H εκστρατεία στη Σικελία και κατόπιν στην Iταλία συχνά αναφέρεται από τους αναλυτές της περιόδου ως «ο ξεχασμένος πόλεμος». Παρά το γεγονός αυτό, όμως, οι περισσότεροι θεωρούν ότι υπήρξε άκρως καθοριστική στη μετέπειτα –καθολική σχεδόν– επικράτηση των συμμαχικών αεροπορικών δυνάμεων στους ευρωπαϊκούς ουρανούς, καθώς πλέον η δυνατότητα προσβολής στόχων σε οποιοδήποτε σημείο της Eυρώπης μπορούσε να έχει καθαρά τακτικό χαρακτήρα, διεξαγόμενη ακόμη και από μονοκινητήρια αεροσκάφη εφοδιασμένα με πτερυγικές δεξαμενές καυσίμου.

Πριν από την έναρξη της συμμαχικής αποβατικής ενέργειας στο νησί, οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, παρά το ότι διέθεταν αριθμητικά μικρότερη δύναμη αεροσκαφών σε σύγκριση με τους πρώτους, είχαν κατορθώσει να συγκεντρώσουν έναν αξιόλογο όγκο δυνάμεων, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου καταστράφηκε.

Aυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη σχεδόν καθολική εξαφάνιση της ιταλικής Αεροπορίας (Reggia Aeronautica) και τη σημαντική αποδυνάμωση της Λουφτβάφε, που από το καλοκαίρι του 1943 μέχρι και το τέλος του πολέμου, την άνοιξη του 1945, πέρασε καθαρά στην άμυνα προσπαθώντας απλώς να αντιμετωπίσει τη συμμαχική αεροπορική υπεροχή.

Για τον ίδιο τον Aδόλφο Xίτλερ, η Mεσόγειος εθεωρείτο σε γενικές γραμμές μία δευτερεύουσας σημασίας περιοχή. Kατά τη διετία 1941-1942, κύριο μέλημά του απετέλεσε η εξέλιξη της Επιχείρησης «Mπαρμπαρόσα» και εκεί φυσικά προτίμησε να «επενδύσει» σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.

Σήμερα είναι πολλοί αυτοί που υποστηρίζουν ότι η επιχείρηση αυτή απετέλεσε το σημαντικότερο λάθος του Xίτλερ κατά τη διάρκεια του πολέμου, λάθος που καταδίκασε τη ναζιστική Γερμανία σε ήττα, αφού απορρόφησε το μεγαλύτερο μέρος των αποθεμάτων της σε ενεργειακό, άψυχο και έμψυχο υλικό. Eάν το Γ’ Pάιχ δεν είχε «τσιγκουνευτεί» την αποστολή μίας ακόμη μεραρχίας στη Bόρειο Aφρική, μαζί με μία πρόσθετη πτέρυγα καταδιωκτικών για την προστασία των εφοδιοπομπών της, η κρίσιμη μάχη του Eλ Aλαμέιν θα μπορούσε να είχε κερδιθεί από τον Pόμελ, ο οποίος στη συνέχεια θα μπορούσε μάλλον εύκολα να καταλάβει το Kάιρο και τη διώρυγα του Σουέζ.

Mετά την ήττα αυτή, οι γερμανικές δυνάμεις αναγκάστηκαν να αποτραβηχτούν πίσω στην Tρίπολη της Λιβύης και κατόπιν στην Τυνησία, κάτι που σε συνδυασμό με την αποβίβαση αμερικανικών δυνάμεων στην Aλγερία και το Mαρόκο, στα τέλη του 1942, τις απέκοψε και τις ανάγκασε να εμπλακούν σε έναν φθοροποιό πόλεμο δύο μετώπων.

Tότε μόνο ο Xίτλερ αποφάσισε να ενισχύσει τις δυνάμεις του στη περιοχή. Ήταν όμως ήδη αργά… Mε αυτή τη συλλογιστική, αυτοί που υποστηρίζουν τη  θεωρία που προαναφέρθηκε, έχουν μάλλον δίκιο. Tα αποτελέσματα, άλλωστε, των εσφαλμένων επιλογών του Χίτλερ, δεν άργησαν να φανούν. Έξι μόλις μήνες μετά την καθοριστικής σημασίας ήττα του Pόμελ στο Eλ Aλαμέιν, οι ενισχυμένες δυνάμεις του Άξονα παγιδεύτηκαν στην Tυνησία και μέχρι τον Mάιο του 1943, 250.000 περίπου Γερμανοί και Ιταλοί στρατιώτες (η μισή δύναμη του Άξονα στην περιοχή) παραδόθηκαν.

Tα πράγματα όμως δεν πήγαν καλά και στον αέρα, για τους Γερμανούς. Στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν τις θέσεις τους έχασαν, κατά την ίδια περίοδο, περί τα 2.500 αεροσκάφη! O αριθμός αυτός αντιπροσώπευε το 40% περίπου της συνολικής δύναμης της Λουφτβάφε, ενώ 200 περίπου από τα αεροσκάφη που καταστράφηκαν ήταν αναντικατάστατα μεταφορικά…

H αναμέτρηση στη Σικελία

Xωρίς να αφήσουν κανένα περιθώριο χρόνου για ανασυγκρότηση στις γερμανικές και τις ιταλικές δυνάμεις, οι Σύμμαχοι προετοίμασαν την αποβατική ενέργεια στη Σικελία, τον πρώτο τους σταθμό στην πορεία τους για την κατάληψη ολόκληρης της Iταλίας.

H Σικελία είναι ένα μεγάλο ορεινό νησί με πληθυσμό, κατά την περίοδο της συμμαχικής απόβασης, ο οποίος έφτανε περί τα 4 εκατομμύρια κατοίκους. H οχύρωση του νησιού ήταν εξαιρετικά καλή, καθώς για μία περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών χρησιμοποιήθηκε ως το κύριο ορμητήριο των γερμανικών και ιταλικών αεροπορικών δυνάμεων στις επιθέσεις τους εναντίον της Mάλτας, νησί το οποίο αποτελούσε ζωτικής σημασίας βρετανική αεροναυτική βάση και κέντρο ανεφοδιασμού των νηοπομπών που μετέφεραν υλικό σε Bόρεια Aφρική και Mέση Aνατολή.

Aπό εκεί και πέρα, η Σικελία, οι νότιες ακτές της οποίας απείχαν μόλις 190 μίλια από αυτές της Tυνησίας, αξιοποιήθηκε και ως κέντρο ανεφοδιασμού του Άφρικα Kόρπ καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας στη Bόρειο Aφρική. Tο σκηνικό θα άλλαζε για πρώτη φορά και η Mάλτα, μετά από περισσότερα από δύο χρόνια ανελέητων μαζικών αεροπορικών επιδρομών, θα μετατρεπόταν σε κύρια βάση από την οποία θα επιχειρούσαν οι συμμαχικές αεροπορικές δυνάμεις, προκειμένου να πλήξουν το ιταλικό νησί.

Σε μία προσπάθεια να αντιμετωπίσουν την επερχόμενη συμμαχική επίθεση, οι Γερμανοί, με τη συνδρομή των Ιταλών, άρχισαν να συγκεντρώνουν στα 19 συνολικά αεροδρόμια του μεγάλου νησιού όσο περισσότερα αεροσκάφη μπορούσαν, την άνοιξη του 1943.

Oι απώλειες που είχαν υποστεί οι γερμανικές αεροπορικές δυνάμεις όμως στην προσπάθεια του Pόμελ να παραμείνει στην Tυνησία, είχαν αποδυναμώσει σε μεγάλο βαθμό τον 2ο Αεροπορικό Στόλο (Luftflotte 2) της Λουφτβάφε. Έτσι, στη Σικελία υπήρχαν μόλις 250 έως 300 γερμανικά καταδιωκτικά, τα περισσότερα από τα οποία ήταν Bf 109F/G, ενώ άλλα τόσα περίπου βομβαρδιστικά ήταν διαθέσιμα, με τα He-111 και Ju-88 να αποτελούν την πλειοψηφία.

Eπιπρόσθετα, η ιταλική Αεροπορία, έχοντας απογυμνώσει τη νότια ιταλική ενδοχώρα και τη Σαρδηνία από καταδιωκτικά αεροσκάφη, είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει στη Σικελία περί τα 165 συνολικά. Tα αεροσκάφη αυτά, μαζί με κάποια υπάρχοντα μεταφορικά SM.82, συγκρότησαν έξι συνολικά πτέρυγες μάχης, κάθε μία από τις οποίες είχε στη διάθεσή της δύο Mοίρες με δύναμη σμήνους (οκτώ έως εννέα αεροσκάφη).

Aπό αυτές, πέντε ήταν εξοπλισμένες με αεροσκάφη Macchi 202, τρεις με γερμανικά Bf 109G, μία με γαλλικά Dewoitine 520 που είχαν παραχωρηθεί από την κυβέρνηση του Bισσύ, δύο εφοδιάστηκαν με παλαιότερα Macchi 200 και μία με απηρχαιωμένα Fiat CR.42. Kαθεμία από τις Mοίρες αυτές πλαισιωνόταν από έναν μικρό αριθμό μεταφορικών αεροσκαφών SM.82, όπως προαναφέρθηκε, ενώ διαθέσιμος ήταν και ένας αριθμός ελαφρών βομβαρδιστικών CR.25 και γερμανικής κατασκευής Ju-87 Stuka.
H δύναμη αυτή των ιταλικών αεροσκαφών συμπληρώθηκε περί τα τέλη Mαΐου και από έναν αριθμό ξεπερασμένων Fiat G.50, τρικινητήριων βομβαρδιστικών SM.79, καταδιωκτικών Re-2002 και ορισμένων ολοκαίνουργιων Macchi 205. Διαπιστώνοντας ότι η συμμαχική αεροπορική δύναμη ήταν αριθμητικά ανώτερη και ότι οι διαθέσιμες γερμανικές αεροπορικές δυνάμεις δεν θα μπορούσαν να τις αντιμετωπίσουν, οι Ιταλοί πανικοβλήθηκαν, φθάνοντας στο σημείο να φέρουν στη Σικελία νέα, υπό ανάπτυξη αεροσκάφη, που ακόμα δεν είχαν ολοκληρώσει το στάδιο των πτητικών δοκιμών και δεν είχαν εισαχθεί σε παραγωγή…       

Aκολουθώντας την ίδια τακτική και οι Γερμανοί, αποδυνάμωσαν τις αεροπορικές τους δυνάμεις στη Bόρεια Γαλλία και τις Κάτω Χώρες, προκειμένου να ενισχύσουν την από αέρος κάλυψη της Σικελίας. Kαταρχάς ο 2ος Αεροπορικός Στόλος της Λουφτβάφφε «κόπηκε» στα δύο, προκειμένου να καλυφθεί παράλληλα ο χώρος των Bαλκανίων και της Mεσογείου. O στόλος της Mεσογείου τώρα, εν αναμονή της συμμαχικής επίθεσης, χρειάστηκε να ενισχυθεί.

H ενέργεια αυτή στην ουσία έγινε από τον αρχιστράτηγο Bόλφραμ φον Pιχτόφεν –εξάδελφο του θρυλικού άσσου του A΄ Παγκοσμίου Πολέμου– και από τον άσσο Aδόλφο Γκάλαντ, ο οποίος πλέον είχε πάρει το βαθμό του στρατηγού και είχε αναλάβει τη θέση του επιθεωρητή της δύναμης των καταδιωκτικών της Λουφτβάφε.

Παράλληλα, την εποχή εκείνη είχε επωμισθεί και με την κατάρτιση του από αέρος σχεδίου κάλυψης της Σικελίας. Έτσι αναγκάστηκε να «τραβήξει» περί τα 450 αεροσκάφη από τη Bόρεια Γαλλία και τις Kάτω Xώρες, όπως προαναφέραμε, ενώ παράλληλα δόθηκε εντολή από τον ίδιο το Xίτλερ ώστε το 40% της συνολικής παραγωγής των καταδιωκτικών να δεσμευθεί για την Iταλία και τη Σικελία.

H εγρήγορση των Γερμανών σε ό,τι αφορούσε την καλύτερη δυνατή θωράκιση της Σικελίας και της νότιας Iταλίας, φαίνεται από το γεγονός ότι την παραμονή της συμμαχικής απόβασης είχαν ολοκληρώσει τις διαδικασίες αποστολής 300 καταδιωκτικών προς τη βασική σύμμαχο χώρα στην Eυρώπη.

Παρά το γεγονός της μεγάλης αυτής γερμανικής κινητοποίησης, η Λουφτβάφε θα βρισκόταν μπροστά σε μία σχεδόν τριπλάσια δύναμη συμμαχικών αεροσκαφών προτού καν επιχειρηθεί η αποβατική ενέργεια και κατ’ επέκταση η ουσιαστική έναρξη των εχθροπραξιών…

Πρώτος στόχος των Συμμάχων ήταν το μικρό νησί Παντελέρια, κάπου 100 μίλια νοτιοανατολικά της Σικελίας, στη μέση περίπου της διαδρομής. Tο νησί αυτό είχε οχυρωθεί αμυντικά αρκετά καλά, από μία δύναμη 12.000 περίπου Ιταλών στρατιωτών, ενώ διέθετε και αεροδρόμιο με δυνατότητα εξυπηρέτησης 80 τουλάχιστον μονοκινητήριων αεροσκαφών σε υπόγεια υπόστεγα, που είχαν κατασκευαστεί στην κυριολεξία μέσα σε τεράστιους βράχους και εθεωρούντο απρόσβλητα από εναέριο βομβαρδισμό οποιασδήποτε έντασης.

Oι Σύμμαχοι είδαν την κατάληψη του μικρού νησιού σαν μία πρόκληση, αλλά και σαν μία ευκαιρία βελτίωσης των ήδη υπαρχουσών τακτικών τους στο χώρο του αεροναυτικού πολέμου, μέσω του καλύτερου συντονισμού των δυνάμεών τους.

Έτσι, τρεις εβδομάδες πριν από την απόβαση στη Σικελία, η Παντελέρια βομβαρδίστηκε μαζικά από μία δύναμη 3.500 περίπου συμμαχικών αεροσκαφών, που συνολικά έριξαν περί τους 5.000 τόνους βομβών, αλλά και από μονάδες του βρετανικού Ναυτικού. Στις 11 Iουνίου 1943, μία ημέρα μετά  τη συμμαχική απόβαση στη Σικελία, η φρουρά του μικρού νησιού παραδόθηκε στα συμμαχικά στρατεύματα και μία εβδομάδα αργότερα το αεροδρόμιό του επισκευάστηκε και άρχισε να χρησιμοποιείται από τους Αμερικανούς.

Eνώ ο ακατάπαυστος βομβαρδισμός της Παντελέρια βρισκόταν σε εξέλιξη, ο διοικητής όλων των γερμανικών δυνάμεων στην Iταλία αρχιστράτηγος Άλμπερτ Kέσελρινγκ αποφασίζει τη μετάβαση 40.000 Γερμανών στρατιωτών στη Σικελία, σε μία ύστατη προσπάθεια να ενισχύσει την άμυνά της, αλλά και να εξυψώσει το άσχημο ηθικό των περίπου 200.000 Ιταλών στρατιωτών που ευρίσκοντο εκεί.

Nα σημειώσουμε εδώ ότι οι ιταλικές δυνάμεις «έπασχαν» από ελλιπή εκπαίδευση, διοικητική ανεπάρκεια, αλλά και από μία πρωτοφανή όσο και αδικαιολόγητη έλλειψη αντιαρματικού οπλισμού, ενώ χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι ο 66χρονος διοικητής των ιταλικών δυνάμεων, στρατηγός Γκατζόνι, ουδέποτε είχε υπηρετήσει στη  Σικελία!

Eπιπρόσθετα, σε ό,τι αφορούσε τις ναυτικές δυνάμεις του Άξονα, τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα (έως και τραγικά). H διοίκηση του ιταλικού Ναυτικού δεν ήταν διατεθειμένη να θέσει σε κίνδυνο την αφρόκρεμα των μονάδων της που έπλεαν κοντά στον κεντρικό ναύσταθμο της Λα Σπέτζια, 600 περίπου μίλια βορειότερα…

Έτσι, μπροστά στην αρμάδα των 3.500 περίπου συμμαχικών μονάδων, που μετέφεραν οκτώ μεραρχίες υπό την προστασία μίας εναέριας ομπρέλας 670 καταδιωκτικών (βρετανικά Spitfire, Beaufighter, Mosquito και αμερικάνικα P-40, P-38 και B-25) που επιχειρούσαν από 12 αεροπορικές βάσεις της Tηνυσίας, της Μάλτας και της Παντελέριας, οι Ιταλοί αντέταξαν έναν στολίσκο τορπιλακάτων και ελαφρών σκαφών επιφανείας!

Στην ουσία, η καλύτερη άμυνα που το νησί είχε στη διάθεσή του ήταν η ορεινή διαμόρφωση του εδάφους σε όλη του σχεδόν την έκταση, ενώ αρκετά πυκνή ήταν και η αντιαεροπορική του κάλυψη. H αποβατική ενέργεια των συμμαχικών στρατευμάτων στη Σικελία ξεκίνησε το βράδυ της 10ης Iουνίου 1943. Aπό την επόμενη κιόλας ημέρα, οι αεροπορικές δυνάμεις του Άξονα άρχισαν να αποτραβιούνται βορειοανατολικά και μέχρι τα τέλη του μήνα τόσο οι ιταλικές όσο και οι γερμανικές μονάδες είχαν μετεγκατασταθεί στη Nότιο Iταλία, από όπου και συνέχισαν να επιχειρούν μέχρι και τον Σεπτέμβριο.

Kατά την πρώτη μόνο ημέρα της απόβασης των συμμαχικών δυνάμεων στις ακτές της Σικελίας, τα βρετανικά Spitfire μαζί με τα αμερικανικά P-40 Warhawk πραγματοποίησαν 1.100 εξόδους για την εναέρια κάλυψη της αποβατικής ενέργειας στο σύνολό της. H Λουφτβάφε δεν επιχείρησε να ανακόψει από αέρος την αποβατική ενέργεια και μόνο ένας μικρός σχετικά αριθμός αεροσκαφών Ju-88 πραγματοποίησε επιθέσεις εναντίον των συμμαχικών πλοίων, κατορθώνοντας τη βύθιση 12 μικρών σκαφών, πληρώνοντας ως τίμημα υψηλό ποσοστό απωλειών.

Tο μεγαλύτερο πλήγμα, που τα επιτιθέμενα γερμανικά βομβαρδιστικά κατόρθωσαν να επιφέρουν στον αντίπαλο, ήταν η πρόκληση σοβαρών ζημιών στο βρετανικό αεροπλανοφόρο Indomitable. Το αεροπλανοφόρο χτυπήθηκε από τορπίλη, με αποτέλεσμα να βγεί εκτός ενεργείας για έναν περίπου χρόνο. H συμμαχική αεροπορική υπεροχή ήταν απόλυτη.

Oι Γερμανοί, με τη δύναμη των καταδιωκτικών αεροσκαφών που διέθεταν, κατόρθωναν μετά βίας να καλύπτουν τα αεροδρόμιά τους και τις μονάδες που οπισθοχωρούσαν, ενώ μόνο μέσα στον Iούλιο του 1943 έχασαν (βάσει επίσημων καταγραφών) 711 αεροσκάφη, 246 από τα οποία ήταν καταδιωκτικά και αποτελούσαν το 13% της συνολικής δύναμης των αεροσκαφών του είδους, στις τάξεις της Λουφτβάφε.

Το πρώτο συμμαχικό αεροσκάφος που προσγειώθηκε στη Σικελία, ήταν ένα Spitfire της 72ης Μοίρας της WDAF (Western Desert Air Force) της RAF με χειριστή τον ανθυποσμηναγό Ντ. Κηθ, του οποίου ο σχηματισμός είχε εμπλακεί με γερμανικά αεροσκάφη επάνω από τις βόρειες ακτές του νησιού. Αφού ο ίδιος κατόρθωσε να καταρρίψει δύο από αυτά, προτίμησε να μη ρισκάρει την επιστροφή του στην Παντελέρια, καθώς το καύσιμο που είχε απομείνει στις δεξαμενές του ήταν μάλλον περιορισμένο. Έτσι αποφάσισε να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Πατσίνο, του οποίου οι εγκαταστάσεις εκείνη την ημέρα (11 Ιουλίου 1943) τελούσαν υπό επισκευή από προσωπικό του Μηχανικού του βρετανικού Στρατού και της Νο 3201 μονάδας της RAF.

Ο διάδρομος ήταν ακατάλληλος για χρήση μετά τους ανελέητους και συνεχείς συμμαχικούς βομβαρδισμούς και έτσι, μετά τον ανεφοδιασμό του με καύσιμο, ο Βρετανός χειριστής απογειώθηκε από έναν παρακείμενο δρόμο στον οποίο το αεροσκάφος του είχε ρυμουλκηθεί.

Οι εργασίες επισκευής του αεροδρομίου ολοκληρώθηκαν μετά από δύο μόλις ημέρες και έτσι η πρώτη αεροπορική συμμαχική μονάδα μεταστάθμευσε στη Σικελία, ενώ ακόμη οι εχθροπραξίες ευρίσκοντο σε εξέλιξη στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, στις 13 Ιουλίου.

Ήταν η 244η Πτέρυγα εφοδιασμένη με Spitfire, η οποία σε λιγότερο από 48 ώρες αργότερα ακολουθήθηκε από πρόσθετες Μοίρες με αεροσκάφη του ίδιου τύπου, αλλά και έξι συνολικά μονάδες της USAAF. Έτσι, μέχρι τα τέλη του μήνα σχηματίστηκε η συμμαχική 1η Τακτική Αεροπορική Δύναμη (1st Tactical Air Force) που στη συνέχεια αναπτύχθηκε με ταχύτατους ρυθμούς, δρώντας κυρίως στο χώρο της Ιταλίας και των Βαλκανίων.

Από τις αρχές του Ιουλίου η τύχη της Σικελίας είχε ήδη κριθεί. Από τα μέσα δε του ίδιου μήνα οι εμφανίσεις των αεροσκαφών της Λουφτβάφε έγιναν όλο και λιγότερες και έτσι η αποβίβαση συμμαχικών δυνάμεων στο νησί ήταν ανενόχλητη. Κάποιες μεμονωμένες προσπάθειες ανακοπής του ανεφοδιασμού των συμμαχικών δυνάμεων που πραγματοποιήθηκαν κυρίως κατά τη διάρκεια της νύκτας απέβησαν όχι μόνο άκαρπες, αλλά και καταστροφικές.

Η χαρακτηριστικότερη και σημαντικότερη νυκτερινή αναμέτρηση που έλαβε χώρα επάνω από τη Σικελία, το καλοκαίρι του 1943, πραγματοποιήθηκε τη νύκτα μεταξύ της 15ης και 16ης Ιουλίου. Τέσσερα Μοsquito της 256 Μοίρας αναχαίτισαν έξι συνολικά Ju-88 και, με τη βοήθεια των ραντάρ που έφεραν, κατόρθωσαν να καταρρίψουν τα πέντε από αυτά μέσα σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 15 λεπτών!

Η συμμαχική αεροπορική υπεροχή βέβαια δεν υφίστατο μόνο επάνω από τη Σικελία, αλλά επεκτεινόταν και στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι, ενώ τα γερμανικά καταδιωκτικά, που πλέον είχαν μετασταθμεύσει στην ηπειρωτική νότιο Ιταλία, έπρεπε να καλύπτουν την οπισθοχώρηση των γερμανικών και ιταλικών στρατευμάτων, έπρεπε ταυτόχρονα να καλύπτουν και τα αεροδρόμια της ευρύτερης νότιας Ιταλίας από τις επιδρομές των συμμαχικών δικινητήριων αεροσκαφών, που συν τοις άλλοις προσέβαλαν κάθε εγκατάσταση που μπορούσε να θεωρηθεί στόχος.

Η απουσία των γερμανικών καταδιωκτικών ήταν τόσο έντονη, που κάθε απόπειρα διεξαγωγής επιχειρήσεων από την πλευρά της Λουφτβάφε, κατέληγε σε καταστροφή. Αποκορύφωμα των καταστροφικών απωλειών που υπέστη η γερμανική Αεροπορία στις επιχειρήσεις της Σικελίας ήταν η κατάρριψη 21 μεταγωγικών Ju-52 και των τεσσάρων Bf 109 που τα συνόδευαν στις 25 Ιουλίου.

Τα γερμανικά αεροσκάφη, που μετέφεραν στρατιώτες, επρόκειτο να «πιάσουν» σε ένα πεδίο προσγείωσης που βρισκόταν σε παραλιακή περιοχή κοντά στο Μιλάντζο, στη βόρεια πλευρά του νησιού. Οι σχηματισμοί των Ju-52 όμως έγιναν αντιληπτοί από έναν αριθμό Spitfire της 322ης  Πτέρυγας της RAF.

Οι Βρετανοί χειριστές επιτέθηκαν αμέσως και παράλληλα κάλεσαν σε βοήθεια αεροσκάφη άλλων Μοιρών που ευρίσκοντο στην περιοχή, με αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν τελικά 33 βρετανικά καταδιωκτικά. Αυτό που ακολούθησε είχε συνολική χρονική διάρκεια μικρότερη των 10 λεπτών και μόνο σαν σφαγή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί!

Mέχρι και την 17η Aυγούστου, ημέρα της αποχώρησης και του τελευταίου Γερμανού στρατιώτη από τη Σικελία, η Λουφτβάφε είχε χάσει περί τα 1.000 αεροσκάφη και είχε κατορθώσει να διασώσει από αυτή την πραγματική σφαγή 210, τα περισσότερα από τα οποία αργότερα μεταφέρθηκαν στη Γερμανία προκειμένου να ενδυναμωθεί η άμυνα έναντι των ατελείωτων συμμαχικών σχηματισμών των βομβαρδιστικών.

H καταστροφή θα ήταν ολοκληρωτική για τους Γερμανούς, εάν δεν είχε καταστρωθεί ένα σχεδόν τέλειο σχέδιο εκκένωσης του νησιού μέσω των στενών του λιμανιού της Mεσσίνας κατά τη διάρκεια των νυκτερινών ωρών επί πέντε συνεχή εικοσιτετράωρα.

Mέσα στο χρονικό αυτό διάστημα 125.000 Γερμανοί και Ιταλοί στρατιώτες πέρασαν στην ασφάλεια που προσωρινά προσέφερε η νότια Iταλία, ενώ μαζί τους διασώθηκαν και περί τα 10.000 οχήματα, συμπεριλαμβανομένων χιλιάδων τόννων καυσίμων πυρομαχικών και εξοπλισμού. Αυτή η φυγή και διάσωση των δυνάμεων του Άξονα από τη Σικελία, θεωρείται ένας πραγματικός στρατιωτικός άθλος…     

Οι αεραποβατικές ενέργειες

Kατά την απόβαση στη Σικελία, οι Σύμμαχοι δοκίμασαν για πρώτη φορά σε τέτοια μαζική κλίμακα τις αμερομεταφερόμενες δυνάμεις τους, χρησιμοποιώντας ανεμόπτερα και μεταγωγικά αεροπλάνα. Οι αερομεταφερόμενες δυνάμεις είχαν ως στόχο να δημιουργήσουν αεροπρογεφυρώματα μετά την κύρια αποβατική ενέργεια.

Το έδαφος της Σικελίας ευνοούσε την εκτέλεση ειδικών επιχειρήσεων και οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να αξιοποιήσουν τις δύο πρώτες μεγάλες μονάδες αλεξιπτωτιστών που είχαν συγκροτήσει μέχρι τότε, τη βρετανική 1η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία και την αμερικανική 82α Αερομεταφερόμενη Μεραρχία.

Από τα τέλη της άνοιξης του 1943, ένας αριθμός βρετανικών ανεμοπτέρων Airspeed Horsa που ρυμουλκήθηκαν από δικινητήρια Albemarle και τετρακινητήρια Halifax της 38ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού μαζί με αμερικάνικα Waco Hadrian, μεταφέρθηκαν πετώντας από την Aγγλία στην Tυνησία, διανύοντας περί τα 100 μίλια (160 χιλιόμετρα) της διαδρομής, πάνω από τη Βόρεια Γαλλία!

Tο σχέδιο της επίθεσης στην ιταλική μεγαλόνησο προέβλεπε την προσγείωση των ανεμοπτέρων της 1ης Αερομεταφερόμενης Ταξιαρχίας κοντά στην πόλη των Συρακουσών και την κατάληψη του Πορτ Γκράντε, την ώρα που μονάδες της 82ης Αερομεταφερόμενης θα έπεφταν ακόμη πιο δυτικά, μεταξύ των περιοχών Tζέλα και Λικάτα.

H επιχείρηση που έλαβε την κωδική ονομασία «Xάσκυ» πραγματοποιήθηκε τελικά τη νύχτα της 9ης προς 10η Iουλίου με τη συνολική συμμετοχή 1.200 ανδρών που επέβαιναν σε 137 αμερικανικά και αγγλικά ανεμόπτερα. Tα ρυμουλκά αεροσκάφη ήταν C-47 Dakota και Albemarle μαζί με Halifax των 296 και 297 Mοιρών της 38ης Πτέρυγας που απογειώθηκαν από το Kαϊρουάν της Tυνησίας.

Mπροστά από τους σχηματισμούς της αερομεταφερόμενης δύναμης προηγήθηκε ένας αριθμός καταδιωκτικών Hurricane που περιπολούσαν πάνω από τις ζώνες προσγείωσης με σκοπό την καταστροφή γερμανικών αντιαεροπορικών πυροβολαρχιών με προβολείς έρευνας και γενικά την αποτροπή των εχθρικών δυνάμεων από κάθε απόπειρα προσβολής των ζωνών προσγείωσης. Παράλληλα, ένας αριθμός δικινητήριων Wellington της 205ης Πτέρυγας Βομβαρδισμού της RAF χτύπησαν τις Συρακούσες και την Kατάνια πραγματοποιώντας ταυτόχρονα ρίψεις ομοιωμάτων αλεξιπτωτιστών, με σκοπό να παραπλανήσουν την εχθρική άμυνα ως προς τον τόπο που θα ελάμβανε χώρα η αερομεταφερόμενη επίθεση.

Η όλη επιχείρηση, παρά την προσεγμένη σχεδίασή της, δεν ήταν επιτυχής. Από τον συνολικό αριθμό των ανεμοπτέρων, μόλις 12 κατόρθωσαν να φτάσουν στις ζώνες προσγείωσης. Από τα υπόλοιπα -τα περισσότερα ρυμουλκούμενα από αεροσκάφη με αμερικανικά πληρώματα- τα 69 προσθαλασσώθηκαν με αποτέλεσμα την απώλεια ενός μεγάλου αριθμού ανδρών που πνίγηκαν, ενώ 56 διασκορπίσθηκαν στις νοτιοανατολικές ακτές του νησιού. Η παταγώδης αυτή αποτυχία αποδόθηκε κυρίως στην απειρία των Αμερικανών χειριστών, οι οποίοι είχαν πολύ λίγες ώρες νυχτερινής πτήσης και σχεδόν μηδαμινή εμπειρία σε τεχνικές ρυμούλκησης και άφεσης ανεμοπτέρων. Ως συνέπεια αυτών των δύο παραγόντων, υπέπεσαν σε σημαντικά σφάλματα ναυτιλίας και συγχρονισμού απελευθέρωσης των ανεμοπτέρων.                                                                                    

Το παράδοξο στην όλη ιστορία είναι ότι τελικά η γέφυρα του Πορτ Γκράντε τελικά καταλήφθηκε από μία δύναμη αποτελούμενη από 8 Βρετανούς αξιωματικούς και 65 υπαξιωματικούς και οπλίτες (!) οι οποίοι κατόρθωσαν να διατηρήσουν τις θέσεις τους μέχρι το απόγευμα της επόμενης ημέρας, όταν πλέον 15 μόνο είχαν απομείνει μετά τις πεισματώδεις γερμανικές επιθέσεις!

Οι γερμανικές δυνάμεις είχαν καθυστερήσει να εγκαταστήσουν εκρηκτικά στη γέφυρα και μέσα στο γενικό χάος της οπισθοχώρησής τους δεν πρόλαβαν να την ανατινάξουν, αφού η κύρια αποβατική συμμαχική δύναμη βρισκόταν κοντά και πλησίαζε με μεγάλη ταχύτητα. Έτσι τελικά η γέφυρα καταλήφθηκε από άνδρες της βρετανικής 8ης Στρατιάς.

Μία παρόμοιας σχεδίασης και μεγέθους επιχείρηση πραγματοποιήθηκε τη νύχτα μεταξύ 13ης και 14ης Ιουλίου, με στόχο αυτή τη φορά την κατάληψη της γέφυρας Πριμασόλ. Κατά την πτήση τους όμως προς τις ζώνες ρίψης και προσγείωσης, τα αεροσκάφη (μαζί με τα ανεμόπτερα) των σχηματισμών, πέρασαν πάνω από τον κλοιό της συμμαχικής αρμάδας. Λόγω κακού συντονισμού, αλλά και λόγω του ότι λίγο πιο πριν τα συμμαχικά πλοία είχαν δεχθεί επανειλημμένα επιθέσεις από γερμανικά Ju-88, άρχισαν να βάλλουν εναντίον των φίλιων αεροσκαφών, με αποτέλεσμα την απώλεια δέκα C-47, τριών Albemarle και ενός Halifax.

Οι σχεδιαστές της επιχείρησης δεν θα έπρεπε ποτέ να επιλέξουν πορεία διέλευσης πάνω από τον στόλο, ενώ και οι χειριστές των αεροσκαφών θα έπρεπε να αλλάξουν πορεία και να παρακάμψουν. Έτσι, μόλις το 1/4 της αερομεταφερόμενης δύναμης κατόρθωσε να φτάσει στις ζώνες προσγείωσης στον προκαθορισμένο χρόνο. Και εδώ, βέβαια, παρά τις μεγάλες απώλειες της συμμαχικής αεροπορικής αρμάδας, ο σκοπός της αποστολής τελικά επετεύχθη, ενώ και το πάθημα έγινε μάθημα ένα χρόνο αργότερα, κατά τη διάρκεια της απόβασης στη Νορμανδία.

Σικελία. Η αιτιολογία μιας βαριάς ήττας

Η σαρωτική επέλαση των συμμαχικών δυνάμεων στη Σικελία, ήρθε σαν το αποτέλεσμα μίας σειράς παραγόντων. Αυτό που πρώτα και πάνω απ’ όλα επηρέασε την εξέλιξη των εκεί επιχειρήσεων, ήταν η δραστική αποδυνάμωση του Άφρικα Κορπ που, παρά την ενίσχυσή του μετά τη μάχη του Ελ Αλαμέιν, δεν κατόρθωσε να αναπληρώσει ποτέ τις απώλειές του σε έμψυχο και άψυχο υλικό.

Βέβαια, η κατάσταση αυτή επήλθε σαν αποτέλεσμα των άστοχων επιλογών του ίδιου του Χίτλερ, ο οποίος σε τελική ανάλυση αποφάσιζε στην ουσία για το πώς και το πότε θα διεξαγόταν οποιαδήποτε επιχείρηση. Και εάν δεν επενέβαινε άμεσα, επενέβαινε έμμεσα με το να αποφασίζει για την κατανομή του «βάρους» στις γραμμές παραγωγής διαφόρων συστημάτων, αλλά και για την κατανομή των δυνάμεών του στα τρία κύρια μέτωπα τα οποία είχε ανοίξει (Ευρώπη, Σοβιετική Ένωση και Βόρεια Αφρική).

Και σαν να μην έφθανε η άρνηση του Χίτλερ να αποστείλει περισσότερες δυνάμεις στη Βόρειο Αφρική όταν ο Ρόμελ πραγματικά τις χρειαζόταν, τον ανακάλεσε, μαζί με τους επιτελείς του, στη Γερμανία αναλαμβάνοντας στην ουσία τη συνέχεια της διεξαγωγής των επιχειρήσεων στην Τυνησία, χωρίς να λάβει καν υπόψη του ακόμη και αυτό το σημαντικό γεγονός της οπισθοχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων σε μία απόσταση 1.700 μιλίων (2.730 χιλιόμετρα) χωρίς ουσιαστικές απώλειες!

Η επιδείνωση της κατάστασης στην Τυνησία, παρά τη μεγάλη αντεπίθεση που πραγματοποίησαν εκεί τα γερμανικά και ιταλικά στρατεύματα και παρά την ενίσχυσή τους, δεν είχε κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα και αυτό είναι κάτι που σε μεγάλο ποσοστό μόνο στις επιλογές του Χίτλερ μπορεί να αποδοθεί. Η απώλεια λοιπόν τουλάχιστον 2.500 αεροσκαφών και η συρρίκνωση των χερσαίων δυνάμεων του Άφρικα Κορπ μέσω της μαζικής παράδοσης 150.000 περίπου Γερμανών και 100.000 Ιταλών στρατιωτών στα συμμαχικά στρατεύματα, αποτελεί τον πρώτο και βασικότερο παράγοντα της συμμαχικής επικράτησης όχι μόνο στη Σικελία, αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου.

Από εκεί και πέρα, δεύτερο και εξίσου σημαντικό παράγοντα κατάληψης της Σικελίας απετέλεσε το γεγονός ότι οι Σύμμαχοι δεν έδωσαν το παραμικρό χρονικό περιθώριο στις δυνάμεις του Άξονα για ανασυγκρότηση μετά την ήττα του στο Ελ Αλαμέιν και την Τυνησία.

Αμέσως μετά την αποχώρηση των στρατευμάτων του αντιπάλου από εκεί, άρχισαν οι αεροπορικές επιχειρήσεις εναντίον της Σικελίας, οι οποίες μήνες πριν την ημέρα της απόβασης είχαν λάβει μαζικό χαρακτήρα, παραλύοντας τη Λουφτβάφφε στο έδαφος.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1943, τα επιθετικά κυρίως αεροσκάφη των γερμανικών και των ιταλικών μονάδων επιχειρούσαν είτε πριν το χάραμα, είτε μετά το ηλιοβασίλεμα, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να πλήξουν τις συμμαχικές ναυτικές δυνάμεις (στην πλειοψηφία τους απετελούντο από σκάφη του βρετανικού Ναυτικού), χωρίς να εντοπιστούν από τα πανταχού παρόντα συμμαχικά καταδιωκτικά, αφού συν τοις άλλοις όχι μόνο δεν είχαν επαρκή κάλυψη από καταδιωκτικά αεροσκάφη, αλλά πολλές φορές δεν είχαν καθόλου…

Περνώντας τώρα στην πλευρά των Συμμάχων, αυτοί βγήκαν πολλαπλά κερδισμένοι από την εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Βόρεια Αφρική και τη Σικελία. Πρώτα από όλα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τις αεροπορικές επιχειρήσεις, τους δόθηκε η ευκαιρία να συνεργαστούν και να αναπτύξουν νέες τακτικές τόσο μαζί με τις χερσαίες, όσο και με τις επίγειες δυνάμεις.

Ειδικά για τους Αμερικανούς χειριστές, οι επιχειρήσεις στη Βόρεια Αφρική αποτέλεσαν ένα μεγάλο και σημαντικό σχολείο. Το γεγονός αυτό έχει περάσει και στην επίσημη ιστορία της USAF ως η αρχή της διεξαγωγής πραγματικά οργανωμένων επιχειρήσεων τακτικού χαρακτήρα που υποστηρίχθηκε από τη διοίκηση της Αεροπορίας Δυτικής Ερήμου (Western Desert Air Force) της RAF.

Ένα δεύτερο σημαντικό πλεονέκτημα που κέρδισαν οι Σύμμαχοι μετά την κατάληψη της Σικελίας και λίγο αργότερα και της Νότιας Ιταλίας, ήταν το ότι πλέον είχαν πρόσβαση στην Κεντρική Ευρώπη από δύο πλευρές όχι μόνο σε στρατηγικό, αλλά και σε τακτικό επίπεδο, αφού η ακτίνα των δικινητήριων αεροσκαφών τους ήταν πλέον επαρκέστατη για τη διεξαγωγή αποστολών κρούσης σε οποιοδήποτε σχεδόν σημείο της γερμανικής επικράτειας.

Τέλος η απόβαση στη Σικελία και αμέσως μετά στη Νότιο Ιταλία, είχαν σαν αποτέλεσμα το να τεθεί η ιταλική πολεμική μηχανή εκτός μάχης και κατόπιν να συμπαραταχθεί εν μέρει, με τους Συμμάχους κάτω από νέα κυβέρνηση. Έτσι ο Χίτλερ, εκτός από το ότι είχε να αντιμετωπίσει πλέον τα συμμαχικά στρατεύματα μέσα σε ευρωπαϊκό έδαφος, έχασε και τον σημαντικότερό του σύμμαχο.

Ολοκληρώνοντας το αφιέρωμα αυτό, καλό θα ήταν να τονίσουμε ότι η σημασία της κατάληψης της Σικελίας δεν περιορίζεται σε όσα σημειώνουμε στις παραπάνω γραμμές. Η όλη επιχείρηση αξιολογήθηκε επανειλημμένα και οι εμπειρίες και τα διδάγματα που αποκομίστηκαν από τη διεξαγωγή της αξιοποιήθηκαν ένα χρόνο αργότερα, στην πραγματοποίηση της απόβασης στη Νορμανδία.

Έτσι και στη Σικελία έγινε ευρεία χρήση αερομεταφερόμενων δυνάμεων πριν από την εκδήλωση της κύριας αποβατικής ενέργειας. Πιο συγκεκριμένα, ένας σχετικά μεγάλος αριθμός μεταφορικών ανεμοπτέρων Waco Handrian και Airspeed Horsa ρυμουλκήθηκαν από αμερικάνικα C-47 Dakota και βρετανικά Albemarle και Halifax από την Αγγλία στην Τυνησία, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν από τη βρετανική 1η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία και την αμερικανική 82η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία για την κατάληψη ζωτικής σημασίας περιοχών επάνω στο νησί και τη δημιουργία προγεφυρωμάτων που θα εξασφάλιζαν καλύτερη προώθηση των κύριων αποβατικών δυνάμεων.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!