Σε αυτήν την κρίσιμη φάση, η θέση του Ιράν απέκτησε στρατηγική σημασία, καθώς ο έλεγχος των εδαφών του σήμαινε ταυτόχρονα και πρόσβαση σε μια ανεξάντλητη πηγή καυσίμων. Ρωσία και Βρετανία εισέβαλαν στο Ιράν τον Αύγουστο του 1941 και κατάφεραν να συντρίψουν, διά περιπάτου σχεδόν, τη στοιχειώδη αντίσταση που προέβαλλε.
Το καλοκαίρι του 1941 το σημαντικότερο γεγονός ήταν, χωρίς αμφιβολία, η εισβολή των Γερμανών και των συμμάχων τους στη Σοβιετική Ένωση (επιχείρηση Μπαρμπαρόσα), με την οποία άνοιξε το πιο μεγαλειώδες και δραματικό ίσως κεφάλαιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Την ίδια περίοδο όμως σε ένα άλλο μέτωπο, λιγότερο προβεβλημένο, εκείνο της Μέσης Ανατολής, σημειωνόταν ένα άλλο γεγονός με τη δική του ξεχωριστή σημασία.
Η Μέση Ανατολή και ειδικότερα η περιοχή του Περσικού κόλπου, με τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου, αποτελούσε πεδίο διαμάχης ανάμεσα στις δυνάμεις του Άξονα και στους Συμμάχους. Οι τελευταίοι, εκτός από τους οικονομικούς λόγους, επιθυμούσαν να εξαλείψουν κάθε πολιτική επιρροή που θα μπορούσε να έχει ο Άξονας στους αραβικούς και γενικότερα στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της περιοχής.
Η αρχή έγινε με το Ιράκ, όταν οι Βρετανοί κατέστειλαν στις αρχές Ιουνίου 1941 την εξέγερση που είχε ξεσπάσει στη χώρα. Λίγο αργότερα ακολούθησε νέα επιτυχημένη επέμβαση των Βρετανών και των συμμάχων τους στη Συρία και στον Λίβανο (ο τελευταίος βρισκόταν υπό τον έλεγχο της φιλογερμανικής γαλλικής κυβέρνησης του Βισύ).
Με την ολοκλήρωση των παραπάνω επιχειρήσεων η προσοχή των Συμμάχων στράφηκε προς το Ιράν, το οποίο κυβερνούσε τότε ο Ρεζά Σαχ Παχλεβί, ιδρυτής της ομώνυμης δυναστείας. Αν και επισήμως ουδέτερο, το Ιράν έκλινε προς την πλευρά του Άξονα, γεγονός που ανησυχούσε τους Συμμάχους.
Οι Βρετανοί ιδιαίτερα, οι οποίοι είχαν συμφέροντα στην Αγγλο-ιρανική Εταιρεία Πετρελαίου που εκμεταλλευόταν τα διυλιστήρια του Αμπαντάν, στο νοτιοδυτικό Ιράν, δεν ήθελαν με κανένα τρόπο ο Άξονας να αποκτήσει πρόσβαση στην περιοχή. Επιπλέον, η στρατηγική σημασία του Ιράν είχε αναβαθμιστεί μετά την γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο του 1941.
Οι Σοβιετικοί, οι οποίοι μπορούσαν να εφοδιάζονται από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία μόνο μέσω του Αρκτικού Κύκλου, επιθυμούσαν διακαώς τη δημιουργία μιας νέας διόδου ανεφοδιασμού. Το Ιράν προέβαλλε ως ιδεώδης διάδρομος για τη μεταφορά εφοδίων από τον Περσικό κόλπο προς την ΕΣΣΔ, καθώς διέθετε σιδηροδρομικό δίκτυο που μπορούσε να υποστηρίξει τον ανεφοδιασμό. Επιπλέον οι Σοβιετικοί δεν ήθελαν να μεταβληθεί το Ιράν σε προγεφύρωμα των Γερμανών, από το οποίο θα είχαν τη δυνατότητα να εξαπολύσουν επίθεση στα νότια της Σοβιετικής Ένωσης.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οι Βρετανοί και οι Σοβιετικοί προσέγγισαν, αρχικά με τη διπλωματία, το Ιράν και ζήτησαν από τον σάχη να τους επιτρέψει τη χρησιμοποίηση της σιδηροδρομικής γραμμής, αλλά και να θέσει τέρμα στη γερμανική επιρροή. Ο Ρεζά Σαχ Παχλεβί, όμως, ο οποίος δεν ήθελε να έλθει σε σύγκρουση με τους φιλογερμανικούς κύκλους στο εσωτερικό της χώρας του ούτε να δυσαρεστήσει τον Άξονα, αρνήθηκε. Τότε οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να επέμβουν στρατιωτικά στο Ιράν, ορίζοντας ως ημέρα εισβολής την 25η Αυγούστου 1941. Αυτή η απόφαση είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη του Ρεζά Σαχ Παχλεβί από τη χώρα και την άνοδο στον περσικό θρόνο του γιου του, του Μοχάμεντ Ρεζά Παχλεβί στις 16 Σεπτεμβρίου 1941. Ο τελευταίος εκθρονίστηκε από την Ιρανική Επανάσταση στις 11 Φεβρουαρίου 1979.
To Ιράν κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου
Η παρεμβατική πολιτική της ρωσικής και της βρετανικής αυτοκρατορίας στην Περσία (όπως ήταν γνωστή η χώρα στη Δύση κατά το μεγαλύτερο μέρος της Ιστορίας της), είχε τις ρίζες της στον 19ο αιώνα, όταν την εξουσία στη χώρα είχε η δυναστεία των Χαζάρων (1796-1925), ενός φύλου τουρκικής καταγωγής. Το 1926, βασιλιάς του Ιράν έγινε ο Ρεζά Σαχ ο οποίος καθιέρωσε τη δυναστεία των Παχλεβί. Είχε προηγηθεί στρατιωτικό πραξικόπημα το 1921, οργανωμένο από τους Βρετανούς, που έφερε στην εξουσία τον Ρεζά Σαχ, πρώτα ως υπουργό Πολέμου, ύστερα ως πρωθυπουργό και τελικά ως βασιλιά. Ο Ρεζά Σαχ ξεκίνησε ως αξιωματικός της Περσικής Ταξιαρχίας των Κοζάκων.
Εκείνη την περίοδο η Βρετανία ήθελε να προστατεύσει τους εμπορικούς δρόμους προς την αποικία της, την Ινδία, ενώ η Ρωσία επεδίωκε την εξάπλωση από τον Βορρά σε περσικά εδάφη. Ύστερα από δύο πολέμους με τη Ρωσία στις αρχές του 19ου αιώνα, η Περσία αναγκάστηκε να παραχωρήσει όλες τις κτήσεις της στον Καύκασο, ενώ κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν οι δύο μεγάλες δυνάμεις, εκμεταλλευόμενες την εσωτερική παρακμή της χώρας, άρχισαν να κυριαρχούν όλο και περισσότερο στο εμπόριο και στα πολιτικά πράγματα του τόπου. Το 1906, υπό την πίεση της κοινής γνώμης, ο σάχης Μουζαφάρ αντ Ντιν αναγκάστηκε να παραχωρήσει σύνταγμα και να επιτρέψει τη συγκρότηση Συμβουλευτικής Εθνοσυνέλευσης (Ματζλίς). Οι ημέρες της δυναστείας όμως ήταν μετρημένες.
Λίγο μετά τον Α΄ ΠΠ, το 1919, μια αγγλο-περσική συμφωνία θεωρήθηκε ότι καθιστούσε τη χώρα προτεκτοράτο των Βρετανών και η Εθνοσυνέλευση αρνήθηκε να την επικυρώσει. Το 1921 ο Ρεζά Χαν, ένας αξιωματικός της Περσικής Ταξιαρχίας των Κοζάκων, ενός στρατιωτικού σώματος που είχε συγκροτηθεί από Ρώσους, κινήθηκε προς την πρωτεύουσα Τεχεράνη για να υποστηρίξει το πραξικόπημα στο οποίο συμμετείχε ο πολιτικός συγγραφέας Σαγίντ Ζιγιά αλ ντιν Ταμπαταμπάι.
Ο Ρεζά Χαν είχε γεννηθεί το 1878 σε ένα χωριό της επαρχίας Μαζανταράν και από υπαξιωματικός είχε ανέλθει στη στρατιωτική ιεραρχία μέχρι τον βαθμό του ταξιάρχου.
Ύστερα από το πραξικόπημα, ανέλαβε αρχικά τη διοίκηση του Περσικού Στρατού και λίγο αργότερα τη θέση του πρωθυπουργού. Το 1923 ο τελευταίος μονάρχης της δυναστείας των Χαζάρων, Αχμέτ Μιρζά, εγκατέλειψε τη χώρα και το 1926 ο Ρεζά Χαν στέφθηκε σάχης με το όνομα Ρεζά Σαχ Παχλεβί ή Πεχλεβί (από το Πεχλέ, μια αρχαία επαρχία των Μήδων). Ύστερα από την επίσημη ανάληψη της εξουσίας ο Ρεζά Σαχ κατέβαλε σοβαρές προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
Ιράν: η «Χώρα των Αρίων»
Το Ιράν, με έκταση 1.648.000 τ.χλμ. και περίπου 15.000.000 κατοίκους, αποτελείτο από πολλές εθνότητες. Η πολυπληθέστερη με ιρανική καταγωγή (περίπου το 50%) μιλούσε τη γλώσσα φαρσί. Άλλες σημαντικές πληθυσμιακές ομάδες ήταν εκείνες των Αζέρων, των Τουρκομάνων και των Κούρδων. Βασικοί άξονες της πολιτικής του Ρεζά Σαχ ήταν να περιορίσει τη θρησκευτική επιρροή των σιιτών μουλάδων, να «δυτικοποιήσει» (τουλάχιστον θεωρητικά) την ιρανική κοινωνία (απαγόρευσε το τσαντόρ στις γυναίκες) και να συγκροτήσει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις οι οποίες θα εξασφάλιζαν την παραμονή του στην εξουσία. Θέλοντας επίσης να ενισχύσει τους δεσμούς της Περσίας με το αρχαίο παρελθόν των Αχαιμενιδών, τη μετονόμασε το 1935 σε Ιράν, που σημαίνει «Χώρα των Αρίων».
Στην εξωτερική πολιτική του, ο σάχης προσπάθησε να περιορίσει την επιρροή των Βρετανών αλλά και των Σοβιετικών, οι οποίοι ήθελαν να συνεχίσουν την παλαιά παρεμβατική πολιτική των τσάρων στην Περσία.
Το 1928 κατάργησε το δικαίωμα της ετεροδικίας που απολάμβαναν οι ξένες δυνάμεις στην Περσία από τον 19ο αιώνα. Το 1932 ακύρωσε μια συμφωνία με τους Βρετανούς που αφορούσε την Αγγλο-ιρανική Εταιρεία Πετρελαίου και τον τρόπο με τον οποίο γινόταν η εξαγωγή του ιρανικού πετρελαίου, ενώ τον επόμενο χρόνο προχώρησε στην υπογραφή μιας νέας, βελτιωμένης συμφωνίας, παρά τη βρετανική δυσαρέσκεια.
Οι σχέσεις με τους Σοβιετικούς δεν ήταν καλύτερες και το 1938 ο Ρεζά Σαχ αρνήθηκε να υπογράψει μια νέα εμπορική συμφωνία με τη Σοβιετική Ένωση. Θέλοντας να δημιουργήσει ένα αντίβαρο στη βρετανική και στη σοβιετική επιρροή, ο σάχης στράφηκε προς τη φασιστική Ιταλία και την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, ενθαρρύνοντας την εμπορική δραστηριότητά τους στο Ιράν.
Η Γερμανία, ιδιαίτερα, τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου αποτελούσε τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο του Ιράν. Επιπλέον ο Ρεζά Σαχ κάλεσε από τις δύο χώρες τεχνικούς αλλά και στρατιωτικούς συμβούλους που θα βοηθούσαν στην αναδιοργάνωση των Ιρανικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Μέχρι τις αρχές του 1941 η δύναμη του Ιρανικού Στρατού είχε ανέλθει σε 125.000 άνδρες, αποτελούμενη από εννέα μικτές μεραρχίες, πέντε ανεξάρτητες ταξιαρχίες και ένα ανεξάρτητο σύνταγμα πεζικού, ένα σύνταγμα βαρέως πυροβολικού, μια μοίρα αντιαεροπορικού πυροβολικού και έναν ανεξάρτητο λόχο μεταφορών.
Μέσα σε μια δεκαετία ο ιρανικός Στρατός είχε παραλάβει πάνω από 300.000 τυφέκια, περίπου 6.000 ελαφρά και βαρέα πολυβόλα και περίπου 350 πυροβόλα διαφόρων τύπων. Διέθετε επίσης μια μικρή τεθωρακισμένη δύναμη από ελαφρά άρματα ΤΝΗ και ελαφρά τεθωρακισμένα ερπυστριοφόρα ΑΗ-IV τσεχοσλοβακικής κατασκευής, με πλήρωμα 2 άτομα, και επίσης τεθωρακισμένα τροχοφόρα οχήματα αμερικανικής και βρετανικής κατασκευής.
Η Ιρανική Αεροπορία ήταν οργανωμένη σε τέσσερα αεροπορικά συντάγματα και διέθετε 200 αεροσκάφη, κυρίως απαρχαιωμένα διπλάνα βρετανικής κατασκευής. Κυριότεροι τύποι ήταν τα καταδιωκτικά Hawker Fury, τα αναγνωριστικά-ελαφρά βομβαρδιστικά Hawker Audax και τα εκπαιδευτικά Hind και de HaviIIand Tiger Moth, που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως αναγνωριστικά. Από τα αεροπορικά συντάγματα μόνο το πρώτο, που έδρευε στην Τεχεράνη, διέθετε τρεις μοίρες, ενώ τα υπόλοιπα μόνο από μια μοίρα το καθένα.
Το Ιρανικό Ναυτικό διέθετε μια μικρή δύναμη από πλοία ιταλικής κατασκευής και Ιταλοί σύμβουλοι είχαν αναλάβει την εκπαίδευσή του. Ακόμα υπήρχε μια δύναμη χωροφυλακής που αποτελείτο από επτά ανεξάρτητα μικτά συντάγματα και 15 μικτά τάγματα τα οποία είχαν αναλάβει τη διατήρηση της τάξης στο εσωτερικό της χώρας και στην παραμεθόριο. Γενικά οι Ιρανικές Ένοπλες Δυνάμεις θεωρούντο καλά εκπαιδευμένες και εξοπλισμένες για τα δεδομένα της Μέσης Ανατολής, χωρίς όμως να έχουν δοκιμαστεί σε κάποια πολεμική σύγκρουση.
Τα σχέδια και οι δυνάμεις των Συμμάχων
Η επίσημη διαταγή του σοβιετικού επιτελείου για την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων στο έδαφος του Ιράν ανακοινώθηκε στις 23 Αυγούστου 1941 και έλεγε τα εξής: «Έχοντας ως στόχο την εξασφάλιση των συνόρων μας από ενέργειες αντιπερισπασμού από τη γερμανική πλευρά, ενέργειες που προετοιμάζονται υπό την προστασία της ιρανικής κυβέρνησης, αλλά και για να αποτραπεί η εξόρμηση του Ιρανικού Στρατού εναντίον των συνόρων μας, η σοβιετική κυβέρνηση θέτει σε ισχύ το άρθρο 6 της Σοβιετο-περσικής Συνθήκης του 1921, σύμφωνα με το οποίο το σοβιετικό κράτος έχει το δικαίωμα να επέμβει στρατιωτικά στο Ιράν αν οι ενέργειες της ιρανικής κυβέρνησης συνιστούν απειλή για τη Σοβιετική Ένωση».
Η εν λόγω Συνθήκη, γνωστή και ως Σύμφωνο Φιλίας, είχε υπογραφεί από την περσική διπλωματική αντιπροσωπεία στη Μόσχα το 1921 και, όπως αποδείχθηκε, αποτέλεσε ένα σοβαρό πολιτικό σφάλμα όσον αφορά τη διατύπωση του συγκεκριμένου άρθρου.
Για την εισβολή στο Ιράν οι Σοβιετικοί είχαν συγκεντρώσει μια ισχυρή δύναμη από τρεις στρατιές, την 44η και την 47η του Μετώπου της Υπερκαυκασίας, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Ντιμίτρι Κοζλόφ και του υποστράτηγου Νοβίκοφ, και την 53η που έδρευε στην κεντρική Ασία, υπό τη διοίκηση του στρατηγού Σεργκέι Τροφιμένκο. Οι χερσαίες δυνάμεις είχαν την ισχυρή υποστήριξη της Αεροπορίας, η οποία είχε διαθέσει για την επίθεση καταδιωκτικά Polikarpov Ι-16, βομβαρδιστικά Tupolev SB και ελαφρά αεροσκάφη εγγύς υποστήριξης.
Μόνο το Μέτωπο της Υπερκαυκασίας αριθμούσε συνολικά 135.000 άνδρες και είχε την υποστήριξη 522 αεροσκαφών, από τα οποία 225 ήταν καταδιωκτικά, 90 αναγνωριστικά και εγγύς υποστήριξης και 207 βομβαρδιστικά μακράς ακτίνας. Οι Σοβιετικοί θα εξαπέλυαν την επίθεσή τους από το Αζερμπαϊτζάν στο βορειοδυτικό Ιράν. Την κάλυψη των συνόρων με την Τουρκία ανέλαβαν η 45η και η 46η Σοβιετική Στρατιά.
Η βρετανική διοίκηση που έδρευε στο Ιράκ. υπό τον αντιστράτηγο σερ Έντουαρντ Κουίνιαν, κινητοποίησε την 8η και τη 10η Ινδική Μεραρχία Πεζικού, τη 2η Ινδική Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία, την 21η Ινδική Ταξιαρχία Πεζικού και την 4η Βρετανική Ταξιαρχία Ιππικού. Αυτές οι δυνάμεις υποστηρίζονταν από τρεις μοίρες της RAF: την 84η Μοίρα Βομβαρδισμού, που διέθετε βομβαρδιστικά Bristol Blenheim Mk IV, τη 261 Μοίρα Δίωξης με καταδιωκτικά Hawker Hurricane και τη 244 Μοίρα με απαρχαιωμένα διπλάνα Vincent. Επίσης διέθεταν και ένα σμήνος της 31ης Μοίρας με μεταγωγικά Vickers Valentia.
Η δύναμη της RAF ανερχόταν συνολικά σε 40 αεροσκάφη. Οι Βρετανοί είχαν διαθέσει επιπλέον και μια μικρή ναυτική δύναμη. που είχε αναλάβει να εξουδετερώσει οποιαδήποτε ιρανική αντίδραση στη θάλασσα. Οι ίδιοι θα πραγματοποιούσαν την επίθεσή τους από το Ιράκ στο δυτικό και νοτιοδυτικό Ιράν.
Η Σοβιετική επίθεση στο Βόρειο Μέτωπο
Το κύριο κτύπημα των Σοβιετικών θα δινόταν από την 47η Στρατιά. που βρισκόταν υπό τη διοίκηση του υποστράτηγου Βασίλι Νοβίκοφ. Η δύναμή της αποτελείτο από δύο ορεινές μεραρχίες τυφεκιοφόρων (63η και 76η), τη 236 Μεραρχία Τυφεκιοφόρων, την 6η και την 54η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, την 23η Μεραρχία Ιππικού, το 116 Σύνταγμα Πυροβολικού-Οβιδοβόλων, το 456 Σύνταγμα Πυροβολικού και δύο τάγματα του 13ου Συντάγματος Μοτοσικλετιστών.
Οι μονάδες του σχηματισμού κινήθηκαν τα χαράματα της 25ης Αυγούστου και πέρασαν τα ιρανικά σύνορα χωρίς να συναντήσουν δυσκολίες. Στην εμπροσθοφυλακή βρισκόταν η 63η Μεραρχία, η οποία διέσχισε τον ποταμό Αράξη και έτρεψε σε φυγή, ύστερα από σύντομες συγκρούσεις, τους Ιρανούς συνοριοφύλακες. Στη συνέχεια τα τμήματα της μεραρχίας κινήθηκαν προς την πόλη Μακού, στα σύνορα με την Τουρκία.
Εκεί οι Σοβιετικοί συνάντησαν την αντίσταση του 17ου Ιρανικού Συντάγματος Πεζικού την οποία εξουδετέρωσαν γρήγορα αναγκάζοντας τους αντιπάλους τους να διασκορπιστούν στα γύρω βουνά.
Η σύντομη σοβιετική προέλαση εξαρτάτο όμως από τη δράση των τεθωρακισμένων και μηχανοκίνητων σχηματισμών. Αρχικά η 6η Τεθωρακισμένη Μεραρχία διείσδυσε σε βάθος 10 χιλιομέτρων μέσω του ποταμού Αράξη προς την περιοχή Καρατσούγκ-Κιζίλ. Συνάντησε μικρή μόνο αντίσταση από μονάδες της ιρανικής χωροφυλακής και μέχρι το τέλος της ημέρας τμήματά της κατέλαβαν το Χόι στα ιρανοτουρκικά σύνορα. Προς την κατεύθυνση του Μαράντ επιχειρούσαν η 54η Τεθωρακισμένη Μεραρχία και οι υπόλοιπες μονάδες της 47ης Στρατιάς. Και σε αυτή την περίπτωση η ιρανική αντίσταση ήταν ασθενική και μέχρι το τέλος της ημέρας το Μαράντ είχε καταληφθεί από τα σοβιετικά στρατεύματα.
Από την πλευρά της Κασπίας κινήθηκε η 44η Στρατιά, που βρισκόταν υπό τη διοίκηση του υποστρατήγου Αλεξάντρ Χαντέγεφ. Η δύναμή της αποτελείτο από την 20ή και την 77η Ορεινή Μεραρχία, τη 17η Μεραρχία Ιππικού και το 240 Σύνταγμα Αρμάτων. Μέρος αυτής μεταφέρθηκε μέσω της Κασπίας με πλοία του εκεί σοβιετικού στόλου. Αν και η μορφολογία του εδάφους ήταν πιο πολύπλοκη στον τομέα της 44ης Στρατιάς, οι μονάδες της κατόρθωσαν μέχρι το τέλος της ημέρας να πραγματοποιήσουν τους στόχους που είχαν αναλάβει, ανάμεσά τους και την κατάληψη του Αρντεμπίλ.
Έτσι τα σοβιετικά στρατεύματα την πρώτη ημέρα των επιχειρήσεων εισήλθαν στη γραμμή Χόι-Ταυρίδα και Αρντεμπίλ και προήλασαν σε απόσταση 70 χιλιομέτρων μέσα στο ιρανικό έδαφος. Η αντίσταση του Ιρανικού Στρατού ήταν πολύ κατώτερη από την αναμενόμενη και αποδείχθηκε ότι η πολεμική ετοιμότητά του βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα. Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση της 3ης Μεραρχίας Πεζικού, που διαλύθηκε σχεδόν αμέσως χωρίς να προβάλει αντίσταση.
Την πρώτη ημέρα των συγκρούσεων σημειώθηκαν περιπτώσεις μαζικής παράδοσης ιρανικών μονάδων και κανένα από τα σχέδια για την κινητοποίηση των εφέδρων δεν λειτούργησε. Σύμφωνα, πάντως, με τους Ιρανούς, οι χερσαίες επιχειρήσεις των Σοβιετικών συνοδεύτηκαν από αεροπορικούς βομβαρδισμούς στην Ταυρίδα (Ταμπρίζ), στη Μεσχέντ, στην Αρντεμπίλ και σε άλλες πόλεις, προκαλώντας σημαντικό αριθμό θυμάτων ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό. Οι σοβιετικές πηγές δεν επιβεβαιώνουν αυτούς τους ισχυρισμούς, αναφέροντας ότι τα αεροσκάφη της Κόκκινης Αεροπορίας πραγματοποίησαν μόνο αναγνωριστικές πτήσεις και ρίψεις φυλλαδίων με τα οποία καλούσαν τον Ιρανικό Στρατό και τον λαό να μη προβάλουν αντίσταση.
Στις 26 Αυγούστου άρχισαν να δημιουργούνται θύλακες ιρανικής αντίστασης ανάμεσα στο Μακού και στην Ταυρίδα, τους οποίους όμως σύντομα οι Σοβιετικοί εξουδετέρωσαν. Επόμενος στόχος ήταν η Ταυρίδα, που αποτελούσε το κυριότερο διοικητικό κέντρο του βορείου Ιράν. Μπροστά από την πόλη βρισκόταν η 54η Τεθωρακισμένη Μεραρχία, τμήματα της οποίας την κατέλαβαν μαζί με το αεροδρόμιό της, όπου στάθμευαν τα αεροσκάφη του 2ου Ιρανικού Αεροπορικού Συντάγματος.
Την ίδια ημέρα η 24η Μεραρχία Ιππικού, ύστερα από πορεία 70 χιλιομέτρων, κατέλαβε την πόλη Αγκάρ. Στις 27 Αυγούστου προωθημένα τμήματα της 17ης Μεραρχίας Ιππικού εισήλθαν στα περάσματα Σαΐν Γκιαντούκ και Μπαλιχλί, όπου ήλθαν αντιμέτωπα με δύο συντάγματα της 15ης Ιρανικής Μεραρχίας Πεζικού. Σε αυτή την περίπτωση τα σοβιετικά στρατεύματα συνάντησαν την πιο ισχυρή αντίσταση καθ’ όλη τη διάρκεια της προέλασής τους στο ιρανικό έδαφος και τελικά κατέλαβαν τα περάσματα νωρίς το απόγευμα της επόμενης ημέρας.
Στις 27 Αυγούστου επίσης εισήλθε στο Ιράν από την κεντρική Ασία και η 53η Σοβιετική Στρατιά, που επιτέθηκε από τρεις κατευθύνσεις από τα δυτικά με το 58ο Σώμα Τυφεκιοφόρων, από το κέντρο με την 8η Ορεινή Μεραρχία και από τα ανατολικά με τέσσερα σώματα ιππικού.
Στον τομέα επίθεσης της 53ης Στρατιάς οι Ιρανοί είχαν διαθέσει δύο μεραρχίες πεζικού, την 9η και τη 10η. Θεωρητικά και οι δύο μονάδες κρατούσαν ευνοϊκές θέσεις άμυνας στα ορεινά υψώματα του Μεσχέντ και του Γκοργκάν, όπου το υψόμετρο έφθανε τα 2.000 μέτρα. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, η ιρανική αντίσταση υπήρξε σποραδική και ασυντόνιστη. Η 10η Μεραρχία διασκορπίστηκε σχεδόν αμέσως ενώ η 9η προσπάθησε να προβάλει κάποια αντίσταση. Την ίδια ημέρα όμως η ιρανική ηγεσία αποφάσισε την κατάπαυση του πυρός, κάτι το οποίο εγκρίθηκε την επόμενη ημέρα.
Λίγο πριν από τον τερματισμό των εχθροπραξιών, το απόγευμα της 28ης Αυγούστου, σημειώθηκε μια τελευταία σύγκρουση ανάμεσα στη 236 Μεραρχία Τυφεκιοφόρων και στο 8ο Ιρανικό Σύνταγμα Πεζικού, στις τιεριοχές Μπινάμπ και Χανάμ, και επίσης με μονάδες της 3ης Ιρανικής Μεραρχίας Πεζικού στην περιοχή της πόλης Μιναντοάμπ. Ύστερα από μερικές ώρες η ιρανική αντίσταση εξουδετερώθηκε.
Οι Σοβιετικοί συνέλαβαν πάνω από 1.600 αιχμαλώτους, ανάμεσά τους και τους διοικητές του 8ου Ιρανικού Συντάγματος Πεζικού και του 11ου Συντάγματος Πυροβολικού, καθώς και άλλους 16 αξιωματικούς. Κατά τη διάρκεια αυτών των συγκρούσεων οι σοβιετικές απώλειες ήταν μόλις ένας νεκρός και τέσσερις τραυματίες.
Σε μια από τις τελευταίες επιχειρήσεις τους οι Σοβιετικοί κατέλαβαν, το πρωί της 29ης Αυγούστου και ουσιαστικά χωρίς μάχη, το λιμάνι Μπαντάρ-ι-Παχλεβί στις ακτές της Κασπίας Θάλασσας. Ενδεικτικό της απουσίας αντίστασης ήταν το ότι η τοπική φρουρά των 520 Ιρανών στρατιωτών παραδόθηκε σε μια αναγνωριστική σοβιετική μονάδα μόλις 45 ανδρών.
Τελικά ο Ιρανικός Στρατός συνθηκολόγησε επίσημα με τους Σοβιετικούς στις 30 Αυγούστου. Εκείνη την ημέρα η 44η και η 47η Στρατιά είχαν εισέλθει στη γραμμή Μεχαμπάντ Καζβίν, ενώ η 53η κινήθηκε προς το Μεσχέντ, το οποίο κατέλαβε την 1η Σεπτεμβρίου.
Η Βρετανική επίθεση στο Νότιο Μέτωπο
Οι Βρετανοί ξεκίνησαν την επίθεσή τους επίσης τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου. Το σχέδιό τους προέβλεπε τη διεξαγωγή τριών ταυτόχρονων επιχειρήσεων για την κατάληψη του Αμπαντάν, όπου βρίσκονταν μεγάλα διυλιστήρια πετρελαίου, της ναυτικής βάσης στην πόλη Χοραμσάρ και του λιμανιού του Μπαντάρ-ι-Σαπούρ.
Σε αυτό τον τομέα η χερσαία επίθεση είχε ανατεθεί στις μονάδες της 8ης Ινδικής Μεραρχίας, που βρισκόταν υπό τη διοίκηση του υποστρατήγου Σ. Χάρβεϋ. Επιπλέον για την πραγματοποίηση των συγκεκριμένων στόχων οι Βρετανοί είχαν διαθέσει μια μικρή ναυτική δύναμη, η οποία αποτελείτο από τις φρεγάτες «Yara», «FaImouth» και «Shoreham», μια μικρή κανονιοφόρο, μια κορβέτα, πέντε μικρότερα πλοία και το εξοπλισμένο αυστραλιανό εμπορικό «KanimbIa».
Η πρώτη ναυτική επιδρομή πραγματοποιήθηκε από τη φρεγάτα «Yara», που απέπλευσε από τη βάση της κοντά στη Βασόρα. Λίγο πριν από τα ξημερώματα το «Yara» εισήλθε στη ναυτική βάση του Χοραμσάρ, όπου εντόπισε το ιρανικό ελαφρύ καταδρομικό «Βabr». Αν και δέχθηκε πυρά, το ιρανικό πλοίο, που ήταν εξοπλισμένο με τέσσερα πυροβόλα των 102 mm, δεν ανταπέδωσε και πολύ σύντομα βυθίστηκε. Ακολούθως το «Yara» εισήλθε στο στόμιο του ποταμού Καρούν και ύστερα από μια σύντομη ανταλλαγή πυρών εξουδετέρωσε τις ιρανικές κανονιοφόρους που βρίσκονταν εκεί. Λίγο αργότερα εισήλθε στον ποταμό Καρούν και το «FaImouth» και ξεκίνησε η αποβίβαση στρατευμάτων.
Η πόλη και το φρούριο του Χοραμσάρ δέχθηκαν επίθεση από μονάδες της 18ης και της 24ης Ινδικής Ταξιαρχίας, με την υποστήριξη του βρετανικού πυροβολικού. Οι Ιρανοί προέβαλαν κάποια αντίσταση αλλά μέσα σε μερικές ώρες το Χοραμσάρ κατελήφθη. Από ιρανικής πλευράς ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο ναύαρχος Μπαγιεντόρ.
Σε μια άλλη ναυτική επιδρομή, στο λιμάνι του Αμπαντάν, το «Shoreham» βύθισε το ιρανικό «Palang» (ανήκε στην ίδια κλάση με το «Βabr»), ενώ τα εναπομείναντα πλοία του Ιρανικού Ναυτικού καταστράφηκαν ή κατελήφθησαν. Την ίδια ημέρα δύο τάγματα της 24ης Ινδικής Ταξιαρχίας διέσχισαν με μικρά πλοιάρια τον ποταμό Σατ ελ Αράμπ και κατέλαβαν το Αμπαντάν και μαζί τις πετρελαϊκές εγκαταστάσεις που βρίσκονταν στην περιοχή.
Ταυτόχρονα το «KanimbIa» και άλλα μικρότερα πλοιάρια μετέφεραν δύο ινδικούς λόχους του 310 Συντάγματος από τη Βασόρα στο Μπαντάρ-ι-Σαπούρ, το οποίο και κατέλαβαν. Σε βρετανική κατοχή περιήλθαν επίσης τρία ιταλικά και πέντε γερμανικά εμπορικά πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι και το εκτόπισμά τους ανερχόταν συνολικά σε 50.000 τόνους. Το μοναδικό πλοίο του Άξονα το οποίο παρέμενε σε περσικά νερά ήταν το ιταλικό εμπορικό «HiIda», που βρισκόταν στα στενά του Ορμούζ. Οι Βρετανοί το κατέλαβαν δύο ημέρες αργότερα, αν και είχε ήδη πυρποληθεί από το πλήρωμά του.
Όσον αφορά τις αεροπορικές επιχειρήσεις της RAF, την πρώτη ημέρα τα Hurricane της 261 Μοίρας πραγματοποίησαν 55 εξόδους εναντίον του αεροδρομίου της πόλης Αχβάζ, όπου επλήγησαν στο έδαφος πέντε ιρανικά καταδιωκτικά.
Στις 26 Αυγούστου τα βρετανικά και τα ινδικά στρατεύματα κινήθηκαν βορειότερα, προς την πόλη Αχβάζ, όπου αναμενόταν ότι οι Ιρανοί θα προέβαλλαν πιο ισχυρή αντίσταση. Η βρετανική επίθεση ξεκίνησε με βομβαρδισμό από αεροσκάφη BIenheim της 84ης Μοίρας. Την ίδια ημέρα σημειώθηκε και η πρώτη αερομαχία του πολέμου, όταν ένα Hurricane, κατά τη διάρκεια περιπολίας στον τομέα Αμπαντάν-Αχβάζ, εντόπισε ένα ιρανικό Hawker Audax και το κατέρριψε. Μέχρι τις 28 Αυγούστου τα στρατεύματα της 18ης και της 25ης Ταξιαρχίας είχαν φθάσει στο Αχβάζ όπου πληροφορήθηκαν την κατάπαυση του πυρός.
Στο μεταξύ, περίπου 500 χιλιόμετρα βορειοδυτικά είχε πραγματοποιηθεί μια ευρύτερη βρετανική διείσδυση από το Χανακίν του Ιράκ μέσα στο ιρανικό έδαφος. Η επίθεση πραγματοποιήθηκε από τη 2η Ινδική Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία (εξοπλισμένη με ελαφρά άρματα Vickers) με υποστήριξη μονάδων τυφεκιοφόρων από τη 17η και την 20ή Ινδική Ταξιαρχία Πεζικού. Οι μονάδες των επιτιθέμενων βρίσκονταν υπό τη διοίκηση του υποστρατήγου Ουίλιαμ Σλιμ. Και σε αυτόν τον τομέα η προέλαση των επιτιθέμενων ήταν γρήγορη και χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Στις 25 Αυγούστου μονάδες των Γκούρκα, αφού συνάντησαν ασθενική αντίσταση, κατέλαβαν τις πετρελαιοπηγές του Ναφτ-ι-Σαχ. Την ίδια ημέρα η 21η Ινδική Ταξιαρχία, που είχε μεταφερθεί από τη Συρία, άρχισε να κινείται προς το ορεινό πέρασμα του Πάι Τακ. Το τελευταίο ήταν καλά οχυρωμένο και οι ιρανικές μονάδες οι οποίες το υπεράσπιζαν ήταν εξοπλισμένες με σημαντικό αριθμό πολυβόλων και πυροβόλων.
Αναμένοντας ισχυρή αντίσταση, οι Βρετανοί εξαπέλυσαν αρχικά επίθεση με την αεροπορία τους. Στις 26 Αυγούστου 30 βομβαρδιστικά BIenheim υπέβαλαν τα υψώματα γύρω από το Πάι Τακ σε σφοδρό βομβαρδισμό. Την επόμενη ημέρα τα ιρανικά στρατεύματα, ανησυχώντας για το ενδεχόμενο να αποκοπεί ο δρόμος διαφυγής τους, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους κατά τη διάρκεια της νύκτας.
Η 21η Ταξιαρχία συνέχισε την πορεία της φθάνοντας στη Σαχαμπάντ, όπου ενώθηκε με τις άλλες μονάδες του Σλιμ. Ύστερα από προέλαση 20 χιλιομέτρων έφθασε στο χωριό Ζιμπίρι, στον δρόμο προς την πόλη Κερμανσάχ, όπου ένα βρετανικό τάγμα, το Warwickshire Yeomanry, είχε καθηλωθεί από μια δύναμη ιρανικού πυροβολικού που διέθετε πυροβόλα των 155 mm.
Στις 27 Αυγούστου και αφού ξεπέρασαν την ιρανική αντίσταση σε αυτό το σημείο, οι δυνάμεις του στρατηγού Σλιμ βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από την Κερμανσάχ. Εκεί περίμεναν δύο μεραρχίες πεζικού και μια ταξιαρχία ιππικού του Ιρανικού Στρατού.
Η αναμέτρηση όμως δεν θα γινόταν ποτέ, καθώς την επόμενη ημέρα ο διοικητής των ιρανικών στρατευμάτων στην περιοχή, στρατηγός Μουκαντάμ, ειδοποιήθηκε για την κατάπαυση του πυρός. Χωρίς να συναντούν πλέον καμιά αντίσταση οι Βρετανοί συνέχισαν την προέλασή τους και στις 30 Αυγούστου συνάντησαν τους Σοβιετικούς στη Σένα, σε απόσταση 160 χιλιομέτρων ανατολικά του Χαμαντάν (αρχαία Εκβάτανα), και την επομένη στο Καζβίν, περίπου 160 χιλιόμετρα δυτικά της Τεχεράνης.
Απολογισμός και επακόλουθα του πολέμου
Ο «κεραυνοβόλος» πόλεμος εναντίον του Ιράν ολοκληρώθηκε με πολύ μικρές απώλειες για τους επιτιθέμενους. Οι απώλειες των Βρετανών και των Ινδών ανήλθαν σε 22 νεκρούς και 42 τραυματίες, ενώ οι Σοβιετικοί πιστεύεται ότι είχαν 40 νεκρούς. Οι ιρανικές απώλειες υπολογίστηκαν σε 800 περίπου νεκρούς, στρατιώτες, αεροπόρους και ναύτες. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων δύο ιρανικά πολεμικά σκάφη βυθίστηκαν και άλλα τέσσερα υπέστησαν ζημιές από τη δράση του Βρετανικού Βασιλικού Ναυτικού.
Καταστράφηκαν επίσης έξι ιρανικά αεροσκάφη. Στις ανθρώπινες απώλειες υπολογίστηκαν και 200 άμαχοι Ιρανοί που πιστεύεται ότι σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια επιδρομής της Κόκκινης Αεροπορίας στην πόλη Γκιλάν. Η γρήγορη αποσύνθεση του Ιρανικού Στρατού πιθανώς δεν οφειλόταν μόνο στη στρατιωτική υπεροχή των δύο επιτιθέμενων δυνάμεων αλλά και στο ότι οι μη ιρανικές εθνότητες δεν ήταν διατεθειμένες να υπερασπιστούν τη «Χώρα των Αρίων».
Μετά τη νίκη τους, οι Σύμμαχοι ζητούσαν την άμεση αποχώρηση του Γερμανού πρεσβευτή και των επιτελών του από την Τεχεράνη, το κλείσιμο όλων των πρεσβειών των χωρών του Άξονα και την παράδοση όλων των Γερμανών υπηκόων που βρίσκονταν στο Ιράν, στις βρετανικές και στις σοβιετικές αρχές. Η άρνηση του σάχη να ικανοποιήσει το τελευταίο αίτημα, οδήγησε τα βρετανικά και τα σοβιετικά στρατεύματα να εισέλθουν στην Τεχεράνη στις 17 Σεπτεμβρίου 1941.
Την ίδια ημέρα ο σάχης αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του 22χρονου γιου του, Μοχάμεντ Ρεζά Παχλεβί, ο οποίος έμελλε να είναι ο τελευταίος εκπρόσωπος της δυναστείας των Παχλεβί (ανατράπηκε από την ισλαμική επανάσταση το 1979). Ο Ρεζά Σαχ Παχλεβί μεταφέρθηκε στη Νότια Αφρική, όπου και πέθανε το 1944.
Ο νέος σάχης υπέγραψε συνθήκη συμμαχίας με τη Βρετανία και την ΕΣΣΔ, σύμφωνα με την οποία το Ιράν θα προσέφερε μη στρατιωτική βοήθεια στην πολεμική προσπάθεια των Συμμάχων. Τον Σεπτέμβριο του 1943 η χώρα κήρυξε και τυπικά τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Η εισβολή των Βρετανών και των Σοβιετικών στο Ιράν, αν και ηθικά ελεγχόμενη δεδομένου ότι η χώρα δεν είχε προβεί σε κάποια επιθετική ενέργεια εναντίον τους, είχε πετύχει τους στόχους της, γρήγορα και με περιορισμένες απώλειες.
Το μεγαλύτερο κέρδος για τους Συμμάχους από την εισβολή στο Ιράν, ήταν το ότι άνοιξε ο «Περσικός διάδρομος», από τον οποίο υπολογίζεται ότι πέρασαν πάνω από 5 εκατομμύρια τόνοι πολεμικού υλικού των ΗΠΑ με προορισμό κυρίως τη Σοβιετική Ένωση αλλά και τις βρετανικές δυνάμεις στη Μέση Ανατολή.
Τον Νοέμβριο του 1943, κατά τη Διάσκεψη της Τεχεράνης, οι ηγέτες των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της ΕΣΣΔ, Ρούζβελτ, Τσώρτσιλ και Στάλιν, επιβεβαίωσαν την προσήλωσή τους στην ανεξαρτησία του Ιράν και την πρόθεση για χορήγηση οικονομικής βοήθειας στη χώρα.
Με το τέλος του Β΄ ΠΠ οι Βρετανοί απέσυραν τα στρατεύματά τους από το Ιράν, όχι όμως και οι Σοβιετικοί, που εξακολούθησαν να διατηρούν στρατεύματα στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας. Επιπλέον οι τελευταίοι ενθάρρυναν αποσχιστικά κινήματα στις Βόρειες επαρχίες της χώρας, όπου κατοικούσαν πληθυσμοί Αζέρων και Κούρδων. Τελικά οι Σοβιετικοί αποσύρθηκαν τον Μάιο του 1946 και οι αποσχισθείσες περιοχές επανήλθαν υπό ιρανικό έλεγχο.
Ανακεφαλαίωση
Η εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, τον Ιούνιο του 1941, και η αρχική ταχεία προέλαση της Βέρμαχτ με κατεύθυνση τη Μόσχα, φάνηκε προς στιγμήν να αποτελεί το τελειωτικό πλήγμα για τους Συμμάχους στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με το Δυτικό Μέτωπο να έχει ήδη καταρρεύσει, η αδυναμία της Ρωσίας να προβάλει αποτελεσματική αντίσταση απέναντι στην πολεμική μηχανή του Αδόλφου Χίτλερ, θα καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την τελική έκβαση των επιχειρήσεων.
Σε αυτήν την κρίσιμη φάση, η θέση του Ιράν απέκτησε στρατηγική σημασία, καθώς ο έλεγχος των εδαφών του σήμαινε ταυτόχρονα και πρόσβαση σε μια ανεξάντλητη πηγή καυσίμων. Με αυτά τα δεδομένα, η προσπάθεια του Σάχη να διατηρήσει την ουδετερότητα της χώρας του ήταν εκ των πραγμάτων καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι Σύμμαχοι εισέβαλαν στο Ιράν και κατάφεραν να συντρίψουν, διά περιπάτου σχεδόν, τη στοιχειώδη αντίσταση που προέβαλλε.
Η διπλή κατοχή που ακολούθησε άλλαξε το ρουν της ιρανικής ιστορίας. Το 1941, πάντως, ο τότε σάχης αναγκάστηκε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του και εξορίστηκε.
Ο «περσικός διάδρομος» που δημιουργήθηκε επέτρεψε τη μεταφορά εκατομμυρίων τόνων εφοδίων στη Σοβιετική Ένωση, εξέλιξη μείζονος σημασίας για την τελική νίκη του Κόκκινου Στρατού. Έτσι, το «ουδέτερο» Ιράν κατέληξε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ αργότερα, η τύχη του θα αποτελούσε την πρώτη ψυχροπολεμική έριδα μεταξύ των Συμμάχων.
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.