AddThis Website Tools

Το σχέδιο αυτό προϋπόθετε ότι οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής δεν θα παρέμεναν στην Ελλάδα, αλλά θα επιδίωκαν τη συμμετοχή τους σε μελλοντικές μάχες που θα διεξάγονταν στην κεντρική Ευρώπη.

Η συνέχιση της εμφύλιας σύγκρουσης μεταξύ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ, που άρχισε τον Οκτώβριο του 1943, ανησυχούσε την εξόριστη κυβέρνηση. Ο Τσουδερός, στις 21 Δεκεμβρίου του 1943, μιλώντας από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Καΐρου, όχι μόνο για λογαριασμό της κυβέρνησής του, αλλά και του στρατηγού Ουίλσον (αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων) προσδιόρισε δύο νέα σημεία στην έκκλησή του για ενότητα μεταξύ των ανταρτικών οργανώσεων.

Οι ηγέτες των ανταρτών είχαν ειδοποιηθεί να ακούσουν την ομιλία και να τη σχολιάσουν. Στο πρώτο κατήγγειλε τα Τάγματα Ασφαλείας και προέτρεπε τις οργανώσεις αντίστασης να εκδιώξουν όσους ήταν ένοχοι συνεργασίας με τους Γερμανούς. Η αναφορά αυτή άρεσε, ιδιαίτερα στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, που το ερμήνευσε ως επίθεση κατά του Ζέρβα.

Ο Ψαρρός δεν το σχολίασε, επειδή ήταν ουδέτερος στον εμφύλιο πόλεμο και δεν βαρυνόταν με τέτοια κατηγορία, ενώ ο Ζέρβας αισθάνθηκε έντονη ανησυχία για κάποιους από τους συνεργάτες του, που είχαν, όμως, εγκαταλείψει την οργάνωσή του. Στο δεύτερο σημείο, ο εξόριστος πρωθυπουργός καλούσε «πάντας τους αντάρτας, εν ονόματι της πατρίδος, εις συμφιλίωσιν» και αν δεν μπορούσαν να ενωθούν, έπρεπε να διαλυθούν και να γυρίσουν στα σπίτια τους. Η αναφορά αυτή εξόργισε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.

Ο Τσουδερός, λαμβάνοντας υπόψη τα σχόλια των ηγετών του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, προετοίμαζε ένα δεύτερο ραδιοφωνικό μήνυμα, για τις 31 Δεκεμβρίου. Πριν, όμως, το εκφωνήσει, ο Ζέρβας, σε μια απέλπιδα προσπάθειά του να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, προτού συναφθεί ανακωχή, επιτέθηκε κατά του ΕΛΑΣ, ο οποίος θεώρησε την ενέργεια αυτή ως προδοσία, καθώς τη συνδύασε με την υποτιθέμενη σιωπή του Ζέρβα στο θέμα των συνεργατών των Γερμανών.

Μάλιστα, κατηγόρησε τον αξιωματικό-σύνδεσμο της Στρατιωτικής Συμμαχικής Αποστολής (ΣΣΑ) ότι διηύθυνε προσωπικά αυτή την επιχείρηση. Η κατηγορία αυτή, όμως, ήταν ανυπόστατη, αφού η μόνη παρέμβαση της ΣΣΑ ήταν να ανακόψει την προώθηση του Ζέρβα στο σημείο που φαίνονταν το καλύτερο όριο ανάμεσα στις ζώνες επιχειρήσεων του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ. Ο ΕΛΑΣ δεν πείθονταν από τις εξηγήσεις της ΣΣΑ και προετοίμαζε την αντεπίθεσή του.

Ύστερα από αυτά τα γεγονότα, το δεύτερο μήνυμα του Τσουδερού δεν είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η έκκλησή του ήταν: «Συμφιλιωθείτε, διά να στρέψετε όλοι μαζί τα όπλα κατά του εχθρού».

Στην ομιλία του αναφερόταν στα μηνύματα υποστήριξης που έστειλαν οι υπουργοί Εξωτερικών Μ. Βρετανίας και ΗΠΑ, Ήντεν και Χαλλ, αντίστοιχα –αναμένονταν, επίσης, δήλωση της Σοβιετικής κυβέρνησης– ενώ περιείχε και κατηγορίες εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για δικτατορικές μεθόδους.

Την Πρωτοχρονιά του 1944, ο Γεώργιος Β΄, αλλά και ο ραδιοφωνικός σταθμός της Μόσχας απηύθυναν έκκληση για ενότητα στην Ελλάδα. Στις 12 Ιανουαρίου επιδόθηκε διακοίνωση στον Έλληνα πρεσβευτή στη Μόσχα, που υποστήριζε τη συγκρότηση ενιαίου μετώπου των Ελλήνων ανταρτών. Τον ίδιο μήνα εκδόθηκε βασιλικό διάταγμα, που στερούσε την ελληνική ιθαγένεια σε όσους είχαν διατελέσει μέλη σε κυβερνήσεις συνεργατών του κατακτητή στην Ελλάδα.

Η έκκληση των Βρετανών και της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης για ειρήνευση, αρχικά τουλάχιστον, αντιμετωπίσθηκε θετικά από το ΕΑΜ, η Κεντρική Επιτροπή του οποίου, στις 11 Ιανουαρίου, σε μήνυμά της προς τον Τσουδερό επιδοκίμασε τις δηλώσεις του «στιγματιζούσας ψευδοευζώνους, σώματα ασφαλείας». Στο μήνυμα αυτό, αλλά και σε άλλο αντίστοιχο, που έστειλε προς το ΣΜΑ, υπογράμμιζε ότι «θεωρεί υπέρ ποτέ επιβαλλομένην ένωσιν απάντων Ελλήνων εναντίον κατακτητού».

Αλλά και ο Αλέξανδρος Σβώλος, που στο μεταξύ είχε προσεγγίσει τις θέσεις του ΕΑΜ, σε σημείωμά του προς το Κάιρο μνημόνευσε τα μηνύματα του Τσουδερού και διαβεβαίωσε ότι με την ιδέα «περί ενοποιήσεως των ανταρτικών δυνάμεων και περί επιδιώξεως της εθνικής ενότητος» τάσσεται και το ΚΚΕ, με όρους, με τους οποίους συνέπιπτε και η γνώμη του. Ταυτόχρονα ο Ζέρβας, σε μήνυμά του προς τον Τσουδερό, έγραφε: «την έκκλησίν σας διά ραδιοφώνου … όλοι οι αντάρται ήκουσαν τα όσα είπατε με τας καρδίας μας γεμάτας από μεγίστην συγκίνησιν».

Η κινητικότητα αυτή που αναπτύχθηκε δεν ήταν άσχετη με το ενδιαφέρον των Συμμάχων για τα ελληνικά πράγματα, αφού τον Ιανουάριο, διαβιβάσθηκε στη ΣΣΑ από τη SOE Καΐρου ένα σχέδιο, που προέβλεπε την απελευθέρωση της Ελλάδας, πριν από τα τέλη Απριλίου του 1944. Οι Βρετανοί επιζητούσαν την ενότητα δράσης των ανταρτών, υπό ενιαία διεύθυνση, προς το συμφέρον του συμμαχικού αγώνα και επείγοντο για την έναρξη συζητήσεων για την κατάπαυση των ένοπλων συγκρούσεων μεταξύ ΕΔΕΣ και ΕΛΑΣ.

Για τον σκοπό αυτό, ο συνταγματάρχης Γουντχάουζ, επικεφαλής της ΣΣΑ ήρθε σε επαφή με το Γενικό Στρατηγείο (ΓΣ) του ΕΛΑΣ, για να ενημερώσει την ηγεσία του, για το σχέδιο «Κιβωτός του Νώε», το οποίο θα ετίθετο σε εφαρμογή κατά την αποχώρηση των Γερμανών. Οι αξιωματικοί της ΣΣΑ υπό τη δική του καθοδήγηση, καθώς και του Αμερικανού υποδιοικητή-ταγματάρχη Τζέρυ Γουάινς προετοίμαζαν ένα ευρύ πρόγραμμα σαμποτάζ, για τη στιγμή που οι Σύμμαχοι θα έκαναν απόβαση στην Ελλάδα.

Υπήρχαν ομοιότητες του σχεδίου αυτού με το προγενέστερο «Animals», ωστόσο αυτήν τη φορά παρουσιάζονταν δυσκολίες στην εφαρμογή του, γιατί η ΣΣΑ και οι αντάρτες έπρεπε όχι απλά να δημιουργήσουν στους Γερμανούς την εντύπωση ότι κινδύνευαν, αλλά και να τους καταδιώξουν.

Το σχέδιο

Η επιχείρηση θα εξελίσσονταν σε τρεις φάσεις: Στην πρώτη, έπρεπε να τερματιστούν οι εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των αντάρτικων οργανώσεων ΕΔΕΣ και ΕΛΑΣ και να καταστεί δυνατή η συμφιλίωσή τους, για να συνεργαστούν στην εκτέλεσή της.

Στη δεύτερη, απαιτούνταν να δημιουργηθεί ένα αίσθημα ασφάλειας και εφησυχασμού στον εχθρό, όχι, όμως σε σημείο τέτοιο που να μειώσει τις δυνάμεις του στην Ελλάδα και να τις στείλει έξω από τη χώρα. Οι δυνάμεις των αντάρτικων οργανώσεων θα μειώνονταν, οι αντάρτες θα επέστρεφαν στις κατοικίες τους για να σπείρουν τα σιτηρά του επόμενου έτους και οι Γερμανοί θα επέτρεπαν τη διανομή φαγητού από τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό σε περιοχές που ελέγχονταν από δυνάμεις ανταρτών.

Οι Σύμμαχοι θα εκμεταλλεύονταν το κλίμα της ηρεμίας, προβαίνοντας σε αναγνώριση στόχων, ασφαλή αποστολή εφοδίων και ενδεχομένως σε μείωση του στρατιωτικού προσωπικού τους, που έδρευε στην Ελλάδα.

Στην τελική φάση, η οποία θα ξεκινούσε την άνοιξη του 1944, οι δυνάμεις των ανταρτών θα ανασυντάσσονταν, πλην, όμως, η συμμετοχή τους θα εξαντλούνταν στην παροχή κάλυψης σε ομάδες που θα διενεργούσαν σαμποτάζ και στην παρενόχληση του εχθρού που θα αποχωρούσε.

Για την υλοποίηση της επιχείρησης αυτής, οι τρεις κεντρικές περιοχές της αντάρτικης δραστηριότητας, ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ στην ηπειρωτική Ελλάδα και η Πελοπόννησος, θα ελέγχονταν απευθείας από το Κάιρο και θα λάμβαναν οδηγίες από έναν ανώτερο αξιωματικό. Οι Γουντχάουζ και Γουάινς τέθηκαν επικεφαλής του νέου συστήματος διοίκησης.

Οι δύο αυτοί αξιωματικοί, μέχρι την 1η Φεβρουαρίου, θα επέβλεπαν την αναδιοργάνωση και ανακατανομή των αντάρτικων δυνάμεων, ώστε τα μέλη της συμμαχικής αποστολής να εντάσσονταν σε περιοχές ανταρτών που περιλάμβαναν ενδεχόμενους στόχους. Οι στόχοι αυτοί έπρεπε να αναγνωριστούν μέχρι την 1η Μαρτίου 1944.

Για τους στόχους που δεν περιλαμβάνονταν στις περιοχές δράσης των ανταρτών και για την καταστροφή τους απαιτούνταν πράξεις δολιοφθοράς –όπως το λιμάνι του Πειραιά ή τα αρχηγεία των Γερμανών στην Αθήνα– η συμμαχική αποστολή θα συνεργάζονταν με μικρές αντιστασιακές ομάδες, που διενεργούσαν σαμποτάζ ή δραστηριοποιούνταν στη μετάδοση πληροφοριών.

Η αντίδραση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ

Γραπτό κείμενο του σχεδίου δεν υπήρχε, αλλά οι βασικοί όροι του, όπως τους καθόρισε το ΣΜΑ, μεταφέρθηκαν προφορικά από το Γουντχάουζ στην ηγεσία του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Όπως αναφέρει ο Σαράφης, «Αρχές Γενάρη η συμμαχική αποστολή μάς κάλεσε σε γεύμα … Μπροστά και ύστερα από το γεύμα είχαμε να συζητήσουμε ένα σοβαρό ζήτημα. Βιάζονταν να γίνει ανακωχή γιατί το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής ήθελε να αναθέσει στον ΕΛΑΣ ένα σχέδιο επιχειρήσεων, που ήταν μέρος από ένα γενικό σχέδιο».

Το σχέδιο θα ετίθετο σε εφαρμογή τον Απρίλιο του 1944, καθώς, τότε, θα δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του. Σύμφωνα με αυτό, θα γίνονταν επιθέσεις και καταστροφές συγκοινωνιών στην Ελλάδα, προκειμένου οι Γερμανοί που θα αποχωρούσαν:

• να εγκαταλείψουν το βαρύ οπλισμό τους και

• να αποδιοργανωθούν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχουν ανάγκη ανασυγκρότησης, για να πολεμήσουν σε άλλο μέτωπο.

Για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού, η Ελλάδα θα χωριζόταν σε συγκεκριμένα διαμερίσματα, ανάλογα με τους στόχους που καθορίζονταν:

• Στόχος υπ’ αριθ. 1: όλοι οι περί το Βέρμιο δρόμοι και σιδηροδρομικές γραμμές.

• Στόχος υπ’ αριθ. 2: δρόμος Μέτσοβο, Καλαμπάκα, Λάρισα, Κοζάνη, καθώς και η σιδηροδρομική γραμμή Λάρισα-Θεσσαλονίκη.

• Στόχος υπ’ αριθ. 3: δρόμοι και σιδηροδρομική γραμμή περί την Όρθρυ, από Λαμία μέχρι Δεμερλή. Ο στόχος αυτός επεκτάθηκε, αργότερα, έως το Μπράλο.

• Στόχος α: δρόμος και σιδηροδρομική γραμμή περί το Πάικο.

• Στόχος β: δρόμοι στη Λοκρίδα και δημιουργία βάσεων για καΐκια.

• Στόχος γ: δρόμοι στις περιοχές Άμφισσα, Λιδορίκι, Ναύπακτο και εγκαταστάσεις στο Πήλιο για την προστασία καϊκιών.

Επειδή ο κάθε στόχος θα είχε ανεξάρτητη διοίκηση, η ανακατανομή τους θα έφερνε διαταραχή στη διάταξη και διάρθρωση των μονάδων του ΕΛΑΣ, αφού τμήματα της μιας μεραρχίας έπρεπε να υπαχθούν σε άλλη μεραρχία. Ο ΕΛΑΣ δέχθηκε, κατ’ αρχήν, να αναλάβει την επιχείρηση, καθώς ο Γουντχάουζ διαβεβαίωσε τους επιτελείς του ότι θα επαναλαμβανόταν ο εφοδιασμός του και ότι θα ενισχυόταν με συμμαχικά τμήματα και βαρύ οπλισμό, εφόσον παρίστατο ανάγκη. Το μεγαλύτερο, όμως, μέρος των υλικών θα μεταφερόταν από την Τουρκία προς το Πήλιο με καΐκια, αφού δεν υπήρχε επαρκής αριθμός αεροπλάνων.

Σύμφωνα με τον Σαράφη, ο ΕΛΑΣ δεσμεύτηκε για την εξεύρεση καϊκιών και δέχθηκε την αποστολή συμμαχικών αποσπασμάτων, ενώ για την περιοχή γ πρότεινε να ανατεθεί ο στόχος στο 5/42 ΣΕ του Ψαρρού, με το οποίο είχε πολύ καλές σχέσεις και το οποίο θα ενίσχυε, σε περίπτωση ανάγκης.

Το ΓΣ του ΕΛΑΣ εξέδωσε, σχεδόν αμέσως, διαταγές για την εφαρμογή του αγγλικού σχεδίου. Στην αριθ. ΕΠΕ 183/17.1.1944 «αυστηρώς απόρρητος- προσωπική διά τας Διοικήσεις Μεραρχιών Διαταγή» –η οποία κατά το Γ. Φαράκο αποτελεί τη μόνη γραπτή μαρτυρία των στρατιωτικών λεπτομερειών του σχεδίου «Κιβωτός»– καταγράφονται αναλυτικά οι περιοχές και οι στόχοι δράσης των τμημάτων του ΕΛΑΣ και καθορίζεται ποια Διοίκηση Μονάδας θα έχει την ευθύνη σε κάθε περιοχή, «τη συνεργασία … μετά των αντιστοίχων Άγγλων Αξιωματικών συνδέσμων οίτινες και θα υποδείξωσι τους στόχους». Κατόπιν, εξέδωσε και άλλες διαταγές για να διευκρινιστούν κάποιες λεπτομέρειες που αφορούσαν στη δικαιοδοσία των Άγγλων συνδέσμων και να υπογραμμίσει την ανάγκη να τηρηθούν οι υποσχέσεις για την εξασφάλιση εξοπλισμού και εφοδίων.

Αν και στις 21 Ιανουαρίου, μονάδες του ΕΛΑΣ, υπό τον Βελουχιώτη, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και απώθησαν τα τμήματα του ΕΔΕΣ μέχρι την τοποθεσία Λειψώ, κοντά στο Βουλγαρέλι Άρτας, τελικά, στις 4 Φεβρουαρίου επιτεύχθηκε η αναστολή των εχθροπραξιών, μεταξύ των δύο αντάρτικων οργανώσεων.

Στις 15 Φεβρουαρίου ξεκίνησαν στο Μυρόφυλλο οι εργασίες μιας κοινής διάσκεψης, μεταξύ του ΕΛΑΣ, του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ, η οποία κατέληξε στην υπογραφή ενός νέου συμφώνου στη γέφυρα της Πλάκας (29 Φεβρουαρίου 1944), που στην ουσία ήταν μια παράταση της ανακωχής επ’ αόριστον, παγιώνοντας τον υφιστάμενο συσχετισμό δυνάμεων: οι δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ θα διατηρούσαν τις θέσεις που κατείχαν μέχρι τότε. Με τη συμφωνία αυτή εκπληρώνονταν οι προϋποθέσεις για την πρώτη φάση της «Κιβωτού».

Η δεύτερη, όμως, φάση της επιχείρησης δεν μπορούσε να υλοποιηθεί, γιατί εκείνη την περίοδο οι Σύμμαχοι προετοίμαζαν την επιχείρηση «Bodyguard», η οποία προέβλεπε παραπλανητικές επιχειρήσεις, ώστε οι Γερμανοί να σχηματίσουν εσφαλμένη εκτίμηση σχετικά με τον χρόνο και τον τόπο εκδήλωσης των επιχειρήσεων των Άγγλων και των Αμερικανών στη Δυτική Ευρώπη.

Η επικείμενη, μάλιστα, εισβολή των Συμμάχων στη βορειοδυτική Ευρώπη (σχέδιο «Overlord») –η οποία άρχισε στις 6 Ιουνίου 1944, με την απόβαση στη Νορμανδία– προϋπόθετε ότι οι αντάρτικες ομάδες στην Ελλάδα θα παρενοχλούσαν τους Γερμανούς, προκειμένου οι τελευταίοι να περιέλθουν σε κατάσταση ανασφάλειας και να μη μετακινήσουν δυνάμεις τους από τα Βαλκάνια προς τα βόρεια.

Επειδή ο σχεδιασμός αυτός ερχόταν σε αντίθεση με το κλίμα ηρεμίας που προέβλεπε η δεύτερη φάσης της «Κιβωτού», η επιτροπή των αρχηγών των Επιτελείων, στα μέσα του Ιανουαρίου 1944, ζήτησε από τον Ουίλσον την αναθεώρησή του, διευρύνοντας το πεδίο των επιχειρήσεων εναντίον των Γερμανών.

Το πρόβλημα, τελικά, ξεπεράστηκε με την προσθήκη ενός μυστικού όρου, που τέθηκε στη συμφωνία της Πλάκας, σύμφωνα με τον οποίο: «Αι οργανώσεις ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ θα εξακολουθήσουν να παρέχουν αμέριστον την συμμετοχήν των εις σχέδια επιχειρήσεων και να διευκολύνουν τα σχέδια του ΓΣΔΜΑ (Γενικού Στρατηγείου Δυνάμεων Μέσης Ανατολής), συμπεριλαμβανομένης και της διολισθήσεως ειδικών βρετανικών και αμερικανικών μονάδων, αποσκοπουσών να λάβωσι μέρος εις τας επιχειρήσεις ταύτας».

Ο όρος αυτός αν και αναφέρονταν αποκλειστικά στην «Κιβωτό», δέσμευε τις αντάρτικες οργανώσεις να αποδεχτούν την είσοδο συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα πριν από το τέλος του πολέμου και αποτέλεσε, πλέον, σημείο αναφοράς στις επόμενες Διασκέψεις του Λιβάνου και της Καζέρτας.

Μέσα σε τρεις ημέρες, ο μυστικός αυτός όρος διέρρευσε, έντεχνα, στις γερμανικές υπηρεσίες πληροφοριών, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο συμμαχικής απόβασης στα Βαλκάνια. Με τον τρόπο αυτό η δεύτερη φάση της «Κιβωτού» ολοκληρώθηκε και ικανοποιήθηκαν ταυτόχρονα οι σχεδιασμοί της SOE Καΐρου, αλλά και των αρχηγών των επιτελείων, το ενδιαφέρον των οποίων εστιαζόταν στην επιχείρηση «Οverlord».

Αμφισβήτηση της επιχείρησης

Πολύ γρήγορα, ο ΕΛΑΣ, με διάφορες προφάσεις, αμφισβήτησε την αναγκαιότητα εκτέλεσης της «Κιβωτού». Ο ταγματάρχης του Θεόδωρος Μακρίδης, στην απόρρητη έκθεσή του, κατήγγειλε επανειλημμένα ότι όλη αυτή η υπόθεση ήταν «φενάκη», με στόχο την επιβολή «εις βάρος του ΕΛΑΣ … δεσμεύσεων και δουλειών», ώστε τα τμήματα του ΕΛΑΣ να μην μπορούν, κατά το χρόνο της αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων, να δράσουν αυτόνομα, μέσα στα πλαίσια των πολιτικών επιδιώξεων του ΕΑΜ. Αλλά και ο Θ. Χατζής υποστηρίζει ότι «ομόφωνη ήταν η γνώμη της ΚΕ του ΕΛΑΣ πως πρόκειται για παγίδα των Άγγλων και δεν θα έπρεπε να πέσει σ’ αυτήν ο ΕΛΑΣ».

Η παρατήρηση του Μακρίδη είναι ενδεικτική των προθέσεων του ΕΛΑΣ, που απέβλεπε στην ένοπλη κατάληψη της εξουσίας, μέσα από μια κλιμάκωση της τακτικής του, η οποία θα κορυφωνόταν τη στιγμή ακριβώς που η μετάβαση από τη γερμανική κατοχή στην απελευθέρωση από τους Συμμάχους θα δημιουργούσε ένα πολιτικό κενό. Το ΚΚΕ επιδίωκε τον έλεγχο της χώρας, στο αδύνατο σημείο της εναλλαγής των δύο στρατευμάτων.

Επειδή, όμως, δεν μπορούσε να το προσδιορίσει με ακρίβεια, η πολιτική του ήταν αμφιταλαντευόμενη, κατά το πρώτο εξάμηνο του 1944.

Η ΚΕ του ΚΚΕ και ο Σιάντος έκριναν ότι για πολιτικούς λόγους ήταν υποχρεωτική η συμφωνία με το ΣΜΑ, λαμβάνοντας, όσο ήταν δυνατόν, μέτρα για να μην αδρανοποιηθεί ο ΕΛΑΣ. Μόλις, όμως, ο Μακρίδης ανέλαβε τη διεύθυνση του III Γραφείου του ΓΣ του ΕΛΑΣ προέβη στην αναδιάταξη των τμημάτων του και των αποστολών τους, ώστε να μη τηρούν «πλήρως τας εκ της Κιβωτού δουλείας κ.λπ.».

Το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ εξέφραζε φόβους ότι οι Βρετανοί επιδίωκαν να εγκλωβίσουν ή να αδρανοποιήσουν τις δυνάμεις του και τους κατηγορούσε ότι δεν του παρείχαν τις αναγκαίες ποσότητες πυρομαχικών. Σταδιακά, παραβίασε τη συμφωνία, διογκώνοντας τα αδύνατα, από στρατιωτικής άποψης, σημεία της, όπως, ότι:

• δεν δόθηκαν σαφείς και λεπτομερείς πληροφορίες για τον χώρο και τον χρόνο δράσης των αγγλικών στρατευμάτων και των άλλων αντάρτικων ομάδων,

• δεν ήταν συγκεκριμένη και οριστική η ενημέρωση ως προς τον χρόνο πραγματοποίησης των επιχειρήσεων, και

• δεν ήταν εξασφαλισμένη, με εγγυημένους όρους, η παραχώρηση στον ΕΛΑΣ των απαραίτητων όπλων, πυρομαχικών και εφοδίων.

Όπως, όμως, παρατηρεί ο Γρ. Φαράκος, οι ενστάσεις αυτές δεν δικαιολογούσαν την απόρριψή του από τον ΕΛΑΣ, αφού «από τη στιγμή που το ΣΜΑ πρόβλεπε, λόγω της αλλαγής των δεδομένων του πολέμου, ως πιθανή την έναρξη αποχώρησης των Γερμανών από την Ελλάδα, ήταν υποχρεωμένο να σχεδιάζει στρατιωτικές επιχειρήσεις παρενόχλησής τους».

Ο Μακρίδης θεωρούσε ότι τροποποιούνταν επί το δυσμενέστερο «οι εκ του σχεδίου Κιβωτός δεσμεύσεις και δουλείες του ΕΛΑΣ» από τον μυστικό όρο που τέθηκε στο Πρωτόκολλο της Πλάκας, σύμφωνα με τον οποίο το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ δεσμεύονταν να διευκολύνουν την επάνοδο στην Ελλάδα των συμμαχικών στρατευμάτων και την τελική εγκατάσταση μιας αναγνωρισμένης εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης.

Οι φόβοι του Μακρίδη δεν ήταν τίποτε περισσότερο από προφάσεις για την απόρριψη του σχεδίου, αφού η ενίσχυση της μικρής συμμαχικής στρατιωτικής δύναμης, συνολικά 400 περίπου ανδρών, αντικειμενικά, ήταν αδύνατον να προκαλέσει χτύπημα στον ΕΛΑΣ. Αντίθετα, όπως ο Γουντχάουζ σημειώνει, «η παρουσία συμμαχικών στρατευμάτων θα συνέβαλλε στο να απέχουν οι αντάρτες από εχθροπραξίες μεταξύ τους και ότι η αδιάκοπη διείσδυσή τους στα βουνά θα επιτάχυνε την απελευθέρωση από τα μέσα, από τη μια με την παρενόχληση των Γερμανών στην αποχώρησή τους και, από την άλλη, με την άμεση κατάληψη των θέσεων που θα εγκατέλειπαν».

Ωστόσο, ο ίδιος ο Γουντχάουζ υποστηρίζει ότι η «Κιβωτός» είχε μικρές μόνο πιθανότητες επιτυχίας, αφού ήταν πλέον φανερό ότι:

• η Ελλάδα δεν θα απελευθερωνόταν με ενεργό δράση, αλλά θα αφηνόταν παθητικά ν’ αποκοπεί από τη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη και

• μια χούφτα Γερμανοί και δεύτερης σειράς στρατεύματα δορυφόρων τους, ουσιαστικά, εμπόδιζαν τώρα την ολοκληρωτική κατοχή της Ελλάδας από τους αντάρτες.

Εγγενείς αδυναμίες

Τις εγγενείς αυτές αδυναμίες του σχεδίου εξέφρασε με τον πιο εύστοχο τρόπο, σύμφωνα με τον Γουντχάουζ, και ο πολιτικός σύμβουλος του ΓΣ του ΕΛΑΣ Δεσποτόπουλος, ο οποίος, απευθυνόμενος στη ΣΣΑ ρώτησε, με οξυδέρκεια, «τι όφελος θα είχαν οι Έλληνες με το να παρενοχλούν και να καθυστερούν μόνο τον εχθρό, από τον οποίο ανυπομονούσαν τόσο πολύ ν’ απαλλαγούν, όσο θα ανυπομονούσε τότε κι εκείνος να φύγει».

Ο Σαράφης αναφέρει ότι, όταν συγκροτήθηκε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), τα τμήματα του ΕΛΑΣ είχαν μεταφερθεί στις κατάλληλες θέσεις, κοντά στους αντικειμενικούς σκοπούς, όπως καθορίζονταν στο σχέδιο «Κιβωτός», που ήταν έτοιμο για εκτέλεση. Ο ΕΛΑΣ ζητούσε από τη συμμαχική αποστολή το γενικό εφοδιασμό όλων των δυνάμεών του. Η ΣΣΑ, όμως, του απάντησε ότι:

• Θα κάλυπτε τις ανάγκες σε ιματισμό και τρόφιμα μόνο 10.000 ανταρτών, όσων δηλαδή απαιτούνταν για την «Κιβωτό». Ο ΕΛΑΣ αντέτεινε ότι για τη συντήρηση, διοίκηση και δράση των μαχητών αυτών χρειάζονταν υπηρεσίες εφοδιασμού, μεταφορών, επιμελητείας, επιτελεία, διοικήσεις, μέσα συνδέσμων και κάθε είδους όργανα, τις ανάγκες των οποίων έπρεπε να καλύψει, επίσης, ο ανεφοδιασμός. Τον ισχυρισμό αυτόν απέρριψε η συμμαχική αποστολή, καλώντας τον ΕΛΑΣ να διαλύσει τις δυνάμεις, που δεν μπορούσε να συντηρήσει με δικά του μέσα.

• Δεν θα διέθετε χρήματα και ότι με δικά του μέσα έπρεπε να μεταφέρει τα υλικά από την Τουρκία στο Πήλιο και από εκεί, στη Μακεδονία, Θεσσαλία και Ήπειρο, ενώ η ΙΧ Μεραρχία (Δυτικής Μακεδονίας) έπρεπε να τα παραλάβει από την ηπειρωτική ακτή της περιοχής Ζέρβα και να τα μεταφέρει στην περιοχή της.

• Τα πυρομαχικά θα χορηγούνταν μόνο όταν θα πλησίαζε η εφαρμογή του σχεδίου «Κιβωτός» και οι κατά τόπους αξιωματικοί-σύνδεσμοι επιβεβαίωναν ότι η επιχείρηση πέτυχε, καθώς και την ποσότητα πυρομαχικών που καταναλώθηκαν, προκειμένου να αναπληρωθούν.

Όπως γίνεται φανερό, η ΣΣΑ προσπαθούσε να ελέγξει τη ροή εφοδίων προς το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και να θέσει κάποιες ασφαλιστικές δικλείδες στη χρήση τους. Οι κομμουνιστές, πάντως, δεν άφησαν την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη και όπως, μαρτυρεί ο Σαράφης, από τον Φεβρουάριο τα καΐκια του ΕΛΑΝ μετέφεραν τα εφόδια από τη Σμύρνη στο Πήλιο και από εκεί με ζώα στη Μακεδονία, Θεσσαλία και Ρούμελη. Με τον τρόπο αυτό, ο ΕΛΑΣ προμηθεύτηκε 8.000 στολές και άρβυλα, λινοστολές και μανδύες και 350 τόνους τρόφιμα περίπου.

Το διάστημα αυτό, στάλθηκαν, επίσης, 300 περίπου Άγγλοι και Αμερικανοί στρατιωτικοί, κατανεμημένοι σε 6-8 τμήματα, οπλισμένα με ομαδικά όπλα και όλμους, για να συνεργασθούν με τον ΕΛΑΣ στην εκτέλεση των σαμποτάζ, όταν θα δίδονταν η διαταγή έναρξης της επιχείρησης «Κιβωτού».

Παράλληλα, το ΓΣ του ΕΛΑΣ αποδύθηκε σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι εκβιασμού απέναντι στους Βρετανούς, για να εξασφαλίσει τον ανεφοδιασμό του με όπλα και πυρομαχικά, που θα κάλυπταν τις ανάγκες όλο και περισσότερων ανταρτών. Στην αριθ. ΕΠΕ 236/27.3.44 διαταγή του προς τη Χ Μεραρχία, την παρότρυνε, ώστε: «… Εκμεταλλευόμενοι υποδεικνυομένας επιχειρήσεις, εξασφαλίσατε χορήγησιν πυρομαχικών και εφοδιασμών εις μεγαλυτέρας δυνατόν ποσότητας … χωρίς τούτο να τίθεται εκ του εμφανούς ως όρος διά την ανάληψιν των επιχειρήσεων». Μάλιστα, η ΠΕΕΑ με την ΑΠ 13/30.3.44 διαταγή της ενέκρινε αυτή τη στάση.

Όπως σημειώνει ο Γρ. Φαράκος, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, μέχρι τους τελευταίους μήνες (Αύγουστο-Σεπτέμβριο) πριν από την αποχώρηση των Γερμανών, συνέχισε να εκδίδει διαταγές για την εφαρμογή του σχεδίου «Κιβωτός», στις οποίες επισημαίνονταν, μεταξύ άλλων, ότι:

• οι Άγγλοι αξιωματικοί-σύνδεσμοι πρέπει να ασχολούνται με το έργο τους και όχι με την αντιεαμική προπαγάνδα,

• οι επιχειρήσεις να είναι εκείνες που συμφωνούνται, να εξακολουθήσουν «μετά ιδίας εντάσεως» στις ήδη συμφωνημένες περιοχές ή και να επεκταθούν σε άλλες που τώρα ορίζονται.

Η τελική φάση

Σύμφωνα με τον Σαράφη, στα τέλη Αυγούστου 1944, όταν γινόταν πλέον φανερό ότι τα γερμανικά στρατεύματα θα εκκένωναν την Ελλάδα, ο ΕΛΑΣ ανέμενε τη διαταγή από το ΣΜΑ για την εφαρμογή της τρίτης φάσης της «Κιβωτού», μαζί με την αναγκαία ποσότητα πυρομαχικών. Το ΓΣ του ΕΛΑΣ, ενόψει της επικείμενης απελευθέρωσης, εξέδωσε την αριθ. ΕΠΕ 1650/9.9.1944 διαταγή με την οποία συγκροτήθηκε η ομάδα μεραρχιών Στερεάς και τοποθετήθηκαν διοικητές σε διάφορες μονάδες του, καθώς και την αριθ. ΕΠΕ 1651/10.10.1944 διαταγή, στην οποία, μεταξύ των άλλων, καθορίζονταν οι αποστολές των μονάδων σε δύο φάσεις.

Στην πρώτη φάση προβλεπόταν, μεταξύ των άλλων, μετάπτωση σε νέα διάταξη και εκτέλεση της «Κιβωτού».

Όταν άρχισαν να εκτελούνται οι διαταγές αυτές, το ΣΜΑ έστειλε, τελικά, την εντολή, με την οποία καλούσε τα τμήματα που προορίζονταν για την «Κιβωτό» να καταλάβουν τις θέσεις τους και να αρχίσουν την εκτέλεσή της. Λίγο αργότερα, στην αριθ. ΑΠ 1529/28.9.44 διαταγή του ΕΛΑΣ, με υπογραφή του Μ. Μάντακα, γίνονταν λόγος για «πέρας Κιβωτού ήτοι λήξιν διατάξεων 1650 Γενικού», ωστόσο στην αριθ. ΕΠΕ 1856/10.10.44 διαταγή, με υπογραφή Σαράφη, απαιτούνταν από τις μονάδες του ΕΛΑΣ να επανορθώσουν «χαλάρωσιν τινά εν εκτελέσει επιχειρήσεων σχεδίου Κιβωτός».

Είναι πολύ πιθανόν, η τελευταία διαταγή να υπαγορεύτηκε από τις αποφάσεις της Συμφωνίας της Καζέρτας (κατά τη δεύτερη σύσκεψη στις 26.9.1944), σύμφωνα με τις οποίες, μεταξύ των άλλων, οι Σαράφης και Ζέρβας «…θα είναι υπεύθυνοι στις περιοχές τους, για την τήρηση του νόμου και της τάξης, για την αποφυγή εμφυλίου πολέμου και φόνων Ελλήνων από Έλληνες, για την πρόληψη αδικαιολόγητων συλλήψεων, πρόχειρης δίκης και επιβολής οποιασδήποτε ποινής. Με τις δυνάμεις τους θα παρενοχλούσαν τη γερμανική υποχώρηση και θα εξουδετέρωναν τις γερμανικές φρουρές». Ουσιαστικά, όμως, την περίοδο αυτή το σχέδιο είχε ξεπεραστεί από τα γεγονότα.

Οι Γερμανοί αποχωρούν ανενόχλητοι

Όταν στις αρχές Ιουνίου του 1944, οι Σύμμαχοι άνοιξαν στη Νορμανδία δεύτερο μέτωπο εναντίον των Γερμανών, ο γερμανικός στρατός, με πλήρη τάξη, άρχισε να αποχωρεί από τις κατεχόμενες χώρες, προκειμένου να υπερασπίσει τη χώρα του. Η αποχώρηση των Γερμανών από το ελληνικό έδαφος άρχισε να πραγματοποιείται σταδιακά από τον Αύγουστο του 1944.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν ήταν η εκκένωση των νησιών του Αιγαίου και της Κρήτης. Η μετακίνηση προς Βορρά φαινόταν αρκετά επισφαλής, γιατί υπήρχε ο αγγλικός Στόλος και η Αεροπορία που μπορούσαν να πλήξουν τα γερμανικά πλοία και αεροπλάνα. Ωστόσο, οι Άγγλοι δεν ενεπλάκησαν σε μάχες με τους Γερμανούς, παρά μόνο παρακολουθούσαν από σχετικά κοντινή απόσταση την εκκένωση των νησιών.

Η ολοκλήρωση της εκκένωσης των νησιών, εκτός από την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και ορισμένα νησιά των Κυκλάδων, έγινε στις 12.9.1944, των Ιονίων Νήσων στις 12-15 Σεπτεμβρίου και της Πελοποννήσου στις 21 Σεπτεμβρίου.

Ο Αχιλλέας Κύρου, διευθυντής της εφημερίδας «Εστία», έγραφε: «… είχε αρχίσει η μεταφορά μεγάλου μέρους του γερμανικού στρατού από τα διάφορα νησιά του Αιγαίου προς την Αττική και την πρωτεύουσα. Όλα τα γερμανικά αεροπλάνα που υπήρχαν στην περιοχή μας, χρησιμοποιούνταν για τις μεταφορές αυτές … Αλλά και με καΐκια, μικρά πλοία παντός είδους, ακόμα δε και με μεγαλύτερα πλοία, σαν το γερμανικό “Κάρολο”, μεταφέρονται οι Γερμανοί από τα νησιά προς το κέντρο. Προξενεί δε κάποιαν περίεργη εντύπωση στον απογοητευμένο από τις μεγάλες ελπίδες αθηναϊκό πληθυσμό το γεγονός ότι, οι σύμμαχοι, που παρακολουθούν με τα ανιχνευτικά των όλη αυτή την κίνηση, αφήνουν τους Γερμανούς σχεδόν ανενόχλητους στις μεταφορές των».

Ο Άλμπερτ Σπέερ, υπουργός της Πολεμικής και Βιομηχανικής Παραγωγής του Χίτλερ (συνέντευξη στο Β. Μαθιόπουλο, στο «Βήμα» το 1976) υποστήριξε ότι: «Είμαι αυτήκοος μάρτυρας ενός γεγονότος, που μας είχε προκαλέσει πολύ μεγάλη εντύπωση το φθινόπωρο του 1944. Θυμάμαι συγκεκριμένα ότι ο στρατηγός Γιοντλ (του γερμανικού επιτελείου), ήρθε μια μέρα και μου ανέφερε ότι επήλθε συμφωνία σε υψηλό επίπεδο μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας, που αφορούσε την Ελλάδα. Η συμφωνία αυτή, πρωτοφανής μέχρι τότε και όπως γνωρίζω μοναδική σε όλο τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αφορούσε –όπως, τουλάχιστον, μου είπε ο Γιοντλ– την εκκένωση της Ελλάδας από τα γερμανικά στρατεύματα, χωρίς βρετανική ενόχληση.

Η συμφωνία αυτή έγινε στη Λισσαβόνα και το ποιος είχε την πρωτοβουλία δεν ξέρω, αλλά πιστεύω ότι δεν έγινε σε διπλωματικό επίπεδο, αλλά πολύ ψηλότερα, για να μην υπάρξουν ακριτομυθίες. Η πληροφορία για το περίεργο αυτό “τζέντλεμαν αγκρίμεντ” μεταξύ Λονδίνου και Βερολίνου προκάλεσε σε όσους το έμαθαν κατάπληξη. Και, πράγματι, οι Άγγλοι την τήρησαν.

Τα γερμανικά πολεμικά μεταγωγικά σκάφη φορτώθηκαν στρατό από τα ελληνικά νησιά –που εκκένωσαν– πέρασαν, το φθινόπωρο του 1944, ανενόχλητα μπροστά από τα μάτια των Βρετανών και ανάμεσα από τα βρετανικά υποβρύχια στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Το τίμημα της συμφωνίας, κατά τη γνώμη μου, ήταν να παραχωρήσουν οι Γερμανοί τη Θεσσαλονίκη στους Άγγλους αμαχητί και μ’ αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα να περιέλθει στο δυτικό στρατόπεδο. Και, βέβαια, ο Χίτλερ θα διατηρούσε ανέπαφες τις δικές του δυνάμεις, που κατείχαν τον ελληνικό χώρο».

Ανάλογες απόψεις εξέφρασε και ο φον Όβεν, διευθυντής Τύπου του υπουργείου Προπαγάνδας του Χίτλερ, σε βιβλίο που έγραψε το 1975.

Όπως φαίνεται, οι Βρετανοί δεν ήθελαν να εμπλακούν σε πολεμικές επιχειρήσεις με τους υποχωρούντες Γερμανούς, οι οποίες θα τους προκαλούσαν ενδεχομένως απώλειες. Ταυτόχρονα, τα γερμανικά στρατεύματα θα παρέμειναν αξιόμαχα, έτσι ώστε να μπορέσουν να πολεμήσουν και να εμποδίσουν τον Κόκκινο Στρατό να φθάσει μέχρι την Αδριατική.

Ένα άλλο γεγονός, που συνέβη προς τα μέσα του Σεπτεμβρίου του 1944, περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την κατάσταση και επιβεβαιώνει, κάπως, την παραπάνω υπόθεση: μεγάλες μηχανοκίνητες μονάδες του σοβιετικού Στρατού, συγκεντρώθηκαν στην κοιλάδα της Δοϊράνης, στο βουλγαρικό έδαφος, με διαταγή να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη.

Μάλιστα, μια ομάδα σοβιετικών επιτελών αξιωματικών εισήλθε στην Ανατολική Μακεδονία «για να ανιχνεύσει το έδαφος και να δει πού θα στρατοπέδευε ο σοβιετικός Στρατός, όταν θα ερχόταν».

Όπως υποστηρίζει ο Β. Μπαρτζιώτας, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, την περίοδο εκείνη, «οι επιχειρήσεις αυτές οργανώθηκαν από τον στρατάρχη Τολμπούχιν, για να εμποδίσουν την υποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα και παίρνοντας τη Θεσσαλονίκη, να τσακίσουν και να αιχμαλωτίσουν τις δέκα χιτλερικές μεραρχίες».

Τότε, ο Τσώρτσιλ έστειλε τηλεγράφημα στον Στάλιν, με το οποίο τον απειλούσε ότι «η Αγγλία θα αποχωρούσε από τον αντιχιτλερικό συνασπισμό, αν δεν φύγουν τα σοβιετικά στρατεύματα από την Ελλάδα».

Πράγματι, οι μηχανοκίνητες σοβιετικές μονάδες δεν κατευθύνθηκαν προς την Ανατολική Μακεδονία, αλλά προς τη Γιουγκοσλαβία, όπου αντιμετώπισαν τις γερμανικές μεραρχίες στις μεγάλες μάχες στο Βελιγράδι και αργότερα στη Βουδαπέστη. Ο Στάλιν, μάλιστα, το 1948, υπενθύμισε με νόημα στον Τίτο, όταν επήλθε ρήξη στις μεταξύ τους σχέσεις: «Μην ξεχνάς ότι εμείς διώξαμε τους Γερμανούς από τη χώρα σου και όχι εσύ και οι παρτιζάνοι σου».

Ούτε, όμως και ο ΕΛΑΣ καταδίωξε τους Γερμανούς, κατά την αποχώρησή τους από την Ελλάδα. Στο επιχείρημα του Ανδρέα Κέδρου ότι ο «ΕΛΑΣ ήταν τόσο ισχυρός σε σχέση με τα τελευταία γερμανικά στρατεύματα που είχαν μείνει στην Αθήνα, ώστε θα μπορούσε, μέσα σε λίγες ώρες, ν’ απαλλαγεί απ’ αυτούς…και να καταλάβει την πρωτεύουσα…», ο Μπαρτζώτας αντιτείνει ότι «ήταν έξω από τις δυνατότητες που είχαμε στην Αθήνα, πολεμώντας ενάντια σ’ ένα γερό ταχτικό στρατό σαν το γερμανικό».

Ο Γάλλος συγγραφέας Dominique Euges έγραφε τότε ότι «οι Γερμανοί εγκαταλείπουν την Αθήνα και τη νότια Ελλάδα, οι γερμανικές εφοδιοπομπές αδιάκοπα προχωρούν μπροστά στα μάτια των ανταρτών κάτω από την Άμφισσα και οι αντάρτες 11 μέρες δεν τους χτυπάνε». Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει και ο Δημήτριος Δημητρίου (Νικηφόρος), ο οποίος αναφέρει πως όταν οι Γερμανοί διάβαιναν από το πέρασμα μεταξύ Γκιόνας και Παρνασσού, ο ΓΓ του ΚΚΕ Γ.

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Σιάντος, στο χωριό Στρώμη, αντέδρασε στην απαίτηση του καπετάνιου Αμάρμπεη και του λοχαγού Κώστα Ζαχαράκη της 13ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Ρούμελης να τους χτυπήσουν, με τα λόγια: «Αφήστε τους να πάνε στα τσακίδια, να μη μαυροφορέσουν κι άλλες μανάδες…»

Συμπερασματικά, η τρίτη φάση του σχεδίου «Κιβωτός του Νώε», έστω και αν ουδόλως εκτελέστηκε ή στην καλύτερη περίπτωση δεν αναπτύχθηκε στην έκταση που προβλεπόταν, καθόρισε σε σημαντικό βαθμό τις επιχειρήσεις Φεβρουαρίου-Οκτωβρίου 1944 σε βάρος των γερμανικών στρατευμάτων.

Στις επιχειρήσεις αυτές έλαβαν μέρος η ΣΣΑ, οι αντάρτικες οργανώσεις, ειδικά εκπαιδευμένα αμερικανικά και βρετανικά στρατιωτικά αποσπάσματα που πλαισίωσαν τους αντάρτες, καθώς και η συμμαχική Αεροπορία που εξορμούσε από την Ιταλία.

Ο ταξίαρχος Έντυ Μάγιερς (αρχηγός της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα, μέχρι το Φθινόπωρο του 1943) υπολογίζει τις καταστροφές σε βάρος των Γερμανών σε εκατό περίπου σιδηροδρομικούς συρμούς, σε πεντακόσια (κατεστραμμένα ή αιχμαλωτισμένα) αυτοκίνητα και σε 5.000 νεκρούς.

Παραδέχεται, όμως, ότι οι «Γερμανοί κατάφεραν ν’ αποσύρουν το κύριο βάρος των δυνάμεών τους ανέπαφο, αφήνοντας μόνο τις φρουρές ορισμένων νησιών ν’ απασχολούν τις Συμμαχικές δυνάμεις και να τις καθυστερούν μέχρι την τελική κατάρρευση της Γερμανίας».

Επίλογος

Στις 12 Οκτωβρίου του 1944, οι Γερμανοί εγκατέλειψαν την Αθήνα και τρεις ημέρες αργότερα τα βρετανικά στρατεύματα υπό τον στρατηγό Σκόμπυ εισήλθαν στην πρωτεύουσα, όπου οι κάτοικοι τα υποδέχτηκαν σε ατμόσφαιρα παραληρήματος. Στις 18 του ίδιου μήνα έφθασε στην πρωτεύουσα η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση. Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ σε μήνυμά του «Προς τον λαό της Αθήνας», που δημοσιεύτηκε στις 13 Οκτωβρίου χαιρέτιζε την εξέλιξη των γεγονότων ως εξής:

«Κομμουνιστές! Συνεχίστε στο πλευρό της Εθνικής Κυβέρνησης και των μεγάλων μας συμμάχων με μεγαλύτερη ορμή τον αγώνα για την απελευθέρωση και της τελευταίας σπιθαμής εδάφους της πατρίδας μας. Για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της Ελλάδας».

Το κενό εξουσίας διήρκησε από τις 12 έως τις 18 Οκτωβρίου και στο διάστημα αυτό το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία.

Οι φόβοι που είχε εκφράσει ο Τσώρτσιλ, στις 17 Αυγούστου, σε τηλεγράφημά του προς τον Ρούζβελτ ότι «…το ΕΑΜ και οι κομμουνιστές εξτρεμιστές θα επιχειρήσουν να καταλάβουν την Αθήνα και να συντρίψουν κάθε άλλη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα, εκτός από τη δική τους, ιδρύοντας μια τυραννική κομμουνιστική κυβέρνηση…» αποδεικνύονταν, κατ’ αρχήν, αβάσιμοι.

Ο Μάγερς, όμως, υποστηρίζει ότι το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν επιχείρησε να καταλάβει την εξουσία, γιατί πίστευε ότι οι Βρετανοί θα έφερναν ισχυρές δυνάμεις στην Ελλάδα.

Γράφει χαρακτηριστικά: «Το ΕΑΜ χρειάστηκε ν’ ανακαλύψει πρώτα τον περιορισμένο αριθμό των δυνάμεων αυτών και την αδυναμία των μέσων που διαθέταμε για να σκεφθεί ότι του δινόταν μια τρίτη ευκαιρία για την κατάληψη της εξουσίας».

Αυτή την ευκαιρία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, πλην, όμως, απέτυχε.

Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ δεν ενεπλάκη σε εχθροπραξίες με τους Γερμανούς, αφού ήθελε να διατηρήσει ακέραιες τις δυνάμεις του, ενόψει της αναμέτρησης με τα κυβερνητικά και συμμαχικά στρατεύματα, για την κατάληψη της εξουσίας.