Πολύ πριν την εµπλοκή των ΗΠΑ στον Β’ ΠΠ µε την ιαπωνική επίθεση στις 7 ∆εκεµβρίου του 1941, η Αµερική µε το νόµο «∆ανεισµού και Εκµίσθωσης» είχε ξεκινήσει τις διαδικασίες για την αποστολή στρατιωτικής βοήθειας στην ΕΣΣ∆.
Η βοήθεια αυτή, που εντάθηκε µετά την κήρυξη του πολέµου από την Γερµανία στις 11 ∆εκεµβρίου του 1941, είχε δύο συν µια κύριες οδούς µεταφοράς: Από την ανατολική ακτή των ΗΠΑ, µε νηοποµπές µέσω Βρετανίας και βόρειου Ατλαντικού στα λιµάνια του Αρκανγκέλσκ και Μπουρµάνσκ στη βόρεια Ρωσία, από τον Ειρηνικό και τη δυτική ακτή στο Βλαδιβοστόκ και τέλος µέσω του λεγόµενου «Περσικού ∆ιαδρόµου», µέσω Αζερµπαϊτζάν στην ΕΣΣ∆.
Επειδή όµως η διαδροµή του Ειρηνικού ήταν ειδικών συνθηκών (αφορούσε µόνο µη-στρατιωτικά εµπορεύµατα τρόφιµα και πρώτες ύλες) λόγω της ιαπωνικής παρουσίας, το βάρος µεταφοράς όπλων έπεσε στην Αρκτική οδό και στον Περσικό ∆ιάδροµο.
Ο τελευταίος από την έναρξη της λειτουργίας του τον Οκτώβριο του 1941, µέχρι και το τέλος του, το 1945, ήταν υπεύθυνος για τη µεταφορά του 45% της συνολικής βοήθειας των ΗΠΑ περίπου 7,9 εκατ. τόνους.
Η βοήθεια των ΗΠΑ προς την ΕΣΣ∆ µε το νόµο «∆ανεισµού και Εκµίσθωσης» ήταν τεράστιων διαστάσεων. Το οικονοµικό της ύψος ανήλθε στα 11,3 δισ.$ σε τιµές της περιόδου εκείνης (σήµερα 180 δισ.$) και περιελάβανε µεταξύ άλλων 400.000 οχήµατα, 14.000 αεροσκάφη, 13.000 άρµατα µάχης και 2,7 εκατ. τόνους καυσίµου.
Από αυτά τουλάχιστον 5.000 αεροσκάφη και 200.000 οχήµατα µεταφέρθηκαν µέσω του Περσικού ∆ιαδρόµου. Η συγκεκριµένη οδός µεταφοράς εφοδίων ήταν σε πλήρη λειτουργία το 1942 και όπως ήταν φυσικό συγκέντρωσε την προσοχή του Βερολίνου, το οποίο αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για µια οδό σηµαντικής ενίσχυσης της πολεµικής µηχανής των Σοβιετικής Ένωσης.
Επιπρόσθετα ο «Περσικός ∆ιάδροµος» δεν επηρεαζόταν από καιρικές συνθήκες όπως το βόρειο Αρκτικό δροµολόγιο των νηοποµπών. Αναζητούσε εποµένως τρόπους, ούτως ώστε αν όχι να την διακόψει (που θα ήταν και πρακτικά ακατόρθωτο) τουλάχιστον να την παρεµποδίσει σε σηµαντικό βαθµό.
Σχεδιάζοντας την επιχείρηση στο Ιράν
Η ευθύνη για τον σχεδιασµό µιας επιχείρησης η οποία θα είχε ως στόχο τον «Περσικό ∆ιάδροµο», ανατέθηκε στα τέλη του 1942 στην υπηρεσία πληροφοριών και αντικατασκοπείας του γερµανικού Στρατού, την Abwehr. Την τελευταία διοικούσε ο διαβόητος ναύαρχος Βίλχελµ Φραντς Κανάρις, γνωστότερος ως Φον Κανάρις, οι ελληνικές ή µη ρίζες του οποίου παραµένουν ένα ερώτηµα έως και σήµερα.
Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι καταγόταν από την οικογένεια του Έλληνα Ψαριανού ναυάρχου αγωνιστή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, φηµισµένου µπουρλοτιέρη και µετέπειτα πολιτικού Κωνσταντίνου Κανάρη. Σε πρόσφατο βιβλίο (2007), που κυκλοφόρησε για τον ίδιο αναγράφεται ότι τελικά ο Κανάρις βρήκε την πραγµατική ρίζα της οικογενείας του το 1943 στη Λοµβαρδία.
Η αντίστοιχη Ιταλική οικογένεια, από την οποία προήλθε ο κλάδος της αντίστοιχης Γερµανικής, έφερε το όνοµα Canarisi.
Εν πάση περιπτώσει ο Κανάρις έπρεπε να οργανώσει µια αποστολή στην Περσία, η οποία θα είχε ως κύριο στόχο τον αποσυντονισµό και αποδιοργάνωση, κατά το δυνατόν του «Περσικού ∆ιαδρόµου». Πως όµως θα γινόταν αυτό;
Ήδη από τον Αύγουστο του 1941, όταν τα ναζιστικά στρατεύµατα ωθούνταν προς την Μόσχα παρασέρνοντας στο πέρασµά τους τον αιφνιδιασµένο «Κόκκινο Στρατό», η Περσία τελούσε υπό βρετανο-σοβιετική κατοχή.
Παρά το γεγονός στις 30 Σεπτεµβρίου 1941 ξεκινούσε η µεγάλη επίθεση της Οµάδας Στρατιών Κέντρο µε την επιχείρηση Τυφώνας για την κατάληψη της Μόσχας και παρά την κρισιµότητα των περιστάσεων, η ΕΣΣ∆ µπορούσε άνετα να διαθέσει τρεις ολόκληρες Στρατιές µε 1.000 άρµατα µάχης για την κατάληψη της Περσίας!
Όλα αυτά ενώ στη Μόσχα η σοβιετική ηγεσία εξέταζε το ενδεχόµενο να εκκενώσει το… Κρεµλίνο! Και όµως.
Μέσα σε έξι µόλις ηµέρες οι βρετανο-σοβιετικές δυνάµεις κατάφεραν να καταλάβουν όλο το Ιράν, στην επίθεση που ξεκίνησε στις 25 Αύγουστου και ολοκληρώθηκε στις 31 του ίδιου µήνα. Έτσι η Περσία βρισκόταν ήδη από τον Σεπτέµβριο του 1941 υπό πλήρη βρετανο-σοβιετική κατοχή.
Τι περιθώρια κινήσεων είχε η Abwehr, σε ένα τέτοιο εχθρικό περιβάλλον; Αυτό το ερώτηµα ταλαιπωρούσε τον Φον Κανάρι και απάντηση δεν έβρισκε για µήνες ολόκληρους, έχοντας ένα και µονό πράκτορα στην Περσία ο οποίος όµως δεν είχε δώσει σηµάδια ζωής για 2 χρόνια.
Τελικά η απάντηση ήρθε εντελώς απροσδόκητα και ξαφνικά, όταν ο «ξεχασµένος» πράκτορας, ο οποίος θεωρείτο ως «απώλεια» επικοινώνησε µε το Βερολίνο και την Abwehr την άνοιξη του 1943! Η επαφή γνωστοποιήθηκε στον Φον Κανάρις. «Ναι», αναφώνησε ο ίδιος: «Υπάρχει ακόµη. Τώρα ίσως µπορούµε να ξεκινήσουµε από κάπου».
Μαξ και Μόριτζ
Οι δύο Γερµανοί κατάσκοποι έφτασαν στην πολυτάραχη ιρανική πόλη Pahlevi (τώρα λιµάνι Bandar-e-Anzali) τον Νοέµβριο του 1940.
Με την κωδική ονοµασία Μαξ και Μόριτζ που τους είχαν δοθεί από τους χειριστές του Τµήµατος 6 της Υπηρεσίας Ασφαλείας των SS, την SD οι δύο επίδοξοι κατάσκοποι έφεραν πανοµοιότυπες δερµάτινες βαλίτσες, φορούσαν πανοµοιότυπα λευκά κοστούµια φτάνοντας στην Περσία (επίσηµα η ονοµασία άρχιζε να αλλάζει σταδιακά σε Ιράν το 1935) ως «εµπορικοί αντιπρόσωποι».
Καθώς σχεδίαζαν να ξεκινήσουν τις πρώτες τους µυστικές αποστολές σε µια ξένη, και ξεραµένη και άνυδρη από ένα εκτυφλωτικό ήλιο χώρα, οι προκλήσεις της αποστολής τους περιπλέκονταν: ∆εν µιλούσαν τη γλώσσα, δεν είχαν προηγούµενη γνώση και εµπειρία της Μέσης Ανατολής. πόσο µάλλον του Ιράν, και είχαν µόνο µια πρόχειρη εκπαίδευση επιβίωσης και συλλογής πληροφοριών, µε το… µάτι και το αφτί.
∆εν είχαν καµία επιχειρησιακή υποστήριξη, δεν είχαν εφεδρικό προσωπικό σε περίπτωση που ένας εκ των δύο ή και οι δύο εξουδετερώνονταν και δεν είχαν καµία προκαθορισµένη οδό διαφυγής. Με άλλα λόγια το Βερολίνο τους είχε στείλει εκεί, έτσι για να τους στείλει.
Το µόνο ουσιώδες για την αποστολή τους, που µετέφεραν στις βαλίτσες τους ήταν ένας υποτυπώδης ραδιοποµπός µε τον οποίο θα επικοινωνούσαν µε το Βερολίνο, αλλά ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, µια προβληµατική συσκευή.
Ήταν πίσω από τις γραµµές του εχθρού, η µυρωδιά του κινδύνου πάντα στον αέρα, και ήταν εντελώς µόνοι τους.
Ωστόσο, τρία χρόνια αργότερα, αυτοί οι δύο εντελώς αρχάριοι µυστικοί πράκτορες, παρά όλες τις αντιξοότητες και τα εµπόδια, θα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη δηµιουργία όχι µιας, αλλά δύο από τις πιο τολµηρές µυστικές επιχειρήσεις στον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο: την επιχείρηση François και τη ναζιστική συνωµοσία για τη δολοφονία του Ρούσβελτ, του Τσόρτσιλ και του Στάλιν στην ∆ιάσκεψη της Τεχεράνης στα τέλη Νοεµβρίου του 1943.
∆εν όµως ήταν εντελώς µόνοι.
«Ένας άνθρωπος πρέπει να γεννηθεί για τις υπηρεσίες πληροφοριών», µπορεί και να µονολογούσε ο αντισυνταγµατάρχης Julius Berthold Schulze-Holthus καθώς αξιολογούσε τις δύο νέες αφίξεις στην περιοχή ευθύνης του.
Γεννηµένος το 1894 και βετεράνος του Α΄ΠΠ, ο Schulze-Holthus ήταν επαγγελµατίας πράκτορας που είχε σταλεί χρόνια νωρίτερα στο Ιράν από την Abwehr.
Ήταν στη θέση του και ασκούσε την κρυφή του αποστολή υπό τον µανδύα του επιχειρηµατία και υπό διπλωµατική κάλυψη.
Τόσο οι κατάσκοποι του τµήµατος 6 όσο και ο µεγαλύτερος «επαγγελµατίας» της Abwehr στο Ιράν µοιράζονταν την ίδια αόριστη αποστολή στις πρώτες µέρες του πολέµου: Έπρεπε να φυτέψουν τους σπόρους για µια «πέµπτη φάλαγγα». Έπρεπε να διασφαλίσουν ότι οι Ιρανοί θα υποδέχονταν το «Αφρικανικό Σώµα» του Έρβιν Ρόµελ µε ανοιχτές αγκάλες όταν αυτός υποτίθεται θα προέλαυνε από την Αίγυπτο έως το Ιράν ίσως και µακρύτερα, όπως οραµατιζόταν η OKW.
Αλλά δεν ήταν το Afrika Korps που τελικά ξεχύθηκε στο Ιράν. Ήταν οι βρετανικές και σοβιετικές δυνάµεις της επιχείρησης Countenance.
Για τους Συµµάχους, η απόφαση να εισβάλλουν προληπτικά στο Ιράν είχε καλή στρατηγική λογική.
Για τους Βρετανούς διασφαλιζόταν το κρίσιµο «µονοπάτι» τους προς την αυτοκρατορία πέρα από το Σουέζ, ενώ οι Ρώσοι έπρεπε να διασφαλίσουν ότι οι ιρανικές σιδηροδροµικές γραµµές ανεφοδιασµού που θα µπορούσαν να προσφέρουν το απαραίτητο πολεµικό υλικό από τους Αµερικανούς θα ήταν διαθέσιµες. Και οι τρεις Σύµµαχοι ήθελαν επίσης και τα τεράστια αποθέµατα πετρελαίου της Περσίας για να τροφοδοτήσουν τις αντίστοιχες πολεµικές τους µηχανές.
Για σχεδόν δύο χρόνια, το Βερολίνο δεν έλαβε καµία λέξη, κανένα σηµάδι ζωής, από τους τρεις πράκτορες που είχε στείλει στο Ιράν. Στη συνέχεια, την άνοιξη του 1943, δύο από τους κατασκόπους επανεµφανίστηκαν.
Ένα µήνυµα που µεταδόθηκε στην Abwehr µέσω της ιαπωνικής υπηρεσίας πληροφοριών ανέφερε ότι ο πολυµήχανος Schulze-Holthus είχε βρει καταφύγιο στην «συµπαθητική» φυλή των Κασκάι (Qashqai) στα αποµονωµένα βουνά του δυτικού Ιράν.
Ο Μαξ – κατά κόσµον Φραντς Μάιρ 26 ετών, φοιτητής νοµικής που είχε στρατολογηθεί από το Τµήµα 6 από µια διµοιρία διαβιβάσεων όπου υπηρετούσε στο Πότσνταµ – είχε κρυφτεί κάπου µέσα στη φασαρία της Τεχεράνης, µιας πόλης τότε µε περίπου ένα εκατοµµύριο κατοίκους. Όσο για τον Moritz – κατά κόσµον Ρόµαν Γκαµόθα – δεν υπήρχε καµία αναφορά.
Αργότερα µόνο έγινε γνωστό ότι είχε συλληφθεί από τους Ρώσους καθώς προσπαθούσε να φτάσει στα σύνορα µε το Ιράκ για να ξεφύγει. Στη συνέχεια τον στρατολόγησαν οι ίδιοι οι Σοβιετικοί.
Οι επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών στο Βερολίνο χάρηκαν. Ήταν θαύµα που δύο από τους πράκτορες τους ήταν ακόµα στη θέση τους πίσω από τις γραµµές του εχθρού. Και γρήγορα τόσο το Τµήµα 6 όσο και η Abwehr συνειδητοποίησαν ότι είχαν λάβει ένα απροσδόκητο δώρο: Υπήρχε ένα κρυφό δίκτυο.
Είχαν πράκτορες στο έδαφος στο Ιράν που µπορούσαν να παρέχουν σχετικά ασφαλή καταφύγια καθώς και υλικοτεχνική και επικοινωνιακή υποστήριξη σε όσους αποφάσιζε να στείλει το Βερολίνο.
Επιχείρηση François
Η απόφαση ελήφθη γρήγορα για να ξεκινήσει µια νέα τολµηρή µυστική αποστολή που θα στόχευε τον «Περσικό ∆ιάδροµο». Ο Κανάρις δεν είχε άλλη επιλογή από το να αναθέσει µε τη σειρά του την αποστολή στον σκληροτράχηλο αντισυνταγµατάρχη των SS, Ότο Σκορτσένυ, ο οποίος µάλλον αντιλήφθηκε γρήγορα το µάταιο της αποστολής αυτής φροντίζοντας να µην πάει ποτέ στο Ιράν. Αυτό που έκανε ήταν να δώσει εντολή ζητώντας «εθελοντές» για µια µυστική αποστολή στη Μέση Ανατολή, δίχως άλλες λεπτοµέρειες.
Ο Σκορτσένυ επέλεξε τους επίδοξους σαµποτέρ, από δύο µονάδες. Η πρώτη ήταν η µονάδα που διοικούσε ο ίδιος τo 502ο τάγµα ειδικών δυνάµεων SS Jäger το οποίο σχηµατίστηκε εκείνη ακριβώς την περίοδο τον Ιούνιο του 1943.
Η µονάδα αυτή θα γινόταν ευρέως γνωστή, λίγους µήνες αργότερα τον Σεπτέµβριο του ίδιου έτους µε την απελευθέρωση του Ιταλού δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι στην επιδροµή στο Gran Sasso. Το τάγµα είχε δύναµη 300 ανδρών, που είχε επιλέξει ο ίδιος ο Σκορτσένυ, 100 από τα SS, 50 από την Luftwaffe και 150 από την Wehrmacht.
Η δεύτερη οµάδα προερχόταν από µέλη των Brandenburgers, της µονάδας των ειδικών στρατιωτικών επιχειρήσεων της Abwehr µε ειδίκευση στις περιοχές της Βόρειας Αφρικής, του Αφγανιστάν, της Μέσης Ανατολής και του Καυκάσου.
Οι καταδροµείς-σαµποτέρ της Abwehr στρατολογήθηκαν από το εκπαιδευτικό κέντρο της που είχε την έδρα του στην ειδυλλιακή τοποθεσία δίπλα από τη λίµνη Quenzsee στο Βρανδεµβούργο που ήταν και «το ειδικό εκπαιδευτικό κέντρο για ειδικές αποστολές».
Αυτοί ήταν άντρες που είχαν επιλεγεί ανάµεσα από τους πιο σκληροτράχηλους εθελοντές στη ∆ιεύθυνση του Βραδεµβούργου. Ήταν πολυµήχανοι που είχαν περάσει πίσω από τις εχθρικές γραµµές στο Βέλγιο, την Ολλανδία και τα Βαλκάνια πραγµατοποιώντας επιχειρήσεις δολιοφθορών δρώντας ως εµπροσθοφυλακή των ναζιστικών δυνάµεων εισβολής.
Μέρες πριν την αποστολή της πρώτης οµάδας πραγµατοποιήθηκε ένα εορταστικό αποχαιρετιστήριο πάρτι στη γνωστή βίλα των SS στο προάστιο Wannsee του Βερολίνου, όπου είχε πραγµατοποιηθεί και η οµώνυµη σύσκεψη τον Ιανουάριο του 1942 όπου είχε αποφασιστεί η πλήρης εφαρµογή της τελικής λύσης κατά των εβραίων.
Στην µικρή αυτή γιορτή παρευρέθηκε ο επικεφαλής του τµήµατος 6, της SD στρατηγός των SS Walter Schellenberg.
Ο Ράιχσφύρερ Χάινριχ Χίµλερ έστειλε ένα µήνυµα µεταφέροντας «τη βαθιά του λύπη που δεν µπόρεσε να είναι παρών», µαζί µε την ανακοίνωση ότι όλοι οι καταδροµείς είχαν προαχθεί.
Καθώς οι εορτασµοί γίνονταν πιο θυελλώδεις, καθώς η µπύρα και τα σνάπ συνέχιζαν να ρέουν, ο Χάουπτστουρµφυρερ (παραστρατιωτικός βαθµός των SS) Martin Kurmiss, ένας καταδροµέας που θα πηδούσε µε αλεξίπτωτο στο Ιράν µε την πρώτη οµάδα, κάνοντας την σχετική πρόποση υποσχέθηκε. «Πάµε για να ζεστάνουµε λίγο το µέρος».
Μόνο που δεν το ζέσταναν τελικά.
Το τι ακριβώς θα έκαναν αρχικά οι Γερµανοί καταδροµείς στο Ιράν δεν είναι απόλυτα γνωστό, και πιθανότατα να µην το είχαν ξεκαθαρίσει στο µυαλό τους ούτε ο Σκορτσένυ, ούτε ο Κανάρις.
Θα πραγµατοποίησαν σαµποτάζ, ανατινάζοντας σιδηροδροµικές γραµµές, γέφυρες, αποθήκες µε υλικό ή οτιδήποτε άλλο που θα µπορούσε να ανατιναχθεί και που χρησιµοποιούνταν για τη µεταφορά των εφοδίων της αµερικανικής βοήθειας στην ΕΣΣ∆;
Θα αυτοσχεδίαζαν επί του πεδίου; Θα επιχειρούσαν να δηµιουργήσουν αναταραχή στο Ιράν χρησιµοποιώντας τοπικές φυλές;
Εδώ δυστυχώς πέφτει βαριά η αχλή της ιστορίας και τα στοιχεία για την επιχείρηση είναι ελάχιστα. Αυτό που γνωρίζουµε είναι ότι οι οµάδες των καταδροµέων του Σκορτσένυ και του Κανάρις, µεταφέρθηκαν µέχρι την Κριµαία, στην αεροπορική βάση Saky όπου και επιβιβάστηκαν σε αεροσκάφος ή αεροσκάφη Ju-290 µε προορισµό το Ιράν, όπου και θα έπεφταν µε αλεξίπτωτα.
Στα τέλη του καλοκαιριού και στις αρχές του φθινοπώρου του 1943, επτά, πιθανόν έως και 12 οµάδες κοµάντο έπεσαν µε αλεξίπτωτο στο Ιράν.
Οι αριθµοί κρίνονται µάλλον ως υπερβολικοί. Πόσα άτοµα περιελάβανε η κάθε οµάδα; Πόσες πτήσεις µε Ju-290 έγιναν από την Κριµαία στο Ιράν; Το πιθανότερο είναι τρεις οµάδες µε ισάριθµες πτήσεις, αλλά τα αρχεία της Abwehr όσα διασώθηκαν τέλος πάντων είναι, εσκεµµένα, ασαφή ως προς τους ακριβείς αριθµούς και µάλλον δεν θα µάθουµε ποτέ µε ακρίβεια.
Το πιθανότερο ήταν πάντως να επρόκειτο για µια ολιγοµελή αποστολή. Ο Σκορτσένυ όπως αναφέρθηκε δεν πήγε στο Ιράν και ήταν αµφίβολο εάν θα πήγαινε ποτέ.
Παρέµεινε στην Γερµανία προετοιµάζοντας νέες οµάδες. Αυτό που γνωρίζουµε είναι πως οι καταδροµείς που έπεσαν µε αλεξίπτωτα στο δυτικό Ιράν, ήρθαν σε επαφή µε τον Schulze-Holthus ο οποίος µε την σειρά του τους έφερε σε επαφή µε τους Κασκάι.
Οι Κασκάι, ένα τουρκογενές φύλο, οι όποιοι ζούσαν νοµαδικά, µετακινούµενοι σε διαφορετικές τοποθεσίες µεταξύ χειµώνα και καλοκαιρού είχαν αποκτήσει µια αξιοσηµείωτη δύναµη την περίοδο 1920 µε 1930, επιδιώκοντας την ανεξαρτησία τους από την Περσία του Ρεζά Σαχ Παχλαβί.
Ο τελευταίος εξαπέλυσε στις αρχές της δεκαετίας του ΄30 ένα κύµα στρατιωτικών επιχειρήσεων µε αποτέλεσµα να εκδιωχθούν από τις περιοχές τους. Με την εξορία του Ρεζά Σαχ, αποτέλεσµα της βρετανο-σοβιετικής εισβολής, οι Κασκάι επέστρεψαν στις περιοχές τους, αλλά µειωµένοι σε αριθµό, αποδυναµωµένοι και αποδιοργανωµένοι από τις διώξεις του Ρεζά Σαχ, δεν µπόρεσαν να ανακτήσουν την προηγούµενη δύναµη και την ανεξαρτησία τους.
Παρ΄όλα αυτά φέρονταν φιλικά προσκείµενοι στους Γερµανούς, ή τουλάχιστον έτσι δήλωναν. Έχοντας δώσει καταφύγιο στον Schulze-Holthus, ο τελευταίος έφερε σε επαφή τους καταδροµείς του Σκορτσένυ και της Abwehr µε τους Κασκάι.
Εκεί αποφασίστηκε οι Γερµανοί να µην προχωρήσουν σε δολιοφθορές κατά των Βρετανών και των Αµερικανών, που διαχειρίζονταν τον «Περσικό ∆ιάδροµο» παρά το γεγονός ότι έφεραν µαζί τους σηµαντικές ποσότητες εκρηκτικών.
Αυτό γιατί θα τραβούσαν άµεσα την προσοχή τους και θα τους κατεδίωκαν, χωρίς να έχουν τις δυνάµεις να αντισταθούν. Έτσι προτιµήθηκε να δωροδοκήσουν µε ποσότητες χρυσού τους Κασκάι προκειµένου να τους οργανώσουν και να εξεγερθούν κατά των Αµερικανών και Βρετανών φέροντας προβλήµατα στην αποστολή της αµερικανικής βοήθειας προς την ΕΣΣ∆ µέσω του Ιράν. Μετά ίσως ακολουθούσαν και συγκεκριµένα σαµποτάζ.
Οι Κασκάι όµως είχαν άλλα σχέδια. ∆εν πείστηκαν από τους Γερµανούς και όταν ο χρυσός τους τελείωσε τους παρέδωσαν στους Βρετανούς. Την κατάληξη αυτή την γνωρίζουµε από µια πηγή. Αυτή του Paul Ernst Fackenheim.
Ο Fackenheim ήταν Γερµανός εβραϊκής καταγωγής ο οποίος είχε πολεµήσει στον Α΄ΠΠ όπου του είχε απονεµηθεί ο σιδηρούς σταυρός πρώτης και δεύτερης τάξης. Το 1939 φυλακίστηκε από τους Ναζί, αλλά το 1941 απελευθερώθηκε και στρατολογήθηκε από την Abwehr η οποία τον έστειλε στην Παλαιστίνη προκειµένου να κατασκοπεύσει.
Όπως όµως οι περισσότερες αποστολές της Abwehr στο εξωτερικό, έτσι και αυτή κατέληξε σε πλήρη αποτυχία. Ο Fackenheim συνελήφθη σχεδόν µε την άφιξή του στην Παλαιστίνη από τους Βρετανούς και φυλακίστηκε στο Λατρούν έως το 1946 το οποίο βρίσκεται µεταξύ Ιερουσαλήµ και Τελ Αβίβ.
Εκεί όπως αναφέρει ο Michael Bar-Zohar ο οποίος έγραψε την βιογραφία του Γερµανοεβραίου κατάσκοπου, ο Fackenheim του εκµυστηρεύτηκε ότι είδε έξι έως εφτά άνδρες των SS να κρατούνται στην ίδια µε αυτόν φυλακή.
Όπως του είπαν οι άνδρες των SS είχαν πέσει µε αλεξίπτωτα το 1943 στο Ιράν και επιχείρησαν να δωροδοκήσουν τους Κασκάι προκειµένου να εξεγερθούν κατά των Βρετανών.
Επίλογος
Κανείς δεν έµαθε ποτέ τις απέγιναν οι 6 ή 7 αυτοί άνδρες των SS ούτε και ο έτερος κατάσκοπος Μαξ. Το ίδιο άγνωστες είναι και οι συνθήκες σύλληψης των ανδρών του Σκορτσένυ και της Abwehr και αν υπήρξε µάχη και απώλειες.
Σηµασία έχει πως η απσοτολή για την παρεµπόδιση του «Περσικού ∆ιαδρόµου» στέφθηκε µε απόλυτη αποτυχία.
Ο Σκορτσένυ αργότερα δήλωσε πως η επιχείρηση François ήταν καταδικασµένη να αποτύχει εξαιτίας της έλλειψης εφοδίων και ενισχύσεων.
Ωστόσο, κάποιες άλλες πηγές αναφέρουν ότι αυτές οι αποστολές, καθώς και το κατασκοπευτικό δίκτυο των Γερµανών στο Ιράν που είχαν συγκεντρώσει οι προηγούµενοι κατάσκοποι, θα είχαν ένα απροσδόκητο, «όφελος». Μια φαινοµενικά ασύνδετη διαδοχή γεγονότων, θα έδινε ξανά στους Γερµανούς µια ευκαιρία.
Οι «Τρεις Μεγάλοι» – Ρούσβελτ, Τσόρτσιλ και Στάλιν – είχαν αποφασίσει να συναντηθούν στην Τεχεράνη για τέσσερις ηµέρες διασκέψεων στα τέλη Νοεµβρίου 1943.
Θα ήταν η πρώτη φορά που οι τρεις παγκόσµιοι ηγέτες θα συνεδρίαζαν ποτέ στην ίδια τοποθεσία.
Και η Γερµανία είχε τον υλικοτεχνικό εξοπλισµό και το προσωπικό για να ξεκινήσει µια µυστική επιχείρηση για τη δολοφονία των ηγετών των Συµµάχων σε µία µόνο επίθεση. Μόνο που αυτή η επιχείρηση ίσως και να µην έγινε ποτέ!
Ο Σκορτσένυ διαψεύδει πως επιχειρήθηκε ποτέ να γίνει κάτι τέτοιο αποδίδοντας τις σχετικές φήµες στην σοβιετική προπαγάνδα και µόνο.
Αλλά µε αυτό το θέµα και το γερµανικό δίκτυο κατασκοπείας στο Ιράν συνολικά θα ασχοληθούµε σε επόµενο άρθρο.