Κέντρο βάρους της επιχειρήσεως, η Κεντρική Ρωσία. Αντικειμενικός σκοπός, η κατάληψη της Μόσχας. Η «Γενική Στρατιωτική Εκτίμηση της Καταστάσεως» (Allgemeine Militaerische Lagebeurteilung), εκ μέρους του γερμανικού Γενικού Επιτελείου Στρατού, η οποία περατώθηκε την 15/5/1941, αναφέρει ρητώς: «Η Κεντρική Ρωσία είναι η καρδιά της Σοβιετικής Ένωσης».
Η κατάληψή της υπό μιας λίαν ισχυράς, ενόπλου ξένης Δυνάμεως θα συνεπήγετο την παράλυση ολόκληρης της Ρωσίας και την χαλάρωση της συνοχής μεταξύ των λοιπών μελών της εκτεταμένης Σοβιετικής Αυτοκρατορίας, μακροπροθέσμως δε ακόμη και την καταστροφή της συνοχής αυτής. Ο υπέρ παντός άλλου σημαντικότερος επιθετικός στόχος εντός της Κ. Ρωσίας είναι η Μόσχα».
Μετά την πάροδο 48 ημερών, η «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» έγινε πραγματικότητα. Η Βέρμαχτ επετέθη διά τριών γιγαντιαίων σχηματισμών, δηλαδή διά των Ομάδων Στρατιών Βορρά, Κέντρου και Νότου. Σύνολο: 141 μεραρχίες, που αυξήθηκαν μέχρι τέλους Ιουνίου σε 153, σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια άνδρες!
Η αρχική πορεία των πολεμικών επιχειρήσεων φαινόταν όχι απλώς να δικαιολογεί την αισιοδοξία της γερμανικής ηγεσίας αλλά και να την υπερβαίνει παρασάγγας. Εν τούτοις, η Ιστορία (και, πρωτίστως, η θέληση προς επιβίωση του μεγάλου ρωσικού έθνους) απέδειξαν για πολλοστή φορά ότι τα φαινόμενα απατούν.
Ο (προσδοκώμενος) «κεραυνοβόλος πόλεμος» («Blitzkrieg») της Γερμανίας εναντίον της Ρωσίας έμελλε να διαρκέσει σχεδόν τέσσερα χρόνια – μέχρι της εκδίωξης και τιμωρίας του εισβολέα («εστίν γαρ δίκης οφθαλμός, ος τα πανθ’ ορά», όπως έλεγαν και οι αρχαίοι Έλληνες!).
Προηγουμένως όμως κόστισε στη χώρα, η οποία υπέστη την εισβολή (και η οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει το βαρύτερο φόρο αίματος εξ όλων των χωρών κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο), περί τα είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) ανθρώπινες ψυχές. Εξ αυτών, τα επτά εκατομμύρια ήταν άμαχοι. Από τους στρατιώτες δε περί τα δέκα εκατομμύρια έπεσαν μαχόμενοι (ή υπέκυψαν στα τραύματά τους), ενώ άνω των τριών εκατομμυρίων πέθαναν εν αιχμαλωσία.
Οι αριθμοί αυτοί δεν μαρτυρούν απλώς τη «φρίκη του πολέμου» και την «τραγωδία της Ευρώπης», όπως μετά πολλού λυρισμού λέγεται στις επετειακές ομιλίες (και όπως συνήθιζαν να λέγουν, πρώτοι και καλύτεροι, οι ηθικοί, και ενίοτε φυσικοί, αυτουργοί, οι οποίοι από την επομένη της λήξεως του πολέμου «φόρεσαν τα καλά τους», παριστάνοντας όχι πλέον τους κυρίαρχους αλλά τους σημαιοφόρους της «Ευρώπης»).
Οι αριθμοί ομιλούν κρυστάλλινη γλώσσα και αποκαλύπτουν την απόφαση ενός κράτους και της οικονομικής, ιδεολογικής, στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας του προς διεξαγωγή του πολέμου κατά έναν τρόπο άγνωστο μέχρι τότε.
Πιστοποιούν την απόφαση των ιθυνουσών τάξεων της Γερμανίας (και όχι κάποιων, απροσδιορίστου ταυτότητος, «ναζί», δεν κατέπεσαν δα εξ ουρανού!) να προχωρήσουν στον «τερατωδέστερο πόλεμο κατακτήσεως, εξοντώσεως και υποδουλώσεως της Νεότερης Ιστορίας», όπως τον αποκάλεσε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο ιστορικός Έρνστ Νόλτε (προτού εξελιχθεί ο ίδιος σε «πατέρα» του σύγχρονου γερμανικού αναθεωρητισμού!). Την οιονεί νομιμοποίησή του αντλούσε ο πόλεμος αυτός από την άρχουσα γερμανική ιδεολογία, η οποία απαρτιζόταν από τρία στοιχεία:
> τη ρατσιστική αντίληψη περί φυλετικής υπεροχής,
> τον νοσηρό αντικομμουνισμό και
> τον ριζοσπαστικό αντισημιτισμό.
Η περί φυλετικής υπεροχής αντίληψη των Γερμανών δεν ήταν ασφαλώς νέα. Η αιτία της ιδεολογίας αυτής αναζητείται κατά κανόνα στον αποκληθέντα «καθυστερημένο εθνικισμό» (verspaeteter Nationalismus) των Γερμανών, όρο δηλωτικό τόσο της αργοπορημένης εμφάνισης του νεοτέρου γερμανικού έθνους-κράτους στην Ιστορία (ίδρυση γερμανικού Ράιχ 1871) –εν συγκρίσει προς τα τυπικά δυτικά έθνη-κράτη της Γαλλίας, της Αγγλίας, της Ολλανδίας, της Σουηδίας, της Ισπανίας κ.λπ.– όσο και του συμπλέγματος μειονεξίας των Γερμανών ένεκα της καθυστερήσεως αυτής.
Οι τελευταίοι διακατέχονταν μονίμως από την αίσθηση ότι «έρχονται στο τέλος (στο ιστορικό προσκήνιο) και τους ρίχνουν πάντα οι άλλοι στη μοιρασιά»! Επιπλέον, η σταδιακή επικράτηση της αντίληψης της γερμανικής υπεροχής ερμηνεύεται, από ψυχολογικής σκοπιάς, ως η ακραία απόπειρα αυτοϋπερβάσεως και διαψεύσεως του συμπλέγματος του «βαρβάρου», το οποίο χαρακτήριζε τα εκείθεν του ρωμαϊκού «limes» (ορίζουσα γραμμή, σύνορο) γερμανικά φύλα από την πρώτη επαφή τους με τον ελληνορωμαϊκό κόσμο.
Ούτε, βεβαίως, ο αντισημιτισμός ήταν νέος, αλλά αποτελούσε βαθύτατα ριζωμένο χαρακτηριστικό τής εν γένει ευρωπαϊκής εκκλησιαστικής παράδοσης και οδήγησε στους γνωστούς απηνείς διωγμούς κατά του εβραϊκού στοιχείου σε ολόκληρη τη ρωμαιοκαθολική Ευρώπη (ο αντισημιτισμός, όπως άλλωστε και ο εθνοφυλετισμός, ήταν άγνωστος στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ελληνορθόδοξης Ανατολής, το λεγόμενο «Βυζάντιο», όπως δολίως και σκοπίμως μετονομάστηκε από τους δυτικούς σφετεριστές του αυτοκρατορικού ονόματος).
Υπήρχε, εν τούτοις, ποιοτική διαφορά μεταξύ του εκκλησιαστικών καταβολών (συντηρητικού, ούτως ειπείν) αντιϊουδαϊσμού (Antijudaismus) και του επέχοντος πλέον θέση πολιτικού προγράμματος, ριζοσπαστικού αντισημιτισμού (Antisemitismus) του ναζισμού, χωρίς βεβαίως τούτο να σημαίνει ότι ο τελευταίος υπήρξε αυτοφυής.
Άλλωστε, εις πείσμα των μύθων της καθεστωτικής γερμανικής ιστοριογραφίας και ιδεολογίας, η οποία έχει αγιογραφήσει το γερμανικό Ράιχ της εποχής του Κάιζερ Γουλιέλμου Β΄, σοβαροί Γερμανοί ερευνητές έχουν αναδείξει την αδιάσπαστη συνέχεια της γερμανικής Ιστορίας και στον τομέα αυτόν, αποδεικνύοντας την προϊούσα ενδυνάμωση των αντισημιτικών ιδεών ήδη από το τέλος του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Το νέο στοιχείο ήταν ο αντικομμουνισμός. Εννοούμε φυσικά το νοσηρό αντικομμουνισμό, που αποτέλεσε κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της ιδεολογίας της ναζιστικής Γερμανίας (και κληροδοτήθηκε μεταπολεμικά στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας) και όχι απλώς την κριτική ή και απορριπτική στάση έναντι του ολοκληρωτικού πολιτικού συστήματος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και των αδιαμφισβήτητων ακροτήτων και εγκλημάτων που διέπραξε.
Ο αντικομμουνισμός παρέσχε την αναγκαία οιονεί ιδεολογική νομιμοποίηση στο γερμανικό ρατσισμό. Για να γίνει κατανοητό αυτό στον αναγνώστη: απόπειρες εξανδραποδισμού των σλαβικών εθνών εκ μέρους των Γερμανών είχαν σημειωθεί ουκ ολίγες φορές κατά το παρελθόν, ήδη από των χρόνων του ύστερου Μεσαίωνα, τώρα όμως το εγχείρημα «δικαιολογούνταν» εν ονόματι «της σωτηρίας της Ευρώπης από τον Μπολσεβικισμό» (Rettung Europas vor dem Bolschewismus). Τούτο εξυπηρετούσε διττό σκοπό. Αφ’ ενός μεν στόχευε στην εξασφάλιση της αποφασιστικής σύμπραξης του γερμανικού λαού στον μελλοντικό επεκτατικό, απαράμιλλης αγριότητας, πόλεμο των γερμανικών ελίτ. Αφ’ ετέρου δε αποσκοπούσε στην απόσπαση της ανοχής, αν όχι και της υποστήριξης, των δυτικών δυνάμεων έναντι της Γερμανίας κατά τον επικείμενο πόλεμο.
Γνωρίζουμε ότι το περί ου ο λόγος -ιδεολογικό- επιχείρημα υπήρξε ιδιαιτέρως πειστικό στις πολιτικές, οικονομικές και πνευματικές ελίτ των δυτικών κρατών, τουλάχιστον μέχρι της έναρξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σημειωτέον εδώ ότι οι γερμανικές ιθύνουσες τάξεις εξακολουθούσαν να παίζουν το «χαρτί» της «σωτηρίας της Ευρώπης από τον κομμουνισμό» μέχρι τέλους του πολέμου, ιδίως δε αφ’ ότου κατέστη ηλίου φαεινότερον, το 1944, ότι απώλεσαν τον πόλεμο, οπότε και οι στρατηγοί μεταβλήθηκαν αίφνης σε «αντιχιτλερικούς», ελπίζοντας σε χωριστή ειρήνη μετά των δυτικών δυνάμεων, ή ακόμη και σε από κοινού σύμπραξη κατά της ΕΣΣΔ, εάν εξέλιπε ο Χίτλερ (και είχαν ασφαλώς βάσιμο λόγο να το ελπίζουν, μόνο που στάθηκαν κωμικοτραγικά ανίκανοι να φέρουν εις πέρας μια επιτυχή απόπειρα δολοφονίας!).
«Νομιμοποιητικώς» λειτουργούσε ο αντικομμουνισμός και ως προς το αντισημιτικό πρόγραμμα του πολέμου. Η φυσική εξόντωση των εκατομμυρίων Εβραίων της Ρωσίας αλλά και της λοιπής Ευρώπης προσέκρουε, παρ’ όλη την παράδοση του εκκλησιαστικού αντιϊουδαϊσμού, σε ισχυρούς συνειδησιακούς φραγμούς, οι οποίοι κατέπεσαν χάρη στην αντικομμουνιστική ιδεολογία. Για πρώτη φορά, η βιολογική εξόντωση των Εβραίων έτεινε να «δικαιολογηθεί» ως πράξη «αυτοάμυνας», κατά την ακόλουθη συλλογιστική: «Πρέπει να εξοντώσουμε τον Μπολσεβικισμό, ειδάλλως θα διαλύσει εκείνος την κοινωνία και το έθνος.
Οι Εβραίοι είναι οι φορείς του Μπολσεβικισμού. Άρα, πρέπει να εξοντώσουμε τους Εβραίους». Τα αίτια της ταύτισης ενός κοινωνικού φαινομένου, του κομμουνισμού, με μια συγκεκριμένη εθνοθρησκευτική ομάδα δεν δύνανται να αναλυθούν στο παρόν άρθρο, αλλά είναι εμφανές ότι η αληθοφάνειά τους συνίστατο στο όντως υψηλό ποσοστό συμμετοχής Εβραίων στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα, γεγονός, εν τούτοις, όχι και τόσο δυσεξήγητο, εάν αναλογιστεί κανείς ότι συχνά είναι τα μέλη των μειονοτήτων μιας κοινωνίας που σπεύδουν να ενστερνιστούν κάθε νέα ιδέα (σχετικά βλέπε και παλαιότερο άρθρο μας στο «Πόλεμος και Ιστορία» περί του φαινομένου της γενοκτονίας).
Τέλος, ο αντικομμουνισμός δεν λειτουργούσε μόνον ως «νομιμοποίηση» και σύνδεση αμφοτέρων των προαναφερθέντων στοιχείων, αλλά και αποτελούσε τη γέφυρα μεταξύ της ναζιστικής ιδεολογίας και των γερμανικών ιθυνουσών ελίτ, και εν προκειμένω της στρατιωτικής. Ο διαπρεπής Γερμανός συγγραφέας Ραλφ Τζιορντάνο γράφει σχετικώς: «Ο ισχυρός σύνδεσμος εντός της στρατιωτικής ηγεσίας, αλλά και μεταξύ αυτής και του εθνικοσοσιαλισμού, υπήρξε ο Αντιμπολσεβικισμός, ο οποίος καθόριζε τον εθνικό και διεθνή αλλά και τον εσωτερικό εχθρό.
Η συντριβή του τελευταίου αποτέλεσε τον κοινό πολιτικό και ιδεολογικό σκοπό. Επί της βάσεως αυτής υπήρξε εξαρχής συμφωνία μεταξύ της ηγεσίας της Βέρμαχτ και της ηγεσίας του Ναζισμού». Πρακτικά, για τα στελέχη του στρατεύματος και τους στρατευμένους, τούτο σήμαινε την υποδαύλιση και όξυνση, συνάμα δε και την πληρέστερη –πολιτική και επιστημονική– «νομιμοποίηση», των προϋπαρχουσών προκαταλήψεων κατά των Ρώσων (και των Πολωνών και λοιπών Σλάβων).
Αυτό υπήρξε, επομένως, το ιδεολογικό θεμέλιο της «Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα». Ότι ο πόλεμος αυτός, εξάλλου, θα διέφερε ποιοτικά έναντι τόσο των προηγηθέντων όσο και εκείνου που διεξήγετο κατά το ίδιο χρονικό διάστημα στη Δυτική Ευρώπη, τούτο είχε φροντίσει να καταστήσει σαφές ο εκλεκτός των γερμανικών ελίτ, ήδη προ της ενάρξεως της επιχειρήσεως.
Την 17/3/1941, ο «Φύρερ και καγκελάριος της Γερμανίας» Αδόλφος Χίτλερ δήλωσε, παρουσία του υποστράτηγου Άντολφ Χόιζινγκερ και του γενικού επιτελάρχη Φράντς Χάλντερ, ότι «ο ηγετικός μηχανισμός του ρωσικού κράτους οφείλει να συντριβεί» και ότι καθ’ όλη την έκταση της μείζονος Ρωσίας «επιβάλλεται χρήση κτηνωδέστατης βίας».
Οι «Εγκληματικές Διαταγές της Βέρμαχτ»
Την 30/3/1941, πάντοτε προ της ενάρξεως της πολεμικής επιχειρήσεως, διεξαγόταν η κρίσιμη συγκέντρωση περίπου 250 ανωτέρων αξιωματικών-διοικητών και επιτελών των σχηματισμών που προορίζονταν για το Ανατολικό Μέτωπο. Προς αυτούς απευθυνόμενος έλεγε ο Φύρερ: «Οφείλουμε να μετακινηθούμε από τη σκοπιά του στρατιωτικού ήθους. Πρόκειται περί πολέμου εξοντώσεως. Εξοντώσεως των Μπολσεβίκων κομισάριων και της κομμουνιστικής διανοήσεως (…) Δεν τίθεται θέμα στρατοδικείων. Οι διοικητές των μονάδων οφείλουν να απαιτήσουν από τους εαυτούς τους να υπερβούν τους ενδοιασμούς τους».
Ο Τζιορντάνο παρατηρεί εύστοχα ότι «επρόκειτο περί ανοιχτής εκκλήσεως προς διάπραξη γενοκτονίας, περί πρωτοφανών μέχρι τούδε απαιτήσεων έναντι του Γερμανικού Στρατού να παραβεί όλους τους κανόνες Διεθνούς Δικαίου και διεξαγωγής πολέμου και να διαπράξει εγκλήματα, τα οποία δεν δικαιολογούνταν παρά μόνο διά της ναζιστικής ιδεολογίας». Και ο προαναφερθείς συγγραφέας διερωτάται πώς αντέδρασαν, άραγε, οι στρατηγοί της Βέρμαχτ, για να δώσει ευθύς αμέσως την απάντηση: «Αντέδρασαν όπως ανέμενε ο Χίτλερ. Οι κατευθυντήριες οδηγίες του εξελήφθησαν αμέσως ως διαταγές».
Ο Ούλριχ φον Χάσελ (εκ των αντιφρονούντων που ανήκαν στη λεγομένη «national-konservative Opposition»/εθνικοσυντηρητική αντιπολίτευση) σημείωνε στο ημερολόγιό του: «Σου σηκώνονται οι τρίχες της κεφαλής με αυτή τη γελοιογραφία νόμου που εξεδόθη προς το στράτευμα, υπογραφείσα υπό του Χάλντερ και αφορώσα στη στάση μας έναντι του πληθυσμού στη Ρωσία και στο συστηματικό παραμερισμό της στρατιωτικής Δικαιοσύνης. Διά της υποταγής του στις διαταγές του Χίτλερ, ο Μπράουχιτς (σ.μ.: αρχιστράτηγος) θυσίασε την τιμή του Γερμανικού Στρατού».
Επρόκειτο περί των λεγόμενων «Εγκληματικών Διαταγών της Βέρμαχτ» («Verbrecherische Befehle der Wehrmacht»), όπως έμειναν γνωστές στην ιστορική συγγραφή. Πήγαζαν εκ των «Επί μέρους Κατευθυντήριων Γραμμών σχετικώς προς την Οδηγία υπ’ αριθμ. 21», διά των οποίων ο Χίτλερ ανέλυε εκτενώς τα σχετικά με την επικείμενη επίθεση κατά της ΕΣΣΔ. Έλαβαν δε σάρκα και οστά υπό μορφήν τεσσάρων (4) διαταγμάτων προς τους αξιωματικούς και οπλίτες. Τα διατάγματα αυτά ήταν τα ακόλουθα:
α) Το Διάταγμα περί συνεργασίας του Στρατού μετά των «Δυνάμεων Επεμβάσεως». Με τον «τεχνοκρατικό» αυτόν όρο δηλωνόταν μία σατανικής σύλληψης δολοφονική μηχανή: επρόκειτο για πρωτοφανή ταχυκίνητα «τάγματα θανάτου» που δρούσαν καθ’ όλο το αχανές μήκος του Ανατολικού Μετώπου. Υπήρχαν τέσσερεις «Δυνάμεις Επεμβάσεως» (Einsatzgruppen) των «Ες-Ες» (SS), ενσωματωμένες στις Ομάδες Στρατιών της Βέρμαχτ (του Γερμανικού Στρατού) στο Ανατολικό Μέτωπο. Τα «Αποσπάσματα Επεμβάσεως» διέτρεχαν τον τομέα εκάστης δυνάμεως, καταζητώντας και εκτελώντας τους «εχθρούς του Ράιχ». Πάραυτα δε ενημέρωναν το κέντρο, το «Κεντρικό Γραφείο Ασφαλείας του Ράιχ» (Reichssicherheitshauptamt/RSHA), στο οποίο απέστελλαν «δελτία συμβάντων». Το διάταγμα υπήρξε καρπός των διαβουλεύσεων μεταξύ του διευθυντή του Γενικού Επιτελείου Στρατού Έντβαρντ Βάγκνερ, εκ μέρους της Βέρμαχτ, και του προϊσταμένου του Κεντρικού Γραφείου Ασφαλείας Ράινχαρντ Χάιντριχ, εκ μέρους των Ες-Ες.
β) Το Διάταγμα περί περιορισμού της στρατιωτικής Δικαιοσύνης. Σκοπός του ήταν να περιορισθούν οι αρμοδιότητες των στρατοδικείων μόνο στις αξιόποινες πράξεις των Γερμανών στρατιωτών, ώστε να περιέλθει η δίωξη και τιμωρία όλων των λοιπών «αξιόποινων» πράξεων (που διαπράττονταν δηλαδή από τον πληθυσμό) στην αρμοδιότητα των δολοφονικών Δυνάμεων Επεμβάσεως των «Ες-Ες» και της Αστυνομίας. Ήδη από πολύ νωρίς, όμως, κρίθηκε αναγκαία η επικουρία των τελευταίων υπό του Στρατού (Βέρμαχτ).
Τη νομική βάση παρέσχε το υπόμνημα του Δρος Ρούντολφ Λέμαν, επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, το οποίο υπεβλήθη προς τους στρατηγούς Βάλτερ Βαρλιμόντ και Άλφρεντ Γιοντλι, την 28/4/1941. Το υπόμνημα, αφού προέβλεπε την άμεση εκτέλεση των ατάκτων μαχητών, όριζε και τα εξής: «Πράξεις διαπραχθείσες υπό μελών της Βέρμαχτ εναντίον αμάχων του εχθρού δεν υπόκεινται σε αναγκαστική δίωξη, ακόμη και όταν συνιστούν έγκλημα πολέμου ή πταίσμα». Εν ενί λόγω: Το διάταγμα συνιστούσε a priori χορηγηθείσα αμνηστία των εγκλημάτων (που επρόκειτο να διαπραχθούν!) εναντίον του ρωσικού αμάχου πληθυσμού.
γ) Η περί Κομισάριων Διαταγή (Kommissarbefehl). Εξεδόθη υπό της Ανωτάτης Στρατιωτικής Διοικήσεως δύο εβδομάδες προ της επιθέσεως κατά της Σοβιετικής Ενώσεως, ορίζοντας την «άμεση και επί τόπου εκτέλεση» κάθε συλλαμβανόμενου κομισάριου (επιτρόπου του Κομμουνιστικού Κόμματος). Βοηθούσης της διασταλτικής ερμηνείας του όρου «κομισάριος», η διαταγή παρέσχε τη νομική βάση της εκτέλεσης τεράστιου αριθμού συλληφθέντων.
δ) Οδηγίες συμπεριφοράς του στρατεύματος εν Ρωσία. Εξεδόθησαν υπό του Επιτελείου Διοικήσεως των Ενόπλων Δυνάμεων εν όψει του πολέμου στη Ρωσία, αποτέλεσαν δε την επεξεργασθείσα και πλήρη μορφή των δύο προηγουμένων διαταγμάτων. Όριζαν τα εξής: «Ο Μπολσεβικισμός είναι ο θανάσιμος εχθρός του εθνικοσοσιαλιστικού γερμανικού έθνους. Ο αγών της Γερμανίας διεξάγεται εναντίον αυτής της διαλυτικής κοσμοθεωρίας και των φορέων της. Ο αγών αυτός απαιτεί την ανεπιφύλακτη και ενεργό ριζική δράση εναντίον εμπρηστικών Μπολσεβίκων, ατάκτων, σαμποτέρ και Εβραίων, καθώς και την άμεση εξάλειψη πάσης ενεργού ή παθητικής αντιστάσεως».
Με αυτές τις διαταγές, λοιπόν, βάδισαν οι Γερμανοί στρατιώτες εκείνο τον Ιούνιο του 1941 προς τη Μόσχα. Μέχρι τέλους του έτους, είχαν εκτελεσθεί από τα ταχυκίνητα Αποσπάσματα Επεμβάσεως εκατοντάδες χιλιάδες ατάκτων (παρτιζάνων), κομμουνιστών (πραγματικών ή νομιζόμενων) και Εβραίων, καθώς και μη ύποπτων αμάχων για λόγους αντιποίνων. Ο επικεφαλής του Αποσπάσματος Επεμβάσεως 4α (Δύναμη Επεμβάσεως C) Πάουλ Μπλόμπελ ενημερώνει το κέντρο ότι «εξετέλεσε μέχρι των αρχών Δεκεμβρίου περί τις 60.000 Εβραίων και κομισάριων, χάρη στην υποστήριξη του στρατάρχη φον Ράιχεναου» (Βέρμαχτ). Τα δελτία συμβάντων ομιλούν τη δική τους γλώσσα. Όπως το δελτίο της Δυνάμεως Επεμβάσεως C, τη στιγμή της κατάληψης του Κιέβου (διατηρείται και στην ελληνική μετάφραση το επίσημο γλωσσικό ύφος της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης): «Προβλεπόμεναι εκτελέσεις τουλάχιστον 50.000. Βέρμαχτ χαιρετίζει μέτρα μας και παρακαλεί διά ριζικήν δράσιν. Στρατιωτικός διοικητής υπέρ δημοσίας εκτελέσεως 20 Εβραίων».
Η συμμετοχή του Στρατού στα «ριζικά μέτρα» των «Ες-Ες» εντείνεται σε χρόνο μηδέν. Ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής (διοικητής Στρατιάς) Καρλ Φρίντριχ φον Στιλπνάγκελ έχει διατάξει ήδη από της 30/7/1941 την εκτέλεση Εβραίων και κομμουνιστών, ιδιαιτέρως νεαρών Κομσομόλων (μέλη της Κομμουνιστικής Νεολαίας), δίκην αντιποίνων, στις περιπτώσεις που διενεργείται δολιοφθορά ή εχθροπραξία εις βάρος της Βέρμαχτ και δεν ανευρίσκεται ο ένοχος. Και η διαταγή εφαρμόζεται απαρεγκλίτως. Καθημερινή ρουτίνα αποτελούν ειδήσεις όπως η ακόλουθη (καταχωρισθείσα την 30/11/1941 υπό του τοπικού διοικητή του Αρμιάνσκ): «Προς προστασίαν έναντι της δράσεως των ανταρτών και ασφάλειαν των ενθάδε σταθμευουσών μονάδων απεδείχθη ως απολύτως αναγκαίον να καταστούν αβλαβείς οι 14 Εβραίοι και Εβραίες της περιοχής. Εκτέλεσις (υπό 2ου Λόχου/836 Τάγματος Τυφεκιοφόρων) την 26/11/41».
Η ηγεσία της Βέρμαχτ όχι μόνο δεν αντέδρασε στην κατάλυση κάθε έννοιας Διεθνούς Δικαίου και εθιμικών κανόνων διεξαγωγής πολέμου (jus in bello), όχι μόνο ευπειθώς συνετάχθη με το πνεύμα του Φύρερ και εξέδωσε τις ειρημένες διαταγές, αλλά και φάνηκε, ήδη από της έναρξης της Επιχειρήσεως Μπαρμπαρόσα, «εγκρίνουσα και επαυξάνουσα». Για το λόγο αυτό όχι μόνον δεν ανέχθηκε τις ενστάσεις και επιφυλάξεις των στελεχών του στρατεύματος, αλλά τουναντίον έπραξε παν το δυνατόν για να τις άρει. Καθισταμένη «βασιλικότερη του βασιλέως», η ηγεσία της Βέρμαχτ έκανε τα πάντα προκειμένου να εκριζώσει τις –λόγω χαρακτήρα, παιδείας, χριστιανικής/θρησκευτικής ανατροφής και εν γένει οικογενειακών καταβολών– εκδηλούμενες αναστολές και ενοχές του Γερμανού αξιωματικού και στρατιώτη. Και πρέπει να λεχθεί χάριν της ιστορικής δικαιοσύνης ότι τέτοιες εκδηλώθηκαν ισχυρές και επανειλημμένες.
Συγκεκριμένα: Τέσσερις μήνες μετά την έναρξη του πολέμου στη Ρωσία, και καθώς οι μαζικές εκτελέσεις ανήκουν στην ημερήσια διάταξη, υπό την ευρεία συμμετοχή πλέον και του Στρατού, εκδηλώνεται δυσφορία εκ μέρους στελεχών του. Όπερ εξαναγκάζει τον στρατάρχη φον Ράιχεναου να απευθύνει την ακόλουθη Ημερησία Διαταγή (Tagesbefehl) την 10/10/1942: «Ο στρατιώτης του Ανατολικού Μετώπου δεν είναι μόνο πολεμιστής, σύμφωνα με τους κανόνες της πολεμικής τέχνης, αλλά και φορέας μιας ανεξιλέωτης φυλετικής ιδέας και εκδικητής των ωμοτήτων που διαπράχθηκαν εις βάρος της γερμανικής εθνότητας και των συγγενών αυτής εθνοτήτων. Όθεν, οφείλει (ο στρατιώτης) να έχει πλήρη κατανόηση έναντι της αναγκαιότητας της σκληρής, πλην δίκαιης τιμωρίας των Εβραίων υπανθρώπων (σ.μ.: «juedische Untermenschen»). Η τιμωρία αυτή αποσκοπεί, περαιτέρω, στο να καταπνίξει, εν τη γενέσει τους, εξεγέρσεις στα νώτα της Βέρμαχτ (…) Εν προκειμένω, προκύπτουν για το στράτευμα καθήκοντα που υπερβαίνουν κατά πολύ τα παραδεδομένο μονομερές έργο του στρατιώτη».
Και ο διοικητής Πεζικού στρατηγός Έριχ φον Μάνσταϊν συμπληρώνει την 20/11/1941: «Ο αγών αυτός δεν διεξάγεται μόνο εναντίον της σοβιετικής πολεμικής μηχανής, κατά τους παραδεδομένους τύπους. Ο αγών συνεχίζεται και όπισθεν των γραμμών του Μετώπου (…) Αποστολή του Γερμανού στρατιώτη δεν είναι μόνο η συντριβή της στρατιωτικής ισχύος του συστήματος αυτού. Προβάλλει και ως φορέας μιας φυλετικής ιδέας (…) και οφείλει να επιδείξει κατανόηση για την αναγκαιότητα της σκληρής τιμωρίας του Εβραϊσμού, πνευματικού φορέα της μπολσεβικικής τρομοκρατίας».
Εν τούτοις, δυσανασχετούν τα στελέχη της Βέρμαχτ, ακόμη και τα ανώτερα. Τον Αύγουστο του 1941, ο αντισυνταγματάρχης του Γενικού Επιτελείου Χέλμουτ Γκρόσκουρτ πληροφορείται ότι στο ουκρανικό χωριό Μπελάγια Τσέρκοφ ενενήντα (90) νήπια και μικρά παιδιά, τέκνα φονευθέντων Εβραίων, παραμένουν για καιρό χωρίς τροφή και νερό, τώρα δε επίκειται και αυτών η εκτέλεση από το Απόσπασμα Επεμβάσεως 4α. Ο Γερμανός αξιωματικός επιχειρεί να ματαιώσει την εκτέλεση, φτάνοντας μέχρι τον ανώτερο στρατιωτικό διοικητή (διοικητή Στρατιάς) της Βέρμαχτ, στον οποίο υπάγεται επιχειρησιακά η συγκεκριμένη μονάδα των «Ες- Ες»: τον προαναφερθέντα στρατάρχη φον Ράιχεναου. Εις μάτην! Λαμβάνει από επιτελή του τελευταίου την εξής απάντηση: «Ο αρχιστράτηγος αναγνωρίζει το αναγκαίον της εξουδετερώσεως των παίδων και επιθυμεί να εκτελεσθούν τα μέτρα, άπαξ και απεφασίσθησαν». Τα παιδιά εκτελούνται!
Στόχος: Η εξόντωση του ρωσικού έθνους!
Θα ήταν, όμως, ασύγγνωστη ιστορική αφαίρεση να θεωρηθεί ότι το φυλετικό μίσος της ναζιστικής Γερμανίας στρεφόταν «μόνο» κατά των παρτιζάνων, των κομμουνιστών και των Εβραίων. Απεναντίας, θύμα του υπήρξε το σύνολο του ρωσικού λαού – ή, ακριβέστερα, των σλαβικών λαών της τότε Σοβιετικής Ενώσεως.
Έγινε μνεία, εισαγωγικώς, του γεγονότος ότι σημαντικό μέρος των ρωσικών απωλειών (σύνολο: 20 εκατομμύρια) αποτέλεσαν οι στρατιώτες οι θανόντες εν αιχμαλωσία. Πράγματι, από τα 5,7 εκατομμύρια Σοβιετικών αιχμαλώτων απεβίωσαν περίπου 3,3 εκατομμύρια – το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους ήδη κατά το πρώτο έτος του πολέμου στο Ανατολικό Μέτωπο.
Τι είχε συμβεί; Κατά τους πρώτους ήδη μήνες του γερμανικού «κεραυνοβόλου πολέμου», η Βέρμαχτ πέτυχε να εγκλωβίσει τεράστιες συμπαγείς μάζες του εχθρού. Στρατιές ολόκληρες περιήλθαν, μέσα σε ένα καλοκαίρι, σε αιχμαλωσία, γεγονός που μαρτυρεί, συν τοις άλλοις, και την εκτεταμένη αποσύνθεση του Ερυθρού Στρατού, συνεπεία των σταλινικών «εκκαθαρίσεων» που είχαν προηγηθεί κατά τη δεκαετία του 1930. Από τους αιχμαλωτισθέντες, πέθαναν στο διάστημα από την 22α Ιουνίου 1941, ημέρα έναρξης των εχθροπραξιών, έως τα μέσα Απριλίου 1942, περί τα δύο εκατομμύρια!
Ο προϊστάμενος του Τομέα Εργατικής Απασχόλησης του τετραετούς οικονομικού προγράμματος της γερμανικής κυβερνήσεως Βέρνερ Μάνσφελντ (αξιωματούχος με βαθμό διευθυντή υπουργείου υπό τον Χέρμαν Γκέριγκ και αρμόδιος για τη μετάβαση από την ακολουθούμενη πολιτική φυσικής εξοντώσεως των συλλαμβανομένων «Ρώσων υπανθρώπων» (russische Untermenschen) προς την ακολουθητέα πολιτική «εργασιακής αξιοποιήσεώς τους» μέχρι θανάτου) έδιδε στις 19/2/1942 τα κατωτέρω στοιχεία: «Στη διάθεσή μας ήταν 3,9 εκατομμύρια Ρώσων, εξ αυτών απέμεινε μόνον το 1,1 εκατομμύριο».
Ο εξαιρετικά υψηλός αριθμός των θανόντων Ρώσων αιχμαλώτων επ’ ουδενί δύναται να δικαιολογηθεί με τη συνήθη αναφορά στο «δράμα του πολέμου». Υπερβαίνει κατά πολύ κάθε βιωμένη πολεμική πραγματικότητα και δεν έχει ούτε προηγούμενο ούτε ανάλογο. Η επίσημη γερμανική ιστοριογραφία, η οποία από της επομένης του πολέμου επεδόθη στο εθνικό άθλημα της «αναστροφής» της Ιστορίας και, συνεπώς, στην αποσιώπηση και αυτής της ενοχλητικής πτυχής του παρελθόντος, καθώς δεν συνάδει προς την κρατούσα αντίληψη περί της «καθαρής (άσπιλης) Βέρμαχτ» (die saubere Wehrmacht), συνήθιζε να δικαιολογεί τον ασύλληπτο αριθμό των θανόντων αιχμαλώτων παραπέμποντας στα όντως υπαρκτά προβλήματα υποστήριξης και ανεφοδιασμού, τις λοιμώδεις επιδημίες, τη ρωσική τακτική της «καμένης γης» ή απλώς σε επιχειρήματα του τύπου: «Μα αφού ήταν τόσοι πολλοί, τι να γίνει!»
Στην πραγματικότητα, όμως, δεν επρόκειτο απλώς περί των συνήθων «οδυνηρών μεν, πλην φυσιολογικών συνεπειών του πολέμου». Ήταν μαζικό έγκλημα εκ προμελέτης. Ο Τζιορντάνο γράφει σχετικώς: «Η γερμανική ηγεσία υπολόγιζε και στην Ανατολή σε έναν κεραυνοβόλο και νικηφόρο πόλεμο, όπως και στη Δύση. Αυτό συνεπαγόταν κατ’ ανάγκην αναλόγως υψηλούς αριθμούς αιχμαλώτων. Ο μαζικός διά της πείνας θάνατος των αιχμαλώτων ήταν εσκεμμένως προσχεδιασθείς». Παραπέμπει δε στον ιστορικό Στράιτ, ο οποίος παραθέτει προς απόδειξη κείμενο του αντιστράτηγου Βίλχελμ Σούμπερτ, προϊσταμένου της Οικονομικής Διευθύνσεως Ανατολής, εντεταλμένου (από πλευράς Βέρμαχτ) την αγροτοοικονομική εκμετάλλευση των υπό κατάκτηση ρωσικών εδαφών.
Ο τελευταίος, ενημερώνοντας τους γενικούς γραμματείς των οικονομικών υπουργείων, δήλωνε στις 2/5/1941 (προ της ενάρξεως της Επιχειρήσεως Μπαρμπαρόσα: «Η εξακολούθηση της διεξαγωγής του πολέμου θα καταστεί δυνατή μόνον εάν ολόκληρη η Βέρμαχτ σιτίζεται από την Ρωσία κατά το τρίτο έτος του πολέμου (1941-42). Εν προκειμένω, είναι αναμφίβολο ότι θα λιμοκτονήσουν εκατομμύρια ανθρώπων, εάν εμείς λάβουμε από τη χώρα ό,τι μας χρειάζεται».
Εκείνος ο οποίος διέρρηξε το σιδηρούν παραπέτασμα διακριτικής σιγής της γερμανικής μεταπολεμικής ιστοριογραφίας στο συγκεκριμένο σημείο και ασχολήθηκε με τη στάση της Βέρμαχτ έναντι των Ρώσων στρατιωτών υπήρξε ο Κρίστιαν Σράιτ στο κλασικό πλέον έργο του «Όχι Εταίροι: Η Βέρμαχτ και οι Σοβιετικοί Αιχμάλωτοι Πολέμου 1941-1945».
Ήδη ο τίτλος παραπέμπει στην κεντρική ιδέα του βιβλίου του: η στάση του Γερμανικού Στρατού έναντι του Ερυθρού δεν υπήρξε ανάλογη εκείνης που επιδείχθηκε έναντι π.χ. του Γαλλικού ή του Βρετανικού. Δεν ανταποκρινόταν στο παραδεδομένο «στρατιωτικό ήθος», στην αντίληψη δηλαδή ότι «είμεθα εταίροι επί του πεδίου της τιμής, καίτοι φέροντες διαφορετική στολή», η οποία επέβαλλε το σεβασμό του αντιπάλου, και δη του συλληφθέντος, την τήρηση του Εθιμικού Δικαίου περί Πολέμου κ.λπ.
Αντιθέτως, οι Ρώσοι στρατιώτες δεν ήταν «εταίροι». Ο Ρώσος εθεωρείτο ως ένα μικρόβιο («φορεύς Μπολσεβικισμού»), το οποίο ο Γερμανός, δίκην αντιβιοτικού, («φορεύς φυλετικής ιδέας», «προμαχών υπέρ της Ευρώπης»), όφειλε να εξολοθρεύσει! Και τα «μικρόβια» εξολοθρεύθηκαν είτε διά λιμού, είτε διά της εκθέσεώς τους στο δριμύ ψύχος (υποχρεώνονταν να διαμένουν έγκλειστοι σε ανοιχτά στρατόπεδα ή μεταφέρονταν σιδηροδρομικώς από τη Ρωσία στα εργοστάσια της Γερμανίας σε ακάλυπτα βαγόνια, υπό θερμοκρασίες τριάντα ή σαράντα βαθμών υπό το μηδέν!).
Καταδείχθηκε προηγουμένως ότι δεν προερχόταν εξ ουρανού η θεώρηση αυτή, αλλά ότι υπήρξε το αποτέλεσμα μακράς και επίπονης ιδεολογικής προεργασίας. Η Βέρμαχτ, ως θεσμός, ως ηγεσία και ως ιδεολογικός μηχανισμός, διαπαιδαγώγησε τον Γερμανό στρατιώτη κατ’ αυτόν τον τρόπο, ώστε να μάθει να θεωρεί τον Ρώσο ως προς εξολόθρευση «υπάνθρωπο».
Είναι, βεβαίως, άλλη μία ειρωνεία της Ιστορίας ότι οι στρατηγοί και οι δικαστές οι οποίοι πάσχισαν να κάνουν τους μαχόμενους Γερμανούς να υπερνικήσουν κάθε ενδοιασμό και αναστολή, επαναλαμβάνοντας διαρκώς πως ό,τι πράττουν οι τελευταίοι δεν υποπίπτει στην κατηγορία των εγκλημάτων πολέμου, ούτε είναι θέμα αρμοδιότητας Διεθνούς Δικαίου, αυτοί λοιπόν ευρέθησαν, μετά το 1949, και πάλι, ως στρατηγοί, ως δικαστές, ως πανεπιστημιακοί, ως υφυπουργοί, ως σύμβουλοι του καγκελάριου (!), να εκφωνούν λόγους κατά «των εγκλημάτων που διεπράχθησαν εν ονόματι της Γερμανίας» (προσέξτε τη διατύπωση –κοινό τόπο των πολιτικών της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μεταπολεμικώς– την οποία διατύπωση θα ζήλευε ως και ο Λυσίας: «εν ονόματι» –«im deutschen Νamen»– και όχι «υπό» της Γερμανίας, ωσάν τα εγκλήματα να είχαν διαπραχθεί υπό… Εσκιμώων μεταμφιεσθέντων σε Γερμανούς!).
Το Α’ Γενικό Σχέδιο Ανατολής («Α’ Σχέδιο Μάιερ»)
Ο εξαιρετικά υψηλός αριθμός απωλειών μεταξύ των Ρώσων αιχμαλώτων αποτελεί μια πρώτη απόδειξη των σχεδίων εξόντωσης του αρχαίου ρωσικού έθνους. Εμπειρική κυρίως (αν και δεν λείπουν τα σχετικά έγγραφα, όπως προείδαμε). Υπάρχει όμως και η αδιαμφισβήτητη επιστημονική απόδειξη: το αποκληθέν «Γενικό Σχέδιο Ανατολής» («Generalplan Ost»), ένα ολοκληρωμένο, επιστημονικώς καταρτισθέν και τεχνικώς άψογο πρόγραμμα γενοκτονίας εις βάρος των εθνών της Ανατολικής Ευρώπης και της ΕΣΣΔ, εντός του πλαισίου της σχεδιαζόμενης από τη γερμανική ηγεσία «Νέας Ευρωπαϊκής Τάξεως» (Neuordnung Europas).
Το Γενικό Σχέδιο Ανατολής συνδέεται με ένα όνομα: του Δρος Κόνραντ Μάιερ. Ο περί ου ο λόγος ήταν διευθυντής του Ινστιτούτου Αγροτικού Τομέα και Αγροτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, επιστημονική διάνοια διεθνούς περιωπής – και συνταγματάρχης των «Ες-Ες». Εδώ επιβάλλεται μία διευκρίνιση: λόγω ιστορικής άγνοιας, και υπό την επήρεια των παλιών καλών ελληνικών ταινιών με τον Πολίτη και τον Μούτσιο –καθ’ όλα εκλεκτούς ηθοποιούς– επικρατεί εν Ελλάδι η όλως εσφαλμένη άποψη ότι τα «SS» ήταν κάποιοι μελανοχίτωνες φονιάδες της εσχάτης κοινωνικής στάθμης, κοόρτεις πραιτωριανών σαν τα «Τάγματα Θανάτου» της CIA στη Λατινική Αμερική, ας πούμε.
Υπήρχαν, βεβαίως, και οι… εκδοροσφαγείς –«Δυνάμεις Επεμβάσεως» και «Τάγματα Αστυνομίας»– όπως υπήρχαν και οι μάχιμες, καθαρώς στρατιωτικές μονάδες («Waffen SS»), που διακρίθηκαν μάλιστα για την εξαιρετική τους γενναιότητα στα πεδία των μαχών. Εν τούτοις, η κυρίως λειτουργία την οποία καλούνταν να επιτελέσουν τα «Ες-Ες» ήταν εκείνη μιας νέας κοινωνικής-συστημικής ελίτ: προορίζονταν να αποτελέσουν τους «μάνατζερ» της διοίκησης και της οικονομίας στη μεταπολεμική Ενωμένη Ευρώπη των γερμανικών σχεδιασμών, στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο –Europaeische Grossraumwirtschaft– και στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα – Europaeische Wirtschaftsgemeinschaft (οι όροι απαντούν στα τεχνοκρατικά σχέδια και υπομνήματα των γερμανικών υπηρεσιών της εποχής!). Ήταν δηλαδή, για να μεταχειριστούμε μια έκφραση του συρμού, κυριολεκτικώς οι «γιάπηδες» της εποχής! Γι’ αυτό, άλλωστε, και βρέθηκαν, μετά τον πόλεμο, στο φυσικό τους χώρο: στις εμπορικές επιχειρήσεις, τις οποίες και οδήγησαν στο περίφημο «γερμανικό θαύμα» (είχαν μάθει να σχεδιάζουν και να διοικούν οι άνθρωποι!). Κλείνει η παρενθετική διευκρίνιση.
Ως ο κατ’ εξοχήν ενδεδειγμένος επιστημονικώς, ο καθηγητής Μάιερ (ή συνταγματάρχης Μάιερ, αν προτιμάτε) επωμίσθηκε την ευθύνη της «Μελέτης (Γεωπολιτικών/Γεωοικονομικών) Χώρων» για λογαριασμό του Ράιχ και συνέταξε το πρώτο «Γενικό Σχέδιο Ανατολής» (ορθότερα: «Βάσεις Σχεδιασμού της Ανοικοδομήσεως των Ανατολικών Εδαφών»), τον Απρίλιο/Μάιο του 1940, σε ηλικία 39 ετών, έχοντας πάντοτε ως οδηγό του την εξής ρήση (του ιδίου): «Πρέπει να αποστούμε των ημιμέτρων προηγουμένων εποχών και, αντί της θεραπείας των συμπτωμάτων, να έχουμε το θάρρος προς χειρουργική επέμβαση».
Αντικείμενο μελέτης του πρώτου αυτού σχεδίου ήταν η τύχη του πληθυσμού της Πολωνίας, ακριβέστερα του τμήματος της χώρας που τελούσε ήδη, από τον Σεπτέμβριο του 1939, υπό γερμανική κατοχή. Εν τούτοις, η αναφορά σε αυτό κρίνεται επιβεβλημένη διότι αποτέλεσε τον πρόδρομο του σχεδίου που εφαρμόσθηκε κατόπιν και στη Ρωσία. Λέξεις-κλειδιά, οι όροι «αναδιάταξη» (Umordnung) και «εκγερμανισμός» (Eindeutschung). Το σχέδιο ήταν ριζοσπαστικά ακραίο, ακόμη και για τα μέχρι τότε ναζιστικά δεδομένα. Προέβλεπε τον εκπατρισμό 3,4 εκατομμυρίων Πολωνών (πέραν εκείνου απάντων των Εβραίων). Σκοπός του ήταν η από «μηδενικής βάσεως» ολική ανάπτυξη των κατεχόμενων εδαφών, με άριστη αντιστοιχία αστικού και αγροτικού πληθυσμού και λαμβανομένων υπ’ όψιν των πλέον συγχρόνων τεχνολογικών δεδομένων.
Ο αριθμός των Πολωνών (περί τα οκτώ εκατομμύρια στα κατεχόμενα εδάφη) θα μειωνόταν κατά 3,4 εκατομμύρια, όπως αναφέρθηκε. Ο αριθμός των κατοικούντων στις περιοχές αυτές Γερμανών, αντιθέτως, θα αυξανόταν από 1,1 εκατομμύριο σε 4,5 κατά την πρώτη φάση (μέσω αποικισμού, δημογραφικής πολιτικής και εκγερμανισμού), και μακροπρόθεσμα, κατά τη δεύτερη φάση, σε 6,5 εκατομμύρια.
Οι απωθηθέντες προς Ανατολάς και εγκλεισθέντες στο (εξηρτημένο από την Γερμανία) κρατίδιό τους Πολωνοί θα χωρίζονταν από τη Γερμανία μέσω ενός στρατιωτικού «limes», ενός συνόρου φρουρούμενου από Γερμανούς αγροτοπολεμιστές (Wehrbauer). Το σχέδιο του Μάιερ ήταν υπόδειγμα στυγνού ορθολογισμού. Προβλέπει λεπτομερώς τα πάντα: εκτάσεις εδαφών, ποσότητες τσιμέντου, ξύλου ή σιδήρου, κατοικίες. Παρατίθενται ως και οι ακριβείς αριθμοί των προβλεπόμενων αιγοπροβάτων! Εκείνο που λείπει είναι η περιγραφή τού τι σημαίνουν όλα αυτά για τους θιγομένους.
Αυτό αναλαμβάνει να το πράξει ο Αρχηγός των «Ες-Ες» (Reichsfuehrer SS) Χάινριχ Χίμλερ, οποίος, αφού λαμβάνει γνώση του σχεδίου, το τροποποιεί και το εμπλουτίζει με τις παρατηρήσεις του: επαρχίες και περιοχές θα είναι τότε και μόνο τότε γερμανικές, όταν κατοικηθούν από Γερμανούς -άνδρες και γυναίκες- μέχρι το τελευταίο τετραγωνικό. Δεν είναι ανεκτή η ύπαρξη μεικτού πληθυσμού. Αντί του παραδοσιακού «εκγερμανισμού» των πληθυσμών (Eindeutschung der Bevoelkerung) επιδιώκεται τώρα η «γερμανοποίηση» των «χωρών» (Germanisierung der Laender – επ’ αυτού θα επανέλθουμε κατωτέρω).
Ο πολωνικός πληθυσμός, οποίος θα απωθηθεί εντός των ορίων του πολωνικού κρατιδίου, της ούτω καλουμένης «Γενικής Διοικήσεως», θα αποτελεί μια πρώτης τάξεως δεξαμενή εργατικού δυναμικού για τη Γερμανία. Γράφει ο Χίμλερ επί λέξει: «Το ερώτημα περί της καλύψεως των αναγκών σε εργατικό δυναμικό, το οποίο εντόνως απασχολεί τόσους ανθρώπους, απαντάται με απλό τρόπο: εκατομμύρια άνθρωποι εκ της Γενικής Διοικήσεως και των λοιπών γειτονικών χωρών θα τελούν διαρκώς στη διάθεσή μας».
Και ο αρχιτέκτων της Νέας Ευρωπαϊκής Τάξεως εξηγεί: «Ο πληθυσμός της Γενικής Διοικήσεως θα ευρίσκεται ως ακέφαλη εργατική μάζα στη διάθεσή μας και θα προμηθεύει ετησίως τη Γερμανία με εποχικούς εργάτες και εργάτες για συγκεκριμένες εργασίες (οδοποιία, λατομεία, οικοδομές)». Και η στάση των ανθρώπων έναντι όλων αυτών, ποια θα είναι άραγε; «Θα έχουν να φάνε και θα ζήσουν καλύτερα σαπό ό,τι υπό πολωνική κυριαρχία», σημειώνει ο Χίμλερ και αφήνει να εννοηθεί ότι πρέπει να είναι ευτυχείς που «υπό την αυστηρά, συνεπή και δίκαιη καθοδήγηση του γερμανικού λαού» («δεδομένης της ελλείψεως ιδίου πολιτισμού») θα έχουν, ούτε λίγο, ούτε πολύ, την τιμή «να συμμετάσχουν στα αιώνια πολιτιστικά δημιουργήματα και μνημεία του» (ενν. του γερμανικού λαού).
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται σε δύο τινά: στο ζήτημα της παιδείας και σε εκείνο του «παιδομαζώματος» (ο όρος είναι δικός μας). Ως προς το πρώτο, σημειώνει ότι δεν επιτρέπεται η ύπαρξη σχολείων για το μη γερμανικό πληθυσμό, πέραν του τετρατάξιου Δημοτικού. Αποστολή του τελευταίου θα είναι να διδάσκονται τα παιδιά, πρώτον, «απλό αριθμητικό υπολογισμό, να μετρούν το πολύ μέχρι το 500» («Την ανάγνωση δεν τη θεωρώ αναγκαία!») και, δεύτερον, να μαθαίνουν «ένα δόγμα, ότι αποτελεί εντολή Θεού να υπηρετούν τους Γερμανούς και να είναι τίμιοι, επιμελείς και συνεπείς»!
Ως προς το δεύτερο (παιδομάζωμα), ο Χίμλερ εξηγεί ότι, κατόπιν επιλογής, οι «φυλετικώς άψογοι» Πολωνόπαιδες θα χωρίζονται από τις οικογένειές τους και θα στέλνονται σε σχολεία στη Γερμανία, ανατρεφόμενοι «κατά τις προδιαγραφές μας», ούτως ώστε να καταστούν θερμοί εθνικοσοσιαλιστές. Ιδού, λοιπόν, μία ακόμη εκλεκτική συγγένεια, την οποία ο διαπρεπής τουρκολόγος Νεοκλής Σαρρής θα ενέτασσε ασφαλώς στις πολιτικοψυχολογικές προϋποθέσεις ερμηνείας της περιλάλητης συμπάθειας του γερμανικού Ναζισμού έναντι της «Εθνικοσοσιαλιστικής Επαναστάσεως των Νεότουρκων» (die nationalsozialistische Revolution der Jungtuerken)!
Πράγματι, είναι η δεύτερη φορά στο διάβα της Ιστορίας, φίλοι αναγνώστες, που επιχειρήθηκε κάτι τόσο απάνθρωπο – και η πρώτη φορά μετά το παιδομάζωμα της Τουρκοκρατίας. Κατά την εκτενή δε –και ακριβή– πληροφόρηση του γράφοντος, η σύγχρονη γερμανική επιστήμη δεν έχει αναδείξει ακόμη κάποιον «επιστήμονα» της στάθμης της κ. Ρεπούση, της κ. Κουλούρη ή του κ. Λιάκου ή των άλλων εκλεκτών της κ. Μαριέττας Γιαννάκου, ώστε να αποκατασταθεί η «αλήθεια»: ότι δηλαδή επρόκειτο για «στρατολόγηση» των παιδιών από τις «κρατικές υπηρεσίες» και «πρωτότυπη πρακτική κοινωνικής ανέλιξης», την οποία μάλιστα θερμώς επιθυμούσαν οι υπόδουλοι ώστε να αποδράσουν από τη δυστυχία τους! Άλλωστε, η βασιμότητα της συλλογιστικής τύπου Ρεπούση-Κουλούρη αποδεικνύεται και από τα λεχθέντα του ιδίου του αρχηγού των «Ες-Ες»: αν, πάλι, προσέθετε ο Χίμλερ, «οι γονείς δεν εννοούν να αποχωρισθούν το παιδί τους», τότε «θα επιτρέπεται να έλθουν και αυτοί στη Γερμανία» («εκγερμανίσιμοι» όντες), αλλά «υπό τον όρο να αποκηρύξουν την πολωνική εθνική ταυτότητά τους και να είναι νομιμόφρονες Γερμανοί πολίτες». Ιδού πεδίον κοινωνικής ανελίξεως λαμπρόν!
Το προαναφερθέν πρώτο Σχέδιο Μάιερ αποτέλεσε το θεμέλιο και την πηγή του δευτέρου σχεδίου, που αφορούσε πλέον την ιδία την Ρωσία. Ό,τι περιείχε το πρώτο ως προς τους Πολωνούς, αυτό προέβλεπε το δεύτερο για τους Ρώσους. Αλλ’ εις τη νιοστήν! Ας εξετάσουμε, όμως, πώς προέκυψε.
Β’ «Γενικό Σχέδιο Ανατολής» («Β’ Σχέδιο Μάιερ»)
Κατά την πρώτη, κεραυνοβόλο και νικηφόρο φάση τού κατά της Ρωσίας πολέμου, μεταξύ του Ιουνίου 1941 και των αρχών Δεκεμβρίου 1941 (Μάχη της Μόσχας), αλλά και κατά τη δεύτερη φάση, μέχρι το φθινόπωρο του 1942 (οπότε η Βέρμαχτ έχει μεν αποτύχει ως προς τον αντικειμενικό σκοπό, την κατάληψη της Μόσχας, αλλά εξακολουθεί να σημειώνει επιτυχίες), τα εδαφικά κέρδη της Γερμανίας είναι τεράστια. Ο Γερμανικός Στρατός δεν αιχμαλωτίζει μόνο ολόκληρες στρατιές του αντιπάλου, αλλά και κυριεύει αχανείς γεωγραφικές εκτάσεις, φθάνοντας μέχρι των ορίων της Ασίας. Η επιτυχία, ειδικά κατά το πρώτο εξάμηνο, υπερβαίνει τα όρια και της πλέον αισιόδοξης φαντασίας.
Ουδείς φαίνεται να είναι σε θέση να απειλήσει το «Οχυρό Ευρώπη» (Festung Europa). Ο γερμανικός «Zωτικός Xώρος» (Lebensraum) -ήτοι η Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη- φαίνεται εξασφαλισθείς, ο προαιώνιος εχθρός του γερμανισμού (Ρωσία) ηττηθείς, εν αναμονή της οριστικής συντριβής του. Η Γαλλία, πολιτικώς ευνουχισμένη, τελεί υπό γερμανική κηδεμονία (ενώ η παριζιάνικη διανόηση ψάλλει, και τότε, ύμνους στη «Νέα/Ηνωμένη Ευρώπη» που γεννάται και καλεί με ενθουσιώδη ποιήματα τη γαλλική νεολαία να καταταγεί στη «Μεραρχία Καρλομάγνος» των «Ες-Ες», του πρώτου «κοινού ευρωπαϊκού Στρατού»!).
Υπολείπεται, βεβαίως, η Αγγλία! Η αφρόκρεμα της γερμανικής διπλωματίας και οικονομίας έχει… «ιδρώσει» όλα τα προηγούμενα χρόνια να της εξηγεί ότι η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία δεν στρέφεται εναντίον της, ούτε απειλεί την υπερπόντια κυριαρχία της, το Βρετανικό Empire (Αυτοκρατορία) και το Commonwealth (Κοινοπολιτεία), αλλά απλώς διεκδικεί και αυτή «μια θέση υπό τον ήλιο» (einen Platz unter der Sonne). Συνεπώς, ας κάνει εκείνη (η Βρετανία) ό,τι θέλει στους ωκεανούς, αλλά ας αφήσει επιτέλους και τη Γερμανία ήσυχη και απερίσπαστη να οικοδομήσει το Μείζονα Ευρωπαϊκό Χώρο της (Europaeischer Grossraum). Άλλωστε, τονίζουν ξανά και ξανά οι Γερμανοί ιθύνοντες και απεσταλμένοι, ο Φύρερ απεχθάνεται την ιδέα διεξαγωγής πολέμου εναντίον του άλλου μεγάλου «έθνους γερμανικού αίματος» και το έχει καταστήσει σαφές τόσο σε δημόσιες ομιλίες του όσο και εμπιστευτικώς (βλέπε και την περιπετειώδη και αινιγματική μυστική πτήση τού υπ’ αριθμόν δύο της ναζιστικής ηγεσίας, Ρούντολφ Χες, στην Αγγλία, εν έτει 1940).
Είναι κοινό μυστικό ότι ο Χίτλερ –εν αντιθέσει προς τον κάιζερ Γουλιέλμο και τον ναύαρχο Τίρπιτς– δεν τρέφει οράματα θαλασσοκρατορίας αλλά έχει διαρκώς στραμμένο το βλέμμα του προς Ανατολάς (nach Osten)! Αντιλαμβάνεται τον εαυτόν του ως όργανο της βουλήσεως της «Προνοίας» (Vorsehung) με συγκεκριμένη αποστολή: να σώσει την Ευρώπη από τον Μπολσεβικισμό! Καταπλήσσει συχνά τους συνομιλητές του, ιδίως εκείνους τους Γερμανούς διπλωμάτες ή ανωτάτους αξιωματικούς (και δη του Ναυτικού) που σκέπτονται βάσει παραδοσιακών αντιαγγλικών στερεοτύπων, με τη θέρμη και την επιμονή με την οποία εκφράζει την πίστη του σε μία συγκυριαρχία του κόσμου από τα δύο μεγάλα «γερμανικά έθνη» (Co-Dominium der beiden germanischen Nationen) – και τη συνακόλουθη βεβαιότητά του ότι, τελικώς, η Αγγλία θα κατανοήσει το συμφέρον της και θα ταχθεί παρά το πλευρό του (αντιθέτως, η συμμαχία με την Ιταλία υπήρξε, ως γνωστόν, η δεύτερη/εναλλακτική στρατηγική επιλογή του και, εν πολλοίς, «λύση ανάγκης»).
Αλλά η Γηραιά Αλβιών δεν εννοεί να «καταλάβει»! Έτσι είναι πάντοτε η Αγγλία! Μονίμως «αντιευρωπαϊκή» και «εγωιστική»! Τώρα, πάντως, ασχολείται με την ανοικοδόμηση των πόλεών της, τις οποίες κατέστρεψε η γερμανική Λουφτβάφε (Luftwaffe), και φαίνεται να έχει τεθεί εκτός του ευρωπαϊκού παιγνίου. Ενώ, αντιθέτως, ο Ενιαίος Ευρωπαϊκός Χώρος, σταθερή επιδίωξη του γερμανικού κεφαλαίου και της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής από το 1900, μοιάζει απτή πραγματικότητα.
Ο ιστορικός Ντίντριχ Άικχολτς, ο οποίος έφερε στο φως το «Γενικό Σχέδιο Ανατολής» παραθέτει τους αριθμούς: Εκ των σαράντα πέντε εκατομμυρίων (45.000.000) κατοίκων των κατεχομένων σοβιετοπολωνικών εδαφών, προβλέπεται ο εκπατρισμός των περισσοτέρων πέραν των Ουραλίων, προς τη Δυτική Σιβηρία. Συγκεκριμένα, προβλέπεται να εκτοπιστεί το ογδόντα τοις εκατό (80%) των Πολωνών, το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) των Λευκορώσων και το εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) των Ουκρανών. Θα παραμείνουν μόνο δεκατέσσερα εκατομμύρια (14.000.000) για τις ανάγκες του Μείζονος Οικονομικού Χώρου σε εργατικό δυναμικό.
Εξάλλου, στις μειονότητες των Γερμανογενών (Volksdeutsche) της Ανατολικής Ευρώπης και της Ρωσίας θα προστεθούν σταδιακώς περίπου δέκα εκατομμύρια Γερμανών εκ Γερμανίας (Reichsdeutsche), οι οποίοι θα εποικήσουν τα κατεχόμενα εδάφη ως «αγροτοπολεμιστές» (Wehrbauer), αλλά και όσοι εκ των ιθαγενών Σλάβων κριθούν «εκγερμανίσιμοι» (eindeutschungsfaehig). Προβλέπεται δε διάκριση δύο κατηγοριών: «εκγερμανίσιμοι Α» (eindeutschungsfaehig a) και «εκγερμανίσιμοι Β» (eindeutschungsfaehig b), αναλόγως των χαρακτηριστικών τους.
Ο Έλληνας αναγνώστης θα σημειώσει εδώ, ασφαλώς, άλλη μία, λίαν ενδιαφέρουσα, αναλογία προς την πρακτική του «γενιτσαρισμού» που εισήγαγε και εφάρμοσε το οθωμανικό δεσποτικό σύστημα – «η πιο βάρβαρη μορφή στρατιωτικής φεουδαρχίας» κατά τον κορυφαίο μαρξιστή ιστορικό Νίκο Ψυρούκη (ο όρος «γενίτσαροι» απαντάται επί αιώνες στην ιστορική βιβλιογραφία, έως ότου αφαιρέθηκε παντελώς από την επίσημη-κρατική ελληνική ιστοριογραφία, με άμεση φυσική ευθύνη της γνώριμης «συνασπισμένης» καθεστωτικής «προοδευτικής» συντεχνίας και πολιτική ευθύνη της υπουργού κ. Γιαννάκου!).
Τέλος, οι περισσότεροι εξ όσων δεν κριθούν «εκγερμανίσιμοι» θα υποβληθούν σε στείρωση. Για το συνολικό «εκγερμανισμό» του «Χώρου» προβλέπεται χρονικό διάστημα είκοσι ετών. Πρόκειται για τη φυσική προέκταση του αρχικού Γενικού Σχεδίου Ανατολής και επί των κατεχόμενων εδαφών της ΕΣΣΔ.
Η Γενική Σχεδίαση Ανατολής
Την 28η Ιουνίου 1941, μία εβδομάδα μετά την έναρξη της Επιχειρήσεως Μπαρμπαρόσα, και εν όψει της απροσδοκήτως ραγδαίας προελάσεως της Βέρμαχτ, η οποία φαίνεται να προεξοφλεί ότι «οσονούπω φθάνουμε στα Ουράλια», ο υπουργός των Κατεχόμενων Ανατολικών Εδαφών –και μέγας θεωρητικός του Ναζισμού– Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ σημειώνει στο ημερολόγιό του, παραληρώντας από ενθουσιασμό: «Σήμερα ο Φύρερ μου χάρισε μια ήπειρο!» Επιφορτίζει δε αμέσως τους αρμοδίους με την επεξεργασία των σχεδίων «ανασχηματισμού» της Μείζονος Ρωσίας, ώστε να αρχίσει το ταχύτερο δυνατόν η εφαρμογή τους.
Ο καθηγητής Μάιερ καλείται και πάλι επί το έργον! Και έτσι, από το μέχρι πρότινος Γενικό Σχέδιο Ανατολής (Generalplan Ost) προκύπτει η «Γενική Σχεδίαση Ανατολής» (Generalplannung Ost). Φαντάζει διαβολικής συλλήψεως όχι μόνον η προβλεπόμενη γενοκτονία εις βάρος των λαών της Μείζονος Ρωσίας, αλλά και αυτή η ανεξάντλητη λεξιπλασία. Συναντώνται όροι όπως «φυλετική διαλογή» (Aussiebung, επί λέξει «κοσκίνισμα»), «εκγερμανισμός» (Eindeutschung), «γερμανοποίηση» (Germanisierung), «επανεκγερμανισμός» (Wiedereindeutschung), «εθνομετάλλαξη» (Umvolkung)!
Εν προκειμένω, είναι πάντοτε επίκαιρη –για να μας υπενθυμίζει την αρχαία αλήθεια ότι «πάσα επιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης και της άλλης αρετής πανουργία, ου σοφία φαίνεται»– η ακόλουθη παρατήρηση του Τζιορντάνο: «Το πρωτοφανές της ιστορίας δεν έγκειται μόνον στα σχεδιασθέντα εγκλήματα αλλά και στη διαπλοκή επιστήμης και πολιτικού εγκλήματος. Είναι εμφανής η σχέση μιας διανοητικής ενέργειας, μιας τεράστιας επένδυσης σε εγκεφαλική εργασία και επινοητικό τάλαντο, με την υψηλή φιλοδοξία μιας διανοουμένης ελίτ, η οποία υπήρξε πρόθυμη όχι μόνο να εφαρμόσει τα σχέδια, εκ της θεωρίας στην πράξη, αλλά και να το πράξει κατά τον οικονομικά καταλληλότερο τρόπο. Τίποτα δεν προδίδει πανηγυρικότερα την ενσωμάτωση της κοινωνίας του γερμανικού Ράιχ στο εξολοθρευτικό πρόγραμμα του τελευταίου όσο αυτή η ετοιμότητα των Γερμανών επιστημόνων της γενιάς εκείνης να εκλογικεύσουν τα παρανοϊκά αποκυήματα της ναζιστικής ηγεσίας, μέχρις εσχάτης λεπτομερείας, και να τα οδηγήσουν στο στάδιο της πραγματοποιήσεώς τους – από τις θεμελιώδεις αρχές του «εκγερμανισμού» έως τις ακριβείς δομικές αναλύσεις των μελλοντικών χώρων εποικισμού και τις νομικές/διαχειριστικές λεπτομέρειες της Νέας Τάξεως στους χώρους αυτούς, και έως τη νομική κάλυψη της αρπαγής εδαφών και της καταναγκαστικής εργασίας».
Τι όριζε η «Γενική Σχεδίαση Ανατολής» ως προς τα κατακτηθέντα ρωσικά εδάφη; Την ισοπέδωση της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης (Λένινγκραντ). Η περιφέρεια της δεύτερης χαρακτηριζόταν «αποικιακό σύνορο του Ράιχ».
Περιοχές υπαγόμενες στην κατηγορία αυτή έπρεπε να έχουν «γερμανοποιηθεί» κατά το ήμισυ, εντός δεκαπέντε ετών. Η συγκεκριμένη περιοχή θα ονομαζόταν εφεξής «Έσω Γερμανία». Ίδια τύχη επιφυλασσόταν και στην Κριμαία, μετά της Χερσώνος. Η Κριμαία ήταν το αιώνιο όνειρο των θεωρητικών του γερμανικού «κύματος προς Ανατολάς», ουδεμία άλλη περιοχή εξύμνησαν και πόθησαν τόσο, ένεκα του κλίματός της. Ο Χίτλερ σκόπευε να εγκαταστήσει επί της χερσονήσου τον γερμανογενή πληθυσμό της ιταλικής παραμεθόριας επαρχίας του Νότιου Τιρόλο (εξαλείφοντας οριστικώς, δι’ αυτού του τρόπου, ένα μόνιμο «αγκάθι» στις σχέσεις με τον Μουσολίνι), μεταβάλλοντας την Κριμαία σε «γοτθική επαρχία», όπως προβλεπόταν και να ονομάζεται στο μέλλον (Gotengau). Ανατολικότερα προβλεπόταν η δημιουργία «συνοριακών φυλακίων». Η ονομασία αυτή υποδήλωνε συμπαγείς γερμανικές νησίδες εντός ευρύτερων σλαβικών περιοχών, οι οποίες περιοχές όμως θα εκγερμανίζονταν σταδιακά, κατά είκοσι πέντε έως τριάντα τοις εκατό (25%-30%).
Ο Χίμλερ κατενθουσιάζεται! Το σχέδιο «του αρέσει πάρα πολύ», όπως γράφει. Ο Μάιερ έχει κάνει «καταπληκτική δουλειά»! Μόνο που, προγραμματίζοντας με προοπτική τριακονταετίας –ως επιστήμων τεχνοκράτης– δεν κατανόησε ένα πράγμα: ο «Reichsfuehrer SS» επείγεται να αρχίσει η εφαρμογή του σχεδίου το ταχύτερο δυνατόν – και να έχει ολοκληρωθεί εντός εικοσαετίας το πολύ! Του γράφει χαρακτηριστικά: «Σε ένα σημείο, νομίζω, δεν έγινα καλώς αντιληπτός (…) Πρέπει να τα έχουμε καταφέρει μέσα σε είκοσι, το πολύ, χρόνια. Και είμαι προσωπικώς πεπεισμένος ότι θα τα καταφέρουμε!»
Η πλήρης εφαρμογή της Γενικής Σχεδίασης Ανατολής, η συστηματική γενοκτονία εις βάρος των εθνοτήτων της Μείζονος Ρωσίας (και της λοιπής Ανατολικής Ευρώπης) αγγίζει το ζενίθ το έτος 1942. Ο Χίμλερ παραληρεί: σε λόγο του της 9/6/1942 εξαίρει τις συνέπειες του γερμανικού αποικισμού μετά από… τετρακόσια χρόνια (!) και ονειρεύεται για το απώτατο αυτό μέλλον έναν ακμάζοντα γερμανικό πολιτισμό στις εύφορες πεδιάδες μέχρι των Ουραλίων, όπου θα διαβιούν περί τα… πεντακόσια εκατομμύρια υγιών Γερμανών, αντί των εκατόν είκοσι εκατομμυρίων «Σλάβων υπανθρώπων»!
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να αναφερθεί και ένα επιπρόσθετο σχέδιο, συμπληρωματικό εκείνου του Μάιερ, το οποίο συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της τελικής απόψεως της ναζιστικής ηγεσίας περί της ακολουθητέας πολιτικής έναντι του ρωσικού πληθυσμού. Προερχόταν από «ανταγωνιστικό» φορέα του Ινστιτούτου Εργασιακής Επιστήμης, είναι όμως μάλλον πιθανόν ότι ο Μάιερ έλαβε γνώση του. Ιδιαιτέρως σημαντική είναι η θέση που διατυπώνεται εντός του συγκεκριμένου σχεδίου ότι η αποστολή της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας στην Ανατολή δεν είναι «ο εκγερμανισμός των πληθυσμών, υπό την παλαιά έννοια», δηλαδή «το να μεταφέρουμε τη γερμανική γλώσσα και τους γερμανικούς νόμους» στους λαούς που ζουν εκεί, αλλά «η γερμανοποίηση των εδαφών», ήτοι: «να φροντίσουμε ώστε στην Ανατολή να κατοικούν μόνο άνθρωποι πράγματι τευτονικού, γερμανικού αίματος».
Ουδέποτε απεδόθη σε τόσο λίγες γραμμές η ιδιομορφία του πολέμου του 1941 έναντι των άλλων. Και ουδέποτε εξεφράσθη κατά τρόπο σαφέστερο (α) η ιστορική συνέχεια, αλλά συνάμα (β) και η ειδοποιός διαφορά μεταξύ της συγκεκριμένης γερμανικής επιδρομής εναντίον της Ρωσίας και όλων των προηγηθεισών.
(α) Η ιστορική συνέχεια: Από τον ύστερο Μεσαίωνα και εντεύθεν, η Ρωσία υπήρξε θύμα αλλεπάλληλων εισβολών διαφόρων γερμανικών φύλων και ιπποτικών-μοναστικών ταγμάτων. Από της γερμανικής ενοποιήσεως δε και εξής (1871), ιδίως αφ’ ότου εξέλιπε ο παράγων εξισορροπήσεως και πολιτικού ρεαλισμού που λεγόταν Βίσμαρκ, κατέστη σταδιακά «κτήμα κοινόν» της γερμανικής κοινωνίας και ηγεμονικής ιδεολογίας ότι «τις δικές μας αποικίες, τη δική μας θέση υπό τον ήλιο, θα αναζητήσουμε στην Ανατολή». Ήδη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχαν καταγραφεί και επισήμως διακηρυχθεί – τόσο από τον καγκελάριο φον Χόλβεκ όσο και από το βιομηχανικό κεφάλαιο (Τίσεν, Κρουπ, Ζίμενς) οι πάγιοι και αναλλοίωτοι, έκτοτε, μείζονες πολιτικοί στόχοι της Γερμανίας έναντι της (τσαρικής τότε) Ρωσίας:
> Πρώτον, εδαφικός διαμελισμός της Μείζονος Ρωσίας σε τέσσερα κύρια τμήματα: την Ουκρανία (ο δυνάμει σιτοβολώνας του γερμανικού Ράιχ), τη Σιβηρία (η δυνητική πηγή αστείρευτων πρώτων υλών), τη Νοτιοανατολική Ομοσπονδία των μουσουλμανικών χωρών (εξ ου και η Γερμανία εκπόνησε τότε το πρόγραμμα του Παντουρκισμού/Τουρανισμού) και, τέλος, την εναπομείνασα Ρωσία (σημειωτέον ότι οι Βαλτικές Χώρες εθεωρούντο αυτονοήτως τμήμα του Γερμανικού Ράιχ)
> Δεύτερον, επάνοδος της Ρωσίας στα σύνορα τα προ της εποχής του Πέτρου του Μεγάλου και εξοβελισμός της εξ Ευρώπης.
> Τρίτον, στρατηγική περικύκλωση και «φρούρηση» αυτής της ακρωτηριασμένης και στρατηγικά υποβαθμισμένης Ρωσίας, μέσω ενός «στρατιωτικού συνόρου», διά της δημιουργίας, δηλαδή, πέριξ της Ρωσίας μιας αλυσίδας κρατιδίων εξαρτημένων από τον (υπό γερμανική ηγεμονία) Μείζονα Ευρωπαϊκό Χώρο.
(β) Η ειδοποιός διαφορά: Τη φορά αυτή, οι ηγεμονικές οικονομικές, πολιτικές και λοιπές ελίτ της (ναζιστικής πλέον) Γερμανίας δεν επεδίωκαν μόνον την πραγματοποίηση των επιδιώξεών τους περί γεωπολιτικών και γεωοικονομικών Χώρων, αλλά είχαν εντάξει στους Χώρους αυτούς και τους πληθυσμούς τους – και δη κατά τρόπον ώστε, όπως εξετέθη, το ζητούμενο να είναι όχι πλέον ο εν τίνι μέτρω «εκγερμανισμός των πληθυσμών», όπως στο παρελθόν, αλλά η «γερμανοποίηση των εδαφών».
Εδώ ακριβώς συνίσταται και ο ιστορικός ρόλος της ναζιστικής ιδεολογίας. Ο Ναζισμός κατέστησε δυνατή όχι τη σχεδίαση των στόχων καθαυτή (οι στόχοι είχαν κατατεθεί από το 1914 όπως είδαμε) αλλά την αναγωγή των στόχων στη νιοστή και την εφαρμογή τους επί το ριζοσπαστικότερον. Είναι χρήσιμο να έχουμε υπ’ όψιν μας αυτή την διαπίστωση, διότι μας ωθεί να θέσουμε το ερώτημα περί του τι συμβαίνει όταν μεν η συγκεκριμένη ιδεολογική νομιμοποίηση (π.χ. Ναζισμός) εκλείπει, αλλά οι στρατηγικοί-πολιτικοί στόχοι παραμένουν – ενδυόμενοι μάλιστα άλλη, σύγχρονη προς τις σημερινές αντιλήψεις, «νομιμοποίηση» (π.χ. τα ιδεολογήματα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή των δικαιωμάτων των μειονοτήτων ή της «μεταεθνικής» «πολυπολιτισμικής κοινωνίας»).
Ας επανέλθουμε, όμως, στα σχεδιάσματα του Ινστιτούτου Εργασιακής Επιστήμης. Ένα από αυτά είναι όλως αποκαλυπτικό των προθέσεων σχετικά με τη μεταχείριση των σλαβικών εθνοτήτων της Ρωσίας. Βεβαίως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και το κεντρικό θέμα του υπομνήματος, το οποίο αφορά στον Ενιαίο Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, ως προϋπόθεση διεύρυνσης του Ζωτικού Χώρου της Γερμανίας και των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της, αλλά η ενασχόλησή μας με αυτό το (επίκαιρο!) ζήτημα θα τίναζε στον αέρα τα όρια του παρόντος άρθρου. Περιοριζόμεθα, συνεπώς, στα αφορώντα στο θέμα μας.
Εκ του κειμένου, λοιπόν, συνάγεται ότι τα μεν εδάφη τα περιερχόμενα στην κατοχή της Βέρμαχτ θα γερμανοποιούνταν εντός των προσεχών δεκαετιών, εκείνα δε που κείνται ανατολικώς των Ουραλίων, ίσως και ανατολικώς του ποταμού Βόλγα –αναλόγως της γραμμής του μετώπου– θα παρέμεναν οι χώροι όπου θα ζούσαν (δίκην τεράστιων ινδιάνικων καταυλισμών!) οι Ρώσοι και οι λοιποί λαοί της διαλυθείσης ΕΣΣΔ. Κυρίαρχο αξίωμα είναι το οικονομικό, το πώς δηλαδή θα επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή ωφέλεια για την Γερμανία με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Στις χώρες τις οποίες θα διατηρήσουν οι Ρώσοι, θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε να μην υπάρχει βιομηχανική παραγωγή, ούτε καν ανάπτυξη. Αντιθέτως, θα μειωθεί καίρια ο ρυθμός εκβιομηχάνισης, ο οποίος άγγιξε υψηλότατα όρια κατά τις τελευταίες δεκαετίες προ της γερμανικής εισβολής, συνεπεία του σχετικού προγράμματος των Μπολσεβίκων (εξ ου και η μνημειώδης ρήση του Λένιν ότι «κομμουνισμός ίσον Σοβιέτ συν εξηλεκτρισμός»!). Η βιομηχανική παραγωγή των ψευδοκρατών που θα προέκυπταν προβλεπόταν να είναι τόση όση θα απαιτούνταν για την κάλυψη των αναγκών της γερμανικής οικονομίας – οι οποίες, όμως, καλύπτονταν εν πολλοίς από τη γερμανική βιομηχανία.
Απεναντίας, κρινόταν επιβεβλημένο να ενταθεί η αγροτική παραγωγή, διότι στο γεωργικό τομέα έπασχε η γερμανική οικονομία. Συνεπώς, ως αποστολή της οικονομίας των ρωσικών κρατιδίων οριζόταν αυτή ακριβώς η συμπληρωματική λειτουργία, δηλαδή το να καλύπτει τις γερμανικές ανάγκες σε γεωργοκτηνοτροφικά προϊόντα. Άλλωστε, αυτή ήταν και η προβλεπόμενη αποστολή των εθνικών οικονομιών των χωρών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης εντός των γερμανικών σχεδιασμών περί Μείζονος/Ενιαίου Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Europaeischer Wirtschaftsraum/Europaeische Raumwirtschaft/Europaeischer Grossraum).
Σκοπός του όλου συστήματος υπήρξε, όπως συμπεραίνει ο Μίκαελ Χεπ (από το έργο του οποίου προέρχονται όλα τα προαναφερθέντα σχετικά στοιχεία) «να κρατηθεί το βιοτικό επίπεδο των ρωσικών εθνοτήτων στο πολιτικώς επιθυμητό ύψος». Ποιο ήταν το πολιτικώς επιθυμητό ύψος κατά τους ιθύνοντες; «Να κρατηθεί σε αξιοσημείωτη απόσταση προς εκείνο του γερμανικού έθνους», τουτέστιν να επανέλθει «στο έτος 60 προ Χίτλερ» (προ της ανόδου του Χίτλερ στην αρχή, 1933)!
Η επιφυλασσόμενη στους λαούς της Ρωσίας μοίρα «ειλώτων» διακηρύχθηκε και ανοιχτά από τον υπ’ αριθμόν 2 στην ηγεσία των «Ες-Ες», τον Χάιντριχ, ο οποίος διέκρινε τις αχανείς εκτάσεις που κατέλαβε στρατιωτικώς η Γερμανία, σε δύο κατηγορίες. Κατηγορία πρώτη: οι χώρες οι κατοικούμενες από ανθρώπους τευτονογερμανικού αίματος, οι οποίοι είχαν μεν την «ατυχία» να έχουν «κακές πολιτικές ηγεσίες», αλλά στο εξής, υπό γερμανική καθοδήγηση, θα ανανήψουν, τρόπον τινά. Οι χώρες αυτές είναι η Νορβηγία, η Ολλανδία, η Φλάνδρα (τμήμα του Βελγίου), η Δανία, η Σουηδία. Γνωρίζουμε από μαρτυρίες άλλων ιθυνόντων αλλά και από σωρεία κειμένων ότι οι προαναφερθείσες χώρες, καθώς και η Γαλλία και το βαλλωνικό Βέλγιο, θα εντάσσονταν στο σκληρό πυρήνα του γερμανικής εμπνεύσεως και καθοδηγήσεως Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου. Έναντι των πληθυσμών των χωρών αυτών θα υιοθετείτο, κατά τον Χάιντριχ, πολιτική εντελώς διαφορετική από την πολιτική έναντι των χωρών της δεύτερης κατηγορίας.
Ως προς την τελευταία αποσαφήνιζε: «Αυτή περιλαμβάνει τους Ανατολικούς Χώρους (…) Πρόκειται περί χώρων όπου ο Σλάβος δεν επιθυμεί, ούτε ο ίδιος, να τύχει ισότιμης μεταχείρισης, διότι έχει συνηθίσει να μην είναι καλός μαζί του ο κύριός του. Πρόκειται περί χώρων οι πληθυσμοί των οποίων, υπό την ηγεσία μιας γερμανικής αριστοκρατίας, εγκατασταθείσης μετά τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, μέχρι τα βάθη της Ρωσίας, μέχρι τα Ουράλια, θα εργάζονται για εμάς ως βάση πρώτων υλών, ως εργάτες για μεγάλα πολιτιστικά μνημεία, ως είλωτες (σ.σ.: χρησιμοποιεί την ελληνική λέξη «Ηeloten»), για να το πω σκληρά».
Το Άλλο Ολοκαύτωμα
Η εκπληκτική αύξηση των σχεδίων και υπομνημάτων, των σχετικών με τη Γενική Σχεδίαση Ανατολής, μετά την επίθεση κατά της Ρωσίας, καθώς και η ένταση του ρυθμού αλλά και του βαθμού ακρότητας της εφαρμογής τους, η οποία μεταφράσθηκε σε εκατομμύρια νεκρούς, μαρτυρεί ότι δεν επρόκειτο μόνο για μεγαλομανή αποικιακά οράματα κάποιων παρανοϊκών, αλλά για συγκροτημένο σχέδιο εξόντωσης του ρωσικού έθνους.
Είναι το «Άλλο Ολοκαύτωμα»! Χωρίς πρόθεση υποτίμησης του δράματος του εβραϊκού λαού (εβραϊκής καταγωγής, άλλωστε, και ο ίδιος), ο Ραλφ Τζιορντάνο απέδωσε διά του συγκλονιστικού αυτού όρου (der andere Holocaust) «την εξολόθρευση του ρωσικού λαού, στον οποίο επεφυλάσσετο ένα ολοκαύτωμα ανάλογο εκείνου των Εβραίων, πλην όμως, εν όψει των αριθμητικών μεγεθών τού (ρωσικού) πληθυσμού, απείρως μεγαλύτερο – το Άλλο Ολοκαύτωμα».
Ορόσημο και αυτού του ολοκαυτώματος υπήρξε το Άουσβιτς. Η επιλογή του τόπου και μόνο καταδεικνύει την πρόθεση επιβολής της Νέας Ευρωπαϊκής Τάξεως, κατά τα οριζόμενα υπό του Γενικού Σχεδιασμού Ανατολής, σε ολόκληρο το χώρο της μείζονος Ρωσίας. Διότι η πολωνική τοποθεσία Οσβιέτσιμ (γερμανιστί Auschwitz) δεν εγγυάται μόνο άφθονο εργατικό δυναμικό –κειμένη μεταξύ του «Ράιχ των Κυρίων» και της «Ρωσίας των Ειλώτων» – αλλά και γειτνίαση προς τα πετρελαϊκά κοιτάσματα τα οποία οσονούπω αναμενόταν να περιέλθουν υπό γερμανική κατοχή.
Διότι το «Βιομηχανικό Συγκρότημα του Άουσβιτς» υπήρξε ένα γιγαντιαίων διαστάσεων εργοτάξιο της εταιρείας I.G. Farben. Ιδρύεται μεν για την παραγωγή τεχνητής βενζίνης και ελαστικού, η εταιρεία όμως αποφεύγει να επενδύσει μεγάλα κεφάλαια στην κατασκευή των σχετικών χώρων, διότι φανερά υπηρετεί άλλους σκοπούς: επενδύει στο αστείρευτο ρωσικό πετρέλαιο. Η I.G. Farben, που αποτελούσε το «χαϊδεμένο παιδί» των «Ες-Ες», με το αζημίωτο φυσικά, εξασφαλίζει, με τη μεσολάβηση του Χίμλερ, την προνομιούχο αυτή θέση. Δικαίως παρατηρεί ο Τζιορντάνο ότι «το Άουσβιτς καθίσταται η σπουδαιότερη επένδυση της I.G. Farben»!
Τον Ιούλιο του 1941, εν όψει της κεραυνοβόλου προελάσεως στο Ανατολικό Μέτωπο και προ της βεβαιότητος ότι επίκειται η τελειωτική ήττα της Ρωσίας, η κυβέρνηση του Ράιχ εκπονεί νέο οικονομικό πρόγραμμα, το λεγόμενο Πρόγραμμα Γκέριγκ (φέρει το όνομα του αρμοδίου υπουργού και στρατάρχη Χέρμαν Γκέρινγκ). Στόχος του, η προετοιμασία του Ράιχ για την επόμενη φάση του σχεδίου προς την παγκόσμια ηγεμονία, ήτοι η προπαρασκευή του στρατηγικού βομβαρδιστικού πολέμου εναντίον των ΗΠΑ. Η I.G. Farben λαμβάνει τη μερίδα του λέοντος («το φιλέτο του πακέτου», θα λέγαμε σήμερα στη διάλεκτο των αθηναϊκών ΜΜΕ). Αναλαμβάνει, δηλαδή, να παρασκευάσει τα αναγκαία: μεθανόλη, τετρααιθύλη, ισοοκτάνια και ό,τι άλλο χρειάζεται ένα καλό αεροσκάφος.
Η ιλιγγιώδης ανάπτυξη του βιομηχανικού συγκροτήματος βασιζόταν στην εκμετάλλευση της καταναγκαστικής εργασίας των Εβραίων εξ Ανατολής (προϊόντος του χρόνου δε και των λοιπών), των Ρώσων, Ουκρανών, Πολωνών και λοιπών εργατών. Ήταν οι λεγόμενοι «ξένοι εργάτες» (Fremdarbeiter) ή «καταναγκαστικοί εργάτες» (Zwangsarbeiter), μια ατέλειωτη στρατιά σκλάβων, στον 20ό αιώνα και εν τω μέσω της «πεπολιτισμένης» Ευρώπης! Το σύστημα ήταν απλούστατο στην απανθρωπιά του: «Θάνατος διά της εργασίας» (Tod durch Arbeit)!
Και ούτως εγένετο το εργοστασιακό συγκρότημα της I.G. Farben ο μοχλός για την εγκαθίδρυση, από τον Μάρτιο του 1942, του «Στρατοπέδου Συγκεντρώσεως Άουσβιτς» (Konzentrationslager Auschwitz)! Τούτο δε, με τη σειρά του, έβαινε ολοένα διογκούμενο (Άουσβιτς 1, 2 και 3 ή, από τον Νοέμβριο 1943, Άουσβιτς-Μπούνα), δοθέντος ότι καλούνταν να κάνει πράξη τα όσα όριζε η (αποφασισθείσα κατά τη Σύσκεψη της Βάνζεε) «Τελική λύσις του Εβραϊκού Ζητήματος» (Endloesung der juedischen Frage).
Η εταιρεία I.G. Farben έκανε «χρυσές δουλειές»! Προσδοκούσε οικονομικά κέρδη ύψους 600 εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων της εποχής. Προϋπόθεση της επιτυχίας ήταν η διαρκής ροή ειλώτων από τα Aνατολικά Eδάφη (Ostgebiete). Ακόμη κι αν «τέλειωναν» οι Εβραίοι, η δεξαμενή των εκατομμυρίων Ρώσων φαινόταν αστείρευτη! Αλλά και όταν στέρευε και αυτή θα υποκαθίστατο από άλλους (Τσέχους, Σέρβους –αν είχαν αφήσει μερικούς ζωντανούς οι Κροάτες Ουστάσα ή οι Αλβανοί– κ.λπ.).
Ο διά της εργασίας θάνατος μυριάδων Ρώσων στο Άουσβιτς, ο διά της πείνας ή συνεπεία του ψύχους θάνατος εκατομμυρίων Ρώσων αιχμαλώτων, οι μαζικές εκτελέσεις Ρώσων αμάχων, πέραν πάσης εθιμικής εννοίας αντιποίνων (όπως αυτά εφαρμόζονταν π.χ. στο Δυτικό Μέτωπο), και βεβαίως τα ντοκουμέντα της περιόδου, μαρτυρούν το τι σήμαινε για τις εθνότητες της Μείζονος Ρωσίας η Γενική Σχεδίαση Ανατολής κατόπιν ενδεχομένης «Τελικής Νίκης» (Endsieg) της Γερμανίας. Άλλωστε, το εξέφρασε λακωνικά και ο διευθυντής του γραφείου του Χίτλερ Μάρτιν Μπόρμαν προς τον υπουργό Ανατολικών Εδαφών Ρόζενμπεργκ, στις 23/7/1943: «Οι Σλάβοι πρέπει να δουλεύουν για εμάς. Μόλις δεν τους χρειαζόμαστε να πεθαίνουν. Υποχρέωση εμβολίου και γερμανική υγειονομική περίθαλψη είναι, λοιπόν, περιττές. Η μόρφωση είναι επικίνδυνη. Αρκεί να ξέρουν να μετρούν ως το εκατό (σ.σ.: Ο Χίμλερ προηγουμένως είδαμε ότι έλεγε ως το πεντακόσια!). Επιτρεπτή είναι, το πολύ πολύ, μόρφωση τόση όση χρειάζεται για να έχουμε χρήσιμους χειρώνακτες. Από τροφή, μόνον το απολύτως αναγκαίον».
Ένα πράγμα θα τους παρείχετο αφειδώς. Το δήλωνε ο ίδιος ο Χίτλερ: «Μουσική απεριορίστως! Μέσω του ραδιοφώνου να τους μεταδίδουμε συνεχώς μουσική!», συμπληρώνοντας: «Άλλωστε, η εύθυμη μουσική καλλιεργεί τη χαρά προς εργασία» (πάσα ομοιότης προς σημερινές καταστάσεις διαρκούς και σχεδόν υποχρεωτικής παρουσίας τής «τέκνο» σε κάθε χώρο κοινωνικής συναθροίσεως είναι, φυσικά, απλή σύμπτωση!)
Σκέψεις & Συμπεράσματα
Η εφαρμογή των σχεδίων εξόντωσης και εξανδραποδισμού των λαών της Ρωσίας δεν ολοκληρώθηκε. Η δυσμενής για τη Βέρμαχτ έκβαση της Μάχης της Μόσχας (Δεκέμβριος 1941) σήμανε την ανακοπή της προέλασής της και τη συνακόλουθη διάψευση των οραμάτων περί κεραυνοβόλου πολέμου και ταχείας γερμανικής νίκης. Και από της πανωλεθρίας του Στάλινγκραντ (χειμώνας 1942/43) και εντεύθεν, η ρωσική αντεπίθεση και νίκη κατέστη αναπότρεπτη.
Άνευ προθέσεως υποτιμήσεως της ουσιώδους συμβολής των Δυτικών Δυνάμεων (διά της εν Νορμανδία αποβάσεως του 1944), αλλά και ασχέτως των πολλών μελανών σημείων του σοβιετικού καθεστώτος και ανεξαρτήτως του δεσποτισμού, του οποίου θύματα υπήρξαν, εν τέλει, οι ίδιοι οι Ρώσοι, οφείλουμε ένεκεν της ιστορικής δικαιοσύνης να αναγνωρίσουμε ότι υπήρξε και παραμένει κοσμοϊστορικός ο ρόλος της Σοβιετικής Ενώσεως κατά τούτο: αυτή υπήρξε η δύναμη η οποία κατέφερε στην πολεμική μηχανή της ναζιστικής Γερμανίας τα κρίσιμα εκείνα πλήγματα, που οδήγησαν στη συντριπτική και ολοκληρωτική ήττα της τελευταίας.
Η «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» και τα συνακόλουθα Γενικά Σχέδια Ανατολής, η διάλυση της Ρωσίας και η εξολόθρευση των λαών της προσέκρουσαν στη σθεναρή και ανυπέρβλητη αντίσταση των τελευταίων, η οποία προξένησε τον θαυμασμό όλων των ελεύθερα σκεπτόμενων ανθρώπων.
Αντίσταση, βεβαίως, η οποία κατέστη δυνατή, σε αυτή την ένταση και σε αυτό το μεγαλείο, μόνο όταν ο Ιωσήφ Βησσαριώνοβιτς Στάλιν παράτησε εντελώς τις διεθνιστικές πομφόλυγες και, με τη συνδρομή και του Πατριάρχη της προπολεμικώς διωχθείσης Ρωσικής Ορθοδοξίας, κάλεσε, ως νέος Αλέξανδρος Νιέφσκι, «το Έθνος» στον Β’ «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο» κατά της τευτονικής επιδρομής.
Γεγονός πολλαπλώς διδακτικό, ιδιαιτέρως για εμάς τους Έλληνες – και το οποίο φαίνεται να λησμονούν όσοι ημέτεροι πανεπιστημιακοί, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, εν αφασία τελούντες, αποκηρύσσουν την (αναγκαία σήμερα όσο ποτέ) εθνική αυτογνωσία ως «εθνικισμό» και προβαίνουν σε ωμή και επαίσχυντη αναθεώρηση και παραποίηση της Εθνικής μας Ιστορίας.