάσιο Διάκο στην Φιλική εταιρεία και του εμπιστεύθηκε την εξουσία της οπλαρχηγίας του αφήνοντάς τον ως πρωτοπαλίκαρο. Ο ίδιος κατέφυγε στην Αράχωβα όπου προσπάθησε μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες που όλοι είχαν μεταξύ τους κοινό την θητεία τους στην αυλή του Αλή, να δημιουργήσει μια ελληνοαλβανική συμμαχία πάντα σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Το εγχείρημα αυτό όμως απέτυχε καθώς ο Ομέρ Βρυώνης αρνήθηκε να συμμετάσχει.
Μετά από αυτή την εξέλιξη ο Ανδρούτσος κατέφυγε δια μέσου της Ακαρνανίας στα Επτάνησα, στην Λευκάδα. Εκεί συναντήθηκε στις αρχές του 1821 με τους Καραϊσκάκη, Γεώργιο Βαρνακιώτη, Ζόγγα, Μακρή, Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και άλλους οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.
Στη σύσκεψη που έγινε στην αγγλοκρατούμενη Αγία Λαύρα στα τέλη του Ιανουαρίου του έτους αυτού, συμμετείχε και ο Ανδρούτσος. Το θέμα της ήταν οι προετοιμασίες που έπρεπε να γίνουν για να ξεσηκωθεί η Στερέα Ελλάδα. Αποφασίστηκε η ανάθεση της εξέγερσης της Ανατολικής Στερεάς στον Ανδρούτσο και στον Πανουργιά.
Οι αποφάσεις της σύσκεψης μπήκαν αμέσως σε εφαρμογή: ο Ανδρούτσος επιτέθηκε με ομάδα ανδρών του στη γέφυρα της Τατάρνας, μαζί με τον ηγούμενο της εκεί μονής Κυπριανό, σε 60 Τούρκους, οι οποίοι με αρχηγό τον Δερβέναγα Χασάν Μπέη Γκέκα, συνόδευαν μεγάλη χρηματαποστολή. Μετά την επιτυχή επιχείρηση έφυγαν αφήνοντας άθικτα τα χρήματα για να φανεί έτσι πως η επίθεση ήταν καθαρά επαναστατική πράξη.
Χαρακτηριστική για την έναρξη της επαναστάσεως στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα είναι η επιστολή που στις 22 Μαρτίου έστειλε ο Ανδρούτσος στους Γαλαξειδιώτες: «Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου, τους γράφει και τους προτρέπει να πάρουν και εκείνοι αμέσως τα άρματα».
Η δράση του την Επανάσταση
Λίγο πριν τον τραγικό θάνατο του Αλή Πασά Τεπελενλή το 1822, και σε συνεννόηση με αυτόν, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος με ένα ασκέρι 2.000 ανδρών, Αλβανών και Ελλήνων, ανεξαρτητοποιήθηκε και άρχισε ένα τρίχρονο αγώνα εναντίον των Οθωμανών με αποκορύφωμα την ηρωϊκή Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαίου 1821), όπου με μόνο 117 Έλληνες αντιμετώπισαν επιτυχώς 9.000 Οθωμανούς υπό τον Ομέρ Βρυώνη, παίρνοντας παράλληλα εκδίκηση και για τον θάνατο του φίλου του, Αθανάσιου Διάκου στη μάχη της Αλαμάνας.
Μέσα σε αυτούς τους 117 ήρωες Έλληνες ήταν και οι μετέπειτα δολοφόνοι του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Στη μάχη αυτή, η στρατηγική ιδιοφυΐα του Ανδρούτσου θριάμβευσε. Έτσι δικαιωματικά κατέλαβε τη θέση του αρχηγού των όπλων της Βοιωτίας, και ουσιαστικά αυτός επηρέασε την τύχη της επαναστάσεως στην ανατολική Στερεά, κατά τα επόμενα έτη.
Στις 27 Αυγούστου 1822 η γερουσία του Αρείου Πάγου του αναθέτει τη Διοίκηση της Αθήνας και εισέρχεται θριαμβευτής Φρούραρχος στην Ακρόπολη, συνοδευόμενος από τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, τον Ιωάννη Γκούρα, τον Ιωάννη Μαμούρη, τον Κατσικογιάννη και 300 ένοπλους επαναστάτες.
Η υποδοχή του λαού των Αθηνών ήταν αποθεωτική. Στην Αθήνα ο Οδυσσέας Ανδρούτσος γνώρισε πολλούς ξένους Φιλέλληνες. Ο Βρετανός Εδουάρδος Ιωάννης Τρελώνυ, φίλος του Λόρδου Byron ήρθε μαζί του στην Ελλάδα. Το Νοέμβριο του 1823 γνώρισε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και γοητεύτηκε από την προσωπικότητά του. Παντρεύτηκε την 13ετή ετεροθαλή αδελφή του Οδυσσέα, Ταρσίτσα Καμένου. Τον ακολούθησε παντού και του έμεινε πιστός ως το τέλος.
Κατά τα τέλη του 1821 ανακηρύχθηκε από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς, αρχιστράτηγος της ανατολικής Στερεάς, τίτλος που του αναγνωρίστηκε το 1822. Την άνοιξη του 1822 κατηγορήθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη για συνεργασία με τον εχθρό, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί από το αξίωμα. Όμως παρά την παραίτησή του συνέχισε απτόητος την πολεμική του δράση εναντίον των Τούρκων μέχρι το 1824.
Η δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου
Οι παλιές προστριβές του Ανδρούτσου με τους πολιτικούς και οι έντονες αντιδράσεις του, η τάση τέλος του Εκτελεστικού να τον παραγκωνίζει και να μην του χορηγεί τα απαιτούμενα χρήματα και εφόδια για τη συγκρότηση ισχυρού στρατού και στρατοπέδων στη Στερεά, είχαν απογοητεύσει τον Ανδρούτσο.
Ο εμφύλιος πόλεμος στην Πελοπόννησο, η απροθυμία της κυβερνήσεως να τον βοηθήσει και ο κίνδυνος των επαρχιών της Στερεάς Ελλάδας από την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων, τον είχαν κάνει στις αρχές Αυγούστου 1824 να έλθει σε επαφή με τους Τούρκους αρχηγούς για να βάλει ξανά καπάκια, μολονότι μόλις τον Απρίλιο, στη συνέλευση των Σαλώνων, είχε αποφασισθεί «κανένας στρατιωτικός να μην ημπορεί να βάλει τα λεγόμενα καπάκια».
Διαβλέποντας παντού μηχανορραφίες των πολιτικών, ο Ανδρούτσος αποσύρεται απογοητευμένος στη σπηλιά του, στη Μαύρη Τρύπα, στα βόρεια του Παρνασσού, κοντά στο χωριό Βελίτσα. Οι κινήσεις και οι διαθέσεις του όμως τον έκαναν περισσότερο ύποπτο στην κυβέρνηση, και κυρίως στον Κωλέττη και στους άλλους εχθρούς του, που ζητούσαν να διορίσουν άλλους καπεταναίους στη θέση του.
Η καχυποψία του ενισχύθηκε όταν έμαθε τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη.
Τα γεγονότα αυτά επηρέασαν τόσο πολύ τον Ανδρούτσο, ο οποίος θέλοντας να φοβίσει τους πολιτικούς, ενώθηκε με τους Τούρκους με τον όρο να του δώσουν την αρχηγία των επαρχιών της Εύβοιας, Ταλαντίου, Λιβαδιάς και Θήβας.
Η συμφωνία που κλείστηκε τότε με τον Ομέρ πασά του Ευρίπου «ήταν κάτι περισσότερο από τα συνηθισμένα καπάκια, ήταν μια πράξη απελπισίας που έφθανε στα όρια της προδοσίας».
Τότε η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει την ύποπτη στάση του διόρισε στις 20 Φεβρουαρίου 1825 το παλιό πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα αρχηγό της εκστρατείας στην ανατολική Ελλάδα και του χορήγησε 140.000 γρόσια.Ο Γκούρας βάδισε προς τη Δόμβραινα και από εκεί στη Λειβαδιά. Οι κυβερνητικές δυνάμεις τον ακολούθησαν καταπόδι και τον ανάγκασαν, αυτόν και τους 400 Τούρκους ιππείς που του είχε στείλει ο Ομέρ πασάς από τη Χαλκίδα, να υποχωρήσουν στη Χαιρώνεια και κατόπιν στην πατρίδα του Λιβανάτες.
Στο μοναστήρι της Βελιβούς, μεταξύ 27 Μαρτίου- 7 Απριλίου, η θέση του Ανδρούτσου έγινε δύσκολη και τελικά, μετά από συνεννοήσεις με τον Νικόλαο Γκριτζιώτη, εγκατέλειψε κρυφά τους ιππείς και παραδόθηκε στον Γκούρα που τον έστειλε με συνοδεία στην Αθήνα. Μόλις έφθασε εκεί,τον έκλεισαν σε φυλακή στο κάτω μέρος του ψηλού πύργου που υψωνόταν δεξιά στην είσοδο των Προπυλαίων της Ακρόπολης. Τότε έγινε απόπειρα απελευθέρωσης του Ανδρούτσου.
Όταν ο Γκούρας ο οποίος είχε στρατοπεδεύσει στον Όσιο Λουκά, επειδή είχε ανάγκη από τρόφιμα και πολεμοφόδια για να αντιμετωπίσει τον Ντεμίρ πασά και τον Μουστάμπεη οι οποίοι είχαν μπει στα Σάλωνα, είχε στείλει τον παλαιό γραμματικό του Οδυσσέα Γεωργαντά να κάνει προμήθειες στο Λουτράκι.
Εκεί συνάντησε τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, φίλο του Ανδρούτσου και τον Κώστα Μπότσαρη. Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης μόλις έμαθε τα γεγονότα σχετικά με τη φυλάκιση του Ανδρούτσου, εξοργίστηκε. Ο Καραϊσκάκης ξεκίνησε για το στρατόπεδο της Στερεάς για να απελευθερώσει τον φίλο του. Ο Γκούρας οχυρώθηκε εκεί και ο Καραϊσκάκης δεν θα μπόρεσε να τον απελευθερώσει. Για να αποκλιμακώσει την ένταση η Διευθυντική Επιτροπή της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος έστειλε επιστολή στην έδρα της διοικήσεως γνωμοδοτώντας την μετάθεση του Γκούρα στο στρατόπεδο της Αθήνας και η κυβέρνηση να μαλακώσει τον Καραϊσκάκη.
Κατά διαταγή του Γκούρα, οι Ιωάννης Μαμούρης, Παπακώστας Τζαμάλας, Μήτρος της Τριανταφυλλίνας και ο στρατιώτης Θεοχάρης, απομάκρυναν τον δεσμοφύλακα, μπήκαν στο κελί του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τον θανάτωσαν με τα ίδια τους τα χέρια.
Ύστερα ρίξανε το σώμα του από τον πύργο κάτω στο λιθόστρωτο του ναού της Απτέρου Νίκης και διέδωσαν ότι τάχα ο φυλακισμένος είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε και έτσι σκοτώθηκε.
Ημερομηνία θανάτου του Οδυσσέα Ανδρούτσου κατεγράφη η 5η Ιουνίου 1825, ετών 35.
Γεννήθηκε στο χωριό Μεγάλη Αναστάσοβα των Πισινών Χωριών του Μυστρά (σημερινή Νέδουσα Μεσσηνίας) στις 2 Ιανουαρίου 1787. Γονείς του ήταν ο Σταματέλος ονομαστός αγωνιστής της περιοχής Λεονταρίου και μητέρα του η Σοφία Δημητρίου Καρούτσου από τον Άκοβο του Λεονταρίου, δευτερότοκη θυγατέρα και αδελφή της γυναίκας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Από τα αδέλφια του γνωστά είναι: Ο Ιωάννης, ο Νικόλαος και ο Γιωργάκης. Ως ανιψιός του Θ. Κολοκοτρώνη ήταν ευρύτερα γνωστός σαν δεξί του χέρι. Η δημώδης μούσα μάλιστα έλεγε: «Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης».
Η δράση του στην Επανάσταση
Διωγμένος και επικηρυγμένος ο πατέρας του,- καθώς ήταν πολεμικός -από τους Τούρκους 16 χρονών πολέμησε στην Πάρο με Ρώσικα στρατεύματα, βρήκε καταφύγιο στο Τουρκολέκα και αργότερα πέρασε στην Ζάκυνθο.
Το 1816, κατά τον ανηλεή διωγμό των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου, ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τούρκους και ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του Κολοκοτρώνη στα Επτάνησα, όπου εντάχθηκε στα Ρωσικά τάγματα και μετέβη στην Ιταλία για να πολεμήσει κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Στη συνέχεια επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους, οι οποίοι στο μεταξύ τα είχαν καταλάβει με τη συνθήκη του Τίλσιτ.
Ήταν ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Συντηρούσε δικό του Σώμα Ενόπλων με άνδρες που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Με την έκρηξη της Επανάστασης, στην πρώτη Μάχη που δόθηκε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας στις 12 και 13 Μαΐου του 1821, (είχε προηγηθεί μια συμπλοκή στο Λεβίδι τον Απρίλιο), ο Νικηταράς που κρατούσε με 200 άντρες τα Άνω Δολιανά, κατάφερε να αποκρούσει 2.000 Τούρκους που επιτίθεντο με πυροβολικό. Επειδή έπεσαν πολλοί Τούρκοι από το χέρι του σ’ εκείνη τη Μάχη, οι άντρες του τον ονόμασαν Τουρκοφάγο.
Διακρίθηκε και στις μάχες που ακολούθησαν, όπου συνεργάστηκε με το θείο του, κυρίως δε στην πολιορκία και την άλωση της Τρίπολης. Όταν η Τρίπολη καταλήφθηκε από τους Έλληνες, δε ζήτησε κανένα λάφυρο για τον εαυτό του και όταν του πρόσφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το έκανε δώρο στην προσωρινή Κυβέρνηση. Όταν οι Έλληνες κατέστρεψαν τη στρατιά του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων, ο Νικηταράς μαζί με τους Δημήτριο Υψηλάντη και Παπαφλέσσα, είχε καταλάβει τη χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ’ όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι, προκαλώντας τους μεγάλη καταστροφή. Καθώς ο Δράμαλης υποχωρούσε προς το Άργος, ο Νικηταράς κατέλαβε την οχυρή θέση Αγινόρι και σκότωσε πολλούς Τούρκους που προσπάθησαν να διαφύγουν μέσω αυτής. Συνετέλεσε στο να υποχωρήσει τελικά ο Δράμαλης, υφιστάμενος πανωλεθρία (26 – 28 Ιουλίου 1822). Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι που απελευθερώθηκε η χώρα.
Το τέλος του Νικηταρά
Το 1839 συνελήφθη με την άδικη κατηγορία της συνομωσίας σαν μέλος της «Φιλορθόδοξης Εταιρείας» που στρεφόταν εναντίον του Όθωνα. Τον εμφάνισαν μάλιστα σαν στρατιωτικό αρχηγό της οργάνωσης αυτής, που είχε σαν στόχους την απελευθέρωση των υπόδουλων περιοχών και την στήριξη της ορθόδοξης πίστης. Φυλακίστηκε στο Παλαμήδι, και στη συνέχεια δικάστηκε, στις 11 Ιουλίου 1840, αλλά λόγω έλλειψης στοιχείων αθωώθηκε. Όμως η αθωωτική απόφαση προκάλεσε την οργή της κυβέρνησης η οποία με την προσυπογραφή του Όθωνα τονφυλάκισε στην Αίγινα.
Από τότε άρχισε το μαρτύριό του. Κάθε μέρα οι Βαυαροί τον έβγαζαν στο δρόμο και τονχτυπούσαν με μπαστούνια και τον περιγελούσαν μπρος στα μάτια των Ελλήνων που έρχονταν να δουν τον ήρωα τους. Ανάμεσα στους θεατές ήταν και η δεύτερηκόρη του η οποία δεν άντεξε να βλέπει τον πατέρα της σε αυτή την κατάσταση και τρελάθηκε, ενώ αυτός αρρώστησε με ζάχαρο το οποίο του κατέστρεψε τα μάτια. Λόγω των ταλαιπωριών και φυλακίσεων η υγεία του είχε κλονισθεί σοβαρά. Σε μια δίκη του είχε προσαχθεί καθιστός από αδυναμία. Βίωσε την αχαριστία και την αγνωμοσύνη του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους, το οποίο του αρνήθηκε μια αξιοπρεπή σύνταξη ώστε να ζει αυτός και η οικογένειά του ευπρεπώς και αντί αυτού, του χορηγήθηκε «άδεια επαιτείας» στον χώρο όπου υπάρχει σήμερα ο ναός της Ευαγγελίστριας κάθε Παρασκευή.
Μετά την Επανάσταση του 1843 ονομάστηκε υποστράτηγος, ενώ μετά την συνταγματική εξέγερση της 3ης Σεπτεμβρίου 1847 διορίστηκε μέλος της Γερουσίας θέση που του επέφερε μια πενιχρή σύνταξη το μοναδικό πόρο της ζωής του.
Απεβίωσε στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 σε ηλικία 61 ετών. Τελευταία του επιθυμία ήταν να ταφεί δίπλα στο Κολοκοτρώνη.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΛΑΠΟΥΤΑΣ
Το «δεξί χέρι» του Κολοκοτρώνη
Ο Δημήτρης Πλαπούτας ήταν Έλληνας στρατηγός, βουλευτής Καρύταινας, γερουσιαστής, επίτιμος υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα, Διοικητής της 12ης Τετραρχίας Αρκαδίας της Βασιλικής Φάλαγας του Όθωνα και αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης. Ήταν επικεφαλής του αγώνα στην Αρκαδία μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.
Καταγωγή – Πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στις 15 Μαΐου 1786 στην Παλούμπα Αρκαδίας και ήταν δευτερότοκος γιος του κλεφταρματολού Νικόλα – Κόλια Πλαπούτα. Νεαρότατος έγινε αρματολός και σε ηλικία 17 ετών παντρεύτηκε τη Στεκούλα Κολοκοτρώνη, ανιψιά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με τον οποίο ταύτισε τον πολεμικό του βίο και τις πολιτικές του θέσεις. Το 1811, καταδιωκόμενος από τους Τούρκους, κατέφυγε στα Επτάνησα, όπου υπηρέτησε στον Αγγλικό Στρατό ως λοχαγός. Τον επόμενο χρόνο επέστρεψε στο χωριό και ανέλαβε καπόμπασης στους Δεληγιανναίους. Το 1819 κατέφυγε και πάλι στα Επτάνησα, αφού κατηγορήθηκε για φόνο Τούρκου στην Αλωνίσταινα. Στη Ζάκυνθο μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία.
Η δράση του την Επανάσταση
Ο Πλσπούτας, μαζί με τον πατέρα του και τον αδελφό του Γεωργάκη, κήρυξαν στις 21 Μαρτίου την έναρξη της επανάστασης στην ορεινή Γορτυνία και συγκέντρωσαν μεγάλο αριθμό ενόπλων (800) στο χωριό Μπέτσι. Και από τότε, δεν σταμάτησε να πολεμά.
Ως επικεφαλής σώματος και υπό τις διαταγές του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, έλαβε μέρος στις περισσότερες επιχειρήσεις (Βαλτέτσι, Λάλα, Τριπολιτσά, Μανιάκι, Ακροκόρινθος, Πάτρα, Δερβενάκια) και διακρίθηκε για τη φρόνηση και την ανδρεία του. Την πολεμική του δραστηριότητα εξιστορεί στο βιβλίο του «Διορθώσεις και Παρατηρήσεις στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης του Σπυρίδωνα Τρικούπη».
Το 1823 έλαβε τον βαθμό του στρατηγού και μετά την απελευθέρωση διετέλεσε διοικητής χιλιαρχίας ατάκτων στρατευμάτων και το 1832 στρατηγός. Μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια διετέλεσε πληρεξούσιος Γόρτυνος στην Ε’ Εθνική Συνέλευση και από τον Απρίλιο μέλος της Διοικητικής Επιτροπής της Ελλάδας. Συμμετείχε στην τριμελή πρεσβεία, που πήγε στο Μόναχο για να προσφέρει στον πρίγκιπα Όθωνα το στέμμα του Βασιλέα των Ελλήνων.
Την περίοδο της Αντιβασιλείας καταδιώχθηκε ως ρωσόφιλος και μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη κατηγορήθηκε για απόπειρα ανατροπής του καθεστώτος και εσχάτη προδοσία. Αυτός και ο Κολοκοτρώνης συνελήφθησαν το 1833 και δικάσθηκαν από Στρατοδικείο στο Ναύπλιο.
Καταδικάσθηκαν σε θάνατο τον Μάιο του 1834, παρά την αντίδραση των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη. Προ της ογκούμενης λαϊκής οργής, η ποινή τους μετατράπηκε σε 20ετή κάθειρξη, ενώ μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, το 1835, αμφότεροι αμνηστεύτηκαν. Μετά τη δικαστική του περιπέτεια συνέχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο στρατό από διάφορες θέσεις και ονομάστηκε επίτιμος υπασπιστής του Όθωνα.
Αναμίχθηκε εκ νέου στην πολιτική και πήρε μέρος στην Εθνοσυνέλευση της Γ’ Σεπτεμβρίου (1843-1844) εκπροσωπώντας την Καρύταινα, ενώ διατέλεσε βουλευτής Καρύταινας (1844-1847) και Γερουσιαστής (1847-1862).
Το τέλος του ∆ηµήτριου Πλαπούτα
Σε μεγάλη ηλικία ξαναπαντρεύτηκε με μια γυναίκα αρκετά μικρότερή του, η οποία του χάρισε τη μοναχοκόρη του Αθανασία. Πέθανε τον Ιούλιο του 1864 σε ηλικία 78 χρονών στο πύργο του, στη γενέτειρά του Παλούμπα. Είχε έξι κόρες και έναν γιο.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ
Ο μάρτυρας του Αγώνα
Ο Αθανάσιος Διάκος ήταν ένας από τους Έλληνες πρωταγωνιστές ήρωες-οπλαρχηγούς του πρώτου έτους της Επανάστασης του 1821 που έδρασε στη Στερεά Ελλάδα. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το πραγματικό του όνομα ήταν Αθανάσιος Γραμματικός ή κατά άλλους ήταν Αθανάσιος Μασσαβέτας.
Καταγωγή – Τα πρώτα του χρόνια
Γεννήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1788 είτε στην Άνω Μουσουνίτσα (σήμερα Αθανάσιος Διάκος) είτε στην Αρτοτίνα. Την εκδοχή ότι γεννήθηκε στην Αρτοτίνα υποστηρίζει η πρώτη βιογραφία του Αθανασίου Διάκου που γράφτηκε από τον Ρόδιο το έτος 1835, τα «Ελληνικά» του Ιακ. Ραγκαβή (1853), το γενεαλογικό δένδρο του Διάκου όπως το κατέγραψε το 1883 ο ιστορικός Κρέμος και το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Αθανασίου Διάκου που είχε εκδοθεί το έτος 1865 από τον Δήμο Κροκυλείου στον οποίο υπαγόταν η Αρτοτίνα.
Την εκδοχή ότι γεννήθηκε στην Άνω Μουσουνίτσα υποστηρίζουν μαρτυρίες του Γκούρα, του Φιλήμονος, του Περραιβού και ξένων όπως του Finley και του Bartholdy αλλά και του Hertsberg. Υπάρχει μακροχρόνια φιλονικία ανάμεσα στα δύο χωριά σχετικά με το ποια είναι η γενέτειρά του.
Είχε έφεση στη θρησκεία και σε ηλικία 12 ετών στάλθηκε από τη μητέρα του στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στην Αρτοτίνα Φωκίδας για την εκπαίδευσή του. Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του, έγινε πολύ γρήγορα διάκος.
Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι του Προδρόμου στην Αρτοτίνα με τα στρατεύματά του και εντυπωσιάστηκε απ’ την εμφάνιση του νεαρού μοναχού.
Ο Διάκος προσβλήθηκε απ’ τα λεγόμενα του Τούρκου (και την μετέπειτα πρόταση) και μετά από καβγά τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει κλέφτης. Κατά μια άλλη εκδοχή, σε ένα γάμο στην Αρτοτίνα, όπου γλεντούσαν και πυροβολούσαν όπως συνηθιζόταν, είχε πάρει μέρος και ο Διάκος. Μια αδέσποτη σφαίρα βρήκε και σκότωσε τον γιό της Κοντογιάννενας, που ήταν από μεγάλο σόι της Κοσταρίτσας (ενός γειτονικού χωριού της Αρτοτίνας).
Ο φόνος καταλογίστηκε από όλους, Χριστιανούς και Τούρκους, στον Διάκο και ας μην ήταν καθόλου βέβαιο πως εκείνος, άθελά του, ήταν ο φονιάς. Αναγκάστηκε έτσι να κρυφτεί στα περίχωρα γιατί τον αναζητούσαν τα τουρκικά αποσπάσματα. Αργότερα τον Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι της Παναγίας, ο Διάκος κατέβηκε στο χωριό.
Οι Τούρκοι, που παραμόνευαν, τον συνέλαβαν μαζί με κάποιον Καφέτζο που κυνηγούσαν και τους οδήγησαν δεμένους στον Φεράτ-εφέντη, διοικητή του Λιδωρικίου, ο οποίος τους φυλάκισε. Ο Διάκος κατάφερε να αποδράσει μαζί με τον Καφέτζο και να φύγουν στα βουνά. Μαζί έφτασαν στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας, Τσαμ Καλόγερος.
Αρχικά κλέφτης υπό την εξουσία διαφόρων καπετάνιων της Ρούμελης, διακρίνεται σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Ο Καπετάνιος Τσαμ Καλόγερος, σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους, πληγώθηκε βαριά στο πόδι και θα έπεφτε στα χέρια τους αν ο Διάκος δεν έμενε να τον υπερασπιστεί. Με το σπαθί στο χέρι, τον σήκωσε και τον μετέφερε ως την Γραμμένη Οξυά, μια ψηλή ράχη, δύο ώρες από την Αρτοτίνα. Εκεί έφτασαν και οι άλλοι Κλέφτες και μπροστά τους είπε ο Τσαμ Καλόγερος: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας».
Αργότερα οι Κλέφτες χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες, κατατρεγμένοι από το κυνήγι των Τούρκων. Ένα μπουλούκι έγινε από τον Διάκο, τον Γούλα και τον Σκαλτσοδήμο. Εκείνο τον καιρό, έμαθε ο Διάκος ότι πέθαναν ο πατέρας του κι ένας από τους αδερφούς του, ο Απόστολος. Ο πατέρας του με τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, είχαν προτιμήσει την τσοπάνικη ζωή και τότε ήταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Διάκος, ορκίστηκε να εκδικηθεί. Τουρκικό απόσπασμα δεν προλάβαινε να ξεμυτίσει και το αποδεκάτισε με τα παληκάρια του. Από τότε άρχισαν να αναζητούν και το αρματολίκι της περιοχής.
Έτσι μια μέρα, οι κλέφτες, ορμώντας στα Μπαϊρια (θέση κοντά στην Αρτοτίνα), απήγαγαν την Κρουστάλλω, κόρη του Μπαμπαλή, κοτζαμπάση της Δωρίδας. Οι κλέφτες την πήγαν στην Καρυά, στο λημέρι τους. Ζήτησαν από τον Μπαμπαλή, αν θέλει το κορίτσι του, να πάει στο Λιδωρίκι και να ενεργήσει, ώστε να τους δώσουν οι Τούρκοι το αρματολίκι. Και το πέτυχαν.
Εκείνη την περίοδο ο Αλή πασάς, στα Γιάννενα, έκανε σχέδια εναντίον του Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του όλους τους καπετάνιους, Αρβανίτες και Χριστιανούς. Ανάμεσα τους και τον Σκαλτσοδήμο (σαν αντιπρόσωπο των αρματολών του Λιδωρικίου).
Εκείνος όμως έστειλε τον Διάκο στη θέση του. Ο Αθανάσιος Διάκος υπήρξε αρματολός για δύο χρόνια (1814-1816) στο στρατό του Αλή πασά τον ίδιο καιρό με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Όταν ο Ανδρούτσος έγινε καπετάνιος μιας μονάδας αρματολών στη Λιβαδειά, ο Διάκος ήταν για ένα χρόνο πρωτοπαλίκαρο του. Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του ομάδα κλεφτών και όπως πολλοί άλλοι καπετάνιοι κλεφτών και αρματολών γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Η δράση του την Επανάσταση
Σύντομα μετά από το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λιβαδειά με σκοπό την κατάληψη της.
Στις 1 Απριλίου του 1821, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, το κάψιμο του σπιτιού του Μερ Αγά και την κατάληψη του κάστρου, η πόλη έπεσε στους Έλληνες. Η Λιβαδειά, ελεύθερη πλέον, σήκωσε την ελληνική σημαία στις 4 Απριλίου στο κάστρο και την θέση Ώρα.
Ο Χουρσίτ πασάς, εντεταλμένος από τον Σουλτάνο, έστειλε δύο από τους ικανότερους διοικητές του απ’ τη Θεσσαλία, τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ-Μεχμέτ πασά, επικεφαλής 8.000 πεζών και 900 ιππέων Τούρκων με διαταγή να καταστείλουν την επανάσταση στη Ρούμελη και μετά να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο και να σταματήσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Ο Χουρσίτ στηριζόταν στις ικανότητες του Ομέρ Βρυώνη.
Ο Βρυώνης, αλβανικής καταγωγής και πασάς του Βερατίου, ήταν ικανότατος στρατηγός και γνώριζε πολύ καλά τα εδάφη και τους Έλληνες οπλαρχηγούς, τους περισσότερους εκ των οποίων είχε γνωρίσει στην αυλή του Αλή πασά. Μαζί τους ήταν και οι Αρβανίτες αρχηγοί Τελεχά-μπέης, Χασάν Τομαρίτσας, και Μεχμέτ Τσαπάρας.
Ο Διάκος και το απόσπασμα του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες. Η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας και ο Διάκος τη γέφυρα της Αλαμάνας. Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους.
Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στο Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε σοβαρά, ενώ βρήκαν ηρωικό θάνατο, μεταξύ των άλλων ανδρών, και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας με τον αδερφό του Παπαγιάννη.
Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ’ τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο Διάκος επέλεξε να μείνει και να παλέψει μαζί με 48 συμπολεμιστές του σε μία απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν.
Το µαρτυρικό τέλος του Αθανάσιου ∆ιάκου
Στην παραπάνω μάχη ο Διάκος τραυματίστηκε σοβαρά στον δεξί ώμο και συνελήφθη από πέντε Τσάμηδες. Οι συναγωνιστές του Καλύβας και Μπακογιάννης που όρμησαν ξιφήρεις να το σώσουν σκοτώθηκαν κοντά στον αρχηγό τους.
Ο Διάκος μεταφέρθηκε από τους Τούρκους στην Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος τον γνώριζε από την κοινή θητεία τους παλιότερα στην αυλή του Αλή πασά, τον εκτιμούσε πολύ και προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό, αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω!».
Ο Ομέρ πασάς έδειξε συμπάθεια προς τον Διάκο, αλλά κάποιος Χαλήλ μπέης από την πόλη ικέτευσε για την άμεση και παραδειγματική θανάτωσή του, επηρεάζοντας και τον Κιοσέ-Μεχμέτ, που ιεραρχικά ήταν ανώτερος του Ομέρ Βρυώνη.
Την επόμενη μέρα ο Αθανάσιος Διάκος βρήκε φρικτό μαρτυρικό θάνατο. Οι Τούρκοι τον παλούκωσαν ζωντανό. Ένας Τούρκος παραγγέλθηκε για να του περάσει το σουβλί μέσα από το σώμα του. Χωρίς να πειράξει τα ζωτικά εσωτερικά όργανα, και μόνον τρυπώντας του το έντερο και το διάφραγμα, ο Τούρκος του πέρασε το σουβλί ανάμεσα από τα σπλάχνα και το πνευμόνι, μέχρι που του το έβαλε επάνω από τον ώμο.
Ο Διάκος στήθηκε όρθιος στραμμένος προς τη Δύση για να τον καίει ο ήλιος. Γύρω του οι Τούρκοι έστησαν σε πασσάλους τα ακρωτηριασμένα κεφάλια των παλικαριών του, να τον κοιτάνε. Ο Διάκος άντεξε για πολύ το φρικτό βασανιστήριό του, απαξιώνοντας έτσι τους Τούρκους της Ασίας και τη θρησκεία τους, ενώ επαινούσε τους Έλληνες και παρακάλεσε κάποιον εντόπιο Τούρκο να τον λυτρώσει, πυροβολώντας τον. Ζητούσε επίσης νερό να πιει και κανείς δεν τολμούσε να του δώσει.
Ένας από τους συντρόφους του ή ο προαναφερόμενος Τούρκος τον λυπήθηκε και προσπάθησε να τον απαλλάξει από το μαρτύριό του, πυροβολώντας τον από μακριά, για να μη συλληφθεί από τη φρουρά και τιμωρηθεί.
Αστόχησε όμως, και αντί να τον σκοτώσει, η σφαίρα του τρύπησε τον ώμο, επιδεινώνοντας περαιτέρω το μαρτύριό του. Ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων τρομοκράτησε αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η γενναία στάση του κοντά στις Θερμοπύλες τον έκανε μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό.
Ένα μνημείο στέκεται τώρα κοντά στη γέφυρα της Αλαμάνας στο Σπερχειό, το σημείο της τελικής μάχης του. Προς τιμήν του, η Άνω Μουσουνίτσα (το χωριό στο οποίο γεννήθηκε ο πατέρας του) μετονομάστηκε σε «Αθανάσιος Διάκος» στις 15/12/1958. Επίσης, προς τιμήν του Ήρωα, η Κεντρική Επιτροπή Εκατονταετηρίδος (1830 – 1930) οργάνωσε πανηγυρικές εκδηλώσεις το 1930 για τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Αθανασίου Διάκου στην Αρτοτίνα και εντοίχισε στην πρόσοψη του κελιού του Ήρωα στο Ι. Μονή Τιμίου Προδρόμου μαρμάρινη πλάκα με την ακόλουθη επιγραφή «Ενταύθα εμόνασε το τέκνο της Αρτοτίνης, ο Αθανάσιος Διάκος – Εγένετο 31 Αυγούστου 1930» .
Ο Αθανάσιος Διάκος στις 24 Απριλίου 1821 όπου και πέθανε, ήταν 33 ετών.
ΜΑΝΤΩ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ
Πάθος για την λευτεριά
Η Μαντώ Μαυρογένους ήταν εξέχουσα μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, μία από τις ελάχιστες γυναίκες που διακρίθηκαν στον Αγώνα.
Καταγωγή
Γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στην Τεργέστη, όπου ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, γόνος της ονομαστής φαναριώτικης οικογένειας των Μαυρογένηδων με καταγωγή από τις Κυκλάδες, ασχολείτο με το εμπόριο. Η μητέρα της Ζαχαράτη Χατζή Μπατή, γεννημένη στη Μύκονο, αλλά με καταγωγή από τη Σπάρτη, ήταν πολύγλωσση και κρατούσε τα κατάστιχα των εμπορικών δραστηριοτήτων του άνδρα της.
Η δράση της κατά την Επανάσταση
Με την έναρξη της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους από την Τήνο, όπου διέμενε μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1818, έσπευσε στη Μύκονο και πρωτοστάτησε στην εξέγερση των κατοίκων του νησιού.
Διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για τον εξοπλισμό και την επάνδρωση μυκονιάτικων πλοίων και κατά τις πληροφορίες ξένων, κυρίως, περιηγητών έλαβε μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων στην Κάρυστο, στο Πήλιο και τη Φθιώτιδα (1823).
Στις 11 Οκτωβρίου 1822 ηγήθηκε του αγώνα των κατοίκων της Μυκόνου για την απόκρουση της απόβασης των αλγερινών πειρατών στο νησί. Η παρουσία της αποσιωπάται από τους Έλληνες ιστορικούς.
Από τις ελληνικές πηγές προκύπτει ότι το 1823 το Βουλευτικό αναγνώρισε με απόφασή του τις ως τότε υπηρεσίες της και της απένειμε το βαθμό του αντιστρατήγου. Τον Μάιο του 1825 η Μαντώ προσέφερε στην κυβέρνηση ομολογίες 30.000 γροσίων και ζήτησε να διατεθούν για να λάβει μέρος η ίδια, με όσους στρατιώτες θα τής διέθετε η διοίκηση, σε επιχειρήσεις εναντίον των Τουρκοαιγυπτίων.
Η οικονομική ενίσχυση του Αγώνα από τη Μαντώ Μαυρογένους και γενικότερα η δράση της, όπως οι επιστολές της προς τις φιλελληνίδες τής Γαλλίας και της Αγγλίας, κατέστησαν θρυλικό το όνομά της στους ευρωπαϊκούς φιλελληνικούς κύκλους και η προσωπογραφία της τυπώθηκε και κυκλοφόρησε το 1827 σε όλη την Ευρώπη.
Το 1825 ζούσε στο Ναύπλιο σ’ ένα μισοερειπωμένο σπίτι. Οι πόροι της είχαν εξαντληθεί και αναγκαζόταν να εκποιεί ακίνητα της οικογένειάς της που είχε στα νησιά των Κυκλάδων.
Ο έρωτάς της για τον στρατηγό Δημήτριο Υψηλάντη προκάλεσε την αντίδραση του περιβάλλοντός του και πολλά κουτσομπολιά στο Ναύπλιο.
Ο Υψηλάντης φαίνεται να της είχε υποσχεθεί γάμο, αλλά σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο, «επικράθη πάρα πολύ και απεφάσισε να πάρη το λόγο του οπίσω, όπου είχε δώσει προς αυτήν πριν ανακαλύψει τας μετά του κυρίου Βλακέρου σχέσεις της».
Ο Βλακέρος, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες, ήταν ο άγγλος φιλέλληνας Έντουαρντ Μπλάκιερ, μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που έπαιξε ενεργό ρόλο στα δάνεια της ανεξαρτησίας.
Η αθέτηση της υπόσχεσης του Δημητρίου Υψηλάντη ότι θα τη νυμφευόταν, η ένδεια στην οποία είχε περιέλθει και η βίαιη απομάκρυνσή της από το Ναύπλιο το 1826 με εντολή του Ιωάννη Κωλέττη, υπήρξαν βαρύτατα πλήγματα για την ηρωίδα.
Ενεργώντας απερίσκεπτα υπέβαλε στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (1827), ένα υπόμνημα – κατηγορητήριο κατά του Υψηλάντη, ζητώντας από τους πληρεξουσίους να δικαιώσουν την ίδια και να καταδικάσουν τον στρατηγό. Το υπόμνημα της Μαυτογένους δεν αναγνώστηκε ποτέ, ούτε καν αναφέρεται στα πρακτικά της Συνέλευσης.
Το τέλος της Μαντώς Μαυρογένους
Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (1831) τα προβλήματα επιβίωσης οξύνθηκαν για την ηρωίδα, ενώ επιδεινώθηκαν και οι σχέσεις με την οικογένειά της. Η μητέρα της, αλλά και ο σύζυγος της αδελφής της την κατηγορούν ότι κατασπατάλησε τη μεγάλη οικογενειακή περιουσία.
Αναγκάζεται τότε να απευθύνει επιστολή προς τον βασιλιά Όθωνα και να του διεκτραγωδήσει την κατάστασή της. Δεν λαμβάνει καμία απάντηση.
Εγκαθίσταται στη Πάρο, όπου υπήρχαν συγγενείς της, αλλά για κακή της τύχη θα προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό.
Στην Παροικιά υπάρχει ένας μόνο γιατρός και αυτός πρακτικός, ο Φραγκίσκος Κονταρίνης, που στο παρελθόν είχε δουλέψει στην Ιταλία ως βοηθός φαρμακοποιού. Ένα πρωινό του Ιουλίου του 1840 η ηρωίδα θα κλείσει για πάντα τα μάτια της, σε ηλικία 44 ετών, σχεδόν ξεχασμένη απ’ όλους.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΝΑΡΗΣ
Ο μπουρλοτιέρης
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης σπουδαία μορφή του ναυτικού αγώνα και μετέπειτα ναύαρχος και πολιτικός, διετέλεσε πέντε φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας σε ένα διάστημα 33,5 ετών (1844, 1848-49, 1864, 1864-65 και 1877) και για 2 χρόνια και 3 μήνες συνολικά.
Καταγωγή – Πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε το 1793 στα Ψαρά όπου και μεγάλωσε. Ήταν το μικρότερο παιδί του Ψαριανού Δημογέροντα Μιχαήλ Κανάριου και της Μαρώς. Έμεινε πολύ μικρός ορφανός από πατέρα και έτσι άρχισε να δουλεύει σε πλοία συγγενών του. Αρχικά το όνομά του ήταν «Κανάριος» και τελικά έγινε Κανάρης. Όταν πέθανε ο θείος του, στου οποίου το μικρό εμπορικό πλοίο εργαζόταν, ανέλαβε καπετάνιος του ο ίδιος σε ηλικία 20 ετών.
Πήγε στην Οδησσό για πρώτη φορά το 1820. Ήξερε για τη Φιλική Εταιρεία αλλά δεν είχε γίνει μέλος της. Όταν έμαθε ότι ξέσπασε η επανάσταση στη Μολδαβία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, έσπευσε αυθόρμητα να πάρει μέρος στον πρώτο «πολεμικό στόλο» των Ψαριανών υπό τον Ν. Αποστόλη.
Από τους πρώτους μήνες ο Κανάρης ξεχώρισε για το θάρρος του και την αποφασιστικότητά του, κάνοντας επιδρομές στα μικρασιατικά παράλια ενώ κατόπιν εντάχθηκε στα πυρπολικά. Η ανατίναξη ενός τουρκικού δικρότου στην Ερεσό από τον Δημήτριο Παπανικολή τον παρακίνησε σε ανάλογο εγχείρημα.
Η δράση του κατά την Επανάσταση
Τον Ιούνιο του 1822, αφού ο ελληνικός στόλος δεν κατάφερε να σώσει τη Χίο από την τουρκική σφαγή, ο Κανάρης ανέλαβε να βάλει μπουρλότο στη ναυαρχίδα του Καρά Αλή, του επικεφαλής του στρατού που έσφαξε τους κατοίκους και έκαψε το νησί.
Στο εγχείρημα βοήθησαν δύο παράγοντες: αφενός ότι η νύχτα ήταν πολύ σκοτεινή καθώς δεν είχε φεγγάρι και αφετέρου ότι στο κατάφωτο κατάστρωμα της ναυαρχίδας οι περίπου 2.000 Τούρκοι γιόρταζαν το Μπαϊράμι κι έτσι τα μέτρα φρούρησης ήταν ελλιπή. Η φωτιά απ’ το μπουρλότο μεταδόθηκε ταχύτατα στο καράβι.
Πριν προλάβουν να απομακρυνθούν απ’ αυτό οι πρώτες σωστικές λέμβοι, η φωτιά έφτασε στην πυριτιδαποθήκη, η οποία ανατινάχθηκε. Ως αποτέλεσμα τα θύματα ήταν πάρα πολλά. Μεταξύ αυτών ο ναύαρχος Καρά Αλής, αξιωματικοί του και πολλοί ναύτες.
Η ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας υπήρξε ένα από τα χαρακτηριστικότερα γεγονότα του κατά θάλασσαν αγώνα, έκανε δε πολύ μεγάλη εντύπωση στην Ευρώπη. Χρησιμοποιώντας σημερινή ορολογία, θα λέγαμε ότι βοήθησε επικοινωνιακά πολύ την Επανάσταση. Τόσο μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων όσο και μεταξύ των Ευρωπαίων, ο Κανάρης πλέον ήταν ήρωας.
Η δράση του συνεχίσθηκε καθώς συνέχισε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τον αγώνα. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ τοποθετήθηκε νέος ναύαρχος στη θέση του Καρά Αλή. Τον Οκτώβριο του 1822 βγήκε με το στόλο του στο Αιγαίο για να ανεφοδιάσει τα τουρκικά φρούρια στην Πελοπόννησο και να καταστείλει την Επανάσταση στα νησιά. Αγκυροβόλησε στην Τένεδο.
Αλλά στις 29 Οκτωβρίου 1822, ο Κανάρης, συνοδευόμενος από το Δημήτριο Βρατσάνο, πέρασε ανάμεσα από τον τουρκικό στόλο και μην μπορώντας να προσεγγίσει το πλοίο του ναυάρχου, κόλλησε το πυρπολικό του στην αντιναυαρχίδα «Ρίαλα-Γεμισί» και την τίναξε στον αέρα.
Έχασαν τη ζωή τους 800 μέλη του πληρώματος, Τούρκοι αλλά και Χριστιανοί ναύτες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στόλο. Ο Κακλαμάν Πασάς Μεχμέτ σήκωσε άγκυρα και κατέφυγε με τη βοήθεια ούριου ανέμου στο Τσανάκ-Καλεσί, στον Ελλήσποντο.
Τον επόμενο χρόνο, ο Κανάρης πραγματοποίησε επιθέσεις στα μικρασιατικά παράλια, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Δεν μπόρεσε, επίσης, να κάνει τίποτε όταν το 1824 ο Χοσρέφ-Μεχμέτ Πασάς κατέστρεψε τα Ψαρά.
Όμως, τον Αύγουστο του 1824 πυρπόλησε μια μεγάλη φρεγάτα του Χοσρέφ στη Σάμο και μια κορβέττα στη Μυτιλήνη. Η έλλειψη πόρων, ωστόσο, αποσυντόνισε το ναυτικό των Ελλήνων. Οι ναύτες έπαιρναν τα πλοία, σήκωναν όποια σημαία ήθελαν και επιδίδονταν στην πειρατεία. O Κανάρης κατάφερνε να επιβάλλει την πειθαρχία στα δικά του πληρώματα.
Το καλοκαίρι του 1825 ο Λάζαρος Κουντουριώτης συνέλαβε ένα παράτολμο εγχείρημα, το οποίο, κατόπιν έγκρισης της ελληνικής επαναστατικής διοίκησης, ανέλαβε να φέρει σε πέρας ο Κανάρης. Ο Μωχάμετ Άλη είχε συγκεντρώσει στην Αλεξάνδρεια περίπου 60 μεγάλα πολεμικά και τριπλάσια φορτηγά πλοία.
Μ’ αυτά προετοίμαζε το καλοκαίρι του 1825 να στείλει στρατό στην επαναστατημένη Ελλάδα. Το σχέδιο του Κανάρη προέβλεπε να πάνε κάποια ελληνικά πλοία στην Αλεξάνδρεια και να κάψουν τον αιγυπτιακό στόλο.
Έτσι θα σταματούσε και το λαθρεμπόριο που έκαναν Γάλλοι, φίλοι του Μωχάμετ Άλη, σε βάρος του ελληνικού αγώνα. Το σχέδιο εγκρίθηκε και η αρχηγία του ελληνικού στόλου ανατέθηκε στον πλοίαρχο Μανόλη Τομπάζη.
Στις 10 Αυγούστου 1825, ο Τομπάζης και ο Αντώνιος Κριεζής, μαζί με τα πυρπολικά του Αντώνιου Βώκου, του Μανώλη Μπούτη και του Κανάρη, έφθασαν έξω από την Αλεξάνδρεια. Την έκτη εσπερινή ώρα που έφθασαν προ της Αλεξάνδρειας, έπλεε μεν ούριος άνεμος αλλά για να μπουν μέσα στο λιμάνι χρειάζονταν κάποιον πιλότο επειδή υπήρχαν πολλοί ύφαλοι.
Ο Κανάρης θεώρησε ότι έπρεπε να επιτεθεί άμεσα γιατί ήταν τέτοια η διάταξη των αιγυπτιακών πλοίων που με τον άνεμο ο οποίος φυσούσε, θα υφίσταντο πανωλεθρία σε μια επίθεση με πυρπολικά.
Εξαπατώντας τον πιλότο, ύψωσε ρωσική σημαία και μπήκε μόνος του στο λιμάνι. Προσπάθησε να πλησιάσει τον εχθρικό στόλο αλλά ο άνεμος έπεσε ξαφνικά, οπότε άρχισε να κόβει βόλτες μέσα στο λιμάνι, προσπαθώντας να φθάσει στον μυχό.
Όταν βρέθηκε δίπλα στο γαλλικό πολεμικό «Μέλισσα», κατάλαβε ότι είχε γίνει αντιληπτός. Έβαλε λοιπόν φωτιά στο πυρπολικό, μπήκε με τους ναύτες του στη βάρκα διαφυγής και προσπάθησε να βγει απ’ το λιμάνι.
Το πλήρωμα της «Μέλισσας» άρχισε να πυροβολεί και το πυρπολικό και τη βάρκα του Κανάρη. Ο άνεμος δυνάμωσε και το πυρπολικό, καιόμενο, πλησίασε τον αιγυπτιακό στόλο απειλητικά.
Η καταστροφή θα ήτο τρομερά, ολοκληρωτική δε η νίκη των Ελλήνων. Αλλά η Μέλισσα κατά κάποιον τρόπο τους παρημπόδισε. Ο Κανάρης, ενώ έβαλλαν εναντίον του και από τα πλοία και από παράκτια πυροβολεία, κατάφερε να διαφύγει και να φθάσει στον ελληνικό στόλο, ο οποίος είχε ήδη υψώσει ελληνική σημαία.
Ο Μωχάμετ Άλη πήρε μερικά πλοία και κυνήγησε τους Έλληνες μέχρι τις ακτές της Καραμανίας χωρίς αποτέλεσμα.
Το ότι ο στόχος δεν επετεύχθη δεν οφείλεται σε λάθος του Κανάρη και ούτε μειώνει το μεγαλείο του εγχειρήματος. Οι επαναστατημένοι Έλληνες θεώρησαν την πράξη του Κανάρη πλήρη τόλμης και πατριωτισμού αλλά κάποιοι Ευρωπαίοι δυσαρεστήθηκαν και την είδαν σαν αχαρακτήριστη πειρατική πράξη λόγω της χρήσης ξένης σημαίας υπό επισήμου καταδρομέως.
Πολιτική σταδιοδροµία
Ο Κωνσταντίνος Κανάρης ήταν ένα από τα λίγα πρόσωπα στα οποία είχε εμπιστοσύνη ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος κυβερνήτης της ανεξάρτητης Ελλάδος. Ο Καποδίστριας θα τον διορίσει αρχικά φρούραρχο της Μονεμβασιάς και κατόπιν διοικητή μιας ναυτικής μοίρας που θα πολεμήσει τους αγγλόφιλους και τους αντικυβερνητικούς της Ύδρας.
Στον Κανάρη ανατέθηκε να συλλάβει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όταν ο τελευταίος δραπέτευσε από το Ναύπλιο. Απογοητευμένος λόγω της δολοφονίας του Καποδίστρια, ο Κανάρης αποσύρθηκε στη Σύρο όπου ιδιώτευσε για ένα διάστημα.
Όταν ήρθε στην Ελλάδα ο Όθωνας, τον διόρισε καταρχήν πλοίαρχο γ΄ τάξεως κι έπειτα ναύαρχο. Μετά τη μεταπολίτευση του 1843, ο Κανάρης έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ανδρέα Μεταξά και κατόπιν στην κυβέρνηση Ιωάννη Κωλέττη.
Το 1854 έγινε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου. Επειδή οι ιδέες του γίνονταν όλο και περισσότερο αντιμοναρχικές, το 1861 αρνήθηκε τη σύνταξη που του χορήγησε η Κυβέρνηση.
Το καλοκαίρι του 1862 ο Όθωνας του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ο Κανάρης πρότεινε έναν κατάλογο με υπουργούς, που όλοι τους είχαν σχεδόν επαναστατικές απόψεις, λέγοντας στον Όθωνα ότι μόνο με τέτοια κυβέρνηση και η μοναρχία θα ήταν δυνατό να σωθεί και η τάξη στη χώρα να διατηρηθεί.
Ο Όθωνας όμως δεν δέχθηκε και έδωσε την εντολή στον Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Ο Κανάρης πέρασε ανοιχτά στην αντιπολίτευση.
Ο Κανάρης προσχώρησε στην αντιπολίτευση και μετά την έξωση του Όθωνα έγινε μέλος της υπό τον Δημήτριο Βούλγαρη τριανδρίας που σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση. Ο ίδιος πήγε ως επικεφαλής επιτροπής στη Δανία για να προσφέρει το θρόνο στον μετέπειτα βασιλιά Γεώργιο Α’.
Διετέλεσε υπουργός Ναυτικών στην κυβέρνηση Ρούφου. Υστερα το 1864 σχημάτισε ο ίδιος κυβέρνηση, μετά από ένα μήνα παραιτήθηκε και σχημάτισε και πάλι κυβέρνηση, η οποία παρέμεινε επί ένα χρόνο στην εξουσία. Κατόπιν παραιτήθηκε οριστικά, θέλοντας να αποσυρθεί από τον δημόσιο βίο καθώς είχε υπερβεί τα 75 χρόνια. Στο σπίτι όπου έμενε, στην οδό Κυψέλης, στην Αθήνα, (προς τιμήν του οποίου ονομάστηκε αργότερα «πλατεία Κανάρη» ή πλατεία Κυψέλης), συνέρρεαν πολίτες από παντού για να δουν τον «Ναύαρχο», όπως τον αποκαλούσαν.
Το 1877 ετέθη επικεφαλής οικουμενικής κυβέρνησης για να αντιμετωπιστούν οι δύσκολες για την χώρα περιστάσεις που δημιούργησε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος.
Το τέλος του Κωνσταντίνου Κανάρη
Ο «ναύαρχος», όπως τον αποκαλούσε ο λαός, πέθανε επί των επάλξεων της πολιτικής στις 2 Σεπτεμβρίου 1877 και κηδεύτηκε με μεγαλοπρέπεια στο Α’ Νεκροταφείο.