Πάντα ο όρος «θαύμα» γίνεται αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα σε πιστούς, «λιγότερο πιστούς», ορθολογιστές και άθεους.
Υπάρχουν τα θαύματα που βιώνουμε μόνοι μας. Μία ανέλπιστη σωτηρία. Μία θεία βοήθεια. Μία κερδισμένη μάχη με τον θάνατο.
Μία έξοδος από πολύ δύσκολη κατάσταση που φαινόταν αναπόφευκτη.
Υπάρχουν τα θαύματα που αποτυπώνονται στο συλλογικό ασυνείδητο πολλών ανθρώπων που παρίστανται ως μάρτυρες.
Υπάρχουν φυσικά και τα ψεύτικα «θαύματα», που γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από βέβηλους ανθρώπους πολλοί εκ των οποίων υποτίθεται υπηρετούν την Ορθοδοξία.
Αλλά στην ουσία, υπηρετούν την τσέπη τους. Αυτές οι απάτες είναι και η αιτία της δυσπιστίας πολλών ανθρώπων απέναντι και στα πραγματικά θαύματα της καθημερινότητάς μας. Μία πραγματική προδοσία της πίστης.
Η Παναγιά πρωταγωνιστεί σε πολλά καταγεγραμμένα θαύματα. Από ικεσίες υπέρ υγείας, έως το μέτωπο απελευθερωτικών πολέμων.
Στο έπος του 1940 για παράδειγμα, Έχουν καταγραφεί θείες παρεμβάσεις της Θεοτόκου στα πεδία των μαχών.
Και στον αγώνα για την ελευθερία. Υπάρχει όμως μία εμβληματική θεία παρέμβαση της Θεοτόκου, που έχει καταγραφεί ως ιστορικό δεδομένο στα απομνημονεύματά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Η Ικεσία του Κολοκοτρώνη στην Παναγία και η παρέμβαση Της
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, αυτός ο μεγάλος έλληνας, είναι από τους ελάχιστους που δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από κανέναν. Είναι ο άνθρωπος που απελευθέρωσε την Ελλάδα, όχι με λόγια, όχι με θεωρίες, αλλά με έργο, αγώνα και θυσία. Κυρίως όμως με πίστη.
Στην κρίσιμη καμπή της εθνεγερσίας λοιπόν, όταν όλα έμοιαζαν χαμένα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προσέφυγε στην Παναγία, ζητώντας βοήθεια. Η Παναγιά τον άκουσε. Και η φλόγα της επανάστασης ξαναφούντωσε στις ψυχές των ελλήνων.
Δείτε πώς περιγράφει ο ίδιος τα απομνημονεύματά του το θαύμα που βίωσε. Με την ταπεινότητα ενός πραγματικού ήρωα, με την ορθολογική προσέγγιση ενός πραγματικού μαχητή:
«Έκατσα που εσκαπέτισαν με τα μπαϊράκια τους απεκατέβηκα κάτω. Ήταν μιά εκκλησία εις τον δρόμον, η Παναγία στο Χρυσοβίτσι, και το καθησιό μου ήτο όπου έκλαιγα την Ελλάς…Σίμωσα, έδεσα το άλογό μου σ’ ένα δένδρο, μπήκα μέσα και γονάτισα.
Παναγία μου είπα από τα βάθη της καρδιάς μου και τα μάτια μου δάκρυσαν. Παναγία μου βοήθησε και τούτη τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν.
Έκανα το Σταυρό μου, ασπάσθηκα την εικόνα της, βγήκα από το εκκλησάκι, πήδηξα στο… άλογό μου και έφυγα. Σε λίγο μπροστά μου ξεπετάγονταν οχτώ αρματωμένοι, ο εξάδελφός μου ο Αντώνης Κολοκοτρώνης και επτά ανήψια του.
– Κανείς δεν είναι στην Πιάνα, μου είπε ο Αντώνης. Ούτε στην Αλωνίσταινα. Είναι φευγάτοι. -Ας μη είναι κανείς αποκρίθηκα.
Ο τόπος σε λίγο θα γιομίση παλικάρια… Ο Θεός υπέγραψε την λευτεριά της Ελλάδος και δεν θα πάρει πίσω την υπογραφή του»
Γιατί αυτός είναι ο δρόμος του Αγίου, του Ήρωα, του Φιλοσόφου. Ο δρόμος ο Ελληνικός, που όταν η Παναγιά τον αφουγκράζεται, ερχεται πάντα παραστάτιδα.