Το πολεμικό ντεμπούτο των μονάδων Ορεινών Κυνηγών έγινε στο Ρουμανικό Μέτωπο, το 1916, εκεί που το ορεινό έδαφος ευνοούσε τη δράση τους. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτη ήταν η δράση του Τάγματος Κυνηγών της Βυρτεμβέργης στις μάχες αυτές, ενός τάγματος που από την εποχή των Ναπολεόντειων Πολέμων είχε γράψει τη δική του ιστορία στα ευρωπαϊκά πεδία μαχών. Ένας μάλιστα από τους αξιωματικούς του που διακρίθηκε ήταν και ο περίφημος στρατάρχης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου Ρόμελ.
To καλοκαίρι του1916, η κατάσταση για τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες δεν εξελισσόταν ευνοϊκά. Η μεγάλη επίθεση στο Βερντέν καρκινοβατούσε, ενώ την ίδια ώρα οι Βρετανοί εξαπέλυαν μεγάλης κλίμακας επίθεση στον Σομ, οι Ιταλοί στον Ιζόντσο και οι Ρώσοι στο Ανατολικό Μέτωπο.
Ειδικά η εκεί επιτυχία της επίθεσης Μπρουσίλοφ, όπως έμεινε γνωστή από το όνομα του Ρώσου στρατηγού που την κατεύθυνε, είχε προκαλέσει ρήγμα στο Αυστριακό Μέτωπο, αλλά και την προσχώρηση της Ρουμανίας στην Αντάντ.
Οι Ρουμάνοι, με την υποστήριξη των Ρώσων επιτέθηκαν κατά των Αυστριακών και αρχικά κέρδισαν έδαφος, καταλαμβάνοντας κάποιες θέσεις εντός της Ουγγαρίας. Οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί όμως αντέδρασαν άμεσα στη νέα απειλή, πλήττοντας τους Ρουμάνους, από τρεις κατευθύνσεις.
Οι Ρουμάνοι ηττήθηκαν στη Δοβρουτσά και στο Χέρμανστάντ και υποχώρησαν, μαζί με τους Ρώσους συμμάχους τους.
Νέο μέτωπο πολέμου
Στα τέλη Οκτωβρίου του 1916, το ορεινό τάγμα της Βυρτεμβέργης αφίχθη στο νέο αυτό πολεμικό μέτωπο. Από το Ζίμπενμπίργκεν της Ουγγαρίας, απώτατο σημείο της ρουμανικής προελάσεως, το τάγμα κινήθηκε προς το Πετροτσένι. Εκεί διανυκτέρευσε.
Την επομένη όμως, δύο λόχοι, ο 2ος Λόχος υπό τον νεαρό τότε υπολοχαγό Ρόμελ και ο 5ος Λόχος του λοχαγού Γκέσλερ, επικεφαλής του αποσπάσματος, διατάχθηκαν να κινηθούν προς Λουπένι, κοντά στο πέρασμα Βουλκάν, στα Καρπάθια. Εδώ στον ορεινό όγκο των Καρπαθίων, οι ορεινοί κυνηγοί της Βυρτεμβέργης βρίσκονταν στο στοιχείο τους. Εκείνη τη στιγμή όμως οι γερμανικές δυνάμεις αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα.
Η επίθεση της 11ης Βαυαρικής Μεραρχίας Πεζικού και του Σώματος Ιππικού Σμέτοβ, είχε αποκρουστεί στα περάσματα Βουλκάν και Σκουρντούκ. Ευτυχώς, οι Ρουμάνοι δεν αντεπιτέθηκαν κατά των ασθενών γερμανικών δυνάμεων, οι οποίες δύσκολα θα μπορούσαν να τους αντισταθούν, με δεδομένη και τη φθορά που είχαν ήδη υποστεί.
Οι δύο λόχοι των Βυρτεμβέργιων διατάχθηκαν να κινηθούν προς το ύψωμα 1794, το οποίο βρισκόταν επί της συνοριακής γραμμής. Σιγά σιγά, οι κυνηγοί άρχισαν να σκαρφαλώνουν στο βουνό, φορτωμένοι με όλον τον εξοπλισμό τους, καθώς δεν τους είχαν διατεθεί υποζύγια.
Σκαρφάλωναν επί ώρες, συναντώντας μόνο επιζώντες διαλυμένων τμημάτων της 11ης Βαυαρικής Μεραρχίας Πεζικού (ΜΠ), οι οποίοι τους περιέγραψαν με τα μελανότερα χρώματα τις προηγηθήσες μάχες.
Τελικά έφτασαν στον σταθμό διοίκησης του τομέα, σε υψόμετρο 1.100 μ. Εκεί ενημερώθηκαν για την τακτική κατάσταση και διατάχθηκαν να συνεχίσουν προς την κορυφή, να την καταλάβουν και από εκεί να εκτελέσουν αναγνωρίσεις προς Μουντσελούλ και Πρίσλοπ. Η διλοχία συνέχισε την κίνησή της. Σύντομα όμως έπεσε η νύκτα και σαν να μην έφτανε αυτό ξέσπασε άγρια καταιγίδα.
Μην έχοντας ορατότητα, οι άνδρες σταμάτησαν 300 μ. πριν από την κορυφή κα διανυκτέρευσαν όπως όπως, μουσκεμένοι ως το κόκαλο, κατάκοποι και πεινασμένοι. Με τις πρώτες αχτίδες του ηλίου συνέχισαν την πορεία και τελικά έφτασαν στη χιονισμένη κορυφή. Μουσκεμένοι από τη βροχή, κινδύνευαν τώρα να παγώσουν από τον ψυχρό άνεμο που έπληττε από παντού την βουνοκορφή.
Εντελώς ακάλυπτοι, χωρίς τη δυνατότητα να κατασκευάσουν καταφύγιο στη γυμνή κορυφή, διαπίστωσαν σύντομα πως άρχιζαν να παγώνουν! Ο γιατρός του αποσπάσματος ενημέρωσε ο ίδιος τον διοικητή του τομέα ζητώντας του να διατάξει την αποχώρηση των ανδρών.
Ο διοικητής όμως ήταν απόλυτος και απείλησε ότι θα περνούσε στρατοδικείο όποιος εγκατέλειπε έστω και ένα μέτρο εδάφους. Μην έχοντας άλλη επιλογή οι Βυρτεμβέργιοι έστησαν τις σκηνές τους στο χιόνι και προσπάθησαν να ζεσταθούν.
Έστειλαν μάλιστα και μια περίπολο για αναγνώριση προς Μουντσελούλ. Το άναμμα φωτιάς πάντως αποδείχθηκε αδύνατο, αφού όλα γύρω είχαν μουσκέψει από τη νεροποντή, την οποία διαδέχθηκε ένα παχύ στρώμα ομίχλης. Οι άνδρες, χωρίς ζεστά ρούχα, χωρίς θερμό συσσίτιο και πάνω απ’ όλα χωρίς φωτιά, άρχισαν να πέφτουν, ο ένας μετά τον άλλο, με υψηλό πυρετό, έμετους και κρυοπαγήματα.
Ύστερα από μια μακριά και βασανιστική νύκτα, 40 άνδρες μεταφέρθηκαν αμέσως στο νοσοκομείο και όλοι οι υπόλοιποι παρουσίαζαν πυρετό ή κρυοπαγήματα α΄ τουλάχιστον βαθμού.
Ο υπολοχαγός Ρόμελ στάλθηκε στον διοικητή του τομέα για να του αναφέρει την κατάσταση. Επιστρέφοντας στην κορυφή, ο Ρόμελ βρήκε τον λοχαγό Γκέσλερ έτοιμο να αποσύρει τη μονάδα από την παγίδα θανάτου, με ό,τι και αν αυτό είχε ως συνέπεια για τον ίδιο, ο οποίος θα αναλάμβανε πλήρως την ευθύνη.
Ευτυχώς ο Ρόμελ του ανέφερε ότι ο διοικητής του τομέα είχε επιτέλους συμφωνήσει για τη μετακίνησή τους, εφόσον είχαν εκτελέσει την αποστολή αναγνώρισης που τους είχε ανατεθεί. Ύστερα από τριών ημερών ανάπαυση, και αφού τους διατέθηκε ειδικός εξοπλισμός, οι Βυρτεμβέργιοι κίνησαν και πάλι για τις κορυφές των Καρπαθίων. Αυτήν τη φορά διατάχθηκαν να ανέβουν το Μουντσελούλ και κατόπιν να κινηθούν προς τον λόφο Στερσουρά, λόφο που βρισκόταν στους πρόποδες του όρους Βουλκάν, κοντά στο ομώνυμο πέρασμα.
Η διλοχία εγκαταστάθηκε αμυντικά στη Στερσουρά. Εγκατέστησε όμως και μια σειρά φυλακίων σε ακτίνα 1 χλμ. από τις θέσεις της. Όλα τα φυλάκια συνδέθηκαν με τηλεφωνικές γραμμές με τη «βάση Στερσουρά», η οποία με τη σειρά της συνδέθηκε τηλεφωνικώς με τη διοίκηση του τομέα και τον διοικητή του τάγματος κυνηγών. Απέναντί τους βρισκόταν εγκατεστημένο αμυντικά ένα ρουμανικό τάγμα.
Στα δεξιά τους βρισκόταν το όρος Αρκανουλούι, στις πλαγιές του οποίου υπήρχαν ακόμα τα εγκαταλελειμμένα, κατά την αποτυχημένη επίθεση, πυροβόλα της 11ης Βαυαρικής ΜΠ. Στα αριστερά τους είχε εγκατασταθεί ένα ακόμα απόσπασμα του τάγματος τους. Εκεί παρέμειναν έως και τον Νοέμβριο.
Οι Γερμανοί ετοίμαζαν δύο μεγάλες επιθέσεις. Η μια είχε στόχο το Βουκουρέστι και η άλλη τη διάνοιξη του περάσματος Βουλκάν. Οι Ρουμάνοι είχαν συγκεντρώσει τον μεγάλο όγκο των δυνάμεών τους βόρεια του Πλοέστι, με προφανή σκοπό να καλύψουν την πρωτεύουσά τους. Δεν είχαν υπολογίσει το ενδεχόμενο διασπάσεως του μετώπου τους στο πέρασμα Βουλκάν.
Δεν αφυπνίστηκαν ούτε όταν οι Γερμανοί εκτόξευσαν στον συγκεκριμένο τομέα μικρής κλίμακας επιθέσεις, που είχαν ως σκοπό τη βελτίωση των θέσεών τους, ενόψει της μεγάλης επίθεσης, η οποία είχε προγραμματισθεί για την 11η Νοεμβρίου.
Το τάγμα της Βυρτεμβέργης θα συμμετείχε φυσικά στην επίθεση και μάλιστα αναλαμβάνοντας την πιο δύσκολη αποστολή, την κατάληψη του υψώματος του Λεσουλούι (ύψωμα 1191). Το ύψωμα δέσποζε του περάσματος και η κατάληψή του άνοιγε τον δρόμο προς την πεδιάδα της Βλαχίας.
Η ρουμανική διοίκηση γνώριζε τη σημασία του υψώματος και είχε φροντίσει για την άριστη οχύρωση του. Υπήρχαν τουλάχιστον τρεις κύριες γραμμές άμυνας στο ύψωμα και αρκετές δευτερεύουσες, που κάλυπταν τις πρώτες.
Το ύψωμα είχε στην κυριολεξία μετατραπεί σε φρούριο και κατεχόταν από ισχυρές ρουμανικές δυνάμεις. Αντιθέτως, το τάγμα της Βυρτεμβέργης θα επετίθετο με το 1/3 της δυνάμεώς του, εφόσον δύο λόχοι του είχαν αποσπαστεί. Σε αντάλλαγμα του διατέθηκε μια ορεινή πυροβολαρχία, για άμεση υποστήριξη. Το σχέδιο δράσης του τάγματος ήταν απλό και συνάμα πρακτικό.
Το τάγμα χωρίστηκε σε δύο αποσπάσματα, το απόσπασμα Γκέσλερ και το απόσπασμα Λίεμπ. Το πρώτο αποτελούνταν από τον 2ο και τον 5ο Λόχο και το δεύτερο από τους άλλους δύο, υπό διοίκηση λόχους.
Το απόσπασμα Γκέσλερ είχε την πιο δύσκολη αποστολή, την κατά μέτωπο επίθεση στη ρουμανική τοποθεσία, προς κατάληψή της. Το απόσπασμα Λίεμπ είχε ως αποστολή την πλαγιοκόπηση των ρουμανικών θέσεων. Σημασία όμως είχε και ο χρόνος εμπλοκής των δύο αποσπασμάτων. Το απόσπασμα Λίεμπ θα εμπλεκόταν πρώτο με τον εχθρό, αποσπώντας του την προσοχή.
Μόνο μετά την αγκίστρωση των ρουμανικών δυνάμεων θα εξαπέλυε την επίθεσή του το απόσπασμα Γκέσλερ. Ο 2ος Λόχος του Ρόμελ αναπτύχθηκε στο άκρο δεξιό της γραμμής εξορμήσεως του τάγματος. Είχε ενισχυθεί με μια διμοιρία πολυβόλων. Κατά τη διάρκεια της προσπέλασης όμως ο 2ος Λόχος «προσέκρουσε» σε μια ρουμανική περίπολο. Ακολούθησε ανταλλαγή πυρών, από την οποία ο λόχος εξήλθε χωρίς απώλειες και με μερικούς αιχμαλώτους. Η ζημιά όμως είχε ήδη γίνει.
Οι Ρουμάνοι κατάλαβαν ότι οι αντίπαλοι τους κάτι ετοίμαζαν και άρχισαν να βομβαρδίζουν τη νεκρή ζώνη με το πυροβολικό τους. Παράλληλα, τα πολυβόλα τους άρχισαν να βάλουν θεριστικές ριπές. Οι Γερμανοί πάντως δεν ανησύχησαν. Γύρω στο μεσημέρι όμως αντελήφθησαν ότι στο αριστερό του τάγματος η μάχη είχε ανάψει. Το απόσπασμα Λίεμπ είχε εμπλέξει τον εχθρό, βάσει του σχεδίου.
Αμέσως ο Ρόμελ διέταξε τη διμοιρία πολυβόλων του να ανοίξει πυρ κατά των ρουμανικών θέσεων. Υπό το φράγμα πυρός της διμοιρίας ο 2ος Λόχος εξόρμησε με τον διοικητή τους επικεφαλής. Κάλυψαν γρήγορα τα 100 μ. που τους χώριζαν από τα ρουμανικά χαρακώματα και πήδηξαν μέσα σε αυτά.
Οι Ρουμάνοι όμως τα εγκατέλειψαν και τράπηκαν σε φυγή προς την κορυφή του βουνού και την δεύτερή τους τοποθεσία. Ο Ρόμελ φυσικά τους καταδίωξε και διέσπασε και τη δεύτερη αυτή τοποθεσία, με τους Ρουμάνους να τρέπονται και πάλι σε άτακτη φυγή. Λίγοι αιχμαλωτίστηκαν. Ο ακαταπόνητος 2ος Λόχος όμως δεν αρκέστηκε στις δάφνες του. Συνέχισε την επίθεση μέχρις ότου κατέλαβε και εξασφάλισε την κορυφή. Εκεί αναδιοργανώθηκε και εγκαταστάθηκε. Στη βραδινή αναφορά του λόχου δεν υπήρχε κανένας απών! Επρόκειτο για μια άνευ προηγουμένου νίκη, η οποία όμως εν πολλοίς οφειλόταν στην ελλιπέστατη εκπαίδευση και στο εξαιρετικά χαμηλό ηθικό των ρουμανικών στρατευμάτων.
Από την κορυφή ο Ρόμελ αμέσως οργάνωσε τις θέσεις του και έστειλε περιπόλους γύρω από το βουνό. Όταν επέστρεψαν οι περιπολάρχες του δήλωσαν ότι δεν πέτυχαν επαφή με τον εχθρό, ο οποίος είχε προφανώς υποχωρήσει πολύ πίσω. Έφεραν όμως μαζί τους τρόφιμα και ζώα. Επιτέλους οι άνδρες του λόχου θα απολάμβαναν «σπιτικό» φαγητό. Το απόγευμα της επομένης, 12ης Νοεμβρίου, η ανάπαυλα τελείωσε.
Ο 2ος Λόχος διατάχθηκε να κατέβει την ανατολική κλιτή του όρους Λεσουλούι κα να καταλάβει το χωριό Βαλάριι. Το υπόλοιπο τάγμα θα επετίθετο κατά του αυτού αντικειμενικού σκοπού, από τα δεξιά του βουνού.
Ο 2ος Λόχος, στην προκειμένη περίπτωση, θα έπαιζε τον ρόλο του δολώματος. Ο 2ος Λόχος, με μια διμοιρία πολυβόλων υπό διοίκηση, κατέβηκε την κλιτή και κινήθηκε στην μικρή πεδιάδα, στην οποία όμως η ορατότητα ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, εξαιτίας πυκνής ομίχλης.
Ο Ρόμελ μόνο με τη βοήθεια της πυξίδας κατάφερε να προσανατολιστεί. Βαδίζοντας πάντα με την εμπροσθοφυλακή, όπως πάντα έπραττε σε όλη του τη στρατιωτική σταδιοδρομία, ο Ρόμελ άκουσε φωνές, σε μια άγνωστή του γλώσσα. Σταμάτησε και διέταξε και τους άνδρες του να σταματήσουν και να καλυφθούν. Ξαφνικά, μια βολή πυροβόλου έσπασε τη σιωπή.
Προφανώς, μια εχθρική πυροβολαρχία είχε λάβει θέσεις εκεί κοντά. Ο Ρόμελ υπολόγισε ότι από τη συγκεκριμένη θέση θα έβαλε σίγουρα κατά των αυστρογερμανικών δυνάμεων στο πέρασμα Βουλκάν. Αμέσως αναδιέταξε τον λόχο, και τον κίνησε σε σχηματισμό σταυρού, με δύο διμοιρίες ως πλαγιοφυλακές και τις άλλες δύο διμοιρίες, μαζί με τη διμοιρία πολυβόλων στο κέντρο, την μία πίσω της άλλης.
Σχημάτισε έτσι τον λόχο ώστε να μην κινδυνεύει να αιφνιδιαστεί, ακόμα και αν προσέκρουε, κυριολεκτικά, επάνω σε Ρουμάνους, λόγω της ομίχλης. Σταδιακά πάντως η ομίχλη διαλύθηκε. Είχε πια νυχτώσει.
Ο Ρόμελ ερευνούσε το πεδίο με τα κιάλια του και εντόπισε αχνά φώτα σε απόσταση 1.000 μέτρων. Παρατηρώντας προσεκτικότερα, διαπίστωσε ότι τος φως προερχόταν από οικήματα, προφανώς κάποιο χωριό ή αγροικία. Είδε ακόμα στρατιώτες, προφανώς Ρουμάνους, να περιπολούν σε διάφορα σημεία γύρω από αρκετά οικήματα. Ήταν λοιπόν ένα χωριό. Ποιο όμως, το Βαλάριι, ο αντικειμενικός τους σκοπός, ή το κοντινό Κουπρενούλ;
Ο Ρόμελ αποφάσισε να περιμένει. Δεν θα αποτολμούσε επίθεση, εναντίον ισχυρών εχθρικών δυνάμεων, με τα πλευρά του ακάλυπτα, χωρίς να έχει γνώση του εδάφους. Διέταξε λοιπόν τους άνδρες του να οργανώσουν αμυντική περίμετρο και να εγκαταστήσουν ακροαστικά φυλάκια γύρω της. Γύρω στα μεσάνυκτα έφτασε κοντά στις θέσεις του 2ου Λόχου και το υπόλοιπο τάγμα και η επαφή αποκαταστάθηκε.
Σε σύσκεψη με τον ταγματάρχη Σπρέσερ αποφασίστηκε η επίθεση να εκδηλωθεί με το πρώτο φως της επομένης. Έτσι και έγινε. Οι Γερμανοί κινήθηκαν προσεκτικά. Ο 2ος Λόχος αποτελούσε την αριστερή πλαγιοφυλακή του τάγματος. Χωρίς επεισόδια το τάγμα εισέβαλε στο χωριό και βρήκε τους κατοίκους του κοιμισμένους! Δεν υπήρχε ίχνος παρουσίας εχθρικών στρατευμάτων.
Ο Ρόμελ παρ’ όλα αυτά αποφάσισε να οχυρώσει το σχολείο και δύο σπίτια, σε περίπτωση που ο εχθρός εμφανιζόταν. Ο λόχος του ανέλαβε την άμυνα της ανατολικής πλευράς του χωριού Κουπρενούλ Βαλέριι. Οι λοιποί λόχοι αναπτύχθηκαν στις άλλες πλευρές. Η μέρα πέρασε χωρίς απρόοπτα. Ο Ρόμελ όμως ήταν ανήσυχος. Έτσι στις 3.00 τα ξημερώματα αποφάσισε να αναγνωρίσει την περιοχή.
Πήρε μαζί του έναν υπαξιωματικό και μέσα στη σκοτεινή νύκτα κινήθηκαν ανατολικά. Έφτασαν σε μια ξύλινη γέφυρα, η οποία συνέδεε τις δύο όχθες του ποταμού Κουπρενούλ, οι οποίες στο σημείο εκείνο απείχαν μεταξύ τους περί τα 45 μ. Από τη γέφυρα ξεκινούσαν δύο δρόμοι. Ο ένας συνέχιζε νότια και ο άλλος ανατολικά. Κοντά στον ποταμό υπήρχαν μερικές αγροικίες.
Γενικά το χωριό ήταν κτισμένο σε μια αρκετά μεγάλη περιοχή, με μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των οικημάτων. Ο Ρόμελ εγκατέστησε ακροαστικά φυλάκια στη γέφυρα και στον ανατολικό δρόμο. Επίσης έστειλε αποσπάσματα για να λάβουν επαφή με τον 3ο Λόχο στα δεξιά και με το 156ο Σύνταγμα Πεζικού στα αριστερά.
Με την αναγνώριση ο Ρόμελ ανακάλυψε ότι ο λόχος του κατείχε το πλέον εκτεθειμένο και απομονωμένο τμήμα του χωριού. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον ήταν τόσο ανήσυχος και για τον οποίον έλαβε τόσα μέτρα ασφαλείας. Ο διοικητής του πάντως βρήκε τους φόβους του υπερβολικούς.
Η νύκτα κύλησε χωρίς τίποτα να συμβεί. Το πρωινό όμως έφερε και πάλι πυκνή ομίχλη, φαινόμενο συνηθισμένο σε τέτοιο τοπίο, τέτοια εποχή του έτους. Η ορατότητα δεν έφτανε ούτε τα 60 μ. Σε λίγο ένας υπαξιωματικός έφτασε, ο υποδεκανέας Μπρύκνερ, ο οποίος είχε αποσταλεί από τον Ρόμελ ως αγγελιαφόρος στον 3ο Λόχο που ανέφερε την παρουσία εχθρικών δυνάμεων στα αριστερά, η οποία παρουσία δεν του είχε επιτρέψει να λάβει επαφή. Σε λίγο και το φυλάκιο της γέφυρας ενημέρωνε ότι είχε εντοπίσει εχθρική περίπολο 50 μ. πίσω από τις θέσεις του.
Ήταν προφανές ότι οι Ρουμάνοι είχαν εκμεταλλευτεί την ομίχλη και είχαν διεισδύσει στην αμυντική τους περίμετρο. Αμέσως ο Ρόμελ έθεσε τον λόχο εν συναγερμώ και ο ίδιος με μερικούς καλούς σκοπευτές έσπευσε προς το φυλάκιο της γέφυρας για να σώσει τους άνδρες του από περικύκλωση. Η ομάδα του Ρόμελ εντόπισε πρώτη το ρουμανικό απόσπασμα και το εξουδετέρωσε.
Την ίδια ώρα όμως πυροβολισμοί ακουστήκαν και στα νώτα τους, ενώ και το δεύτερο φυλάκιο που είχε εγκαταστήσει στον δρόμο ανέφερε την παρουσία ισχυρών ρουμανικών δυνάμεων. Ο Ρόμελ διέταξε μερικούς άνδρες με ένα πολυβόλο να κινηθούν προς το φυλάκιο του δρόμου και αφού αναχαιτίσουν τους εχθρούς να απαγορεύσουν τον δρόμο στον εχθρό με τα πυρά τους.
Οι ριπές του γερμανικού πολυβόλου έπληξαν εκατέρωθεν τον δρόμο. Οι Ρουμάνοι απάντησαν για λίγο με πυρά τυφεκίων και κατόπιν χάθηκαν στην ομίχλη. Ο Ρόμελ όμως δεν αρκέστηκε σε αυτήν την πρώτη επιτυχία.
Ήθελε πάση θυσία να αποκαταστήσει την επαφή με τον 3ο Λόχο, ώστε να ανασχηματιστεί μια συνεχόμενη αμυντική περίμετρος του τάγματος. Γι΄ αυτό αποφάσισε να μετακινήσει τον λόχο. Αφήνοντας το φυλάκιο στη γέφυρα, ως πλαγιοφυλακή, κίνησε τον λόχο προς ανατολικά προς λήψη επαφής με τον 3ο Λόχο. Ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής της προπομπού, διατάσσοντας τον υπόλοιπο λόχο να βαδίζει 160 μ. πιο πίσω.
Η ομίχλη επέτρεπε ορατότητα της τάξης των 30-100 μέτρων, κατά περίπτωση. Ξαφνικά, η προπομπός έπεσε πάνω σε μια φάλαγγα Ρουμάνων. Η απόσταση μεταξύ των αντιπάλων δεν ήταν μεγαλύτερη των 50 μ. Παρ’ όλα αυτά, ο Ρόμελ δεν έχασε την ψυχραιμία του. Διέταξε τους άνδρες του να βάλουν κατά των αιφνιδιασμένων Ρουμάνων, οι οποίοι όμως ήταν δεκαπλάσιοι των Γερμανών. Οι λιγοστοί Γερμανοί κατόρθωσαν να καθηλώσουν προς στιγμή τους πολλαπλάσιους αντιπάλους τους, οποίοι όμως σύντομα άρχισαν να τους υπερφαλαγγίζουν και από τις δύο πλευρές. Τότε ο Ρόμελ διέταξε την προπομπό να λάβει θέσεις σε μια διπλανή αγροικία.
Ο υπόλοιπος λόχος, στο άκουσμα των πυρών καλύφθηκε επίσης σε παρακείμενες αγροικίες, σε απόσταση 150 μ. από την προπομπό. Ο Ρόμελ προς στιγμή αμφιταλαντεύτηκε, σχετικά με το τι θα έπρεπε να πράξει. Μπορούσε είτε να διατάξει απαγκίστρωση της προπομπού και υποχώρησή της έως τις θέσεις του λόχου, ή αντιστρόφως να διατάξει τον λόχο να σπεύσει προς ενίσχυσή της. Αποφάσισε, σωστά, να πράξει το πρώτο, μιας και θα ήταν απίθανο να κατορθώσει να μεταφέρει τις διαταγές του στον λόχο. Εξάλλου δεν γνώριζε ούτε την ακριβή δύναμη, ούτε τις προθέσεις του εχθρού και θα ήταν παρακινδυνευμένο να παρασύρει επιπλέον άνδρες σε μια ενδεχόμενη καταστροφή.
Η υποχώρηση έγινε υποδειγματικά και χάρις στην ομίχλη σχεδόν αναίμακτα, υπό την κάλυψη των πυρών του λόχου. Μόνο ένας άνδρας τραυματίστηκε βαριά και αφέθηκε πίσω. Ο λόχος ενώθηκε αλλά ο κίνδυνος αποκοπής και περικύκλωσης παρέμενε. Στα αριστερά τους το φυλάκιο της γέφυρας ακουγόταν να δίνει τη δική του σκληρή μάχη, ενώ πυροβολισμοί άρχισαν να ακούγονται και στα δεξιά τους.
Οι Ρουμάνοι επιχειρούσαν να τους κυκλώσουν. Ακόμα και στην κρίσιμη αυτή κατάσταση ο Ρόμελ δεν έχασε την ψυχραιμία του. Οι διαταγές του ήταν ρητές. Η 1η Διμοιρία όφειλε να κρατήσει με κάθε κόστος τις αμυντικές θέσεις του λόχου.
Η 2η Διμοιρία, υπό τις άμεσες διαταγές του ιδίου, θα επιχειρούσε να αποκαταστήσει επαφή με τον 3ο Λόχο, κινούμενη δεξιά. Τελικά, αφού διέσχισαν 200 μ. υπό τα ρουμανικά πυρά, έφτασαν στις προφυλακές του 3ου Λόχου. Οι άνδρες του 3ου όμως άνοιξαν πυρ εναντίον τους, νομίζοντάς τους Ρουμάνους. Η επαφή δεν αποκαταστάθηκε. Ο Ρόμελ με τη 2η Διμοιρία επέστρεψε στις θέσεις του.
Η κατάσταση που βρήκε δεν ήταν ενθαρρυντική. Ο διμοιρίτης της 1ης Διμοιρίας είχε εξαναγκαστεί να αντεπιτεθεί εναντίον των Ρουμάνων, προκειμένου να εξουδετερώσει δύο εχθρικά πυροβόλα, τα οποία σκόπευαν από μηδενική απόσταση τις αμυντικές του θέσεις. Το παράτολμό του εγχείρημα είχε επιτύχει και η 1η Διμοιρία είχε απωθήσει τους Ρουμάνους 300 μ. μακριά, κυριεύοντας τα δύο πυροβόλα.
Στις νέες τις θέσεις όμως είχε δεχθεί συντριπτική επίθεση και κινδύνευε να αφανιστεί. Το μοναδικό της πολυβόλο είχε σιγήσει, καθώς οι υπηρέτες του είχαν όλοι σκοτωθεί. Ο διμοιρίτης της ζήτησε από τον Ρόμελ ενισχύσεις. Εκείνος όμως διαφώνησε και τον διέταξε να απαγκιστρωθεί και να επανενωθεί με τον λόχο.
Σε λίγο, υπό την κάλυψη τω πυρών των υπολοίπων διμοιριών, ακόμα και της ομάδας διοίκησης, η 1η Διμοιρία απαγκιστρώθηκε, όχι χωρίς να υποστεί απώλειες. Παρ’ όλα αυτά η κατάσταση παρέμενε απελπιστική. Ευτυχώς, ο Ρόμελ κατάφερε να επικοινωνήσει με το τάγμα. Ο ταγματάρχης Σπρέσερ αμέσως έστειλε μια διμοιρία, η οποία έκλεισε τελικά το κενό και αποκατέστησε το μέτωπο.
Υπό τις νέες συνθήκες οι Ρουμάνοι δεν είχαν καμία ελπίδα. Παρά την ορμητικότητα των επιθέσεων τους, αναγκάστηκαν σταδιακά να αποτραβηχτούν, αφήνοντας πολλούς άνδρες τους νεκρούς και τραυματίες ανάμεσα τους και έναν νεκρό στρατηγό! Οι απώλειες του 2ου Λόχου έφτασαν τους τρεις νεκρούς και τους 17 τραυματίες. Η μάχη στο Κουπρενούλ-Βαλάριι είχε μεγάλη τακτική σημασία.
Το χωριό αποτελούσε το κύριο σημείο στηρίγματος των γερμανικών δυνάμεων, οι οποίες είχαν διασπάσει το πέρασμα Βουλκάν. Αν το χωριό καταλαμβανόταν ολόκληρη η γερμανική διάταξη κινδύνευε να ανατραπεί. Χωρίς να το γνωρίζει, ο Ρόμελ έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη νίκη αυτή, που είχε ως αποτέλεσμα τη διάνοιξη και της στενωπού των Σιδηρών Πυλών του Δούναβη. Οι πύλες της Βλαχίας ήταν πλέον ορθάνοικτες στις στρατιές του Φάκελχαϊν και Μάκενσεν.
Μάχες στις οροσειρές
Στα μέσα Δεκεμβρίου του 1916 το Ορεινό Τάγμα της Βυρτεμβέργης εντάχθηκε σε έναν νέο σχηματισμό, το «Σώμα Αλπινιστών» (Alpen Korps). Στο Σώμα αυτό εντάχθηκαν και άλλα ορεινά τάγματα, κυρίως βαυαρικά.
Το Σώμα διατέθηκε στην 9η Στρατιά του φον Φαλκενχάιν και του ανατέθηκε η αποστολή να εκκαθαρίσει τον εχθρό μεταξύ του όρους Σλανίκουλ και της κοιλάδας Πούτνα, προφυλάσσοντας το πλευρό των γερμανικών δυνάμεων που πολεμούσαν στο Φοσκάνι.
Οι Ρουμάνοι δεν προέβαλαν αξιόλογη αντίσταση και οι Γερμανοί ορεινοί κυνηγοί πέρασαν μερικές ήσυχες μέρες. Μόλις στις 4 Ιανουαρίου του 1917 ο Ρόμελ και ο 2ος Λόχος του επανήλθαν στη δράση. Ενισχυμένος με μια διμοιρία βαρέων πολυβόλων, ο 2ος Λόχος διατάχθηκε να λάβει θέσεις στο ύψωμα 627, σε απόσταση 2,5 χλμ. από το Σιντιλάρι. Απέναντί του βρισκόταν ο ορεινός όγκος Μαγκούρα Οντομπέστι.
Το βουνό ήταν απότομο και καλυμμένο με δάση, εντός των οποίων οι Ρουμάνοι είχαν σχηματίσει σειρά αμυντικών θέσεων, προσπαθώντας να καλύψουν το Φοσκάνι από τα βόρεια. Το όρος έπρεπε να καταληφθεί. Η επίθεση των Γερμανών θα εκδηλωνόταν στις 5 Ιανουαρίου. Ο λόχος του Ρόμελ είχε ως αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του υψοδείκτη 1001. Αριστερά του το απόσπασμα Λίεμπ, με δύο ορεινούς λόχους, θα κάλυπτε και θα ενίσχυσε τη δράση του. Το δεξιό πλευρό θα κάλυπταν τμήματα του Βαυαρικού Συντάγματος της Φρουράς.
Ωστόσο, λόγω του εδάφους δεν υπήρχε στενός σύνδεσμος μεταξύ των γερμανικών τμημάτων. Το νωρίς το πρωί της 5ης Ιανουαρίου ο 2ος Λόχος άρχισε την προέλαση προς τις ρουμανικές θέσεις.
Την ώρα που ανέτειλε ο ήλιος, είχε ήδη φτάσει στο ύψωμα 523, πολύ κοντά στην πρώτη γραμμή άμυνας των Ρουμάνων. Το έδαφος ήταν διακεκομμένο, με πολλά δέντρα και μικρές χαράδρες και κοιλάδες, γεγονός που περιόριζε την ορατότητα και ενίσχυε την άμυνα.
Ο Ρόμελ εξέτασε πολύ προσεκτικά το όρος, προσπαθώντας να εντοπίσει τις εχθρικές θέσεις. Διαπίστωσε τότε ότι ακριβώς εμπρός τους υπήρχαν ρουμανικά φυλάκια, ιδιαιτέρως ενισχυμένα. Αλλά και η κλιτύς του βουνού ήταν γεμάτη ρουμανικά χαρακώματα, πλήρως επανδρωμένα. Ο Ρόμελ δίστασε.
Το απόσπασμα Λίεμπ και οι Βαυαροί βρίσκονταν πολύ μακριά του –4 και 6 χλμ. αντίστοιχα– για να τους παρέχουν άμεση υποστήριξη. Αν λοιπόν ο λόχος επετίθετο κατευθείαν εμπρός, κινδύνευε να σφαγιαστεί. Ο Ρόμελ τότε αποφάσισε να κινήσει τον λόχο αριστερότερα, ώστε να αποκαταστήσει επαφή με το απόσπασμα Λίεμπ και να ενεργήσει εν συνδέσμω με αυτό.
Παράλληλα, όμως, έστειλε αποσπάσματα να παρενοχλήσουν τα ρουμανικά φυλάκια που βρίσκονταν ενώπιόν του, ώστε να τραβήξει τη προσοχή του εχθρού, «πείθοντάς» τον να αναμένει εκεί την επίθεση. Ο υπόλοιπος λόχος, με τον Ρόμελ κυριολεκτικά επικεφαλής, κινήθηκε σε φάλαγγα κατ’ άνδρα βόρεια. Βάδισαν έτσι 2 χλμ. παράλληλα προς τις εχθρικές θέσεις, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.
Όταν όμως έφτασαν εκεί όπου υποτίθεται θα έπρεπε να βρίσκεται το απόσπασμα Λίεμπ, δεν βρήκαν κανέναν. Συνεχίζοντας την κίνηση, ο Ρόμελ εντόπισε μια εχθρική φάλαγγα, η οποία συνόδευε πολλά φορτωμένα υποζύγια, σε απόσταση μόλις 100 μ. Αμέσως έστησε ενέδρα και ύστερα από μερικές βολές επτά Ρουμάνοι στρατιώτες παραδόθηκαν, μαζί με τα υποζύγια.
Αρκετοί άλλοι τράπηκαν σε φυγή. Είχαν όμως πια αποκαλύψει τη θέση τους. Ο Ρόμελ αποφάσισε τότε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία και να επιχειρήσει να διασπάσει την εχθρική τοποθεσία, καταδιώκοντας τους τραπέντες σε φυγή εχθρούς. Πραγματικά, καταδιώκοντας τους Ρουμάνους έφτασαν σε μια μικρή κορυφή. Εκεί όμως καθηλώθηκαν από πυκνά πυρά.
Αμέσως ο Ρόμελ έταξε τη διμοιρία πολυβόλων του στην κορυφή και διέταξε πυρ. Τα πολυβόλα έβαλαν μέσα στο δάσος, χωρίς οι σκοπευτές τους να βλέπουν τον εχθρό, ο οποίος όμως ήταν σίγουρα εκεί, αφού οι σφαίρες του έπεφταν διαρκώς γύρω τους. Ένας μικρός αυχένας τούς χώριζε από τις εχθρικές θέσεις. Δεν μπορούσαν όμως να προχωρήσουν.
Έτσι ο Ρόμελ, για να αποφύγει άσκοπες απώλειες, διέταξε την υποχώρηση του λόχου, σε έναν λοφίσκο 400 μ. μακριά από τις εχθρικές θέσεις. Εκεί, μη έχοντας επαφή με τα άλλα γερμανικά τμήματα, ο Ρόμελ αποφάσισε να εγκαταστήσει αμυντικά τον λόχο. Τελικά, το βράδυ έλαβε επαφή με το απόσπασμα Λίεμπ, το οποίο είχε επίσης συναντήσει ισχυρή αντίσταση και δεν είχε προχωρήσει.
Εκείνο το βράδυ ο Ρόμελ συναντήθηκε με τον υπολοχαγό Λίεμπ και με τον ταγματάρχη Σπρέσερ. Όλων η γνώμη ήταν ότι η κατά μέτωπο επίθεση εναντίον της ρουμανικής τοποθεσίας θα στοίχιζε ποταμούς αίματος. Έπρεπε να βρεθεί μια άλλη λύση. Και βρέθηκε. Ο Ρόμελ είχε διατάξει να εκτελεστεί αναγνωριστική των εχθρικών θέσεων περιπολία.
Όταν ο επικεφαλής υπαξιωματικός της περιπόλου επέστρεψε, ανέφερε ότι είχε ανακαλύψει ένα νεκρό σημείο στη ρουμανική άμυνα, μέσω του οποίου είχε διεισδύσει πίσω από τις ρουμανικές θέσεις. Η καταπληκτική είδηση μεταφέρθηκε και στον ταγματάρχη Σπρέσερ, ο οποίος αμέσως διέθεσε στον Ρόμελ και τον 6ο Λόχο με σκοπό να εισχωρήσει στην εχθρική τοποθεσία από το νεκρό σημείο.
Την ίδια ώρα, το απόσπασμα Λίεμπ θα παρείχε κάλυψη από τα βορειοανατολικά. Ο Ρόμελ άφησε μια διμοιρία, υπό τον λοχία Χίγκελ, στην προηγούμενη θέση που είχαν καταλάβει και με τις υπόλοιπες δυνάμεις του, μαζί με μια διμοιρία πολυβόλων, κινήθηκε προς το νεκρό σημείο, με το πρώτο φως της 6ης Ιανουαρίου. Το έδαφος ήταν καλυμμένο από χιόνι και ο ουρανός ήταν φορτωμένος με βαριά σύννεφα.
Η διμοιρία του Χίγκελ αμέσως άνοιξε πυρ κατά των Ρουμάνων, αποσπώντας τους την προσοχή, ώστε να μην αντιληφθούν την κίνηση του Ρόμελ. Ο ελιγμός εκτελέστηκε σαν σε άσκηση και οι άνδρες του Ρόμελ βρέθηκαν πίσω από τις εχθρικές θέσεις χωρίς να γίνουν αντιληπτοί. Όταν πλησίασαν στις ρουμανικές θέσεις επιτέθηκαν με κραυγές εναντίον τους. Οι Ρουμάνοι τράπηκαν σε φυγή, οι περισσότεροι, ή σκοτώθηκαν πολεμώντας το απόσπασμα Λίεμπ μπροστά και το απόσπασμα Ρόμελ στα νώτα τους.
Περίπου 26 αιχμαλωτίστηκαν. Αμέσως μετά τα δύο γερμανικά απόσπασμα ενώθηκαν και κινήθηκαν ταχύτατα προς την κορυφή του Μαγκούρα Οντομπέστι. Αφού την κατέλαβαν, κινήθηκαν στην ανατολική πλαγιά του, την κατέβηκαν και κατέλαβαν τη μονή Σιτούλ Ταρνίτα, χωρίς να συναντήσουν αντίσταση. Ήταν φανερό ότι το ηθικό των Ρουμάνων είχε καταπέσει. Όπως αναφέρει ο Ρόμελ, υπήρξε περίπτωση που ρουμανικό τάγμα παραδόθηκε ολόκληρο σε έναν γερμανικό απόσπασμα ημιονηγών!
Την επομένη, ο Ρόμελ απέστειλε ανιχνευτές προς την κοιλάδα της Πούτνα, εκατέρωθεν του χωριού Γγαγκέστι. Οι περίπολοι ανέφεραν ότι δεν συνάντησαν εχθρό, παρά σε απόσταση 3 χλμ. από τις θέσεις τους, ο οποίος όμως υποχωρούσε. Αμέσως ο Ρόμελ ζήτησε την έγκριση του τάγματος για να κινηθεί με τον λόχο του προς το Γκαγκέστι.
Η έγκριση εδόθη και ο Ρόμελ αμέσως κίνησε επικεφαλής του λόχου προς το χωριό. Βαδίζοντας στο πυκνό δάσος, με όλα τα μέτρα ασφαλείας, συναντήθηκαν με μια εχθρική περίπολο, την οποία και εξουδετέρωσαν, αιχμαλωτίζοντας επτά Ρουμάνους.
Στη συνέχεια κινήθηκαν μέσω ενός φυτωρίου, από νεοφυτεμένα δεντρίλια. Στο ανατολικό άκρο, ο λοχίας Χίγκελ, επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής, ανέφερε ότι εντόπισε έναν εχθρικό λόχο να έχει πάρει θέσεις μάχης 100 μ. εμπρός τους.
Αμέσως ο Ρόμελ διέταξε τη διμοιρία πολυβόλων του να λάβει θέσεις στο μέτωπο του λόχου. Τα υγρόψυκτα όμως πολυβόλα δεν ήταν σε θέση να βάλουν, καθώς τα υγρά στα ψυγεία τους είχαν παγώσει. Την ώρα που οι πολυβολητές προσπαθούσαν να ζεστάνουν τα πολυβόλα τους, ρίχνοντας στα ψυγεία οινόπνευμα, οι Ρουμάνοι άνοιξαν πυρ. Η διμοιρία Χίκλελ απάντησε στα πυρά και η μάχη σε λίγο άναψε.
Τελικά, οι Ρουμάνοι υποχώρησαν και πάλι, πριν προλάβουν τα γερμανικά πολυβόλα να βάλουν έστω και μια ριπή. Ύστερα από αυτό ο λόχος κινήθηκε και πάλι. Ξαφνικά, οι Γερμανοί είδαν μπροστά τους 20 περίπου Ρουμάνους.
Ο Ρόμελ τους έκανε νόημα να παραδοθούν και εκείνοι απλώς άφησαν τα όπλα τους στο παγωμένο έδαφος και τους ακολούθησαν! Σε λίγο και άλλοι αιχμάλωτοι συνελήφθησαν, ο ένας βαριά τραυματισμένος. Ο λόχος έφτασε σε ένα μικρό σπιτάκι και συνέχισε την κίνησή του, με θερμοκρασία 15οC υπό το μηδέν.
Πρωταρχικής σημασίας ζήτημα, υπ’ αυτές τις συνθήκες, ήταν να βρεθούν καταλύματα για τον λόχο. Ο Ρόμελ ήλπιζε να κατορθώσει να φτάσει στο Γκαγκέστι και να εγκατασταθεί εκεί. Η ομίχλη εμπόδιζε όμως την ορατότητα.
Έτσι αποφάσισε να εκτελέσει προσωπική αναγνώριση. Μαζί με τον γιατρό του λόχου Λέντς κινήθηκαν περίπου 1 χλμ. από το σπιτάκι. Εκεί είδαν ένα ρουμανικό τάγμα, με τα μεταγωγικά του. Κατόπιν επέστρεψαν πίσω. Ο Ρόμελ δεν έκρινε σκόπιμο να επιτεθεί, εφόσον και το έδαφος του ήταν άγνωστο και η δύναμη του υπολειπόταν πολύ της εχθρικής.
Εξάλλου μόλις μια και μισή ώρα απέμενε μέχρι να νυχτώσει. Αποφάσισε όμως να εκμεταλλευτεί το τελευταίο φως της μέρας και να αναγνωρίσει το έδαφος και ανατολικά. Επικεφαλής επτά ανδρών ο Ρόμελ κινήθηκε 400 μ. ανατολικά από το σπιτάκι, όπου είδε και άλλους Ρουμάνους, περίπου 30 να στέκονται εμπρός τους. Ο Ρόμελ τούς ζήτησε να παραδοθούν. Εκείνοι άρχισαν να το συζητούν μεταξύ τους.
Τότε ο Ρόμελ κινήθηκε μόνος εμπρός, λέγοντάς τους πως ο πόλεμος τελείωσε και άρχισε να τους παίρνει τα όπλα! Οι Ρουμάνοι κατέθεσαν όλοι τα όπλα τους. Αφήνοντας πέντε άνδρες να προσέχουν τους αιχμαλώτους, ο Ρόμελ, μαζί με τον γιατρό Λέντς και έναν στρατιώτη προχώρησαν ακόμα πιο πέρα και έπεσαν σχεδόν πάνω σε έναν ρουμανικό λόχο. Με τερατώδη ψυχραιμία ο Ρόμελ ζήτησε από τους Ρουμάνους να παραδοθούν!
Οι Ρουμάνοι στρατιώτες στέκονταν ακίνητοι, προσπαθώντας να καταλάβουν τι συνέβαινε. Τότε εμφανίστηκαν δύο Ρουμάνοι αξιωματικοί, οι οποίοι άρχισαν να φωνάζουν «πυρ». Οι άνδρες τους όμως δεν πυροβόλησαν τους τρεις θρασείς Γερμανούς. Τότε οι Ρουμάνοι αξιωματικοί άρχισαν να κτυπούν με γροθιές και κλοτσιές τους άνδρες τους. Μόνο τότε οι Ρουμάνοι οπλίτες άνοιξαν πυρ.
Οι Γερμανοί έπεσαν πρηνείς και ανταπέδωσαν τα πυρά. Αμέσως μετά χάθηκαν μέσα στην ομίχλη. Ένα απόσπασμα τους καταδίωξε. Ο Ρόμελ, ο γιατρός και ο στρατιώτης όμως κατάφεραν να ξεφύγουν και να συναντηθούν με τους πέντε άνδρες τους και τους 30 αιχμαλώτους. Αμέσως όλοι μαζί έτρεξαν προς τα πίσω και τελικά ενώθηκαν με τον λόχο. Οι καταδιώκοντες Ρουμάνοι αναχαιτίστηκαν από τα γερμανικά πολυβόλα.
Σιγά σιγά, έπεσε η νύκτα και η μάχη έσβησε. Ο Ρόμελ επωφελήθηκε και έστειλε τους 80 συνολικά αιχμαλώτους του πίσω στο τάγμα. Η πρόθεσή του ήταν να συνεχίσει την επίθεση και να καταλάβει το Γκαγκέστι. Στο μεταξύ, η ομίχλη είχε καθαρίσει και τα άστρα έλαμπαν στον ουρανό. Με τον Πολικό Αστέρα για οδηγό, ο Ρόμελ κίνησε τον λόχο, παίρνοντας τα συνήθη μέτρα ασφαλείας. Κατά την πορεία, η οπισθοφυλακή ανέφερε ότι ακολουθούνταν από ρουμανικό απόσπασμα. Πριν προλάβει όμως ο Ρόμελ να ενεργήσει, ο επικεφαλής της έστησε ενέδρα και συνέλαβε ολόκληρο το εχθρικό απόσπασμα των 25 ανδρών αιχμάλωτο. Λίγοι άνδρες ανέλαβαν να οδηγήσουν τους αιχμαλώτους πίσω.
Ο υπόλοιπος λόχος κινήθηκε αρχικά βόρεια και κατόπιν έστρεψε ανατολικά. Σε αυτήν τη φάση ο Ρόμελ είχε τάξει τον λόχο σε σχηματισμό γραμμής με όλες τις διμοιρίες συμπαρατεταγμένες, τηρώντας ως εφεδρεία τη διμοιρία πολυβόλων.
Σε λίγο, υπό το φως του φεγγαριού, ο 2ος Λόχος έφτασε σε ένα ξέφωτο. Ο Ρόμελ στάθηκε και παρατήρησε. Είδε πολλούς Ρουμάνους να προσπαθούν να ζεσταθούν γύρω από μια μεγάλη φωτιά, 700 περίπου μέτρα αριστερά τους. Εμπρός τους βρισκόταν ένας γυμνός λόφος, στην κορυφή του οποίου υπήρχαν και άλλες φωτιές. Εκεί, οι Ρουμάνοι είχαν εγκαταστήσει φυλάκιο και είχαν πράξει ό,τι μπορούσαν για να είναι αυτό ορατό από χιλιόμετρα.
Το χωριό Γκαγκέστι βρισκόταν ακριβώς πίσω από αυτό τον λόφο. Ο Ρόμελ αποφάσισε να μην ασχοληθεί με τους θερμαινόμενους στα αριστερά του Ρουμάνους. Θα κυρίευε το ύψωμα και από εκεί το χωριό, περικυκλώνοντας τους ανυποψίαστους εχθρούς.
Προσεκτικά ο λόχος κινήθηκε προς τις παρυφές του λόφου και άρχισε να τον ανεβαίνει. Ανιχνευτές προχωρούσαν μπροστά και αυτοί ανέφεραν την παρουσία Ρουμάνων 100 μ. από τις θέσεις τους. Ο λόχος σταμάτησε. Ο Ρόμελ διέταξε την εμπροσθοφυλακή να εξουδετερώσει το φυλάκιο χωρίς πυροβολισμούς.
Ακριβώς έτσι έγινε, μερικοί Ρουμάνοι όμως ξέφυγαν. Ήδη όμως οι Γερμανοί κατείχαν την κορυφή και βρισκόταν 200 μ. μακριά από τα πρώτα σπίτια του χωριού, ενός χωριού που το μήκος της απόστασης από το πρώτο έως το τελευταίο σπίτι δεν ξεπερνούσε τα 800 μ. Ξαφνικά μέσα στη νύκτα, ακούστηκαν φωνές και ήχησαν καμπάνες. Οι Ρουμάνοι ειδοποιήθηκαν από τους φυγάδες. Η παρουσία τους είχε γίνει αντιληπτή. Ο Ρόμελ αμέσως ανέπτυξε τον λόχο σε θέσεις μάχης στην κορυφή και περίμενε από λεπτό σε λεπτό την έφοδο του εχθρού.
Τίποτα όμως δεν συνέβη και οι Ρουμάνοι σε λίγη ώρα επέστρεψαν στα ζεστά τους καταλύματα στα σπίτια του χωριού! Προφανώς το γεγονός ότι οι Γερμανοί δεν άνοιξαν πυρ έκανε τον επικεφαλής Ρουμάνο να πιστέψει ότι οι σκοποί του απλώς φοβήθηκαν και εγκατέλειψαν τις θέσεις τους.
Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση όμως δεν όφειλε να διαπιστώσει ο ίδιος τι συνέβαινε: Δεν το έπραξε και το πλήρωσε ακριβά. Αφού δεν επιτέθηκαν οι Ρουμάνοι, επιτέθηκαν οι Γερμανοί. Ο Ρόμελ διέταξε τον αεικίνητο λοχία Χίγκελ να καταλάβει μια αγροικία στο βορειότερο σημείο του χωριού.
Ο Χίγκελ και οι άνδρες του προχώρησαν προς τα εκεί, αλλά σε απόσταση 50 μ. από το οίκημα δέχθηκαν πυρά. Αμέσως τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο πυρός του λόχου. Τα πολυβόλα από τον λόφο και η 2η Διμοιρία από αριστερά. Σε λίγο η αγροικία είχε καταληφθεί και η εντός της Ρουμάνοι, όσοι ήταν ζωντανοί, είχαν παραδοθεί. Με τον ίδιο τρόπο εκκαθαρίστηκε όλο το χωριό, αφήνοντας στα χέρια τους περισσότερους από 360 αιχμαλώτους. Όλοι τους κλειδώθηκαν στην εκκλησία του χωριού και οι Γερμανοί οχυρώθηκαν στις γύρω από την εκκλησία καλύβες.
Εκεί συνάντησε τον Ρόμελ ο κοινοτάρχης, ο οποίος και τους προσέφερε 300 ψωμιά, βοδινό κρέας και κρασί! Οι άνδρες έφαγαν και αποκοιμήθηκαν, υπό τη προστασία σκοπών. Μόνον ο Ρόμελ δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Γνώριζε ότι ο λόχος βρισκόταν, εντελώς απομονωμένος σε απόσταση 6 χλμ. από τις γραμμές τους. Τελικά, τίποτα κακό δεν συνέβη και η νύκτα κύλησε ήρεμα.
Το επόμενο πρωί, ο Ρόμελ αποφάσισε να κάνει ένα περίπατο. Έπεσε όμως επάνω σε μια περίπολο 15 Ρουμάνων, τους οποίους φυσικά έπεισε να παραδοθούν και να τον ακολουθήσουν!
Μετά από τη μάχη αυτή το Ορεινό Τάγμα της Βυρτεμβέργης επέστρεψε στο Δυτικό Μέτωπο.
Ματωμένος Αύγουστος
Το Τάγμα Ορεινών Κυνηγών της Βυρτεμβέργης, επανήλθε στο Ρουμανικό Μέτωπο την πρώτη εβδομάδα του Αυγούστου του 1917. Οι μάχες συνεχίζονταν και στο μέτωπο αυτό, παρά τις συντριπτικές ήττες των Ρουμάνων και την αντιτσαρική επανάσταση που είχε ξεσπάσει στη Ρωσία. Οι Ρώσοι και οι Ρουμάνοι είχαν «στριμωχθεί» σε μια στενή λωρίδα ρουμανικού εδάφους, στα σύνορα με τη σημερινή Μολδαβία, στον ποταμό Σερέτη.
Το ορεινό έδαφος ευνοούσε την αντίσταση των αμυνόμενων και η πρόοδος των Γερμανών και των Αυστριακών συμμάχων τους ήταν μικρή. Το τάγμα προσκολλήθηκε στην 15η Εφεδρική Βαυαρική Ταξιαρχία Πεζικού, η οποία μαζί με την 70η και 71η αυστροουγγρικές ΜΠ, σχημάτιζαν το Απόσπασμα Στρατιάς Γκερκ, αποστολή του οποίου ήταν η θραύση της εχθρικής άμυνας και η διάνοιξη του περάσματος Οζτότς.
Η κύρια τοποθεσία αντιστάσεως του εχθρού βρισκόταν στις παρυφές του όρους Κόσνα (ύψωμα 788). Η ρωσορουμανική πρώτη άμυνας γραμμή περνούσε από το ύψωμα 779, την κορυφή Ουγκουρεάνα, με σημεία στηρίγματος στα χωριά Σλάνικ και Γκροζέστι. Πίσω από το όρος Κόσνα βρισκόταν το πέρασμα του Οζτότς. Σε αυτή τη δύσκολη τοποθεσία, τη γεμάτη πυκνά δάση, χαράδρες και διάσελα έπρεπε να δράσουν οι Βυρτεμβέργιοι, «ξελασπώνοντας» τα καθηλωμένα τμήματα κοινού πεζικού.
Το τάγμα είχε σχηματίσει δύο αποσπάσματα. Το πρώτο, υπό τον ταγματάρχη Σπρέσερ κινείτο πρώτο, μαζί με τη 15η Βαυαρική Ταξιαρχία. Το δεύτερο απόσπασμα –τρεις λόχοι– υπό τον Ρόμελ, ακολουθούσε, αποτελώντας την εφεδρεία της ταξιαρχίας. Τελικά, το τάγμα ενώθηκε στο ύψωμα 672. Εκεί ο Ρόμελ έμαθε από τον ταγματάρχη του ότι η κορυφή Ουγκουρεάνα είχε καταληφθεί από τους Βαυαρούς, έπειτα από σφοδρή μάχη, που τους είχε στοιχίσει σοβαρότατες απώλειες.
Στις 8 Αυγούστου, ο Ρόμελ τέθηκε επικεφαλής τριών ορεινών λόχων και ενός λόχου πολυβόλων και κινήθηκε προς το ύψωμα 775, δυτικά της Ουγκουρεάνα, το οποίο και κατέλαβε, χωρίς μάχη. Μόλις όμως εγκαταστάθηκαν εκεί, δέχθηκαν πυρά από το εχθρικό πυροβολικό. Την επομένη, διατάχθηκαν να επιτεθούν και να καταλάβουν ένα μικρό οροπέδιο νοτιοανατολικά του 779.
Το 18ο Βαυαρικό Σύνταγμα θα επετίθετο κατά μέτωπο και το απόσπασμα Ρόμελ από τη δεξιά πλευρά. Οι Ρουμάνοι είχαν οχυρώσει το οροπέδιο με μια γραμμή χαρακωμάτων. Πίσω από το οροπέδιο βρισκόταν το ύψωμα 674 και το Κόσνα (ύψωμα 788). Οι Ρουμάνοι είχαν οχυρώσει την κορυφογραμμή, με διπλή γραμμή χαρακωμάτων και συρματοπλέγματος. Μια σειρά χαρακωμάτων προστάτευε τη νότια κλιτύ του υψώματος.
Ο Ρόμελ όταν έλαβε τη διαταγή επίθεσης έστειλε πρώτα μια περίπολο να αναγνωρίσει το έδαφος το οροπέδιο. Με μεγάλη χαρά και κατάπληξη όμως άκουσε την αναφορά της περιπόλου, σύμφωνα με την οποία στο οροπέδιο δεν υπήρχαν εχθροί. Αμέσως έσπευσε να καταλάβει τις εγκαταλελειμμένες εχθρικές θέσεις και να οχυρώσει τους τέσσερις λόχους τους σε αυτές.
Δεν αρκέστηκε όμως σε αυτή την επιτυχία. Μόλις έφτασε ένα τμήμα αυστροουγγρικού πεζικού και ανέλαβε τη φρούρηση του οροπεδίου, ο Ρόμελ με τους άνδρες του κινήθηκε μέσω ενός αυχένα, κατεβαίνοντας αθέατος την νότια πλαγιά του βουνού.
Κατόπιν, ακολουθώντας τη διαμόρφωση του εδάφους, άρχισε να ξανανεβαίνει το βουνό. Έως το απόγευμα είχε φτάσει απέναντι στο ρουμανικό χαράκωμα στη νότια κλιτύ του όρους. Από εκεί έστειλε μια περίπολο για να εξακριβώσει την ισχύ της εχθρικής τοποθεσίας.
Ο λοχίας Πφάιφερ όμως δεν αρκέστηκε να αναγνωρίσει την εχθρική τοποθεσία. Επιτέθηκε εναντίον της με άλλους δύο στρατιώτες και κατέλαβε τμήματα του εχθρικού χαρακώματος, συλλαμβάνοντας 75 αιχμαλώτους και κυριεύοντας πέντε πολυβόλα!
Αμέσως ο Ρόμελ άδραξε την ευκαιρία. Αφού ενημέρωσε το τάγμα, κίνησε με όλη τη δύναμη που είχε υπό τις διαταγές του και πέρασε μέσα από το μικρό ρήγμα της ρουμανικής άμυνας και, ανατρέποντας κάθε αντίσταση, έφτασε στην κορυφή, όπου και οχυρώθηκε.
Βρίσκονταν τώρα πολύ βαθιά εντός των εχθρικών θέσεων, εντελώς απομονωμένοι και δεχόμενοι συνεχείς επιθέσεις από τις ρουμανικές δυνάμεις. Έτσι πέρασε η νύκτα. Ο Ρόμελ πάντως φρόντισε να αποκαταστήσει την επικοινωνία του με το τάγμα, μέσω μιας τηλεφωνικής γραμμής που εγκατέστησε ο υπασπιστής του ανθυπολοχαγός Χάουσερ, κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη του εχθρού!
Η μάχη συνεχίστηκε και την υπόλοιπη μέρα. Ο ταγματάρχης Σπρέσερ όμως κατόρθωσε να ενισχύσει τον Ρόμελ. Οι Ρουμάνοι, ενώπιον των νέων δεδομένων αποτραβήχθηκαν προς το όρος Κόσνα.
Την 11η Αυγούστου όμως και το όρος Κόσνα κατελήφθη από τον ακαταπόνητο Ρόμελ και τους άνδρες του. Αυτήν τη φορά όμως οι Ρουμάνοι δεν παραιτήθηκαν τόσο εύκολα και συνέχισαν να αμύνονται στην πλαγιά του όρους, παρότι είχαν χάσει την κορυφή.
Κατόπιν, εκτόξευσαν σφοδρές αντεπιθέσεις μαζί με τους Ρώσους συμμάχους τους, με σκοπό την ανακατάληψη του Κόσνα. Οι μάχες συνεχίστηκαν με συνεχείς επιθέσεις, σχεδόν ως τον Σεπτέμβριο.
Οι Βυρτεμβέργιοι όμως άντεξαν και διατήρησαν τις θέσεις τους. Τελικώς, τον Οκτώβριο το τάγμα μεταφέρθηκε στο Ιταλικό Μέτωπο. Εκεί θα κέρδιζε αθάνατη δόξα στη μάχη του Καπορέτο.