Οι πρώτες πάντως σοβαρές συγκρούσεις μεταξύ των δύο ισχυρότερων στόλων της εποχής, του βρετανικού και του γερμανικού, σημειώθηκαν με την έναρξη του πολέμου, στις ναυμαχίες του Κόρονελ και των Φόκλαντ. Ήταν η ώρα των Γερμανών να απαντήσουν.

Το βρετανικό Ναυτικό το 1914 ήταν το δεύτερο ισχυρότερο στον κόσμο. Με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Αύγουστος 1914), η ηγεσία του επιθυμούσε να αναμετρηθεί αμέσως με το βρετανικό Ναυτικό, στη Βόρεια Θάλασσα.

Αν και υστερούσε σε αριθμό βαρέων πολεμικών (θωρηκτών και καταδρομικών μάχης) και σε διαμέτρημα πυροβόλων, εντούτοις υπερείχε των Βρετανών όσον αφορά στην ποιότητα των πλοίων του.

Επίσης, σκόπευε να αξιοποιήσει και ένα νέο όπλο, που δεν ήταν άλλο από το υποβρύχιο. Παρ’ όλα αυτά, η ηγεσία του Στρατού έπεισε τον Κάιζερ ότι δεν χρειαζόταν δράση του Ναυτικού για την επιτυχή και ταχεία ολοκλήρωση του πολέμου, το ευτυχές πέρας του οποίου οι Γερμανοί στρατηγοί τοποθετούσαν, το αργότερο, τα Χριστούγεννα του 1914.

Έτσι, οι Βρετανοί μετέφεραν ανενόχλητοι τις δυνάμεις του εκστρατευτικού τους σώματος στη Γαλλία, τις οποίες ενίσχυαν συνεχώς.

Σημαντικό ρόλο στην απόφαση αυτή της γερμανικής ανώτατης ηγεσίας έπαιξε και η ήττα των ελαφρών γερμανικών σκαφών στη ναυμαχία της Ελιγολάνδης (28 Αυγούστου 1914). Ωστόσο, συγκρούσεις μεταξύ βρετανικών και γερμανικών πολεμικών σημειώθηκαν και πολύ μακριά από εκεί που θα έπρεπε να σημειωθούν.

Διάφορα γερμανικά πολεμικά που βρίσκονταν απομονωμένα σε διάφορες γωνιές του κόσμου και τα οποία  ανέλαβαν, με την κήρυξη του πολέμου, επιδρομές κατά συμμαχικών εμπορικών πλοίων.

Επιπλέον, όμως, μια ολόκληρη μοίρα του γερμανικού στόλου, με δύο θωρακισμένα (βαριά) και μερικά ελαφρά καταδρομικά, υπό τον ναύαρχο φον Σπέε, κατανίκησε μια βρετανική μοίρα ανοιχτά των ακτών της Χιλής, στη ναυμαχία του Κόρονελ.

Οι Βρετανοί απάντησαν με την αποστολή ισχυρών δυνάμεων στην περιοχή, οι οποίες συναντήθηκαν με τον θρασύ Γερμανό ναύαρχο και διέλυσαν με τη σειρά τους τη μοίρα του, ανοιχτά των νήσων Φόκλαντ.

Στη Βόρεια Θάλασσα, πάντως, δεν είχαν μέχρι τότε σημειωθεί σοβαρά γεγονότα, με εξαίρεση τις επιτυχίες των γερμανικών υποβρυχίων στην περιοχή.

Το γερμανικό Ναυτικό χρειαζόταν μια επιτυχία για να τονώσει το ηθικό του που είχε πληγεί. Έτσι, αποφασίστηκε η διενέργεια επιδρομής κατά του βρετανικού εδάφους, σε μια προσπάθεια να πληγεί και το αντίπαλο ηθικό.

Πορεία σύγκρουσης

Τη 14η Δεκεμβρίου 1914, ο στόλος του ναύαρχου Χίπερ απέπλευσε από το Κίελο, με τέσσερα καταδρομικά μάχης, μερικά ελαφρά καταδρομικά, αντιτορπιλικά και τορπιλοβόλα. Στόχος του ήταν να βομβαρδίσει τις ακτές του Γιόρκσαϊρ. Αυτό που ο Χίπερ και το γερμανικό ναυαρχείο δεν γνώριζαν ήταν ότι οι Βρετανοί είχαν αποκτήσει τμήμα από το βιβλίο κωδίκων του γερμανικού Ναυτικού.

Αυτό συνέβη τον Αύγουστο του 1914, όταν το ελαφρύ καταδρομικό «Magdeburg» εξόκειλε στον κόλπο της Φινλανδίας και έπεσε στα χέρια των Ρώσων, χωρίς το πλήρωμα να έχει προλάβει να καταστρέψει εξ ολοκλήρου το βιβλίο με τους κώδικες επικοινωνίας. Έτσι, το βρετανικό ναυαρχείο πληροφορήθηκε τις γερμανικές προθέσεις και ετοιμάστηκε να απαντήσει. Άργησε όμως χαρακτηριστικά να το πράξει.

Έτσι, στις 16 Δεκεμβρίου οι Γερμανοί, χωρίς αντίσταση, βομβάρδισαν τις παράκτιες πόλεις Σκάρμπορο, Γουίτμπι και Χάρτελπουλ, με αποτέλεσμα το θάνατο 122 και τον τραυματισμό 433 πολιτών και την πρόκληση σημαντικών ζημιών.

Η επιδρομή είχε επιτύχει να πλήξει το βρετανικό γόητρο και να προκαλέσει σάλο στη βρετανική κοινή γνώμη, καθώς ήταν η πρώτη φορά που βαλλόταν βρετανικό έδαφος από τα τέλη του 18ου αιώνα!

Εκμεταλλευόμενος δε τον πολύ άσχημο καιρό, ο Χίπερ αποχώρησε ανενόχλητος, παρά την καταδίωξη των Βρετανών, προκαλώντας ακόμα περισσότερες επικρίσεις από τη βρετανική κοινή γνώμη κατά του βρετανικού ναυαρχείου.

Από τη γερμανική πλευρά, η επιδρομή θεωρήθηκε τόσο επιτυχημένη, που αποφασίστηκε άμεσα η επανάληψή της.

Το γερμανικό ναυαρχείο γνώριζε, άλλωστε, ότι τα δύο βρετανικά καταδρομικά μάχης που είχαν πολεμήσει στη ναυμαχία των Φόκλαντ (8 Δεκεμβρίου) δεν θα μπορούσαν να βρίσκονται και στη Βόρεια Θάλασσα, μέσα στις επόμενες ημέρες. Είχε λοιπόν δύο σοβαρούς λόγους λιγότερους για να ανησυχεί.

Η νέα έξοδος του στόλου του Χίπερ αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί στις 24 Ιανουαρίου. Αυτή τη φορά όμως ο Χίπερ θα είχε στη διάθεσή του μόνο τρία καταδρομικά μάχης, καθώς το «Von der Tann» είχε δεξαμενιστεί για επισκευές. Αντ’ αυτού διατέθηκε στο Χίπερ το θωρακισμένο (βαρύ) καταδρομικό «Blucher».

Το «Blucher» ήταν ένα από τα μεγαλύτερα και ισχυρότερα  καταδρομικά του κόσμου, με πλήρες εκτόπισμα 17.000 τόνους και κύριο οπλισμό 12 πυροβόλων των 210 χιλ.

Ωστόσο, ο οπλισμός αυτός αλλά και η μέγιστη θωράκισή του, που δεν ξεπερνούσε σε πάχος τα 180 χιλ. στη θωρηκτή ζώνη, δεν του εξασφάλιζαν μεγάλες πιθανότητες επιβίωσης απέναντι στα βρετανικά καταδρομικά μάχης με τα πυροβόλα των 305 και 343 χιλ.

Παρ’ όλα αυτά, στις 24 Ιανουαρίου ο στόλος του Χίπερ, με τα τρία καταδρομικά μάχης, το «Blucher», τέσσερα ελαφρά καταδρομικά και 18 αντιτορπιλικά, απέπλευσε με προορισμό τη θαλάσσια περιοχή του Ντότζερ Μπανκ, που βρίσκεται στη Βόρεια Θάλασσα, σε απόσταση 100 χλμ. περίπου από τις βρετανικές ακτές. Ήταν μια σχετικά αβαθής περιοχή (βάθος θαλάσσης 15-36 μ.), που αποτελούσε παραδοσιακή αλιευτική περιοχή για τους Βρετανούς και τους Ολλανδούς.

Τα βρετανικά αλιευτικά σκάφη εξακολουθούσαν να ψαρεύουν στην περιοχή και κατά τη διάρκεια του πολέμου, ενώ το βρετανικό ναυαρχείο, εκμεταλλευόμενο το μικρό βάθος στην περιοχή, είχε τάξει ανθυποβρυχιακά δίχτυα.

Στην περιοχή υπήρχαν πάντα βρετανικά περιπολικά, τα οποία προστάτευαν τα δίχτυα και τα αλιευτικά σκάφη. Αυτός ήταν και ο στόχος του Χίπερ.

Ο γερμανικός στόλος θα επιχειρούσε να πλήξει τα βρετανικά περιπολικά και τα αλιευτικά σκάφη, προκαλώντας οικονομικό πλήγμα στον εχθρό, αλλά και αμφισβητώντας εμπράκτως τη βρετανική κυριαρχία στη Βόρεια Θάλασσα.

Το βρετανικό ναυαρχείο, πάντως, και στην περίπτωση αυτή, γνώριζε για την επικείμενη γερμανική επιδρομή, και αυτή τη φορά πήρε καλύτερα τα μέτρα του.

Την ώρα που ο Χίπερ απέπλεε, από τα βρετανικά λιμάνια ξεκινούσαν δύο βρετανικές μοίρες καταδρομικών μάχης, μία μοίρα θωρηκτών, μοίρες ελαφρών καταδρομικών και περί τα 50 αντιτορπιλικά για να τον συναντήσουν.

Το βρετανικό σχέδιο προέβλεπε την παγίδευση και την καταστροφή ολόκληρης της δύναμης του Χίπερ. Για το σκοπό αυτό η 3η Μοίρα Θωρηκτών, μαζί με μία μοίρα καταδρομικών και μερικά αντιτορπιλικά, στάλθηκε 40 ν.μ. βορειοδυτικά του Ντότζερ Μπανκ, για να αποκόψει το δρόμο υποχώρησης του Χίπερ.

Την ίδια ώρα, δύο μοίρες καταδρομικών μάχης, υπό τον αντιναύαρχο Ντέιβιντ Μπίτι, με τα νεότευκτα «υπερκαταδρομικά μάχης» «Lion», «Tiger» και «Princess Royal», το καθένα από τα οποία έφερε 8 πυροβόλα των 343 χιλ. και τα παλαιότερα «New Zealand» και «Indomitable»,  το καθένα από τα οποία έφερε 8 πυροβόλα των 305 χιλ., συνοδευόμενες από έξι ελαφρά καταδρομικά και 35 αντιτορπιλικά, κινούνταν με στόχο να συναντήσουν το Χίπερ.

Οι Βρετανοί υπερείχαν συντριπτικά σε αριθμό και σε διαμέτρημα πυροβόλων. Όσον αφορά στα τρία γερμανικά καταδρομικά μάχης, τα μεν «Seydlitz» και «Moltke» ήταν οπλισμένα με 10 πυροβόλα των 284 χιλ., ενώ το «De Derfflinger», με 8 πυροβόλα των 305 χιλ.

Τα πυροβόλα βροντούν

Τα γερμανικά πλοία έπλεαν με ταχύτητα 23 κόμβων προς το Ντότζερ Μπανκ, όταν ο Χίπερ αντιλήφθηκε τους καπνούς από τα φουγάρα των βρετανικών πλοίων. Είχε προηγηθεί επαφή του καταδρομικού του «Kolberg» με το βρετανικό «Aurora», σημάδι ότι οι Βρετανοί ήταν κοντά. Ο Χίπερ πίστεψε ότι πιθανότατα οι αντίπαλοί του είχαν στείλει εναντίον του μοίρες θωρηκτών του Μεγάλου Στόλου (ονομασία του βρετανικού μητροπολιτικού στόλου).

Έτσι αποφάσισε να μην επιμείνει, και αμέσως διέταξε την επιστροφή στη βάση.

Τα γερμανικά πλοία εκτέλεσαν στροφή, αλλά σύντομα κατάλαβαν ότι οι Βρετανοί ακολουθούσαν. Πράγματι, ο Μπίτι, ενημερωμένος από το «Aurora», έσπευδε τώρα πάση δυνάμει προς τα γερμανικά πλοία. Στις 07:30 της 24ης Ιανουαρίου τα καταδρομικά του υποναύαρχου Γκουντινάφ, τα οποία έπλεαν σε απόσταση 5 ν.μ. μπροστά από τη βρετανική ναυαρχίδα «Lion», όπου επέβαινε και ο Μπίτι, εντόπισαν τα γερμανικά βαριά πολεμικά. Τα ελαφρύτερα γερμανικά σκάφη είχαν απομακρυνθεί.

Ο καιρός ήταν άσχημος, και ένας ισχυρός βορειανατολικός άνεμος έπνεε, με αποτέλεσμα ο καπνός από τα φουγάρα του «Seydlitz» να λειτουργεί ως προπέτασμα υπέρ των Βρετανών. Μόλις στις 08:40 ο Χίπερ αντιλήφθηκε ότι τον καταδίωκαν βρετανικά πολεμικά. Την ώρα εκείνη, όμως, η απόσταση μεταξύ των αντίπαλων πολεμικών ήταν μικρότερη των 25.000 γιαρδών.

Τα πλοία του Χίπερ βρισκόταν ήδη εντός του βεληνεκούς των βρετανικών πυροβόλων των 343 χιλ. Ο Γερμανός ναύαρχος δεν μπορούσε να αποφύγει τη μάχη.

Τα βρετανικά πλοία της 1ης Μοίρας Καταδρομικών Μάχης, άλλωστε, δεν ήταν μόνο βαρύτερα οπλισμένα, αλλά και ταχύτερα, ικανά να πλέουν με ταχύτητα μεγαλύτερη των 27 κόμβων.

Τα δύο παλαιότερα σκάφη της 2ης Μοίρας δεν μπορούσαν να κινούνται διαρκώς με ταχύτητα μεγαλύτερη των 25 κόμβων. Όσον αφορά στα γερμανικά πλοία, το «Seydlitz» ανέπτυσσε ταχύτητα 26,5 κόμβων, το «Moltke» 28, το «Derfflinger» 25,5 και το «Blucher» μόλις με 24.

Έλειπε, δηλαδή, από τη γερμανική γραμμή μάχης η ομοιομορφία που είχε η αντίστοιχη βρετανική.

Στις 09:00 ακριβώς το «Lion» άνοιξε πρώτο πυρ, με στόχο το «Blucher», με τα άλλα δύο σκάφη να ακολουθούν σύντομα. Σε λίγο, καθώς η απόσταση είχε μειωθεί, απάντησαν και τα γερμανικά καταδρομικά μάχης, στοχεύοντας τη βρετανική ναυαρχίδα. Ο Μπίτι διέταξε τα σκάφη του να εμπλέξουν το καθένα από ένα γερμανικό καταδρομικό μάχης, αφήνοντας το «Blucher» στο «New Zealand» και στο «Indomitable».

Με τον τρόπο αυτό επιθυμούσε να αξιοποιήσει στο έπακρο την υπεροχή του σε βαριά πυροβόλα. Όμως, ο κυβερνήτης του «Tiger» δεν έκρινε σκόπιμο να συμμορφωθεί με τη διαταγή του ανωτέρου του και συνέχισε να κατευθύνει τα πυρά του στο «Seydlitz», αφήνοντας το «Moltke» χωρίς αντίπαλο. 

Η ανταλλαγή πυρών συνεχίστηκε. Στις 09:30 η απόσταση είχε μειωθεί στις 17.500 γιάρδες. Από την απόσταση αυτή, το «Lion» έπληξε με βλήμα των 343 χιλ. το μπαρμπέτο του τελευταίου πρυμναίου πύργου κύριων πυροβόλων του «Seydlitz». Το βλήμα προκάλεσε έκρηξη των προωθητικών γεμισμάτων των πυροβόλων. Το πλήρωμα του πύργου επιχείρησε να διαφύγει μέσω της θωρακισμένης θύρας που ένωνε τους δύο πρυμναίους πύργους.

Δεν το κατόρθωσε, αλλά από την ανοιχτή θύρα η φωτιά μεταδόθηκε και στον άλλο πύργο, προκαλώντας ανάφλεξη και των εκεί αποθηκευμένων προωθητικών γεμισμάτων.

Το αποτέλεσμα ήταν το «Seydlitz» να χάσει δύο από τους τέσσερις κύριους πύργους του, οι άνδρες των οποίων κυριολεκτικά ψήθηκαν ζωντανοί.

Ευτυχώς για το γερμανικό πλοίο, ο πλοίαρχός του διέταξε την κατάκλυση των διαμερισμάτων των πυρομαχικών, αποτρέποντας τη φωτιά να φτάσει και στις αποθηκευμένες οβίδες, σώζοντας κυριολεκτικά το πλοίο, το οποίο, παρ’ όλα αυτά, βρισκόταν σε τραγική κατάσταση.

Ο Χίπερ τότε, μέσω ασυρμάτου, κάλεσε τον Αρχηγό στόλου φον Ίνκγενολ, να σπεύσει προς βοήθειά του με τις μοίρες των θωρηκτών.

Ωστόσο, μέχρι τα γερμανικά θωρηκτά να «σηκώσουν» πίεση στις ατμομηχανές τους και να καλύψουν την απόσταση των 150 ν.μ. μέχρι το Ντότζερ Μπανκ, θα περνούσαν πολλές ώρες. Ο Χίπερ ήταν μόνος, αντιμετωπίζοντας την καταστροφή, όχι μόνο στην κεφαλή της γραμμής παραγωγής της μοίρας, αλλά και στην ουρά. Το «Blucher» είχε επίσης δεχτεί καταιγισμό πυρών και η ταχύτητά του είχε πέσει στους 17 κόμβους.

Την ώρα όμως που οι Βρετανοί ετοιμάζονταν να δώσουν το τελικό χτύπημα, το «Derfflinger» με τρία βλήματα των 305 χιλ. έπληξε σοβαρά το «Lion», υποχρεώνοντάς το να χάσει ταχύτητα.

Στο μεταξύ, ο Χίπερ είχε διατάξει την εκτέλεση κυκλικού πλου από τα καταδρομικά μάχης του, σε μια μάταιη προσπάθεια να καλύψει το «Blucher». «Καθώς όμως δύο πύργοι του “Seydlitz” ήταν εκτός μάχης, αφού το σκάφος είχε πάρει πολύ νερό στην πρύμνη και είχαν απομείνει μόνο 200 βλήματα στις μη πλημμυρισμένες αποθήκες, αποφάσισα ότι για να αποφευχθούν βαρύτερες απώλειες έπρεπε να αποχωρήσουμε, αφήνοντας το “Blucher” στην τύχη του», έγραψε μετά τη σύγκρουση ο Χίπερ.

Ο Μπίτι αντιλήφθηκε την πρόθεση του αντιπάλου του και διέταξε τα τέσσερα καταδρομικά μάχης του (πλην του πληγωμένου «Lion») να καταδιώξουν τα εχθρικά σκάφη.

Στόχος του Βρετανού ναυάρχου ήταν η βύθιση όλων των βαρέων γερμανικών πολεμικών σκαφών. Στο διάστημα αυτό, το «Lion» δέχτηκε ένα ακόμα πλήγμα που έθεσε εκτός λειτουργίας το ηλεκτρικό σύστημα του πλοίου και τον ασύρματο.

Ο Μπίτι, πάντως, πίστευε ακόμα πως μπορούσε, έστω και με τη ναυαρχίδα του εκτός μάχης, να συντρίψει την εχθρική μοίρα. Χωρίς όμως τη δυνατότητα επικοινωνίας με τα πλοία του, ο Μπίτι σύντομα έχασε τον έλεγχο της μάχης.

Οι πλοίαρχοι του «Tiger», του «New Zealand» και του «Princess Royal», δεν ερμήνευσαν σωστά τις διαταγές που δόθηκαν μέσω σημάτων σημαιών και συγκέντρωσαν τα πυρά τους στο καταδικασμένο «Blucher», το οποίο άρχισαν να κονιορτοποιούν από μικρή απόσταση.

Ο Μπίτι, όταν αντελήφθη τι συνέβαινε, επιβιβάστηκε στο αντιτορπιλικό «Attack» και σε λίγο ύψωσε το σήμα του στο «Princess Royal».

Ήταν όμως πλέον αργά. Τα γερμανικά καταδρομικά μάχης έπλεαν προς τη σωτηρία, ακόμα και το βαρύτατα πληγωμένο «Seydlitz». Από το ζέπελιν «L5», ο υποπλοίαρχος Χάινριχ Μάτι ήταν ο τελευταίος μάρτυρας του ηρωικού τέλους του «Blucher». «Ήταν μια τρομερή εικόνα, αν και δεν μπορούσαμε να ακούσουμε σχεδόν καθόλου τον βρυχηθμό των πυροβόλων, λόγω του θορύβου των κινητήρων μας.  Το “Blucher” έμεινε πίσω μην μπορώντας να ακολουθήσει τα άλλα πλοία μας. Τα τέσσερα βρετανικά καταδρομικά μάχης έβαλαν εναντίον του όλα μαζί. Το “Blucher” απαντούσε, μέχρι τη στιγμή που σκεπάστηκε ολόκληρο από καπνό και φωτιά. Στις 12:07 έγειρε στο πλευρό και αναποδογύρισε. Παρατηρήσαμε τα εχθρικά πολεμικά να στρέφονται προς καταδίωξη των πλοίων μας. Μπορείτε να φανταστείτε πόσο μας πόνεσε η εικόνα να βλέπουμε το “Blucher” να αναποδογυρίζει και να βουλιάζει και μην μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να το βοηθήσουμε».

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Το εν λόγω πλοίο είχε δεχτεί 70 πλήγματα από τα βρετανικά βαριά πυροβόλα και τουλάχιστον 7 τορπίλες από τα βρετανικά αντιτορπιλικά. Η θυσία του όμως έσωσε το στόλο του Χίπερ από μεγαλύτερη συμφορά.

Οι απώλειες ήταν βαριές για τους Γερμανούς: 954 άνδρες τους ήταν νεκροί, ενώ άλλοι 189 είχαν αιχμαλωτιστεί και 80 είχαν τραυματιστεί.

Οι απώλειες των Βρετανών, από την άλλη, περιορίστηκαν σε 15 νεκρούς και 80 τραυματίες.

Το χειρότερο πάντως για τους Γερμανούς δεν ήταν ούτε η απώλεια του «Blucher» ούτε η απώλεια περίπου 1.000 ανδρών. Ήταν η απώλεια του ελέγχου της Βόρειας Θάλασσας.

Από την 24η Ιανουαρίου 1915 και μετά, το γερμανικό Ναυτικό δεν αποτόλμησε να διεκδικήσει ξανά τον έλεγχο της Βόρειας Θάλασσας.

Μόνο το 1916 πραγματοποίησε συνδυασμένη επιχείρηση του συνόλου σχεδόν των δυνάμεών του στη Γιουτλάνδη. Αλλά και εκεί η τελική έλλειψη συντονισμού είχε καταστροφικά αποτελέσματα.

Τα Capital Ships των δύο αντιπάλων

Βρετανικός Στόλος

Ναύαρχος Μπίτι

1η Μοίρα Καταδρομικών Μάχης

«Lion» (ναυαρχίδα)

«Princess Royal»

«Tiger»

2η Μοίρα Καταδρομικών Μάχης

Υποναύαρχος Μουρ

«New Zealand»

«Indomitable»

Γερμανικός Στόλος

Αντιναύαρχος Χίπερ

1η Ανιχνευτική Μοίρα

«Seydlitz»
(καταδρομικό μάχης, ναυαρχίδα)

«Moltke» (καταδρομικό μάχης)

«Derfflinger»
(καταδρομικό μάχης)

«Blucher»
(θωρακισμένο καταδρομικό)