Από το 1808 μέχρι το 1813 οι Πολωνοί, με τη βοήθεια του Ναπολέοντα, απέκτησαν εκ νέου ένα κράτος (Δουκάτο Βαρσοβίας). Η ήττα του Ναπολέοντα όμως παγίωσε το ευρωπαϊκό Status Quo, το οποίο και διατηρήθηκε μέχρι το 1918.
Η κατάρρευση του τσαρικού καθεστώτος της Ρωσίας, το 1917, γέννησε νέες ελπίδες στους Πολωνούς, οι περισσότεροι των οποίων, με επικεφαλής τον Γιόζεφ Πιλσούντσκι, στράφηκαν προς τις Κεντρικές Αυτοκρατορίες (Γερμανία, Αυστροουγγαρία) αναζητώντας υποστήριξη.
Οι Γερμανοί φάνηκαν αρχικά θετικοί και μάλιστα συγκρότησαν πολωνικά τμήματα, τα οποία πολέμησαν υπέρ τους κατά των Ρώσων. Μετά την κατάρρευση όμως των Ρώσων οι Γερμανοί δεν φάνηκαν διατεθειμένοι να αναγνωρίσουν μια ανεξάρτητη Πολωνία. Ο Πιλσούντσκι φυλακίστηκε από τους Γερμανούς και το όνειρο φάνηκε να σβήνει.
Ωστόσο η ήττα των Κεντρικών Αυτοκρατοριών το 1918 σηματοδότησε τη δημιουργία του σύγχρονου πολωνικού κράτους, ύστερα από σκλαβιά περίπου 250 ετών. Το νεοπαγές πολωνικό κράτος είχε την υποστήριξη της Γαλλίας και προικοδοτήθηκε με εδάφη που μόνο πολωνικά δεν ήταν – μέρος της γερμανικής Σιλεσίας, τμήμα της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας.
Ο Πιλσούντσκι όμως, εκμεταλλευόμενος τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ Μπολσεβίκων και Λευκών, που συντάραζε την πρώην τσαρική Ρωσία, αποφάσισε να επεκτείνει τα πολωνικά σύνορα προς ανατολάς, βασιζόμενος στα «ιστορικά δικαιώματα της Πολωνίας στην Ποδολία (βορειοδυτική Ουκρανία), ήδη από το 16ο αιώνα, όταν η Πολωνία εκτεινόταν μέχρι τον Ντον.
Οι Βρετανοί αντέδρασαν, επιμένοντας τα ανατολικά σύνορα της Πολωνίας να σταματούν στον ποταμό Μπουγκ, επί της λεγόμενης Γραμμής Κόρζον. Ο Πιλσούντσκι όμως, με την υποστήριξη των Γάλλων, διακήρυξε ότι η Πολωνία έπρεπε να επεκταθεί τουλάχιστον μέχρι τα σύνορα που κατείχε μέχρι το 1772.
Το 1919 ήταν πλέον ξεκάθαρο ποιος θα ήταν ο νικητής στο ρωσικό εμφύλιο πόλεμο. Οι Μπολσεβίκοι είχαν κατορθώσει να συντρίψουν τους ανοργάνωτους και διχασμένους Λευκούς. Μέχρι την άνοιξη του 1920 οι Μπολσεβίκοι ήταν οι απόλυτοι κυρίαρχοι. Έχοντας λοιπόν εξουδετερώσει τους εσωτερικούς τους αντιπάλους και τους συμμάχους τους, ήταν έτοιμοι να ρίξουν το βάρος τους δυτικά, προς την Πολωνία, η οποία είχε επεκταθεί στην Ουκρανία, υποβοηθώντας τους Ουκρανούς αυτονομιστές υπό τον Πελτιούρα, με στόχο τη δημιουργία ενός αυτόνομου, αντιμπολσεβικικού ουκρανικού κράτους – κάτι που επετεύχθη στις μέρες μας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο πρώτος στόχος του μπολσεβίκου ηγέτη Λένιν ήταν η κυριαρχία επί της Ουκρανίας. Δευτερεύων στόχος ήταν η «εξαγωγή» της «λαϊκής επανάστασης» στη δυτική Ευρώπη, ειδικά μετά την κατάρρευση των ερυθρών εξεγέρσεων σε Γερμανία και Ουγγαρία. Ο Λένιν έδωσε την έγκρισή του στο σχέδιο μαζικής εισβολής του Ερυθρού Στρατού στην Πολωνία.
Οι αντίπαλες δυνάμεις
Βάσει του σχεδίου αυτού δύο ερυθρές ομάδες στρατιών -μέτωπα στη δική του ορολογία- θα εξορμούσαν βόρεια και νότια των ελών του Πρίπετ. Η βόρεια Ομάδα Στρατιών (ΟΣ) τελούσε υπό την ηγεσία ενός πραγματικά άξιου ηγέτη, κατοπινού θύματος της σταλινικής ανοησίας, του Μιχαήλ Τουχασέφσκσι.
Ο Τουχασέφσκι, μόλις 28 ετών τότε, ήταν αναγνωρισμένος από εχθρούς και φίλους ως ο καλύτερος διοικητής του Ερυθρού Στρατού. Υπό τις διαταγές του διέθετε 4 στρατιές πεζικού και ένα σώμα ιππικού. Νότια των ελών αναπτύχθηκε η ΟΣ του Αλεξάντρ Ίλιτς Γεγκόροφ, διαθέτουσα 2 στρατιές πεζικού και μια στρατιά ιππικού, υπό το μυστακιοφόρο στρατηγό Σεμιόν Μπιουτιένι. Ωστόσο, όσο εντυπωσιακές και αν ήταν οι δυνάμεις αυτές σε αριθμό και σε όγκο η κατάστασή τους απείχε πολύ από να τους επιτρέπει να χαρακτηριστούν ως πραγματικές στρατιές.
Ο ίδιος ο Τουχασέφσκι δεν έκανε λόγο για μεραρχίες ή σώματα στρατού, αλλά για τις ορδές του! Και πράγματι ο Ερυθρός Στρατός βρισκόταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Κατ’ αρχάς υπήρχε σοβαρό έλλειμμα εμπειροπόλεμων αξιωματικών και στελεχών. Για το σκοπό αυτό ο Τουχασέφσκι εισηγήθηκε και πέτυχε τη διά της βίας κατάταξη στον Ερυθρό Στρατό μεγάλου αριθμού τσαρικών αξιωματικών, η νομιμοφροσύνη των οποίων εξασφαλιζόταν με την ομηρία την οικογενειών τους πίσω στη Ρωσία! Είναι ευνόητο ότι οι αξιωματικοί αυτοί δεν θα πολεμούσαν υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες.
Από την άλλη, οι άνδρες ήταν ένας συρφετός πεινασμένων και κουρασμένων στρατιωτών, που τους είχαν από το 1917 υποσχεθεί τον τερματισμό του πολέμου, ο οποίος όμως συνεχιζόταν. Τόσο το επίπεδο της εκπαίδευσης όσο και αυτά του οπλισμού και του εφοδιασμού ήταν κάτω του μετρίου, παρά το γεγονός ότι σημαντική ποσότητα του οπλισμού που οι δυτικές δυνάμεις είχαν παραχωρήσει στους Λευκούς είχαν πέσει στα χέρια των Μπολσεβίκων, οι οποίοι όμως δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν παρά ελάχιστο μέρος αυτής, λόγω άγνοιας!
Άλλωστε οι κομισάριοι που είχαν πλημμυρίσει τον Ερυθρό Στρατό διακήρυτταν ότι αρκούσε ο «επαναστατικός ενθουσιασμός και ένα τουφέκι για τη νίκη». Στον δε τομέα των υπηρεσιών και της επιμελητείας η κατάσταση ήταν πραγματικά καταστροφική.
Η όλη υπηρεσία επιμελητείας αποτελούνταν από χιλιάδες ιππήλατες άμαξες -ακόμα και βοϊδάμαξες- φορτωμένες με πυρομαχικά κυρίως, τα οποία όμως δεν υπήρχε κανείς να μοιράσει στις μονάδες! Όσον αφορά στα τρόφιμα, απλώς δεν υπήρχαν. Οι στρατιώτες έπρεπε να ζουν από το έδαφος.
Το παλαιό αυτό αξίωμα των Στρατών της Γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα δεν μπορούσε να βρει εφαρμογή σε στρατιές εκατοντάδων χιλιάδων ανδρών. Μοιραία, αφού φαγώθηκε καθετί που μπορούσε να φαγωθεί, οι άνδρες απλώς λιμοκτονούσαν. Η στρατιές έπρεπε λοιπόν συνεχώς να προχωρούν, αφού πίσω δεν υπήρχε τίποτα. Τι θα συνέβαινε όμως αν υποχρεώνονταν να υποχωρήσουν; Η πιθανότητα αυτή δεν πέρασε από το μυαλό κανενός σοβιετικού εγκεφάλου.
Από την άλλη πλευρά, ο πολωνικός Στρατός, για την ακρίβεια ο αναγεννημένος εκ της τέφρας του πολωνικός Στρατός, το 1918 διάθετε μόλις 24 τάγματα πεζικού, 3 ίλες ιππικού και 5 πυροβολαρχίες. Η δύναμη αυτή όμως ήταν στελεχωμένη, ως επί τα πλείστον από εμπειροπόλεμους αξιωματικούς που είχαν πολεμήσει σε όλους τους αντιμαχόμενους στρατούς κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπό την ηγεσία του Πολωνού Προμηθέα, του Γιόζεφ Πιλσούντσκι, μέχρι τον Ιανουάριο του 1919 η δύναμή του είχε αυξηθεί στους 110.000 άνδρες, οργανωμένους σε 21 μεραρχίες πεζικού και 7 ταξιαρχίες ιππικού, υποστηριζόμενες και από το ανάλογο πυροβολικό.
Όπως ήταν φυσικό, η επέκταση αυτή δεν θα μπορούσε να γίνει παρά εις βάρος της ποιότητας, ειδικά εντός του χρονικού πλαισίου στο οποίο συνέβη. Παρ’ όλα αυτά, η κατάλληλη αναδιάταξη των εμπειροπόλεμων στελεχών και η ταχύρυθμη εκπαίδευση νέων κατέστησε τον πολωνικό Στρατό σαφώς ανώτερο του Ερυθρού.
Επίσης, χάρη στην πολεμική εμπειρία του αρχηγού του, ο πολωνικός Στρατός αξιοποίησε στο έπακρο τα όπλα και το υλικό που έλαβε από τη δύση -κυρίως τη Γαλλία- όπως τα ελαφρά άρματα Renault FT-17, θωρακισμένα αυτοκίνητα και τα οχήματα γενικής χρήσης. Με τα μέσα αυτά οι Πολωνοί συγκρότησαν μηχανοκίνητα αποσπάσματα, τα οποία θα δρούσαν με ταχύτητα στο βάθος της εχθρικής διάταξης, με στόχο τη διατάραξη των συγκοινωνιών και την υπόσκαψη του ηθικού του αντιπάλου.
Μηχανοκίνητα σε δράση
Ο Πιλσούντσκι, έχοντας πληροφορίες για τις σοβιετικές προθέσεις, κατάφερε να πάρει την έγκριση για την εκτόξευση μιας προληπτικής επίθεσης κατά του εχθρού. Στόχος του ήταν να προελάσει βαθιά στην Ουκρανία και να καταλάβει το Κίεβο, ώστε και μια σοβαρή βάση επιχειρήσεων να εξασφαλίσει στο μαλακό υπογάστριο του εχθρικού κριού, αλλά και τους ανωτέρω περιγραφέντες πολιτικούς στόχους του να υλοποιήσει. Το σχέδιο του Πιλσούντσκι ήταν καλό ως σύλληψη αλλά ανεφάρμοστο στην πράξη, κυρίως λόγω της τεράστιας αριθμητικής υπεροχής του εχθρού. Αν και αρχικά πέτυχε, παραλίγο να οδηγήσει σε συμφορά. Ας δούμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.
Ο Πιλσούντσκι αποφάσισε να καταλάβει το Ζιτομίερτς, μια μικρή πόλη, δυτικά του Κιέβου, σημαντικό κόμβο συγκοινωνιών από όπου περνούσε τόσο ο σιδηροδρομικός άξονας που ένωνε τη Λευκορωσία με την Ουκρανία όσο και ο μοναδικός σημαντικός οδικός άξονας που από την Πολωνία έφτανε έως το Κίεβο. Στην περιοχή ήταν ανεπτυγμένη ολόκληρη η σοβιετική 12η Στρατιά.
Ο Πιλσούντσκι παρ’ όλα αυτά αποφάσισε να δράσει. Διέταξε την 1η Ταξιαρχία Ιππικού να κινηθεί νότια του Ζιτομίερτς, με εντολή να αποκόψει τη σιδηροδρομική γραμμή στο ύψος της μικρής πόλης Χουσιάτιν, ενώ απέστειλε κατά του Ζιτομίερτς ένα αυτοσχέδιο μηχανοκίνητο τμήμα με επικεφαλής τον έμπειρο συνταγματάρχη Μπιερνάσκι.
Ο τελευταίος είχε στη διάθεσή του έναν ουλαμό αμερικανικών θωρακισμένων αυτοκινήτων Ford Mk T, οπλισμένων με πολυβόλα, 20 πρώιμα ημιερπυστριοφόρα οχήματα Fiat και 20 γαλλικά φορτηγά γενικής χρήσης Packards. Τα οχήματα αυτά μετέφεραν το 1ο Σύνταγμα Πεζικού της Λεγεώνας του Βιστούλα (τίτλος της πολωνικής μονάδας εθελοντών που πολέμησε υπέρ των Γάλλων στους χρόνους της Γαλλικής Επανάστασης), το οποίο διέθετε όμως 8 μόνο υποεπανδρωμένους λόχους πεζικού. Στη δικαιοδοσία του υπαγόταν επίσης και το 5ο Σύνταγμα της Λεγεώνας.
Την υποστήριξη του τμήματος ανέλαβε μια πυροβολαρχία με 4 γαλλικά πυροβόλα των 75 χιλ. μεταφερόμενα επίσης από οχήματα γενικής χρήσης. Στο τμήμα προσκολλήθηκε επίσης ένας ουλαμός ιππικού. Ένα ακόμα τάγμα του 1ου Συντάγματος θα ακολουθούσε το μηχανοκίνητο τμήμα πεζή, με σύντονη πορεία, λόγω έλλειψης επαρκών φορτηγών.
Το σχέδιο δράσης του Μπιερνάσκι προέβλεπε την επίθεση αρχικά του 5ου Συντάγματος στις σοβιετικές θέσεις στον ποταμό Τίνια με στόχο την κατάληψη της ξύλινης γέφυρας που ένωνε τις δύο όχθες και από την οποία έπρεπε υποχρεωτικά να περάσει το μηχανοκίνητο απόσπασμα. Η επίθεση αυτή εξαπολύθηκε αιφνιδιαστικά στις 04.30 τα ξημερώματα της 25ης Απριλίου 1920 και ήταν απόλυτα επιτυχημένη.
Οι σοβιετικές δυνάμεις που φρουρούσαν την όχθη του ποταμού αιφνιδιάστηκαν και ανατράπηκαν, εγκαταλείποντας πίσω τους 3 πολυβόλα και ένα βαρύ πυροβόλο. Οι Πολωνοί είχαν κερδίσει το προγεφύρωμα που ζητούσαν.
Από το ρήγμα στη σοβιετική γραμμή, 1 ώρα και 45 λεπτά ακριβώς αργότερα, πέρασε το μηχανοκίνητο τμήμα του Μπιερνάσκι για να χαθεί μέσα στην απεραντοσύνη των εχθρικών γραμμών. Ήταν μια αποστολή αυτοκτονίας. Κανείς δεν πίστευε ότι θα ξανάβλεπε ζωντανούς τους άνδρες του Μπιερνάσκι.
Η προέλαση του αποσπάσματος Μπιερνάσκι αρχικά δεν συνάντησε καμία εχθρική αντίσταση. Στις 06.40 όμως, κοντά στο χωριό Νόβο Ρούντνια η πολωνική φάλαγγα συναντήθηκε με μια σοβιετική περίπολο ιππικού. Άρκεσε η εμπλοκή των πολωνικών θωρακισμένων αυτοκινήτων για να ανατραπεί ταχύτατα η εχθρική αντίσταση. Ωστόσο το γεγονός ήταν ότι η απομονωμένη φάλαγγα του Μπιερνάσκι είχε πλέον αποκαλυφτεί.
Παρ’ όλα αυτά, η πορεία συνεχίστηκε. Το έδαφος όμως δεν επέτρεπε στα οχήματα να κινούνται με την ίδια ευκολία και την ίδια ταχύτητα, γιατί ναι μεν τα ημιερπυστριοφόρα και τα θωρακισμένα κινούνταν με αρκετή άνεση στο αμμώδες μονοπάτι που κατ’ ευφημισμό ονομαζόταν δρόμος, αλλά τα φορτηγά γενικής χρήσης δεν ήταν δυνατό να τα ακολουθήσουν.
Έτσι, ένα κενό σχηματίστηκε ανάμεσα στα προπορευόμενα στοιχεία της πολωνικής φάλαγγας με τα επόμενα. Ωστόσο, ο Μπιερνάσκι δεν καθυστέρησε καθόλου, για να αναμένει την άφιξη και των αργοκίνητων στοιχείων του.
Επικεφαλής της εμπροσθοφυλακής, συνέχισε την ταχεία προέλαση, ώσπου έφτασε στο χωριό Σοκόλοβ, γύρω στις 07.30 το πρωί. Στο χωριό η εμπροσθοφυλακή συναντήθηκε και πάλι με σοβιετικές περιπόλους, τις οποίες διασκόρπισε με ευκολία. Κατόπιν, ο ρυθμός κίνησης έπεσε. Ο Μπιερνάσκι, βρισκόμενος βαθιά στο εχθρικό έδαφος, αποφάσισε να δώσει χρόνο στα αργοπορούντα τμήματα να τον προφτάσουν.
Ήταν μια απαραίτητη κίνηση ασφάλειας, εφόσον οι Σοβιετικοί γνώριζαν πλέον τις κινήσεις τους. Γύρω στις 15.00 η πολωνική εμπροσθοφυλακή έφτασε στο χωριό Βιλσκ, 10 χλμ. μόλις από τον αντικειμενικό τους σκοπό, το Ζιτομίερτς. Το χωριό διέθετε ισχυρή φρουρά, ένα ολόκληρο σύνταγμα πεζικού, ενισχυμένο με μια ίλη ιππικού.
Παρά όμως την έγκαιρη προειδοποίηση που είχαν, οι Σοβιετικοί κατάφεραν να αιφνιδιαστούν. Ο Μπιερνάσκι, όταν έφτασε έξω από το Βιλσκ, αποβίβασε τους πεζούς του από τα οχήματά τους, έταξε το πυροβολικό του σε θέσεις βολής και διέταξε τα θωρακισμένα του αυτοκίνητα να ηγηθούν της εφόδου, με το πεζικό σε δεύτερο κλιμάκιο.
Έκπληκτοι οι Πολωνοί είδαν ότι δεν δέχονταν πυρά και έτσι ο διοικητής τους αποφάσισε να μη βάλει με το πυροβολικό του, αλλά να δοκιμάσει να επιτεθεί «σιωπηλά». Έτσι και έγινε. Τα πολωνικά θωρακισμένα, συνοδευόμενα από το πεζικό, εισήλθαν στο Βιλσκ χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός. Στην κεντρική πλατεία έκπληκτοι Σοβιετικοί στρατιώτες τράπηκαν σε φυγή με τα πρώτα πυρά των πολωνικών πολυβόλων. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος. Χωρίς απώλειες οι Πολωνοί είχαν προελάσει περί τα 100 χλμ. εντός του εχθρικού εδάφους και είχαν καταλάβει τους αντικειμενικούς τους σκοπούς, μέσα σε μερικές ώρες.
Ο Σοβιετικός διοικητής πάντως συνήλθε από τον αρχικό αιφνιδιασμό και ενήργησε ισχυρές επιθέσεις κατά των Πολωνών. Και οι δύο όμως αποκρούστηκαν με σημαντικές για τους Σοβιετικούς απώλειες. Ο Μπιερνάσκι γνωρίζοντας ότι θα πιεστεί ακόμα ισχυρότερα διέταξε τα φορτηγά του να κινηθούν προς τα πίσω και να μεταφέρουν το ταχύτερο δυνατό ενισχύσεις.
Εντελώς ακάλυπτη η πολωνική φάλαγγα οχημάτων πήρε το δρόμο της επιστροφής, έφτασε χωρίς απρόοπτα στον προορισμό της και την επόμενη αυγή επέστρεψε στο Ζιτομίερτς με το 3ο Τάγμα του 5ου Συντάγματος της Λεγεώνας. Ενισχυμένος αποφάσισε να ενεργήσει άμεση επίθεση κατά του Ζιτομίερτς, αποστέλλοντας όμως τα φορτηγά του ακόμα μια φορά στα μετόπισθεν με αποστολή τη μεταφορά επιπλέον ενισχύσεων.
Πριν ξημερώσει η 26η Απριλίου, οι Πολωνοί επιτέθηκαν. Ο Μπιερνάσκι εκείνη τη στιγμή διέθετε 3 μόλις και αυτά όχι πλήρη τάγματα πεζικού, 4 ελαφρά πυροβόλα και τα θωρακισμένα του αυτοκίνητα. Απέναντί του βρίσκονταν οι σοβιετικές 58η Μεραρχία Πεζικού και 17η Μεραρχία Ιππικού! Μέχρι τις 09.00 οι Πολωνοί είχαν ανατρέψει τους Σοβιετικούς και είχαν προσεγγίσει την πόλη. Στην πόλη τους περίμενε πάντως μια δυσάρεστη έκπληξη. Οι Σοβιετικοί είχαν αναπτύξει εκεί δύο άρματα Renault FT-17 εξοπλισμένα όμως με πολυβόλα.
Ακολούθησε αρματομαχία των πολωνικών θωρακισμένων με τα άρματα του εχθρού, η οποία όμως έμεινε άκριτη, αφού κανένας δεν μπορούσε να καταστρέψει τον αντίπαλο. Τελικά οι Σοβιετικοί εγκατέλειψαν τα άρματά τους -πιθανώς λόγω εξάντλησης των πυρομαχικών τους- τα οποία κυρίευσαν λίγο αργότερα οι Πολωνοί. Μέχρι τις 11.00, την ώρα που έφταναν και νέες ενισχύσεις, οι Πολωνοί είχαν ήδη κυριεύσει την πόλη, τρέποντας σε φυγή τους αντιπάλους τους.
Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Το ρήγμα που είχε ανοίξει ο Μπιερνάσκι και οι άνδρες του σύντομα οδήγησε -στις 7 Μαΐου- στην κατάληψη και του Κιέβου από τους Πολωνούς. Ωστόσο η επιτυχία ήταν πρόσκαιρη. Οι τεράστιες δυνάμεις που οι Σοβιετικοί είχαν συγκεντρώσει εκατέρωθεν των ελών του Πρίπετ, εξαπέλυσαν στις 15 Μαΐου μαζική επίθεση. Στο νότιο μέτωπο οι Πολωνοί υποχρεώθηκαν να αναδιπλωθούν. Ωστόσο στο βορρά θα κρίνονταν όλα, αφού στόχος του Τουχασέφσκι δεν ήταν παρά η κατάληψη της Βαρσοβίας.
Βαρσοβία
Από το στρατηγείο του στο Μινσκ, ο Τουχασέφσκι δεν θεωρούσε πως είχε πολλούς λόγους να αμφιβάλει για την επιτυχία. Οι στρατιές του υπερείχαν αριθμητικά των Πολωνών, σε βαθμό που θα μπορούσαν «να τους πνίξουν», όπως έλεγε. Ωστόσο ο Πιλσούντσκι δεν έμεινε αδρανής. Κάλεσε υπό τα όπλα ακόμα περισσότερους άνδρες -και γυναίκες- οι οποίοι όμως θα χρειάζονταν κάποιο χρόνο για να εκπαιδευτούν και να μετατραπούν σε στρατιώτες. Χρόνος όμως δεν υπήρχε. Έτσι ο Πολωνός αρχιστράτηγος, μάλλον και κατόπιν εισήγησης του Γάλλου στρατιωτικού συμβούλου του, στρατηγού Μαξίμ Βεϊγκάν, αποφάσισε να επιχειρήσει ένα ακόμα προληπτικό χτύπημα.
Η ευκαιρία του δόθηκε όταν οι πολωνικές περίπολοι αποκάλυψαν ότι το αριστερό πλευρό των προελαυνουσών σοβιετικών στρατιών καλύπτονταν ελαφρά μόνο από τη λεγόμενη Ομάδα Μοζίρ. Στην πληροφορία αυτή βασίστηκε ο Πιλσούντσκι για να εξαπολύσει έναν από τους καταπληκτικότερους ελιγμούς της στρατιωτικής ιστορίας.
Ο Πολωνός διοικητής σχημάτισε ένα σώμα 20.000 επίλεκτων ανδρών, οι οποίοι επιλέχτηκαν από όλες τις πολωνικές μονάδες, ειδικά για τη συγκεκριμένη αποστολή. Το Σώμα Κρούσης, όπως ονομάστηκε, συγκροτήθηκε από την 1η και 3η Μεραρχία Πεζικού της Λεγεώνας και 2 ταξιαρχίες ιππικού και τέθηκε υπό τις διαταγές ενός τολμηρού στρατιώτη, του στρατηγού Ρίντζ-Σμίγκλι (αρχηγό του πολωνικού Στρατού το 1939).
Η αποστολή του σώματος θα μπορούσε να αποκληθεί το λιγότερο παράτολμη. Ο Πιλσούντσκι είχε διατάξει το Σώμα Κρούσης να ελιχθεί κατά του σοβιετικού αριστερού και αφού ανατρέψει την Ομάδα Μοζίρ, να κινηθεί στα νώτα των σοβιετικών στρατιών και να αποκόψει τις γραμμές των συγκοινωνιών τους.
Παράλληλα η 5η πολωνική Στρατιά υπό τον στρατηγό Βλάνστισλαβ Σικόρσκι θα έπληττε το σοβιετικό δεξιό, μαζικά, την ώρα που οι αμυνόμενες της Βαρσοβίας 3η και 4η Στρατιές θα εξορμούσαν εναντίον τους κατά μέτωπο. Στόχος του Πιλσούντσκι, όπως φαίνεται από το σχέδιό του, δεν ήταν απλώς να αποκρούσει τη σοβιετική επίθεση κατά της Βαρσοβίας, αλλά να διαλύσει εντελώς την ΟΣ του Τουχασέφσκι.
Η σοβιετική προέλαση κατά της Βαρσοβίας άρχισε στις 13 Αυγούστου 1920. Δύο μέρες αργότερα, στις 15, ο Πιλσούντσκι διέταξε τη μεγάλη του αντεπίθεση. Το Σώμα Κρούσης διέλυσε με την πρώτη κρούση την Ομάδα Μοζίρ και μέσα στις επόμενες 36 ώρες κάλυψε περισσότερα από 70 χλμ. στα εχθρικά μετόπισθεν.
Όταν το Σώμα Κρούσης βρέθηκε στην κατάλληλη θέση, εξαπολύθηκε η επίθεση και της 5ης Στρατιάς του Σικόρσκι. Ο Τουχασέφσκι διέταξε τις στρατιές του να υποχωρήσουν, έχοντας όμως ελάχιστη πληροφόρηση για την παρουσία ενός ολόκληρου πολωνικού σώματος εγκατεστημένου στον άξονα υποχώρησης των στρατιών του. Όπως ήταν αναμενόμενο η όλη υπόθεση εξελίχθηκε σε καταστροφή.
Οι Σοβιετικοί δεχόμενοι πλήγματα από παντού δεν ήξεραν πού να κινηθούν. Οι στρατιές τους εξοντώθηκαν. Τυχεροί ήταν οι 44.000 Σοβιετικοί που πέρασαν τα γερμανικά σύνορα στην Ανατολική Πρωσία και αφοπλίστηκαν από τις γερμανικές Αρχές. Άλλοι 66.000 αιχμαλωτίστηκαν από τους Πολωνούς. Χιλιάδες άλλοι σκοτώθηκαν και μόνο μερικά άθλια υπολείμματα κατάφεραν να σπάσουν τον αποκλεισμό και να επιστρέψουν στο σοβιετικό έδαφος. Στα χέρια των Πολωνών έπεσαν επίσης 231 πυροβόλα, 1.023 πολυβόλα, χιλιάδες τυφέκια και 10.000 οχήματα κάθε τύπου.
Κόβνο
Ωστόσο η επιτυχία αυτή δεν άρκεσε στον Πιλσούντσκι, ο οποίος αποφάσισε να καθαρίσει τους λογαριασμούς του με τους Μπολσεβίκους άπαξ διά παντός. Επόμενος στόχος του ήταν η καταστροφή και της νότιας ΟΣ του Γιεγκόροφ. Σε πρώτο χρόνο η νέα μάχη άρχισε με έφοδο της 5ης Στρατιάς του Σικόρσκι κατά της Σοβιετικής 1ης Στρατιάς του Μπιουτιένι, ενός ευθυνόφοβου ανδρείκελου, ευνοούμενου του καθεστώτος, ο οποίος αργότερα θα καταφέρει (το 1941) να χάσει 1.500.000 άνδρες στο Κίεβο και το Ουμάν, λαμβάνοντας για αντάλλαγμα το παράσημο του «ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης» από τον Στάλιν.
Στη μάχη του Ζάμοσκ, στις 31 Αυγούστου, οι Πολωνοί διέλυσαν κυριολεκτικά τη στρατιά Μπιουτιένι, τρέποντας τα θλιβερά υπολείμματα σε άτακτη φυγή. Αμέσως μετά τη νέα νίκη ο Πιλσούντσκι διέταξε την κατάληψη και της πόλης του Κόβνο, σημαντικού επίσης συγκοινωνιακού κόμβου.
Το Κόβνο ήταν η έδρα της Σοβιετικής 12ης Στρατιάς. Εναντίον του οι Πολωνοί έστειλαν ένα ακόμα ταχυκίνητο απόσπασμα, υπό τον ταγματάρχη Μπόσανεκ, που διέθετε 11 θωρακισμένα αυτοκίνητα, 40 φορτηγά που μετέφεραν 2 τάγματα πεζικού και 8 πυροβόλα. Στις 12 Σεπτεμβρίου το πολωνικό απόσπασμα επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στις 2 σοβιετικές μεραρχίες πεζικού που στάθμευαν στο Κόβελ.
Τα θωρακισμένα πολωνικά αυτοκίνητα όρμησαν στους δρόμους της πόλης πολυβολώντας ό,τι κινούταν υποστηριζόμενα από τα ελαφρά πυροβόλα. Το πεζικό ακολούθησε την έφοδο των θωρακισμένων και εισήλθε στις παρυφές της πόλης λίγο αργότερα.
Οι Σοβιετικοί, με επικεφαλής τον διοικητή της 12ης Στρατιάς, τράπηκαν σε άτακτη φυγή, ο τελευταίος αφήνοντας πίσω του όλα τα έγγραφα, τους κώδικες και τους χάρτες του. Μόνο στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης οι Σοβιετικοί αμύνθηκαν μέχρις εσχάτων. Η πόλη είχε πέσει στα χέρια των Πολωνών κυριολεκτικά σε μερικά λεπτά. Οι Σοβιετικοί βέβαια αντεπιτέθηκαν αλλά αποκρούστηκαν.
Χρησιμοποίησαν ακόμα και τρία θωρακισμένα τρένα που διέθεταν. Οι Πολωνοί όμως έστρεψαν αμέσως τα πυροβόλα τους εναντίον τους και άρχισαν να βάλλουν με τρελούς ρυθμούς. Οι Πολωνοί πυροβολητές ξεπέρασαν τους εαυτούς τους εξαπολύοντας 20 οβίδες ανά λεπτό κατά των σοβιετικών τρένων.
Ένα από αυτά χτυπήθηκε σοβαρά και η θωράκισή του διατρήθηκε. Τα άλλα εγκαταλείφθηκαν από τα πληρώματά τους και λίγο αργότερα κυριεύτηκαν από τους Πολωνούς. Η λεία που έπεσε στα χέρια του μικρού πολωνικού αποσπάσματος ήταν πράγματι εξωπραγματική. Εκατοντάδες πολυβόλα και πυροβόλα, χιλιάδες τυφέκια, οχήματα, πυρομαχικά, ακόμα και 12 αεροπλάνα. Ακόμα χειρότερα η Σοβιετική 12η Στρατιά είχε τόσο πολύ ηθικά πληγεί που δεν σταμάτησε την υποχώρησή της ακόμα και μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης που ακολούθησε!
Ακολούθησαν νέες σοβιετικές ήττες στη μάχη του Νίεμεν, όπου 11 πολωνικά συντάγματα ιππικού κατατρόπωσαν τις σοβιετικές στρατιές με μια απίστευτη μαζική επέλαση. Μέχρι τις 15 Οκτωβρίου οι Πολωνοί είχαν προωθηθεί βαθιά στο σοβιετικό έδαφος, καταλαμβάνοντας ακόμα και το Μινσκ. Ο Λένιν δεν είχε άλλη δυνατότητα παρά να δεχτεί τους ταπεινωτικούς για αυτόν όρους των νικητών. Με τη Συνθήκη της Ρίγα η Σοβιετική Ένωση αναγνώριζε το νέο πολωνικό κράτος και τα πολωνικά σύνορα του 18ου αιώνα.
Ο μεγάλος νικητής, ο στρατηγός Πιλσούντσκι, αναγορεύτηκε πρόεδρος της Πολωνικής Δημοκρατίας και με ένα μικρό διάλειμμα παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι το θάνατό του, το 1933. Είχε κατορθώσει να αναγεννήσει την πατρίδα του από τη στάχτη αιώνων και να καταστήσει αξιοσέβαστη ευρωπαϊκή δύναμη. Μετά το θάνατό του άρχισε η κατάρρευση.