Από το 1940, ο πόλεμος στη Βόρεια Αφρική θύμιζε έντονα το φαινόμενο της παλίρροιας, με τους δύο αντίπαλους στρατούς να αλληλοαπωθούνται πότε προς την Αίγυπτο και πότε προς τη Λιβύη.
Το 1942 όμως αποτέλεσε την καταλυτική χρονολογία για την τελική νίκη των Συμμάχων στο συγκεκριμένο θέατρο επιχειρήσεων, ύστερα από τη διπλή ήττα των δυνάμεων του Άξονα (υπό τον θρυλικό Ρόμελ) στο Ελ Αλαμέιν.
Ο Ρόμελ, επικεφαλής του περίφημου Άφρικα Κορπ και των ιταλικών μονάδων, στράφηκε για άλλη μια φορά προς την ιταλική αποικία της Λιβύης, καταδιωκόμενος από την 8η Στρατιά του στρατηγού Μοντγκόμερι.
Αυτήν τη φορά όμως οι Σύμμαχοι ήταν αποφασισμένοι να εκκαθαρίσουν οριστικά τη Βόρεια Αφρική.
Για τον σκοπό αυτό, το βράδυ της 7ης προς 8ης Νοεμβρίου του 1942 άρχισε η εκτέλεση της επιχείρησης «Πυρσός», δηλαδή η απόβαση ισχυρών συμμαχικών δυνάμεων στο Μαρόκο και την Αλγερία, με σκοπό την περικύκλωση και εξόντωση των δυνάμεων του Ρόμελ.
Η απόφαση για την επιχείρηση «Πυρσός» είχε ληφθεί στις 24/7/1942, μετά από συμφωνία του προέδρου Ρούζβελτ με τον Τσώρτσιλ στον Λευκό Οίκο. Τη στιγμή που λαμβανόταν η απόφαση αυτή, η στρατιωτική κατάσταση στο συγκεκριμένο μέτωπο ήταν κρίσιμη για τους συμμάχους.
Ο θυελλώδης Ρόμελ είχε καταλάβει το Τομπρούκ και είχε απωθήσει την 8η Στρατιά στην τελευταία ικανή αμυντική τοποθεσία, στο Ελ Αλαμέιν. Εκεί Θα παίζονταν όλα. Αρκούσε μια ακόμα νίκη και ο αγκυλωτός σταυρός θα διέβαινε το Σουέζ, ενώ μπροστά του θα απλωνόταν ορθάνοιχτος ο δρόμος προς τον Περσικό Κόλπο και τις Ινδίες.
Ο Ρόμελ, όμως, αφέθηκε χωρίς ενισχύσεις απέναντι στη συνεχώς ενισχυόμενη αντίπαλη στρατιά. Έτσι, όταν τελικά επιτέθηκε στην τοποθεσία, αποκρούστηκε, ενώ στη συνέχεια ηττήθηκε στη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν και εκδιώχθηκε από το αιγυπτιακό έδαφος. Στις 8 Νοεμβρίου του 1942 η τεθωρακισμένη Στρατιά του Ρόμελ με το Άφρικα Κορπ το ΧΧ και το ΧΧΙ ιταλικό Σώμα Στρατού και άλλες μικρότερες μονάδες, προσπαθούσε να κρατηθεί στη Μάρσα-Ματρούχ.
Σχέδια και δυνάμεις
Την ίδια ώρα, δυτικότερα, στις ακτές του Μαρόκου και της Αλγερίας, αποβιβάζονταν 100.000 Αμερικανοί και Βρετανοί στρατιώτες, αντιμετωπίζοντας όμως ισχυρή αντίσταση από τις πιστές στην κυβέρνηση του Βισύ γαλλικές αποικιακές δυνάμεις. Στην Καζαμπλάνκα και στο Οράν οι Αμερικανοί αποκρούσθηκαν από τους Γάλλους, οι οποίοι, με δύο χρόνια καθυστέρηση, πολεμούσαν σκληρά.
Αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στο Μαρόκο, οι συμμαχικές αποβατικές επιχειρήσεις στην Αλγερία στέφθηκαν με επιτυχία. Πάντως οι Γάλλοι ήταν διχασμένοι και αυτό φάνηκε από τις προσπάθειες κάποιων ανώτατων αξιωματικών να ενώσουν τα τμήματά τους με τους Συμμάχους. Δυστυχώς, οι προσπάθειες αυτές απέτυχαν και τα στρατεύματα που ελέγχονταν από πιστούς στον Πετέν αξιωματικούς συνέχισαν την αντίσταση.
Οι αμερικανικές δυνάμεις, μπροστά στη σκληρή αντίσταση που συνάντησαν, αναγκάστηκαν να ενεργήσουν κατά των πλευρικών στηριγμάτων της αντίπαλης άμυνας, με δευτερεύουσες αποβατικές ενέργειες και αεραποβάσεις στις γύρω από την Καζαμπλάνκα και το Οράν περιοχές. Καθ’ όλη τη διάρκεια της 9ης Νοεμβρίου η κατάσταση παρέμενε συγκεχυμένη. Οι Γάλλοι συνέχιζαν να πολεμούν οχυρωμένοι στις πόλεις, ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις προσπαθούσαν να περικυκλώσουν τις γαλλικές θέσεις. Σε μια ναυμαχία που σημειώθηκε, οι Βρετανοί έχασαν δύο ελαφρά σκάφη και οι Γάλλοι τρία.
Στο μεταξύ, εισήλθε στον αγώνα και η γερμανική Αεροπορία, η οποία προσπάθησε να πλήξει τον συμμαχικό στόλο. Απέτυχε όμως και υπέστη πολύ σοβαρές απώλειες. Την επομένη οι Σύμμαχοι κατόρθωσαν να εδραιώσουν τις θέσεις τους στα προγεφυρώματα που είχαν επιτύχει.
Η γαλλική αντίσταση, επίσης, σταδιακά ελαττωνόταν, σημάδι που φανέρωνε ότι οι γαλλικές δυνάμεις υπό τον ναύαρχο Νταρλάν θα προσχωρούσαν τελικά στους Συμμάχους. Πραγματικά, στις 11 Νοεμβρίου τα γαλλικά στρατεύματα έπαψαν να αντιστέκονται στο Μαρόκο και την Αλγερία και ενώθηκαν με τους μέχρι πριν από λίγες ώρες αντιπάλους τους.
Σε απάντηση, οι Γερμανοί, σε συνεργασία με τους Ιταλούς, έθεσαν σε εφαρμογή την επιχείρηση «Άντον», εισβάλλοντας στα εδάφη της κυβέρνησης του Βισύ, ενώ παράλληλα άρχιζε και η απόβαση στρατευμάτων στην Τυνησία με σκοπό τη δημιουργία προγεφυρώματος και την κάλυψη της Στρατιάς του Ρόμελ που συνέχιζε την υποχώρησή της στη Λιβύη.
Οι Σύμμαχοι, μαζί με τις γαλλικές δυνάμεις του Μαρόκου και της Αλγερίας, άρχισαν την προέλασή τους προς την Τυνησία. Αργότερα, ενώθηκαν μαζί τους και οι Γάλλοι στρατιώτες που στάθμευαν στην Τυνησία. Οι Γερμανοί, αναπτύσσοντας εξαιρετική δραστηριότητα, κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους Γάλλους από την Τυνησία και να σταματήσουν την προέλαση των Συμμάχων.
Ο Γερμανός διοικητής, Αντιστράτηγος Νέρινγκ, με το 90ό Σώμα Πάντσερ μπόρεσε, με συνεχείς επιθέσεις και αντεπιθέσεις που διήρκεσαν 10 μέρες, να νικήσει το Βρετανικό 5ο Σώμα Στρατού, το οποίο εξανάγκασε σε υποχώρηση προκαλώντας του μεγάλη φθορά.
Στις 9 Δεκεμβρίου το σύνολο των αξονικών δυνάμεων στην Τυνησία εντάχθηκε στη νεοσυγκροτηθείσα 5η Τεθωρακισμένη Στρατιά και τέθηκε υπό τις διαταγές του στρατηγού φον Άρνιμ. Η στρατιά αυτή, μαζί με την αφρικανική στρατιά του Ρόμελ (που καταδιωκόμενη είχε οπισθοχωρήσει στην Τυνησία), αποτέλεσαν αργότερα την Ομάδα Στρατιών «Άφρικα». Η Ομάδα Στρατιών περιέλαβε τελικά στις τάξεις της 16 μεραρχίες ή το ισότιμό τους, από τις οποίες οι πέντε ήταν τεθωρακισμένες.
Συγκεκριμένα διατέθηκαν: τα υπολείμματα του Άφρικα Κορπ (21η και 15η Πάντσερ, 90η και 164η Μεραρχίες Πεζικού), οι ιταλικές 101η ΜΠ «Τριέστε» και 131η Τεθωρακισμένη των (γνωστών μας) «Κενταύρων», η 16η ΜΠ «Πιστόγια», η 1η ΜΠ «Σουπέργκα», η ΜΠ της Φασιστικής Νεολαίας (Τζιόβανι Φασίστι), η 80η ΜΠ «Σπέτσια», οι γερμανικές ΜΠ «Χέρμαν Γκέρινγκ» 334η και 999η, η 10η Πάντσερ «Μπρόιχ» (αργότερα Μαντόυφελ), καθώς και το ιταλικό Συγκρότημα Σαχάρας (6 τάγματα πεζικού, 12 πυροβολαρχίες) και οι μη μεραρχιακές επιλαρχίες αρμάτων Tiger I.
Να σημειωθεί ότι μια γερμανική μεραρχία πεζικού αριθμούσε 10.500 άνδρες, ενώ μια μεραρχία πάντσερ αποτελείτο από 95 άρματα μάχης. Στην πραγματικότητα, όμως, οι δυνάμεις αυτές ήταν σε μεγάλο βαθμό φθαρμένες και ασυμπλήρωτες σε υλικό και προσωπικό, χωρίς μάλιστα να υπάρχει ελπίδα βελτίωσης της κατάστασης, αφού το βρετανικό Ναυτικό ήλεγχε τη Μεσόγειο και η συμμαχική Αεροπορία είχε πια την υπεροχή στον αέρα.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε και άλλο μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, όπως μαρτυρούν οι ίδιοι οι Γερμανοί στο πολεμικό ημερολόγιο της Ανώτατης Διοίκησης Ενόπλων Δυνάμεων (ΟΚΝ): «Εξαιτίας της καταστροφής της γέφυρας στις Θερμοπύλες, της οποίας η αποκατάσταση θα χρειαστεί 6-8 εβδομάδες, μειώθηκε η κίνηση των συρμών Θεσσαλονίκης-Αθήνας από οκτώ σε δύο και μισό ημερησίως».
Από την πλευρά τους οι Σύμμαχοι είχαν συγκεντρώσει στο βόρειο αφρικανικό μέτωπο το ισότιμο 21 μεραρχιών (οι τέσσερις τεθωρακισμένες). Οι δυνάμεις αυτές ήταν σε μεγάλο βαθμό συμπληρωμένες και διέθεταν άφθονο εφόδια.
Οι αξονικές δυνάμεις τάχθηκαν τελικά παράλληλα σχεδόν της οροθετικής γραμμής Τυνησίας-Αλγερίας-Λιβύης. Το νότιο άκρο του μετώπου τους καλυπτόταν από την οχυρή γραμμή του Μαρέθ.
Η γραμμή αυτή είχε κατασκευαστεί από τους Γάλλους, παλαιότερα, σαν «ασπίδα» έναντι ενδεχόμενης ιταλικής επίθης μέσω Λιβύης. Διέθετε έργα κατασκευασμένα από σκυροκονίαμα, με εξαιρετικά πεδία βολής.
Μπροστά από την τοποθεσία δέσποζε η κοίτη του ρέματος Ζιγκσάου, που είχε βάθος 4 μέτρα και σε ορισμένα σημεία δεκαπλάσιο πλάτος και αποτελούσε σοβαρότατο εμπόδιο, ιδιαίτερα αν μια δύναμη προσπαθούσε να το διασχίσει υπό τα πυρά των αμυνομένων. Την ισχυρή αυτή θέση επάνδρωσαν τα ιταλικά ΧΧ και ΧΧΙ ΣΣ και οι γερμανικές 15η ΤΜ και 164η ΜΠ. Οι δυνάμεις αυτές καλύπτονταν στο δεξιό εκτεθειμένο τους πλευρό από το Συγκρότημα Σαχάρας.
Ο Ρόμελ, ουσιαστικά διοικητής της Ομάδας Στρατιών, με τη γνωστή του «γρήγορη ματιά» αντιλήφθηκε την κατάσταση και σχεδίασε (καλυπτόμενος από τη γραμμή Μαρέθ) μια αντεπίθεση κατά των Βρετανών και των Αμερικανών στο δυτικό πλευρό του μετώπου. Για τον σκοπό αυτό συγκέντρωσε δύο γερμανικές ΤΜ και την 131η ΤΜ.
Με τις δυνάμεις αυτές επιτέθηκε προς Φαΐντ και Γκάφσα, ανατρέποντας τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς που έσπευσαν σε βοήθεια. Αφού ανέτρεψε την αμερικανική 9η ΜΠ κατέλαβε τον αυχένα του Κασσερίν απειλώντας άμεσα τον σημαντικό συγκοινωνιακό κόμβο της Τεμπέσα. Τελικά, οι Σύμμαχοι κατόρθωσαν, μεταφέροντας εσπευσμένα εφεδρείες στον απειλούμενο τομέα, να αναγκάσουν την «Αλεπού» να αποτραβηχτεί. Είχαν χάσει όμως 253 άρματα και 125 πυροβόλα, και 4.000 αιχμαλώτους.
Παράλληλα, η 8η Στρατιά του Μοντγκόμερι διατάχθηκε να ενεργήσει κατά του νοτίου μετώπου, προς ανακούφιση των σκληρά πιεζόμενων Αμερικανών. Ο Μοντγκόμερι, με την 51η ΜΠ των Χάιλαντερ και την 7η ΤΜ των «Ποντικών της Ερήμου», προέλασε προς το Μεντενίν, το οποίο και κατέλαβε, σταματώντας τελικά μπροστά από τη γραμμή Μαρέθ.
Οι ασθενείς αυτές βρετανικές «προφυλακές» είχαν το αριστερό τους πλευρό εκτεθειμένο, γεγονός που δεν ήταν δυνατό να περάσει απαρατήρητο από τον Ρόμελ. Ο Γερμανός στρατάρχης αμέσως σχεδίασε μια αντεπίθεση που θα έπληττε την 8η Στρατιά στο αριστερό της πλευρό, με στόχο την καταστροφή των προωθημένων μεραρχιών της.
Ο Ρόμελ συγκέντρωσε για μια ακόμα φορά τις τεθωρακισμένες του μεραρχίες (15η, 21η, 10η ) και διέταξε την έναρξη της επιχείρησης «Κάπρι» κατά της 8ης Στρατιάς. Δυστυχώς για τον Γερμανό ηγήτορα, το εκτεθειμένο πλευρό της 8ης δεν είχε απασχολήσει μόνο τον ίδιο, αλλά και τον ιδιαίτερα προσεκτικό αντίπαλό του, τον Μοντγκόμερι, ο οποίος διέταξε την 2η Νεοζηλανδική ΜΠ να αναπτυχθεί με μέτωπο Ν-ΝΑ, καλύπτοντας το κενό. Μέσα σε 24 ώρες η μεραρχία αυτή είχε εγκατασταθεί αμυντικά και παραλλαγεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε δεν εντοπίστηκε από τον εχθρό.
Έτσι ο Ρόμελ χωρίς να υποψιαστεί τίποτα, αλλά και χωρίς να εκτελέσει επισταμένη αναγνώριση (οπαδός του άμεσου πλήγματος γαρ), έριξε τα 141 άρματα που διέθεταν και οι τρεις μαζί μεραρχίες του πάνω στις εχθρικές γραμμές.
Εκεί την «επιτροπή υποδοχής» αποτελούσαν το πεδινό και το αντιαρματικό πυροβολικό. Μέχρι το βράδυ ο Ρόμελ είχε αναγκαστεί να οπισθοχωρήσει, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 650 περίπου νεκρούς και τραυματίες και 52 από τα πολύτιμα άρματά του. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης «Κάπρι», στις 10 Μαρτίου, έγινε η μάχη του Κσαρ Ριλάν, στην οποία διακρίθηκε ο Ελληνικός Ιερός Λόχος.
Μετά την ήττα, ο Ρόμελ, που όφειλε να αμυνθεί επί ενός μετώπου συνολικού μήκους 625 χλμ., πρότεινε στον Χίτλερ και στον Μουσολίνι έναν υποχωρητικό ελιγμό και επανεγκατάσταση της Ομάδας Στρατιών (υπό μορφή προγεφυρώματος) στην περιοχή Μπιζέρτας και Ενφιταβίλ, με κατάληψη της Μετζέζ ελ Μπάμπα στο κέντρο.
Η πρότασή του όμως δεν έγινε δεκτή (αργότερα η λύση αυτή υιοθετήθηκε εκ των πραγμάτων), αν και αποτελούσε τη μόνη λογική επιλογή, αφού η υπεράσπιση ενός τόσο εκτεταμένου μετώπου από τόσο καταπονημένες και χωρίς λογιστική υποστήριξη μονάδες, εναντίον ενός τόσο ισχυρού εχθρού, ήταν ουσιαστικά αδύνατη. Ύστερα από την απόρριψη της πρότασής του, ο Ρόμελ έλαΒε αναρρωτική άδεια και αναχώρησε οριστικά από τη Βόρεια Αφρική.
Στο μεταξύ οι Σύμμαχοι είχαν «κολλήσει» απέναντι στη γραμμή Μαρέθ. Με την έλευση ενισχύσεων, όμως, ο Μοντγκόμερι σχεδίασε τη διάσπασή της. Η επιχείρηση «Πυγμάχος», όπως ονομάστηκε, προέβλεπε κατά μέτωπο επίθεση κατά της τοποθεσίας, με ταυτόχρονη υπερκέρασή της από τα δυτικά. Την κατά μέτωπο προσβολή ανέλαβαν οι βρετανικές 50η και 51η ΜΠ και η 201η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία (ΤΘΤ), με τις 1η και 7η ΤΜ σε δεύτερο κλιμάκιο, έτοιμες να εκμεταλλευθούν το παραμικρό ρήγμα.
Τη δύναμη ελιγμού αποτελούσαν η 2η Νεοζηλανδική ΜΠ, η 8η ΤΘΤ, οι δυνάμεις των Γάλλων του Λεκλέρκ και ο Ιερός Λόχος του Χριστόδουλου Τσιγάντε. Τη δράση των δυνάμεων ελιγμού συντόνιζε ο στρατηγός Φράιμπεργκ.
Οι αξονικές δυνάμεις αποτελούντο από τέσσερις ιταλικές και δύο γερμανικές μεραρχίες σε πρώτο κλιμάκιο και την 15η και την 21η Πάντσερ ως εφεδρικές. Οι δύο τελευταίες διέθεταν συνολικά 100 μόνο άρματα. Τη φύλαξη των πλευρών της κύριας τοποθεσίας αντίστασης είχε αναλάβει το Συγκρότημα Σαχάρας, εγκατεστημένο αμυντικά στα υψώματα που φυλάσσουν τη δίοδο προς Ελ Χαμμά.
Στις 22:30 της 2Οής Μαρτίου, το βρετανικό πυροβολικό άρχισε τα προπαρασκευαστικά πυρά κατά των αμυνομένων της γραμμής Μαρέθ. Μισή ώρα αργότερα τα πρώτα τμήματα της 5Οης ΜΠ άρχισαν την επίθεση, με τη συνδρομή του 5Οού Συντάγματος Αρμάτων, κατά των θέσεων της Μεραρχίας Φασιστικής Νεολαίας (Τζιοβάνι Φασίστι).
Όμως τα καλά προσαρμοσμένα πυρά των Ιταλών και το ρέμα Ζιγκσάου εκφύλισαν την επίθεση, ενώ μια αντεπίθεση της 15ης Πάντσερ εξουδετέρωσε το σύνολο σχεδόν των βρετανικών «προγεφυρωμάτων» στην αριστερή όχθη του ρέματος.
Ύστερα από αυτά, ο Μοντγκόμερι, αντιλαμβανόμενος ότι ήταν αδύνατο να διασπάσει μετωπικά τη γραμμή Μαρέθ χωρίς να υποστεί τεράστιες απώλειες, αναπροσάρμοσε τα σχέδιά του και έριξε όλο το βάρος στον υπερκερωτικό ελιγμό, ενισχύοντας τη δύναμη του Φράιμπεργκ με τις εφεδρικές του τεθωρακισμένες μεραρχίες. Μέχρι το απόγευμα της 26ης Μαρτίου, το Συγκρότημα Σαχάρας και η 21η Πάντσερ που έσπευσε σε βοήθεια, είχαν διασπαστεί και υποχωρούσαν προς Ελ Χαμμά, καταδιωκόμενοι από Βρετανούς, Γάλλους, Έλληνες και Νεοζηλανδούς. Οι προσπάθειες των Ιταλών και Γερμανών για απόφραξη του ρήγματος με την 15η Πάντσερ δεν πέτυχαν και έτσι στις 28 Μαρτίου οι Βρετανοί κατέλαβαν την Ελ Χαμμά, απειλώντας με κύκλωση τους υπερασπιστές της γραμμής Μαρέθ.
Ο Ιταλός στρατηγός Μέσσε, τοπικός διοικητής, με συνεχείς υποχωρητικούς ελιγμούς απέφυγε τη λαβίδα των Συμμάχων και στις 31 Μαρτίου οι δυνάμεις του εγκαταστάθηκαν αμυντικά μεταξύ του κόλπου της Γκαμπές και του Κοτ Ελ Τζερίντ, κατά μήκος του ρέματος Ακαρίτ.
Στο διάστημα αυτό, όμως, η 1η Στρατιά (πρώην ΤΘ Στρατιά Αφρικής) του Μέσσε είχε χάσει 16 τάγματα πεζικού, 130 πυροβόλα και 60 άρματα. Ο Μέσσε και το επιτελείο του οργάνωσαν όσο μπορούσαν την τοποθεσία, που ήταν και φύσει οχυρή, αφού το ρέμα Ακαρίτ ήταν σοβαρό εμπόδιο για τους επιτιθέμενους.
Ιταλοί και Γερμανοί υπολόγιζαν ότι ο Μοντγκόμερι δεν Θα επιχειρούσε έφοδο κατά της νέας τοποθεσίας πριν από τα μέσα Απριλίου.
Ο διοικητής της 8ης Στρατιάς όμως δεν είχε καμία πρόθεση να επιτρέψει στους αντιπάλους του να αναλάβουν από την προηγούμενη ήττα τους. Έτσι, το απόγευμα της 5ης Απριλίου, η 8η Στρατιά επιτέθηκε αιφνιδιαστικά κατά της τοποθεσίας Ακαρίτ. Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, η τοποθεσία είχε διασπαστεί, ύστερα από μάχες εκ του συστάδην.
Το επόμενο πρωί, οι Γερμανοί προσπάθησαν να φράξουν το ρήγμα με αντεπίθεση της 15ης Mεραρχίας Πάντσερ και της 90ης ΜΠ. Αποκρούστηκαν όμως και υποχώρησαν μπροστά στην πίεση δύο Βρετανικών ΤΜ (1ης και 7ης). Να σημειωθεί ότι η 15η Πάντσερ της οποίας κάποτε διοικητής ήταν ο Ρόμελ, αποτελούσε τον πυρήνα του Άφρικα Κορπ.
Η μάχη του Ουαντί (ρέματος) Ακαρίτ είχε κερδηθεί από τους Συμμάχους. Το τίμημα όμως ήταν βαρύ. Στη μάχη είχε συμμετάσχει φυσικά και ο πανταχού παρών Ιερός Λόχος, αφήνοντας όμως εκεί, «παντοτινό φρουρό» της αφιλόξενης τυνησιακής γης, τον Ίλαρχο Γρηγόριο Μπουρδάκο. Οι δυνάμεις του Άξονα είχαν υποστεί επίσης μεγάλη φθορά. Παρ’ όλα αυτά, κατόρθωσαν να οπισθοχωρήσουν πάλι.
Παράλληλα με τις επιθέσεις της βρετανικής 8ης Στρατιάς, οι Αμερικανοί, υπό τον στρατηγό Τζορτζ Πάτον, ανέλαβαν σε συνεργασία με το γαλλικό 19ο ΣΣ επιθετικές επιχειρήσεις στο δυτικό-νοτιοδυτικό τομέα του μετώπου. Σύντομα, οι δυνάμεις του Πάτον στο Μαρόκο κατέλαβαν τη Γκάφσα και το Ελ Γκετάρ, φθάνοντας έως το Φοντούκ.
Ο φον Άρνιμ, ο διοικητής της Ομάδας Στρατιών «Άφρικα», δεν είχε άλλη επιλογή από το να οπισθοχωρήσει στη γραμμή Ενφιταβίλλ-Πο Ντι Φα-Μετζέζ-Ελ Μπαμπ-Μπιζέρτα. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι χρειάστηκε να υποστούν δύο ήττες και σημαντική φθορά για να πεισθούν για την ορθότητα της πρότασης του στρατάρχη Ρόμελ. Στο μεταξύ οι Σύμμαχοι προέλασαν, προσπαθώντας να τηρήσουν την επαφή με τους υποχωρούντες αντιπάλους. Ο Ιερός Λόχος, ως προπομπός, εισήλθε στη Σφαξ και στη Σούσα, όπου έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους Έλληνες της εκεί παροικίας.
Τελευταίες μάχες
Η αφρικανική εκστρατεία πλησίαζε στο τέλος της. Ιταλοί και Γερμανοί είχαν καταφύγει στην τελευταία γραμμή άμυνας, με δυνάμεις τελείως εξαντλημένες.
Οι μεραρχίες του φον Αρνιμ ήταν ζήτημα αν διέθεταν δύναμη συντάγματος. Η 15η Πάντσερ, η επίλεκτη αυτή μεραρχία των βετεράνων του Άφρικα Κορπ είχε απομείνει με 15 μόνο άρματα, και η 164η του ίδιου Σώματος διέθετε δύο ισχνά τάγματα πεζικού χωρίς πυροβολικό.
Οι Σύμμαχοι, αντίθετα, αναπλήρωσαν τις απώλειές τους σε μεγάλο βαθμό και οργάνωσαν την τελική έφοδο. Την επίθεση άνοιξε η 8η Στρατιά, η 50η ΜΠ της οποίας κατέλαβε την Ενφιταβίλ. Οι Βρετανοί όμως σταμάτησαν μπροστά στο Ζαγκουάν της Τυνησίας, μη μπορώντας να διαρρήξουν την τοποθεσία. Στους άλλους τομείς Αμερικανοί, Βρετανοί και Γάλλοι άρχισαν να πιέζουν παντού το εχθρικό μέτωπο, αφού πρώτα απέκρουσαν ισχυρή γερμανική αντεπίθεση
Οι δυνάμεις του Άξονα, συνεχώς πιεζόμενες, αμύνονταν βήμα προς βήμα. Κάθε χωριό, κάθε λόφος και οτιδήποτε συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις, μετατρεπόταν σε σημείο στηρίγματος της άμυνας που έπρεπε να καταληφθεί με τη λόγχη. Επί 15 ημέρες οι Σύμμαχοι, παρά την ολόπλευρη πίεση που ασκούσαν στο εχθρικό μέτωπο, μικρή μόνο πρόοδο σημείωσαν.
Έστω και αργά πάντως, οι αξονικές δυνάμεις έχαναν έδαφος. Η αποστολή της τελικής διάσπασης (επιχείρηση «Ηφαίστειο») ανατέθηκε στην 1η Βρετανική Στρατιά, η οποία ενισχύθηκε και με μεραρχίες της 8ης.
Τα ξημερώματα της 6ης Μαΐου 1943, 600 βρετανικά πυροβόλα εξαπέλυσαν ένα φοβερό πυρ επί μετώπου μόλις 2,5 χλμ. στο σημείο συνδέσμου των Γερμανικών 334ης ΜΠ και «Χέρμαν Γκέρινγκ», τινάζοντας στον αέρα άνδρες, ορύγματα, οχήματα και σταθμούς διοίκησης.
Με το πρώτο φως της ημέρας η συμμαχική αεροπορία συνέχισε το έργο του πυροβολικού σε βάθος. Με την άρση των πυρών του πυροβολικού οι Γκούρκας της 4ης ινδικής ΜΠ επιτέθηκαν και ύστερα από λίγες ώρες σκληρής πάλης διέσπασαν την τοποθεσία. Είχε έρθει η ώρα του «ιππικού». Τα βρετανικά τεθωρακισμένα πέρασαν από το ρήγμα και επιτέθηκαν στα νώτα του εχθρού. Οι πεισματάρηδες Γερμανοί όμως δεν το έβαλαν κάτω.
Συγκέντρωσαν 20 άρματα υπό τη διοίκηση της 15ης Πάντσερ και αντεπιτέθηκαν κατά 600 βρετανικών αρμάτων! Δυστυχώς γι’ αυτούς, οι νόμοι των αριθμών υπήρξαν αμείλικτοι. Έτσι, μέχρι το απόγευμα, η 15η Πάντσερ δεν υπήρχε πλέον και η 7η ΤΜ των «Ποντικών της Ερήμου», με το περίφημο 11ο Σύνταγμα Ουσάρων σε πρώτο πλάνο, απελευθέρωσε την Τύνιδα. Στο κέντρο, οι Γάλλοι κατέλαβαν το Πο-ντι-Φα, ενώ οι Αμερικανοί εισήλθαν στη Μπιζέρτα.
Η διάλυση της Γερμανικής 5ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς ήταν πλέον γεγονός και ο διοικητής της, στρατηγός φον Φάερστ, βλέποντας το μάταιο του αγώνα, παρέδωσε τις δυνάμεις του. Νοτιότερα, η ιταλική 1η Στρατιά εξακολουθούσε να κρατά τις θέσεις της. Ήταν όμως ζήτημα χρόνου η συντριβή της, αφού τα νώτα της ήταν πλέον ακάλυπτα.
Στις 11 Μαΐου, οι Γάλλοι εισήλθαν στο Ζαγκουάν, αφού εξουδετέρωσαν τα υπολείμματα της 21ης Πάντσερ. Εκεί κοντά συνελήφθη αιχμάλωτος και ο διοικητής της Ομάδας Στρατιών, στρατηγός φον Άρνιμ. Την επόμενη μέρα συνθηκολόγησε και το Άφρικα Κορπ.
Ο στρατηγός Γκράμερ, ο τελευταίος διοικητής του, έστειλε τα ξημερώματα εκείνης της ημέρας το τελευταίο του σήμα: «Τα πυρομαχικά καταναλώθηκαν. Όπλα και υλικά καταστράφηκαν. Το Γερμανικό Αφρικανικό Σώμα (ΟΑΚ), σύμφωνα με τις διαταγές, αγωνίσθηκε μέχρι της τελευταίας του ρανίδας. Το γερμανικό-αφρικανικό Σώμα θα αναστηθεί. Ζήτω το Σαφάρι».
Το απόγευμα της ίδιας μέρας παρέδωσαν τα όπλα και οι τελευταίες μονάδες της Ιταλικής 1ης Στρατιάς που εξακολουθούσαν τον αγώνα.
Ο διοικητής της, στρατηγός Μέσσε, προήχθη σε στρατάρχη λίγες στιγμές πριν αιχμαλωτιστεί, με σήμα του Μουσολίνι που διέτασσε ταυτόχρονα την κατάπαυση του πυρός. Με τον τρόπο αυτό έληξε ο πόλεμος στο βόρειο αφρικανικό θέατρο επιχειρήσεων.
Μετά το Στάλινγκραντ, ο Άξονας είχε δεχθεί ένα νέο συντριπτικό πλήγμα, υφιστάμενος συνολικές απώλειες 340.000 ανδρών – ανάμεσά τους ήταν και 22 στρατηγοί. Μόνο 638 άνδρες της Ομάδας Στρατιών «Άφρικα» κατόρθωσαν να διαφύγουν αεροπορικώς…
Επίλογος – Συμπεράσματα
Η καταστροφή των ιταλικών και γερμανικών στρατιών στην Τυνησία, τέσσερις μόλις μήνες μετά τη συντριβή στο Στάλινγκραντ, αποτέλεσε την «ταφόπλακα» στα σχέδια του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Η ήττα στο αφρικανικό μέτωπο ήταν προάγγελος των συμμαχικών επιθέσεων στη νότια και τη δυτική Ευρώπη.
Η Ιταλία, ιδιαίτερα, χτυπήθηκε θανάσιμα από την ήττα αυτή. Πέρα από το γεγονός της απώλειας των αποικιακών κτήσεών της, καθίστατο πλέον άμεσος στόχος των Συμμάχων. Η νέα αποτυχία των ιταλικών όπλων, τα οποία άλλωστε είχαν ταπεινωθεί σε όλα τα θέατρα επιχειρήσεων που πολέμησαν, είχε άμεσο αντίκτυπο στο ηθικό του ιταλικού λαού.
Έτσι μερικούς μήνες αργότερα, όταν οι Σύμμαχοι αποβιβάστηκαν στη Σικελία, η ιταλική αντίσταση κατέρρευσε και οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να κρατήσουν και ένα δεύτερο ευρωπαϊκό μέτωπο από το 1943.
Όσον αφορά τον καθαρά στρατιωτικό τομέα, η μάχη της Τυνησίας είχε πριν από την έναρξή της προδικασμένο αποτέλεσμα. Για τον λόγο αυτό η αποστολή της 5ης Τεθωρακισμένης Στρατιάς στη Βόρεια Αφρική πρέπει να θεωρηθεί μάλλον ως λανθασμένη κίνηση, αφού οι πιθανότητες επιτυχίας ήταν μικρές και το κόστος μεγάλο.
Οι Γερμανοί, στην προσπάθειά τους να σώσουν μια στρατιά, έχασαν δύο. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, αντί να φροντίσουν να απαγκιστρώσουν ό,τι μπορούσαν από τη Στρατιά του Ρόμελ, έστειλαν και άλλες δυνάμεις (τις οποίες ήταν τουλάχιστον δύσκολο να ανεφοδιάζουν), για να πολεμήσουν κυριολεκτικά με την «πλάτη στον τοίχο». Οι Σύμμαχοι, έχοντας τον αδιαφιλονίκητο έλεγχο στη θάλασσα και τον αέρα, κατόρθωσαν να απομονώσουν το θέατρο επιχειρήσεων και να εξοντώσουν τα θλιβερά υπολείμματα των άλλοτε περήφανων Panzer.
Ύστερα από την ήττα αυτή, άνοιξε ο δρόμος για την «Επιχείρηση Χάσκι», όπως ονομαζόταν η εισβολή των Συμμάχων στη Σικελία. Η επιχείρηση άρχισε τη νύκτα μεταξύ 9ης και 10ης Ιουλίου 1943 και στρατηγικά πέτυχε όλους τους στόχους όπως είχαν προσχεδιαστεί.
Στην επιτυχία της επιχείρησης σημαντικό ρόλο έπαιξε η Ελλάδα, καθώς οι Γερμανοί πίστεψαν ότι η απόβαση των Συμμαχικών δυνάμεων θα γινόταν στα παράλια της Ελλάδος και συγκεκριμένα στην Πελοπόννησο, όπου οι Σύμμαχοι θα εγκαθιστούσαν ναυτικές βάσεις στην περιοχή της Καλαμάτας και αεροπορικές στην περιοχή του Αράξου.