Οι Αλεούτιες νήσοι είναι ένα σύμπλεγμα 70 περίπου νησιών και νησίδων, φυσική προέκταση της Αλάσκας προς την Ασία. Τα νησιά απέχουν από την ενδοχώρα της Αλάσκας περί τα 1.700 μίλια. Ανήκαν στην τσαρική Ρωσία από το 1741.
Πουλήθηκαν μαζί με την Αλάσκα στους Αμερικανούς, το 1867. Τα νησιά, βραχώδη και ηφαιστιογενή -με 57 ενεργά ηφαίστεια– ανήκουν στον βόρειο «δακτύλιο της φωτιάς» του Ειρηνικού Ωκεανού.
Το κλίμα είναι ψυχρό, με την ομίχλη να αποτελεί μόνιμο σύντροφο των κατοίκων. Όλα τα νησιά χαρακτηρίζονται από τα απόκρημνα βουνά και την πενιχρή βλάστηση.
Τα ιαπωνικά σχέδια
Ο Γιαμαμότο ήταν ένας από τους ελάχιστους ίσως Ιάπωνες που δεν πανηγύρισε το θρίαμβο του Περλ Χάρμπορ. Έχοντας ζήσει στις ΗΠΑ, γνώριζε καλύτερα από όλους ότι ο αμερικανικός βιομηχανικός κολοσσός που αφύπνισαν μπορούσε να τους καταπιεί με ευκολία. Η μόνη ελπίδα ήταν να συνεχίσουν να χτυπούν γρήγορα και δυνατά.
Ύστερα από την «ισόπαλη» ναυμαχία στη θάλασσα των Κοραλίων, ο Γιαμαμότο αποφάσισε να προσελκύσει τον αμερικανικό στόλο σε ένα σημείο το οποίο όφειλε να υπερασπίσει, στις Ατόλες του Μίντγουεϊ. Τα δύο μικρά αυτά νησάκια αποτελούσαν βάση των Αμερικανών. Η κατοχή τους συνιστούσε ασφαλιστική δικλείδα για την ίδια τη Χαβάη. Αν οι Ιάπωνες τα κυρίευαν, θα απείχαν πλέον μια ανάσα από την κατάκτηση της Χαβάης, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν.
Περισσότερο όμως από τα νησιά, ο Γιαμαμότο επιθυμούσε να επιφέρει συντριπτικό πλήγμα στον υπό ανάρρωση αμερικανικό στόλο, και κυρίως στα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, τα οποία του είχαν ξεφύγει τόσο στο Περλ Χάρμπορ, όσο και στη θάλασσα των Κοραλλίων (πλην του «Λέξινγκτον»). Για το σκοπό αυτό αποφάσισε να συγκεντρώσει τον όγκο του ιαπωνικού στόλου στα Μίντγουεϊ.
Παράλληλα, όμως, αποφάσισε να πλήξει και το σύμπλεγμα των Αλεούτιων Νήσων, στον Βορρά. Η επίθεση αυτή θα λειτουργούσε, τόσο ως αντιπερισπασμός, όσο και χρηστικά, διευρύνοντας ακόμα περισσότερο την ιαπωνική ζώνη ασφαλείας. Ο Γιαμαμότο πίστευε πως οι Αμερικανοί δεν θα επέτρεπαν ποτέ να κατακτηθεί αμερικανικό έδαφος και θα αποσπούσαν σημαντικές δυνάμεις τους για την υπεράσπιση των νησιών.
Αυτό που ο Γιαμαμότο αγνοούσε όταν κατέστρωνε τα σχέδια του, ήταν ότι οι Αμερικανοί είχαν καταφέρει να «σπάσουν» τον κώδικα επικοινωνιών του. Έτσι, γνώριζαν τις προθέσεις του και συγκέντρωσαν τον όγκο τους στο Μίντγουεϊ, χωρίς να ασχοληθούν ιδιαίτερα με τις Αλεούτιες, για την υπεράσπιση των οποίων στάλθηκαν συμβολικές ναυτικές δυνάμεις. Αντίθετα, ο Γιαμαμότο διέθεσε για την επιχείρηση δύο αεροπλανοφόρα, το «Τζουνγιό» (με 45 αεροσκάφη) και το «Ργιοτζό» (με 37 αεροσκάφη – 21 Zero και 16 βομβαρδιστικά Αichi DA3 Val), υπό τον αντιναύαρχο Μποσίρο Χοσογκάγια.
Ο στόλος του θα αποτελούνταν επιπλέον από την 1η Μοίρα –βαρύ καταδρομικό «Νάσι» και δύο αντιτορπιλικά– τη Μοίρα Αεροπλανοφόρων, τη 2η Μοίρα Καταδρομικών με τα βαριά καταδρομικά «Μάγια» και «Τακάο» και τρία αντιτορπιλικά, τρία ακόμα ελαφρά καταδρομικά, τα «Αμπακούμα», «Κίσο» και «Τάμα», και επτά αντιτορπιλικά, ένα βοηθητικό καταδρομικό, τρία ναρκοθετικά και δύο μεταγωγικά, που συνολικά θα μετέφεραν 2.450 άνδρες. Tα σκάφη αυτά συγκρότησαν το Στόλο Βορείου Περιοχής. Η κίνηση πάντως των Ιαπώνων αποδείχθηκε απολύτως λανθασμένη, είτε έγινε ως αντιπερισπασμός είτε για λόγους γοήτρου. Ειδικά την έλλειψη των δύο αεροπλανοφόρων, ο Γιαμαμότο θα την αισθανόταν πολύ σύντομα στο Μίντγουεϊ.
Επίθεση στο Βορρά
Ο στόλος του ναυάρχου Χοσογκάγια ξεκίνησε από τη βάση του στις Νήσους Κουρίλες με κατεύθυνση τις Αλεούτιε Νήσους. Το σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη των νησιών Αντάκ, Κίσκα και Άτου. Θα προηγούνταν αεροπορικός βομβαρδισμός της μόνης αξιόλογης αμερικανικής βάσης του Ντοτς Χάρμπορ, στα νησιά Φοξ, όχι μακριά από την ηπειρωτική ακτή της Αλάσκα, ώστε να εξουδετερωθούν οι αμερικανικές δυνάμεις. Κατόπιν, ο στόλος θα στρέφόταν προς τα ανατολικά και πάλι και θα καταλάμβανε πρώτα τη νήσο Αντάκ και κατόπιν την Άτου και την Κίσκα.
Οι Αμερικάνοι γνώριζαν πάντως τις ιαπωνικές προθέσεις. Ο ναύαρχος Νίμιτζ είχε ενημερωθεί από τις 21 Μαΐου για την επικείμενη επίθεση στις Αλεούτιες και για το μέγεθος της ιαπωνικής δύναμης. Αποφάσισε λοιπόν να αποστείλει στην περιοχή μια δύναμη ικανή να αναχαιτίσει τον εκεί ιαπωνικό στόλο, την Task Group 8 (ΤG8), υπό τον ναύαρχο Ρόμπερτ Τέομπαλντ. Ο στόλος του Τέομπαλντ διέθετε 5 καταδρομικά, 14 αντιτορπιλικά και 6 υποβρύχια. Η δύναμη αυτή αναχώρησε στις 25 Μαΐου από το Περλ Χάρμπορ και έφτασε στα νησιά Κόντιακ, νοτιοανατολικά της χερσονήσου της Αλάσκα. Εκεί, ο Τέομπαλντ συναντήθηκε με τον υποστράτηγο Σάιμον Μπάκνερ, διοικητή της Στρατιωτικής Διοίκησης Αλάσκας.
Από τη στιγμή της άφιξής του, ο Τέομπαλντ ανέλαβε τη γενική διοίκηση. Συνολικά, στην Αλάσκα οι Αμερικανοί διέθεταν 45.000 άνδρες. Από αυτούς, όμως, μόνο 2.300 ήταν διασκορπισμένοι στις δύο σοβαρές βάσεις του στα νησιά Φοξ, στην αεροπορική στο νησί Ούμνακ και στη ναυτική στο Ντοτς Χάρμπορ της νήσου Ουναλάσκα. Στην αεροπορική βάση στάθμευαν και 8 καταδιωκτικά αεροσκάφη Ρ-40.
Τις δύο βάσεις προστάτευαν τμήματα πεζικού, ενισχυμένα με λίγα αντιαεροπορικά και μικρά τμήματα του μηχανικού – η αεροπορική βάση βρισκόταν ακόμα υπό κατασκευή. Άλλα 44 αμερικανικά βομβαρδιστικά, με 95 καταδιωκτικά και μερικές αεράκατους, στάθμευαν στην Αλάσκα, συγκροτώντας την 11η Αεροπορική Δύναμη. Η δύναμη αυτή είχε ως αποστολή να ανακαλύψει καταρχάς τον ιαπωνικό στόλο και κατόπιν να ρίξει το βάρος της στη βύθιση των δύο ιαπωνικών αεροπλανοφόρων. Οι διαταγές που είχε ο Τέομπαλντ, του επέβαλλαν να καλύψει με κάθε κόστος το Ντοτς Χάρμπορ, το μόνο αξιόλογο λιμάνι στην όλη περιοχή.
Στις 2 Ιουλίου, ένα αναγνωριστικό αεροσκάφος εντόπισε πράγματι τον ιαπωνικό στόλο σε απόσταση 800 ν.μ. νοτιοδυτικά του Ντοτς Χάρμπορ. Αμέσως, ο Τέομπαλντ κινητοποίησε τις δυνάμεις του. Την επομένη όμως, 3η Ιουνίου, ο καιρός χειροτέρεψε και πυκνή ομίχλη κάλυψε ολόκληρη την περιοχή. Οι Αμερικάνοι έχασαν εντελώς τα ίχνη των ιαπωνικών πλοίων. Στις 05.45 το πρωί όμως οι Αμερικανοί στρατιώτες που ξαγρυπνούσαν δίπλα στα Α/Α τους άκουσαν τα ιαπωνικά αεροσκάφη να έρχονται. Ο Χοσογκάγια, παρά την ομίχλη, είχε εξαπολύσει τα αεροσκάφη του. Τα μισά όμως από αυτά χάθηκαν στην ομίχλη.
Τα περισσότερα κατάφεραν να επιστρέψουν στα αεροπλανοφόρα τους, μερικά κατέπεσαν στη θάλασσα, αλλά 17 από αυτά εντόπισαν τον στόχο και επιτέθηκαν. Αμέσως τα αμερικανικά Α/Α απάντησαν με πυκνά πυρά. Σε λίγο και τα Ρ-40 από το Ούμνακ βρέθηκαν στον αέρα. Οι Ιάπωνες, συναντώντας μεγαλύτερη αντίσταση από ό,τι περίμεναν, έριξαν βιαστικά τις βόμβες τους και επέστρεψαν στα αεροπλανοφόρα τους. Παρά την επίθεση, τα αμερικανικά αναγνωριστικά που απογειώθηκαν αμέσως μετά δεν κατόρθωσαν να ανακαλύψουν και πάλι τα ιαπωνικά πλοία.
Τα πενιχρά αποτελέσματα της πρώτης επιδρομής δεν ικανοποίησαν τον Χοσογκάγια, ο οποίος επανήλθε την επόμενη μέρα. Οι Ιάπωνες χειριστές επιτέθηκαν πιο οργανωμένα το πρωί της 4ης Ιουνίου. Αυτή τη φορά, οι Ιάπωνες κατάφεραν να πλήξουν την κύρια δεξαμενή καυσίμων της βάσης και να την πυρπολήσουν. Επίσης, έπληξαν το νοσοκομείο της βάσης και ένα πλοίο που βρισκόταν μόνιμα ελλιμενισμένο. Υπέστησαν όμως και οι ίδιοι απώλειες. Στην επιδρομή και στην αερομαχία που ακολούθησε οι Ιάπωνες έχασαν 10 αεροσκάφη, καταρρίπτοντας ή καταστρέφοντας 11 αμερικανικά αεροσκάφη και προκαλώντας το θάνατο 43 και τον τραυματισμό 64 Αμερικανών.
Σε γενικές γραμμές, οι ιαπωνικές επιδρομές δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένες, ούτε προσέδωσαν στην ιαπωνική προσπάθεια κάποιο πλεονέκτημα. Την ώρα που οι Ιάπωνες έπλητταν το Ντοτς Χάρμπορ, η ΤG8 αδρανούσε μαζί με τον Τέομπαλντ. Τελικά, μόνο στις 5 Ιουνίου ο Τέομπαλντ αποφάσισε να κινηθεί προς τη θάλασσα του Μπέρινγκ, αφού είχε πληροφορίες για την παρουσία εκεί του ιαπωνικού στόλου.
Ήταν όμως αργά. Ο Χοσογκάγια είχε διαταχθεί από τον Γιαμαμότο να κινηθεί άμεσα προς Νότο, προς το Μίντγουεϊ, εκεί όπου το Ιαπωνικό Ναυτικό υπέστη τη μεγαλύτερη ήττα της ιστορίας του, χάνοντας 4 μεγάλα αεροπλανοφόρα.
Όταν η ναυμαχία του Μίντγουεϊ είχε πλέον κριθεί, ο Γιαμαμότο διέταξε και πάλι τον Χοσογκάγια να αναστραφεί προς τις δυτικές Αλεούτιες και να τις καταλάβει. Ο Χοσογκάγια κινήθηκε πράγματι δυτικά, και στις 6 Ιουνίου κατέλαβε τη νήσο Κίσκα, χωρίς αντίσταση. Την επομένη κατέλαβε και την Άτου, επίσης χωρίς αντίσταση. Δεν θέλησε όμως να ριψοκινδυνεύσει μια σύγκρουση με τον αμερικανικό στόλο, και γι’ αυτό δεν κινήθηκε ανατολικότερα προς τη νήσο Αντάκ. Κατόπιν πήρε ανενόχλητος τον δρόμο της επιστροφής. Ο Τέομπαλντ, όλες αυτές τις μέρες δεν κατόρθωσε να κάνει την παραμικρή κίνηση επίδειξης για να αποτρέψει την πρώτη κατάληψη αμερικανικού εδάφους από την εποχή του Αμερικανοβρετανικού Πολέμου του 1815.
Προετοιμασία ανακατάληψης
Η κατάληψη των δύο μικρών νησιών του συμπλέγματος των Αλεουτίων αποτέλεσε σοβαρό πλήγμα για το αμερικανικό γόητρο. Σε στρατηγικό επίπεδο, όμως, ούτε οι ίδιοι οι Ιάπωνες θεώρησαν την κατάληψή τους ιδιαίτερα σημαντική. Αρχικά μάλιστα σκόπευαν να εγκαταλείψουν, πριν φτάσει σε αυτά ο ιδιαίτερα βαρύς, αρκτικός χειμώνας. Μετά την ήττα στο Μίντγουεϊ όμως αποφασίστηκε να παραμείνουν στα νησιά και να δημιουργήσουν σε αυτά ναυτικές βάσεις και αεροδρόμια.
Με τον τρόπο αυτό θα σχημάτιζαν μια ζώνη ελέγχου των βορείων προσβάσεων του Ειρηνικού, από τις ΗΠΑ προς την Ιαπωνία. Από την άλλη, οι Αμερικανοί σκέφτηκαν να αντεπιτεθούν άμεσα, αλλά και ο Νίμιτς δεν θέλησε να διακινδυνεύσει τα πολύτιμα αεροπλανοφόρα του, και μάλιστα τόσο μακριά από το κύριο πεδίο μάχης του κεντρικού Ειρηνικού.
Η επιχείρηση ανακατάληψης λοιπόν που άρχισε να σχεδιάζεται ήδη μερικές μέρες μετά την κατάληψη των νησιών, είχε θεωρητικά ως αντικείμενο τη κάλυψη της θάλασσας του Μπέρινγκ. Επίσης, όσο πιο σύντομα επιχειρούσαν την ανακατάληψή τους, τόσο λιγότερο χρόνο θα έδιναν στον αντίπαλο να οργανωθεί.
Το ότι οι Αμερικανοί «έφεραν βαρέως» την όλη υπόθεση, πιστοποιείται και από το γεγονός ότι έσπευσαν να αποστείλουν αεροπορικώς 2.300 στρατιώτες στη χερσόνησο της Αλάσκας. Χαρακτηριστικό δε του πανικού τους είναι το γεγονός ότι σε καθημερινή βάση τα αναγνωριστικά τους αεροσκάφη «ανακάλυπταν» συνεχώς και νέους ιαπωνικούς στόλους στην περιοχή, με κατεύθυνση πάντα την Αλάσκα.
Το πρώτο βήμα των Αμερικανών έγινε τον Αύγουστο του 1942, όταν τοποθέτησαν φρουρά στην Αντάκ και κατασκεύασαν αεροδρόμιο. Από εκεί, σμήνη Β-24 Liberator άρχισαν να βομβαρδίζουν την Άτου και την Κίσκα.
Οι Ιάπωνες, όπως αναφέρθηκε, δεν σκόπευαν να κρατήσουν τα δύο νησιά. Η άμεση όμως αντίδραση των αντιπάλων τους, τους έπεισε ότι άξιζε τον κόπο να τα επιχειρήσουν. Ενίσχυσαν λοιπόν τις φρουρές τους. Το Σεπτέμβριο υπήρχαν 4.000 Ιάπωνες στρατιώτες στην Κίσκα και 1.000 στην Άτου. Επίσης, καθώς ο χειμώνας στις Αλεούτιες έφτανε νωρίς, μπόρεσαν ανενόχλητοι να οργανώσουν τις θέσεις τους.
Ο καιρός δεν επέτρεπε στους Αμερικανούς σχεδόν ούτε την εκτέλεση αναγνωριστικών πτήσεων. Παρ’ όλα αυτά και παρά τις πιεστικές ανάγκες των λοιπών θεάτρων επιχειρήσεων, οι Αμερικάνοι συγκέντρωσαν περισσότερους από 94.000 άνδρες τους στην Αλάσκα. Τοποθέτησαν φρουρές στα περισσότερα νησιά και κατασκεύασαν 13 νέες βάσεις, μία από αυτές στο νησί Αμτσίτκα, σε απόσταση μόλις 80 χλμ. από τη νήσο Κίσκα.
Ήταν τώρα η σειρά των Ιαπώνων να αντιδράσουν. Οι δαιμόνιοι Ιάπωνες είχαν επίσης κατασκευάσει αεροδρόμιο στην Κίσκα και εξαπέλυαν συνεχείς επιδρομές κατά των Αμερικανών στο γειτονικό νησί, αδιαφορώντας, ή μάλλον εκμεταλλευόμενοι τον καιρό. Πάντως, την περίοδο αυτή, ο βασικός αντίπαλος των Αμερικάνων δεν ήταν οι Ιάπωνες, αλλά ο καιρός. Τα κρυοπαγήματα άρχισαν να θερίζουν, παρά τις προσπάθειες της υπηρεσίας. Οι συνθήκες ήταν πολικές. Οι άνεμοι σάρωσαν τα βραχώδη και ακάλυπτα νησιά, παρέσερναν πλοία και υλικά, ανθρώπους και μηχανές. Το χιόνι πάγωνε σε χρόνο-ρεκόρ, προκαλώντας απίστευτα προβλήματα. Φυσικά, ο καιρός επηρέαζε και τους Ιάπωνες, οι οποίοι όμως είχαν μάθει να υπακούουν, να αντέχουν και, αν χρειαζόταν, να πεθαίνουν με στωικότητα.
Όταν έπεσε ο βαρύς χειμώνας, από τον Οκτώβριο του 1942 μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου του 1943, κάθε επιχείρηση διακόπηκε. Οι Αμερικάνοι έπρεπε να περιμένουν την άνοιξη και το καλοκαίρι για να ενεργήσουν. Μόνο το αμερικανικό Ναυτικό προσπάθησε και τελικά επέβαλε ναυτικό αποκλεισμό των δύο νησιών. Καθώς ο καιρός καλυτέρευε, ο αποκλεισμός άρχισε να γίνεται ενοχλητικός. Ο ναύαρχος Χοσογκάγια επιχείρησε να σπάσει τον αμερικανικό κλειό. Με 4 καταδρομικά, 4 αντιτορπιλικά και 3 μεγάλα φορτηγά γεμάτα εφόδια έπλευσε, στα μέσα Μαρτίου, προς την Κίσκα.
Αυτή τη φορά οι Αμερικανοί τον περίμεναν. Ο Τέομπαλντ με δύο καταδρομικά και τέσσερα αντιτορπιλικά έπλευσε προς συνάντησή του. Η πολυαναμενόμενη ναυμαχία διεξήχθη στην θάλασσα Μπέρινγκ, νότια των νησιών Κομοντόρσκι, από τα οποία έλαβε και το όνομά της, στις 26 Μαρτίου 1943. Οι Αμερικανοί κατάφεραν να αποτρέψουν τον Ιάπωνα ναύαρχο από τη βασική του αποστολή, τον ανεφοδιασμό των φρουρών στα δύο νησιά, αλλά υπέστησαν μεγαλύτερες ζημιές από ό,τι οι αντίπαλοί τους. Το καταδρομικό «Σολτ Λέικ Σίτι», ναυαρχίδα του Τέομπαλντ, υπέστη σοβαρές ζημιές. Περιέργως, ο Ιάπωνας ναύαρχος δεν επέμεινε. Εκεί που όλα φαίνονταν χαμένα για τους Αμερικανούς, η ιαπωνική μοίρα έκανε μεταστροφή και άρχισε να αποχωρεί ! Ο Χοσογκάγια δικαιολογήθηκε αργότερα ότι φοβήθηκε αμερικανικές αεροπορικές επιθέσεις.
Η άκριτη κατά τα άλλα ναυμαχία είχε δύο αποτελέσματα. Το πρώτο ήταν ότι οι Αμερικανοί πέτυχαν, έστω και με ιαπωνική συνεργασία, τον πλήρη αποκλεισμό των ιαπωνικών φρουρών στα νησιά. Τώρα πια οι φρουρές ανεφοδιάζονταν μόνο από υποβρύχια τις νύχτες. Το δεύτερο αποτέλεσμα ήταν η αφαίρεση της διοίκησης από τον ναύαρχο Χοσογκάγια, αλλά και από τον Τόμπαλντ. Ο τελευταίος, μετά την αποστρατεία του, κατάφερε να ταράξει τα νερά δηλώνοντας επίσημα ότι ο πρόεδρος Ρούσβελτ προκάλεσε την ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και τη χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για την είσοδο των ΗΠΑ στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον διαδέχτηκε ο υποναύαρχος Τόμας Κίνκεϊντ.
Στο μεταξύ, οι Αμερικανοί άρχισαν να υλοποιούν τα σχέδιά τους. Αρχικός στόχος τους ήταν η νήσος Κίσκα, η οποία και μεγαλύτερη ήταν και ένα υποφερτό φυσικό λιμάνι διέθετε. Το αμερικανικό επιτελείο όμως υπολόγιζε ότι για την ανακατάληψή της απαιτούνταν τουλάχιστον 25.000 άνδρες. Ο αριθμός αυτός δεν ήταν διαθέσιμος τη χρονική εκείνη στιγμή. Έτσι, αποφασίστηκε να επιχειρηθεί πρώτα η ανακατάληψη της Άτου. Υπολόγισαν ότι οι διαθέσιμοι στρατιώτες θα ήταν αρκετοί για να καταβάλλουν εύκολα την ιαπωνική φρουρά των 500 ανδρών – τόσους υπολόγιζαν οι Αμερικανοί, στην πραγματικότητα υπήρχαν σχεδόν 3.000, ένα σύνταγμα.
Επιχείρηση Sandcrab
Την 1η Απριλίου 1943, το Κοινό Αμερικανικό Επιτελείο έδωσε και επίσημα την έγκρισή του για την επιχείρηση Sandcrab, την ανακατάληψη δηλαδή της Άτου. Η Άτου ήταν ένα βραχώδες νησί με μήκος 58 χλμ. και πλάτος 24 χλμ. περίπου. Το τοπίο ήταν άγριο, με πολλά γρανιτένια βουνά, ύψους έως και 1.000 μέτρων, των οποίων οι κορυφές ήταν σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του έτους χιονοσκεπείς.
Το νησί καλυπτόταν από μια παγωμένη ομίχλη 350 μέρες το χρόνο, ενώ η ατμόσφαιρα ήταν πάντα βαριά και υγρή, εξαιτίας των θερμών θαλάσσιων ρευμάτων που διέσχιζαν στο σημείο εκείνο τον ωκεανό. Η βλάστηση ήταν ελάχιστη και οι κατολισθήσεις αποτελούσαν μόνιμο κίνδυνο. Οι άδενδρες κοιλάδες, ανάμεσα στις βουνοκορφές, κατέληγαν συνήθως σε ιδιότυπα έλη, με μαύρη λάσπη, καλυμμένα από βρύα και λειχήνες, τα μόνα φυτά που μπορούσαν να επιβιώσουν στο περιβάλλον αυτό. Τα έλη αυτά αποτελούσαν σοβαρό εμπόδιο, αν και συνήθως το έδαφος σε αυτά ήταν αρκετά σταθερό για να αντέξει το βάρος ενός στρατιώτη. Σίγουρα λοιπόν δεν αποτελούσε το ιδανικό πεδίο μάχης.
Μετά την επίσημη έγκριση, ο ναύαρχος Κίνκεϊντ ανέλαβε τη διοίκηση της επιχείρησης. Σε πρώτη φάση, συγκρότησε δύο μοίρες από ταχύπλοα καταδρομικά και αντιτορπιλικά, τα οποία άρχισαν να εκτελούν περιπολίες σε μεγάλο βάθος δυτικά, ώστε να αποτρέψουν οποιαδήποτε ιαπωνική απόπειρα ενίσχυσης της φρουράς του νησιού. Κατόπιν, άρχισε να συγκεντρώνει το στόλο εφόδου. Συγκεντρώθηκε ένας εντυπωσιακός στόλος αποτελούμενος από τρία παλιά θωρηκτά, ένα βοηθητικό αεροπλανοφόρο και επτά αντιτορπιλικά. Η δε 11η Αεροπορική Δύναμη θα διέθετε 128 καταδιωκτικά και 54 βομβαρδιστικά αεροσκάφη.
Όσον αφορά στη δύναμη απόβασης, αυτή αποτελούνταν από την 7η Μεραρχία Πεζικού, υπό τον υποστράτηγο Άλμπερτ Μπράουν. Η μεραρχία είχε συγκροτηθεί με την προοπτική συμμετοχής στις επιχειρήσεις της βόρειας Αφρικής. Ήταν πλήρως επανδρωμένη και εξοπλισμένη, με καλή εκπαίδευση και υψηλό ηθικό. Οι άνδρες, πάντως, συνηθισμένοι στον ήλιο της Καλιφόρνια, δυσκολεύτηκαν αρκετά να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες τόσο χαμηλών θερμοκρασιών. Στο μεταξύ, τα αμερικανικά αεροσκάφη είχαν ήδη αρχίσει εντατικούς πλέον βομβαρδισμούς κατά και των δύο νησιών, προειδοποιώντας τους Ιάπωνες για την επικείμενη εισβολή.
Έτσι, το ιαπωνικό επιτελείο αποφάσισε να ενισχύσει όσο μπορούσε τις δυνάμεις του στα νησιά. Στη νήσο Άτου στάλθηκε με υποβρύχιο και ένας νέος διοικητής, ο 52 ετών συνταγματάρχης Γιασούγιο Γιαμασάκι. Ο Γιαμασάκι ήταν επαγγελματίας στρατιωτικός χωρίς καμία μέχρι τότε λαμπρή καριέρα. Είχε προαχθεί σε συνταγματάρχη το 1940. Ήταν ένας μικρόσωμος άνδρας. Φορούσε πάντα τα χαρακτηριστικά μυωπικά του γυαλιά με τον φτηνό συρμάτινο σκελετό. Ήταν γενναίος, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο το αίσθημα της τιμής. Όταν του ανέθεσαν την αδύνατη αποστολή να κρατήσει το νησί με περίπου 3.000 άνδρες, έναντι στην απόλυτη αμερικανική υπεροχή και χωρίς να περιμένει καμία βοήθεια, γνώριζε ότι επρόκειτο για αποστολή αυτοκτονίας. Παρ’ όλα αυτά, πιστός στον κώδικα των Σαμουράι, δέχτηκε αμέσως την αποστολή.
Ο Γιαμασάκι μεταφέρθηκε με υποβρύχιο τον Απρίλιο στην Άτου και αμέσως άρχισε να οργανώνει την άμυνα. Γνωρίζοντας ότι με τις διαθέσιμες δυνάμεις δεν μπορούσε να σταματήσει τους Αμερικανούς στην ακτή. Γι’ αυτό ανέπτυξε τις δυνάμεις σε μια περιορισμένη έκταση, στα υψώματα γύρω από το λιμάνι Σίσαγκοτ, όπου βρισκόταν και ο μοναδικός οικισμός του νησιού. Εκεί, οι Ιάπωνες, με το σύνηθες πείσμα τους, δημιούργησαν μια σειρά θέσεων, η καθεμιά από τις οποίες επανδρωνόταν από δύναμη μέχρι επιπέδου λόχου. Πίσω από τις αμυντικές θέσεις, τάχθηκαν εφεδρικά τμήματα, για τη διενέργεια άμεσων αντεπιθέσεων.
Το σύνταγμα του Γιαμασάκι έφερε τον τυπικό εξοπλισμό των ιαπωνικών συνταγμάτων πεζικού, δηλαδή τυφέκια (Αρισάκα, τύπου 38), οπλοπολυβόλα (τύπου 99, των 7,7 χιλ.), πολυβόλα (τύπου 92 των 7,7 χιλ. ), ολμίσκους των 50 χιλ. και μερικά πυροβόλα, συνοδείας πεζικού των 70 χιλ., ορειβατικά των 75 χιλ. και μερικά ναυτικά πυροβόλα των 75 χιλ.
Με αυτά έπρεπε να κρατήσει για όσο το δυνατό περισσότερο τους 15.000 Αμερικανούς της 7ης Μεραρχίας Πεζικού, τους οποίους, πέραν του οργανικού μεραρχιακού πυροβολικού, θα υποστήριζαν 36 πυροβόλα των 305 χιλ. των αμερικανικών θωρηκτών.
Μέχρις εσχάτων
Τα αμερικανικά πλοία ξεκίνησαν για την Άτου στις 4 Μαΐου. Μια ισχυρή θύελλα που ξέσπασε τα ανάγκασε να επανακάμψουν στα αγκυροβόλιά τους μέχρι τις 11 Μαΐου. Η θύελλα δεν επέτρεψε επιπλέον τη συνέχιση των βομβαρδισμών. Με την καλυτέρευση του καιρού όμως η επιχείρηση ξεκίνησε. Το αμερικανικό σχέδιο προέβλεπε απόβαση σε τέσσερα διαφορετικά σημεία, στο βόρειο και το νότιο τμήμα του νησιού – ακτές Scarlet, Red, Blue, Yellow. Αρχικά, αποβιβάστηκαν δύο διμοιρίες ανιχνευτών στην ακτή Scarlet και μία στο ανατολικό άκρο του νησιού, στη χερσόνησο, ανάμεσα στους κόλπους Σαράνα και Μάσακρ. Οι Αμερικανοί δεν συνάντησαν αντίσταση. Σταδιακά αποβιβάστηκε στο νησί ολόκληρο το τάγμα ανιχνευτών της 7ης Μεραρχίας και λίγο αργότερα και το 1ο Τάγμα του 17ου Συντάγματος Πεζικού (1/17), στην ακτή Red.
Αντικειμενικός σκοπός του 1/17 Τάγματος ήταν η κατάληψη του Λόφου Χ. Ο λόφος αυτός δέσποζε των ακτών Scarlet και Red, κι εκεί υπήρχαν μικρές ιαπωνικές δυνάμεις. Στην αρχή, οι άνδρες του 1/17 προήλασαν, ή, για την ακρίβεια, σκαρφάλωσαν ανενόχλητοι στα γυμνά πρανή του υψώματος. Ξαφνικά, όμως, δέχτηκαν καταιγισμό πυρών από την ιαπωνική φρουρά. Την ίδια πάντως ώρα, το 2/17 και το 3/17 Τάγμα αποβιβάστηκαν με τη σειρά τους στις ακτές Blue και Yellow, επίσης χωρίς να συναντήσουν αντίσταση. Το μόνο που τους καθυστέρησε ήταν το απέραντο έλος που απλωνόταν από την ακτή μέχρι τα ελεγχόμενα από τους Ιάπωνες υψώματα, νοτιοανατολικά του οικισμού, όπου είχε στήσει το αρχηγείο του και ο συνταγματάρχης Γιαμασάκι.
Το 2/32 Τάγμα που επίσης προβλεπόταν να αποβιβαστεί δεν αποβιβάστηκε τελικά λόγω της πυκνής ομίχλης που κάλυψε και πάλι το νησί. Τα δύο τάγματα, αφού δυσκολεύτηκαν αρκετά να κινηθούν, ανέκοψαν ούτως ή άλλως την κίνησή τους, όταν άρχισαν να δέχονται σφοδρά πυρά, από τα απέναντί τους υψώματα. Μια απόπειρα του 3/17 Τάγματος να ανατρέψει τις ιαπωνικές αντιστάσεις και να καταλάβει άμεσα το πέρασμα Τζάρμιν κατέληξε σε τραγωδία για τους Αμερικανούς, οι οποίοι υπέστησαν πολύ σοβαρές απώλειες. Ωστόσο, η ομίχλη που εμπόδιζε τους Αμερικανούς περιόρισε και το οπτικό πεδίο των Ιαπώνων.
Η κατάσταση εξακολούθησε να παραμένει συγκεχυμένη και για τους δύο αντιπάλους, οι οποίοι παρέμειναν σε επαφή μόνο στο Λόφο Χ και στα υψώματα βόρεια της κοιλάδας Μάσακρ. Ο Γιαμασάκι άρχισε να αντιλαμβάνεται τις αμερικανικές προθέσεις και διέταξε την επάνδρωση όλων των κατασκευασμένων θέσεων μάχης, σχηματίζοντας μια γραμμή άμυνας, η οποία εκτεινόταν από το Λόφο Χ, ανατολικά, περιμετρικά των υψωμάτων του οικισμού, μέχρι τη θάλασσα στον κόλπο Σαράνα και στο πέρασμα Τζάρμιν. Το πέρασμα αυτό ήλεγχε τις προσβάσεις από το ανατολικό στο δυτικό τμήμα του νησιού. Για όσο ελέγχονταν από τους Ιάπωνες, οι αμερικανικές δυνάμεις θα παρέμεναν χωρισμένες. Η πλέον εκτεθειμένη θέση άμυνας των Ιαπώνων ήταν στο Λόφο Χ, καθώς οι εκεί μαχόμενοι άνδρες δεν μπορούσαν εύκολα να ενισχυθούν, παρά μόνο να υποστηριχθούν με πυρά από τα όπλα της κύριας γραμμής άμυνας.
Το βράδυ αποβιβάστηκε στο νησί και ο υποστράτηγος Μπράουν. Εκείνη τη στιγμή είχε επάνω στο νησί 3.500 άνδρες του. Την επομένη όμως προβλεπόταν η απόβαση ολόκληρου του 32ου Συντάγματος. Καθώς δε ο καιρός βελτιωνόταν, ο Αμερικανός στρατηγός μπορούσε να υπολογίζει σε ναυτική και αεροπορική υποστήριξη. Από την άλλη πλευρά, ο Γιαμασάκι δεν μπορούσε να περιμένει τίποτα. Έπρεπε να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο με τις υπάρχουσες δυνάμεις.
Με το πρώτο φως της 12ης Μαΐου, το 2/32 Τάγμα αποβιβάστηκε και έσπευσε να ενισχύσει τα 2/17 και 3/17 στο πέρασμα Τζάρμιν. Την ίδια ώρα, τα πυροβόλα των πλοίων και τα αεροσκάφη άρχισαν να βομβαρδίζουν άγρια τις ιαπωνικές θέσεις. «Συνέχεια αεροπλάνα να βομβαρδίζουν. Δεν σταματούν καθόλου», έγραφε σε ένα γράμμα που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του κάποιος Ιάπωνας στρατιώτης. Ο Μπράουν είχε βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι η κατάληψη του νησιού ήταν ζήτημα πολύ λίγων ημερών. Οι Ιάπωνες δεν είχαν τίποτα να αντιπαρατάξουν στο όγκο του χάλυβα, που πλοία, πυροβόλα και αεροπλάνα έριχναν εναντίον τους. Ακόμα και τα λίγα τους πυροβόλα είχαν σιγήσει.
Όταν όμως έπαψε ο βομβαρδισμός και τα τρία αμερικανικά τάγματα εξόρμησαν από την κοιλάδα Μάσακρ προς το πέρασμα Τζάρμιν, τα ιαπωνικά όπλα «ξύπνησαν». Πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, ολμίσκοι και τυφέκια άρχισαν να θερίζουν τους Αμερικανούς πεζούς στο ακάλυπτο έδαφος του νησιού. Ο Γιαμασάκι ήταν αποφασισμένος να πουλήσει τη ζωή τη δική του και των ανδρών του πολύ ακριβά.
Στην άλλη πλευρά, και η αμερικανική επίθεση στον Λόφο Χ απέτυχε παταγωδώς. Οι Αμερικανοί με κόπο και αίμα κέρδισαν μερικά μέτρα εδάφους, αλλά οι Ιάπωνες εξακολούθησαν να κρατούν σταθερά και με πείσμα την αμυντική τους γραμμή. Ολόκληρη η μέρα πέρασε με άκαρπες αμερικανικές επιθέσεις, οι οποίες διακόπτονταν μόνο για να επαναληφθεί ο βομβαρδισμός των ιαπωνικών θέσεων, κυριολεκτικά με ό,τι όπλο ήταν διαθέσιμο. Στο Λόφο Χ, το 1/17 Τάγμα εκτέλεσε και νέα, συνδυασμένη αυτή το φορά, επίθεση με το Τάγμα Ανιχνευτών. Το μόνο κέρδος ήταν μερικά μέτρα αιματοβαμμένου εδάφους. Οι Ιάπωνες αντεπιτέθηκαν μάλιστα στο Λόφο Χ, για να κερδίσουν το χαμένο έδαφος, αλλά ενώπιον της συντριπτικής υπεροχής του αντιπάλου απέτυχαν, αν και πίεσαν τόσο πολύ τους Αμερικανούς, ώστε ο υποστράτηγος Μπράουν υποχρεώθηκε να αναπτύξει εκεί το 3/32 Τάγμα του, που σκόπευε να διαθέσει στην επίθεση για το πέρασμα Τζέρμιν, για να στηρίξει το 1/17 Τάγμα. Οι απώλειες δε ολοένα αυξάνονταν.
Η 14η Μαΐου βρήκε τους Αμερικανούς καθηλωμένους. Ο Μπράουν είχε στη διάθεσή του έξι τάγματα, τρία σε κάθε πλευρά του νησιού. Αν και λόγω της ομίχλης δεν μπορούσε να υπολογίζει σε αεροπορική υποστήριξη, τα θωρηκτά ήταν εκεί, έτοιμα να κονιορτοποιήσουν τις ιαπωνικές θέσεις με τα βαριά τους βλήματα. Ο Μπράουν σχεδίασε μια νέα επίθεση. Το βόρειο συγκρότημα (Τάγμα Ανιχνευτών, 1/17, 3/32 Τάγματα) θα έπρεπε να εκκαθαρίσει το Λόφο Χ και κατόπιν να κινηθεί προς το πέρασμα Τζάρμιν, πλήττοντας τους Ιάπωνες υπερασπιστές του στα νώτα. Το νότιο συγκρότημα (2/17, 3/17, 2/32 Τάγματα) θα επιχειρούσε κατά μέτωπο επίθεση κατά του περάσματος. Η επίθεση είχε πολλές πιθανότητες επιτυχίας, όπως υπολόγιζε ο Αμερικανός στρατηγός. Ειδικά στο Λόφο Χ, οι δυνάμεις του υπερτερούσαν σημαντικά των Ιαπώνων και υποστηρίζονταν άμεσα από τα πυροβόλα του στόλου.
Οι Αμερικανοί εξόρμησαν αμέσως μόλις έπαψε ο βομβαρδισμός, αλλά καθηλώθηκαν από την αρχή, χωρίς να κερδίσουν ούτε σπιθαμή εδάφους. Δέκα λεπτά μετά την έναρξή της, η επίθεση σταμάτησε με διαταγή του εντελώς απογοητευμένου Μπράουν. Το βράδυ όμως ο Γιαμασάκι απέσυρε από το Λόφο Χ τους ηρωικούς στρατιώτες του και τους έταξε σε επίσης προπαρασκευασμένες θέσεις άμυνας στον αυχένα Μουρ, ανατολικά του περάσματος Τζάρμιν. Γνώριζε καλά ότι όσο κρατούσε το πέρασμα, οι Αμερικανοί δεν θα κατάφερναν να τον νικήσουν.
Στο μεταξύ, καθώς οι μέρες περνούσαν και δεν υπήρχε θετικό αποτέλεσμα, ο Κίνκεϊντ άρχισε να πιέζει τον Μπράουν. Ο τελευταίος διέταξε νέα επίθεση το πρωί της 15ης Μαΐου κατά του Λόφου Χ. Όταν οι άνδρες του πλησίασαν τις ιαπωνικές θέσεις, τις βρήκαν κενές. Αμέσως κινήθηκαν προς τον αυχένα Μουρ. Και πάλι καθηλώθηκαν από τα εύστοχα πυρά των Ιαπώνων που είχαν ταχθεί εκεί. Οι εντελώς ακάλυπτοι Αμερικανοί, ανάμεσα στον αυχένα Μουρ και στο Λόφο Χ, υπέστησαν σοβαρές απώλειες και σταμάτησαν. Τότε δέχτηκαν και τα πυρά των φίλιων αεροσκαφών που τους αποδεκάτισαν. Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Τα τρία αμερικανικά τάγματα, καταπονημένα και με ηθικό κάτω του μηδενός αποτραβήχτηκαν γύρω από το Λόφο Χ, αντικριστά με τις νέες ιαπωνικές θέσεις. Η αιματηρή αποτυχία είχε και ένα ακόμα θύμα στο αμερικανικό στρατόπεδο, τον υποστράτηγο Μπράουν, ο οποίος αντικαταστάθηκε εσπευσμένα από τον υποστράτηγο Γιουτζίν Λάντρουμ.
Ο νέος διοικητής επιβλήθηκε αμέσως με το κύρος του. Στις 16 Μαΐου το πρωί, ο Λάντρουμ διέταξε το βόρειο συγκρότημα να επιτεθεί στον αυχένα Μουρ και να τον καταλάβει με κάθε κόστος. Η επίθεση, κατόπιν της συνηθισμένης προπαρασκευής, εκτελέστηκε με ορμή και πέτυχε το σκοπό της. Ο Γιαμασάκι διέταξε τους άνδρες του να μην επιμείνουν περισσότερο στην άμυνα του αυχένα, αλλά να αποσυρθούν στην τελική γραμμή αντίστασης, στα υψώματα γύρω από τον οικισμό. Εγκαταλείφθηκε και το πέρασμα Τζέρμιν. Η απόφαση του Γιαμασάκι ήταν η μόνη ενδεδειγμένη. Τα τμήματά του ήταν ιδιαίτερα καταπονημένα, είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες, κυρίως από τους ναυτικούς βομβαρδισμούς και τα πυρομαχικά, που μετά από έξι μέρες μάχης είχαν αρχίσει να σπανίζουν. Μην μπορώντας λοιπόν να κρατήσει περισσότερο την εξωτερική γραμμή άμυνας, περιόρισε την αμυντική του περίμετρο, με σκοπό να καθυστερήσει όσο το δυνατόν το μοιραίο, που γνώριζε ότι ήταν κοντά. Ήδη αυτός και οι άνδρες του είχαν επιτελέσει έναν άθλο.
«Μπάντζαϊ»
Τη νύχτα της 16ης προς τη 17η Μαΐου, τα ιαπωνικά τμήματα αποσύρθηκαν από όλες τις προωθημένες τους θέσεις και τάχθηκαν αμυντικά στα ψηλά υψώματα γύρω από το λιμάνι και τον οικισμό. Εκεί θα πολεμούσαν μέχρι θανάτου. Οι Αμερικανοί από την πλευρά τους δεν αντιλήφθηκαν άμεσα την εχθρική υποχώρηση. Με προσοχή κινούμενα τα αμερικανικά τμήματα κατέλαβαν το πέρασμα Τζέρμιν, και το βόρειο συγκρότημα ενώθηκε με το νότιο.
Στρατηγικά, η μάχη είχε λήξει. Οι Ιάπωνες όμως αρνούνταν να πειστούν. Με επικεφαλής τον διοικητή τους, υπερασπίστηκαν με άγριο φανατισμό κάθε θέση μάχης. Δεν υποχωρούσαν πλέον. Πολεμούσαν στα χαρακώματά τους μέχρι θανάτου.
Οι Αμερικανοί ενίσχυσαν τις δυνάμεις τους και με ένα τάγμα του 4ου Συντάγματος Πεζικού. Την ίδια ώρα οι απώλειες των Ιαπώνων πλήθαιναν, χωρίς να υπάρχει ελπίδα για να αναπληρωθούν. Παρ’ όλα αυτά, οι Ιάπωνες συνέχισαν να μάχονται, πιστοί στα νάματα της πλούσιας παράδοσής τους, και αγνοώντας το συνεχές σφυροκόπημα, την κόπωση, τις ελλείψεις τροφίμων και πυρομαχικών.
Ύστερα από δώδεκα επιπλέον μέρες άγριων μαχών σώμα με σώμα, οι Αμερικανοί κατόρθωσαν να πλησιάσουν στην τελευταία γραμμή άμυνας. Μέχρι τότε, είχαν απομείνει μόλις 700 Ιάπωνες, τραυματίες οι περισσότεροι. Με τα πυρομαχικά να έχουν εξαντληθεί ο Γιαμασάκι πήρε την απόφασή του. Το βράδυ της 29ης Μαΐου τράβηξε το σπαθί του από τη θήκη, διέταξε τους άνδρες του να εφαρμόσουν τις ξιφολόγχες τους και όλοι μαζί όρμησαν κατά των Αμερικανών ουρλιάζοντας τη μακάβρια πολεμική τους ιαχή «Μπάντζαϊ».
Οι Αμερικανοί δεν περίμεναν κάτι τέτοιο. Αιφνιδιάστηκαν απόλυτα και οι λιγοστοί γενναίοι Ιάπωνες κατάφεραν να φτάσουν σχεδόν μέχρι τη γραμμή του αμερικανικού πυροβολικού, στον αυχένα Μουρ. Όταν όμως οι Ιάπωνες συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούσαν να κάνουν πλέον τίποτε άλλο, όσοι είχαν απομείνει ζωντανοί αυτοκτόνησαν. Ο Γιαμασάκι έπεσε πολεμώντας με το σπαθί στο χέρι, σαν Σαμουράι του παλιού καιρού. Ακόμα και οι αντίπαλοί του σεβάστηκαν το θάρρος του, και ανήγειραν μια πινακίδα στο σημείο που έπεσε, λίγες μέρες μετά τη μάχη.
Η Άτου ανακαταλήφθηκε. Το δε ιαπωνικό αρχηγείο αποφάσισε να εκκενώσει την Κίσκα, κάτι που πέτυχε χωρίς απώλειες. Οι Αμερικανοί δεν το γνώριζαν. Εκτέλεσαν απόβαση στην Κίσκα με ένα σώμα στρατού. Είχαν 21 νεκρούς και 121 τραυματίες από κατά λάθος προσβολή των αεροπλάνων τους. Το Ναυτικό τους επίσης έχασε ένα αντιτορπιλικό από νάρκη. Αυτή ήταν η τελευταία επιχείρηση στις Αλεούτιες Νήσους. Η ιαπωνική κατοχή των δύο νησιών είχε διαρκέσει περίπου 10 μήνες. Ήταν η τελευταία κατάληψη αμερικανικού εδάφους από ξένα στρατεύματα.
Σκέψεις & Συμπεράσματα
Η ιαπωνική απόφαση να διατεθούν αρχικά σοβαρές ναυτικές δυνάμεις στις Αλεούτιες ήταν λανθασμένη. Επίσης, με βάση την ψυχρή λογική, λανθασμένη ήταν και απόφασή να κρατηθούν τα δύο νησιά. Αυτό όμως δεν αναιρεί τίποτε από τον ηρωισμό με τον οποίο οι άνδρες του Γιαμασάκι υπερασπίστηκαν το νησί, δίνοντας μια πρόγευση στους Αμερικανούς για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει στην Ίβοζίμα και την Οκινάβα. Επίσης, κανείς πρέπει να επισημανθεί ότι ο μεγάλος ήρωας της μάχης ήταν ο συνταγματάρχης Γιαμασάκι, ο οποίος εξαρχής γνώριζε ότι αναλάμβανε μια αποστολή αυτοκτονίας.
Οι απώλειες ήταν βαριές εκατέρωθεν. Οι Ιάπωνες θρήνησαν 2.850 νεκρούς και είχαν μόλις 28 αιχμαλώτους, και αυτούς τραυματισμένους. Οι Αμερικάνοι είχαν 549 νεκρούς, 3.248 τραυματίες, στην Άτου (οι μισοί κρυπαγημένοι). Άλλοι 313 άνδρες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν στην επιχείρηση ανακατάληψης της Κίσκα.
Ο επίλογος της μάχης της Άτου πάντως γράφτηκε το 2002. Ένας Αμερικανός στρατιώτης που εγκαταστάθηκε στο νησί και έζησε εκεί, είχε ανακαλύψει μια μικρή ιαπωνική σημαία, με ιαπωνικά ιδεογράμματα επάνω. Κάποια στιγμή, η σημαία ανακαλύφθηκε από τους υπευθύνους του μουσείου των Αλεουτίων. Εκεί διαβάστηκαν τα ιδεογράμματα και αποκαλύφθηκε ότι η σημαία ανήκε στον στρατιώτη Ταντάτσι Κικούτσι.
Μέσω της διπλωματικής οδού, αναζητήθηκαν οι απόγονοι του στρατιώτη. Η κόρη του, την οποία είχε αφήσει μωρό 40 ημερών όταν έφυγε για να πολεμήσει, παρέλαβε σε ειδική τελετή τη σημαία, 60 χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα της!
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.