Το κράτος του Ισραήλ ιδρύθηκε το 1948, μετά την αρνητική απάντηση των Αράβων στις προτάσεις του ΟΗΕ για τη δημιουργία δύο ανεξάρτητων κρατών στην περιοχή της Παλαιστίνης, ενός εβραϊκού και ενός αραβικού.
Η περιοχή τελούσε υπό τουρκικό έλεγχο επί αιώνες. Ήδη όμως από τα τέλη του 19ου αιώνα οι Εβραίοι που ζούσαν στην Παλαιστίνη είχαν οργανώσει διάφορες κατά τόπους πολιτοφυλακές.
Το 1907 οι άτακτες αυτές ομάδες οργανώθηκαν σε ένα πιο συγκροτημένο σώμα με την ονομασία Hashomer.
Μετά δε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο το σώμα αυτό επεκτάθηκε και εν μέρει στρατιωτικοποιήθηκε, αλλάζοντας και το όνομά του σε Haganah. Το σώμα αυτό αποτελούσε ένα είδος χωροφυλακής και είχε ως αποστολή την προστασία των εβραϊκών πληθυσμών από τις αραβικές επιθέσεις.
Κρατική οντότητα
Το 1929 η εξέγερση των Αράβων υποχρέωσε τους Εβραίους να εντατικοποιήσουν τη στρατιωτική τους εκπαίδευση. Σταδιακά, η Haganah άρχισε να εξελίσσεται σε στρατιωτικό σώμα. Η αραβική εξέγερση του 1936 οδήγησε τους Εβραίους σε συνεργασία με τους Βρετανούς.
Ένας Βρετανός αξιωματικός, ο οποίος έμελλε να γίνει κατόπιν διάσημος ως επικεφαλής των Τσίντιτς στη Βιρμανία, ο Ορντ Βινγκέιτ, οργάνωσε τις πρώτες εβραϊκές ομάδες κρούσης. Επρόκειτο για τις Ειδικές Ομάδες Νυχτερινής Κρούσης, που είχαν ως αποστολή, όχι την παθητική άμυνα, όπως η Haganah, αλλά την ανάληψη επιθετικών εγχειρημάτων.
Όσο κι αν φαντάζει περίεργο, οι ομάδες αυτές ήταν οι πρόγονοι των ισραηλινών τεθωρακισμένων δυνάμεων. Μετά την καταστολή της αραβικής εξέγερσης, όμως, το 1939, οι Βρετανοί υποχρέωσαν και τη Haganah να περάσει στην παρανομία. Το 1941 όμως, με τον Ρόμελ προ των πυλών της Αλεξάνδρειας, οι Βρετανοί ζήτησαν και πάλι τη συνδρομή των Εβραίων.
Λίγο αργότερα σχηματίστηκε και μια Εβραϊκή Ταξιαρχία Πεζικού, η οποία πολέμησε στην Ιταλία κατά των Γερμανών. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και καθώς η φρίκη του Ολοκαυτώματος άρχισε να αποκαλύπτεται, η Haganah πέρασε και πάλι στην παρανομία, αυτή τη φορά αγωνιζόμενη για το όραμα της ανεξαρτησίας από τους Βρετανούς και της δημιουργίας κρατικής οντότητας.
Η οργάνωση δεν εκτέλεσε πολεμικές επιχειρήσεις, παρά μόνο για να υπερασπιστεί εβραϊκά χωριά από επιδρομές. Οι μόνες επιθετικές επιχειρήσεις που διεξήγαγε αφορούσαν στην αρπαγή όπλων από βρετανικές αποθήκες. Επίσης, η οργάνωση βοήθησε Εβραίους μετανάστες να εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη.
Το Μάιο του 1947, όμως, άρχισε στον ΟΗΕ η συζήτηση για το θέμα της Παλαιστίνης, και ύστερα από έξι μήνες ο Οργανισμός κατέθεσε ένα σχέδιο για τη δημιουργία δύο κρατών στην Παλαιστίνη, υπό την αιγίδα του. Η Ιερουσαλήμ, μήλο της έριδος για Εβραίους και Άραβες, δεν θα δινόταν σε κανέναν, αλλά θα παρέμενε υπό διεθνή εντολή.
Βάσει του ίδιου σχεδίου, η βρετανική εντολή στην Παλαιστίνη θα έληγε και τα βρετανικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν το αργότερο μέχρι την 1η Αυγούστου του 1948.
Οι Άραβες όμως απέρριψαν το σχέδιο του ΟΗΕ και άρχισαν πολεμικές επιχειρήσεις, επιδιώκοντας τον πλήρη έλεγχο της περιοχής, υποστηρίζοντας ότι δίδονταν περισσότερα εδάφη στους Εβραίους. Η θέση αυτή έχει δόση αλήθειας, αλλά παραγνωρίζει το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των εδαφών που δίδονταν στους Εβραίους ήταν απλά μια θάλασσα άμμου, δηλαδή η έρημος της Νεγκέβ.
Από την άλλη, ήδη από το 1937, η Επιτροπή Πιλ της τότε Κοινωνίας των Εθνών, είχε επιχειρήσει το μοίρασμα της Παλαιστίνης, δίδοντας την εποχή εκείνη στους Άραβες το 70% σχεδόν των εδαφών της Παλαιστίνης, με την Ιερουσαλήμ να τίθεται υπό διεθνή έλεγχο. Και το Σχέδιο Πιλ απορρίφθηκε από τους Άραβες, οι οποίοι αντιδρούσαν στη δημιουργία έστω και ενός μικρού εβραϊκού κρατιδίου.
Ο Α’ Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος που ακολούθησε ήταν για τους Εβραίους πραγματικά αγώνας επιβίωσης. Η Haganah διέθετε, αρχικά, μόλις 20.000 ενόπλους, έναντι των στρατιωτικών δυνάμεων της Αιγύπτου, της πρώην Υπεριορδανίας, του Λιβάνου, της Συρίας, της Σαουδικής Αραβίας, του Ιράκ, της Υεμένης, του Εθελοντικού Αραβικού Απελευθερωτικού Στρατού και του Στρατού της Τζιχάντ (= του ιερού πολέμου). Το πρόβλημα για τους Άραβες ήταν ότι δεν διέθεσαν παρά μικρό μέρος των δυνάμεών τους στις επιχειρήσεις και δεν κατάφεραν ποτέ να συντονιστούν μεταξύ τους.
Οι αντίπαλοι Στρατοί
Ο Α’ Αραβοϊσραηλινός Πόλεμος άρχισε ως ένας πόλεμος αψιμαχιών. Και οι δύο πλευρές διέθεταν μικρές και κακής ποιότητας δυνάμεις. Εξαίρεση αποτελούσε η Αραβική Λεγεώνα της πρώην Υπεριορδανίας, ένα τακτικό σώμα που οργανώθηκε και εκπαιδεύτηκε από τους Βρετανούς τη δεκαετία του 1920.
Το Μάιο του 1948 η Λεγεώνα παράτασσε τέσσερα τάγματα πεζικού, τα οποία ανά δύο συγκροτούσαν ένα μηχανοκίνητο σύνταγμα, το καθένα ενισχυμένο με μία ίλη 12 θωρακισμένων τροχοφόρων οχημάτων Marmon-Herrington, 7 ανεξάρτητους λόχους πεζικού εθελοντών και 2 πυροβολαρχίες με 8 συνολικά πυροβόλα των 25 λιβρών.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η δύναμή της από 4.500 άνδρες αυξήθηκε στους 12.000, εις βάρος όμως της μαχητικής της αξίας. Η Αραβική Λεγεώνα ήταν καλά εξοπλισμένη, εφοδιασμένη με όλμους των 3 ιντσών και Α/Τ πυροβόλα των 57 χιλ. (6 λιβρών).
Το 1948, ο αιγυπτιακός Στρατός θεωρούνταν ο ισχυρότερος των αραβικών κρατών. Θεωρητικά, διέθετε 50.000 άνδρες, αλλά στην πραγματικότητα μόλις 20.000 από αυτούς ήταν διαθέσιμοι για επιχειρήσεις. Ωστόσο, οι άντρες του ήταν καλά εξοπλισμένοι, με βρετανικό οπλισμό και είχαν στη διάθεσή τους μεγάλο αριθμό αρμάτων (κυρίως ελαφρών).
Ειδικότερα, οι Αιγύπτιοι διέθεταν 3 άρματα Sherman M-4, αδιευκρίνιστο αριθμό βρετανικών αρμάτων Μ-22 Locust, Cromwell και Μatilda II, περισσότερα από 150 ελαφρά άρματα Valentine και Vickers Mk VI και 139 Bren Carriers. Διέθεταν επίσης σημαντικό αριθμό θωρακισμένων οχημάτων Humber Mk III και Mk V.
Σε πρώτη φάση διατέθηκαν για τις επιχειρήσεις 10.000 άνδρες, ενταγμένοι σε δύο ταξιαρχίες πεζικού. Μαζί τους πολέμησε ένα σαουδαραβικό απόσπασμα 1.200 ανδρών και ανεξάρτητοι λόχοι Σουδανέζων. Αργότερα ρίχτηκαν στη μάχη άλλοι 10.000 Αιγύπτιοι στρατιώτες.
Η Συρία εισήλθε στον πόλεμο με μια μικρή ταξιαρχία 2.000 ανδρών, η δύναμη της οποίας, σταδιακά, έφτασε τους 8.000 άνδρες. Οι άνδρες έφεραν γαλλικό εξοπλισμό. Στην ταξιαρχία διατέθηκε και μια επιλαρχία με 45 ελαφρά γαλλικά άρματα Renault 35 και 39. Επίσης, υπήρχαν Α/Τ πυροβόλα των 25 χιλ. και ελαφρά ορειβατικά των 65 χιλ.
Ο λεγόμενος Αραβικός Απελευθερωτικός Στρατός διέθετε περίπου 5.000 άνδρες, οργανωμένους σε 4 εθελοντικά τάγματα πεζικού, μία ίλη θωρακισμένων οχημάτων και μία μοίρα πυροβολικού με 7 πυροβόλα των 75 χιλ. και 3 των 105 χιλ.
Ο Λίβανος συμμετείχε με μία ταξιαρχία δυνάμεως 2.000 ανδρών, ενισχυμένη με ίλη θωρακισμένων και ίλη ελαφρών γαλλικών αρμάτων. Στις λιβανικές δυνάμεις εντάχθηκε αργότερα και ένα τάγμα 800 Μαροκινών.
Το Ιράκ συμμετείχε αρχικά με 5.000 άνδρες, που σταδιακά ανήλθαν στις 18.000. Τα ιρακινά τμήματα υποστηρίζονταν από μία επιλαρχία θωρακισμένων οχημάτων και, σύμφωνα με ορισμένες πηγές, από μία επιλαρχία βρετανικών αρμάτων. Συγκροτήθηκαν και μερικές ακόμα εθελοντικές άτακτες μονάδες, περιορισμένης μαχητικής αξίας. Στις δυνάμεις αυτές εντάσσονται και οι 1.500-2.000 εθελοντές του Στρατού της Τζιχάντ.
Στην άλλη πλευρά του λόφου, η Haganah, η οποία το Μάιο του 1948 μετονομάστηκε σε Αμυντική Δύναμη του Ισραήλ (ονομασία του ισραηλινού Στρατού), διέθετε αρχικά 35.000 άνδρες και γυναίκες μαχητές. Από αυτούς οι 20.000 ήταν οπλισμένοι. Η προσωρινή κυβέρνηση του Ισραήλ όμως επιστράτευσε το σύνολο σχεδόν του ικανού να φέρει όπλα πληθυσμού, ανεβάζοντας τη θεωρητική παρατακτέα δύναμη του Στρατού σε 115.000 άνδρες και γυναίκες, το Μάρτιο του 1949.
Από τον αριθμό αυτό όμως ούτε οι μισοί δεν έφεραν όπλα. Συνολικά, με την έναρξη των επιχειρήσεων οι ισραηλινές δυνάμεις διέθεταν περίπου 35.000 τυφέκια, 3.000 υποπολυβόλα, 186 πολυβόλα, 702 οπλοπολυβόλα, 672 όλμους των 2 ιντσών, 92 όλμους των 3 ιντσών, 12 γαλλικά ελαφρά άρματα Η-39, 1 άρμα Μ-4 Sherman και 2 άρματα Cromwell. Επίσης, κατασκευάστηκαν επί τόπου 16.000 υποπολυβόλα Sten και 150.000 χειροβομβίδες.
Το ισχυρό χαρτί πάντως των Ισραηλινών ήταν η Aεροπορία τους, η οποία συγκροτήθηκε κυριολεκτικά από το μηδέν, με υλικό από κάθε διαθέσιμη πηγή. Τα πρώτα μαχητικά που παρέλαβε η νεοσυγκροτημένη ισραηλινή Αεροπορία ήταν 25 τσεχοσλοβακικά Avia S-199, ακριβή αντίγραφα του περίφημου γερμανικού Me-109 G του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Γενικά, η Τσεχοσλοβακία βοήθησε σημαντικά το νεαρό κράτος του Ισραήλ, εκείνη την περίοδο, τόσο παραδίδοντας πολεμικό υλικό, όσο και διαδραματίζοντας το ρόλο του μεσάζοντα για την προμήθεια υλικού από άλλες πηγές.
Έτσι, το Ισραήλ κατάφερε να «σπάσει» το εμπάργκο όπλων που του είχαν επιβάλει οι ΗΠΑ και η Βρετανία. Επίσης με διάφορους, μυθιστορηματικούς πολλές φορές τρόπους, το Ισραήλ κατάφερε να προμηθευτεί 4 βαριά μαχητικά Bristol Beaufighter, 2 De Havilland Mosquito, 4 P-51D Mustang, 3 βομβαρδιστικά Β-17 και συνολικά 62 Spitfire IX, τα οποία παραδόθηκαν σταδιακά μέχρι το τέλος του πολέμου, από την τσεχοσλοβαβική Αεροπορία. Με τα αεροσκάφη αυτά είχαν πετάξει Τσεχοσλοβάκοι πιλότοι της RAF στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Απέναντι στα αεροσκάφη αυτά, οι Άραβες παρέταξαν ένα σύνολο 160 περίπου αεροσκαφών, από τα οποία όμως κυρίως τα αιγυπτιακά συμμετείχαν πραγματικά στη μάχη. Η αιγυπτιακή Αεροπορία, η οποία σήκωσε και το βάρος του αγώνα, διέθετε σε πτητική κατάσταση 20 Spitfire V & IX, 7 C-47 Dakota μετασκευασμένα σε βομβαρδιστικά, 12 Harvard, 9 Avro Anson και συνολικά 24 ιταλικά μαχητικά Μacchi 202 Veltro & V5, τα οποία επίσης παραδόθηκαν με «δόσεις», όπως τα ισραηλινά Spitfire.
Η ισραηλινή Αεροπορία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του αποτελέσματος στο πεδίο της μάχης. Αντίθετα, οι αραβικές αεροπορικές δυνάμεις φάνηκαν κατώτερες των περιστάσεων. Στον πόλεμο πήραν επίσης μέρος Αμερικανοί και Ευρωπαίοι εθελοντές και μισθοφόροι, και με τις δύο πλευρές.
Με την ισραηλινή πλευρά πολέμησαν περίπου 3.500 εθελοντές και μισθοφόροι Εβραίοι, στο θρήσκευμα, αλλά και χριστιανοί από 43 χώρες, που συγκρότησαν το σώμα των Mahal (= ξένοι εθελοντές). Αλλά και με την αραβική πλευρά, ενταγμένοι στον Αραβικό Απελευθερωτικό Στρατό, πολέμησαν Γερμανοί, Γιουγκοσλάβοι, Τούρκοι και Βρετανοί, εθελοντές και μισθοφόροι.
Αψιμαχίες
Η βία είχε αρχίσει να πλήττει την πολύπαθη περιοχή πολύ πριν την έναρξη του πολέμου. Το 1947 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως το έτος του ακήρυχτου πολέμου, καθώς καταγράφτηκαν εκατέρωθεν εκατοντάδες δολοφονίες, καθώς και επιθέσεις κατά μεμονωμένων ατόμων αλλά και οικισμών.
Η ισραηλινή προσωρινή κυβέρνηση διέταξε τη Ηaganah να προστατεύσει τα εβραϊκά χωριά και τους οικισμούς. Ιδιαίτερο πρόβλημα για τους Ισραηλινούς ήταν η προστασία και η τροφοδοσία των 100.000 Εβραίων που ζούσαν στην Ιερουσαλήμ, παντελώς απομονωμένοι και αποκλεισμένοι από τις άτακτες αραβικές δυνάμεις.
Μεταξύ του Δεκεμβρίου του 1947 και του Μαρτίου του 1948, περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι είχαν σκοτωθεί και άλλοι 4.000 είχαν τραυματιστεί. Από τον Ιανουάριο του 1948, οι συγκρούσεις έλαβαν πιο «στρατιωτικό» χαρακτήρα, με την επέμβαση του Αραβικού Απελευθερωτικού Στρατού και του Στρατού της Τζιχάντ. Τότε άρχισε και ο στενός αποκλεισμός των Εβραίων των Ιεροσολύμων.
Οι Ισραηλινοί προσπάθησαν να σπάσουν τον αποκλεισμό, στέλνοντας φάλαγγες οχημάτων με εφόδια, τις οποίες συνόδευαν τα όσα θωρακισμένα διέθεταν. Οι Άραβες κατάφεραν σταδιακά να εξουδετερώσουν το σύνολο των εχθρικών θωρακισμένων, στενεύοντας ακόμα περισσότερο τον κλοιό. Ακόμα τραγικότερη ήταν η κατάσταση στα εβραϊκά χωριά της Γαλιλαίας και της Νεγκέβ.
Η κλιμάκωση των συγκρούσεων προκάλεσε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη και τέθηκε το ζήτημα επιβολής της συνθήκης δημιουργίας δύο κρατών στην Παλαιστίνη. Ωστόσο, οι Άραβες, με τη βρετανική υποστήριξη, αρνήθηκαν για μια ακόμα φορά, ενώ η Βρετανία, στις 7 Φεβρουαρίου 1948, αποφάσισε να ενισχύσει την Υπεριορδανία στην απόφασή της να προσαρτήσει τα εδάφη της ανατολικής όχθης του Ιορδάνη ποταμού.
Στις 22 Φεβρουαρίου 1948, τρεις Βρετανοί, τοποθέτησαν βόμβα στον πιο εμπορικό δρόμο της εβραϊκής συνοικίας της Ιερουσαλήμ, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 52 Εβραίοι άμαχοι και να τραυματιστούν περισσότεροι από 120. Οι Βρετανοί έδρασαν υπό τις διαταγές του Παλαιστίνιου ηγέτη Αμπντ Κασντέρ Αλ Χουσεϊνί.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο ηγέτης των Ισραηλινών, ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν, έλαβε άμεσα μέτρα, που, όπως αποδείχτηκε, ήταν αποτελεσματικά. Σε πρώτη φάση επέβαλε υποχρεωτική στρατολογία και, μαζί με τη μετέπειτα πρωθυπουργό Γκόλντα Μέιρ, πέτυχαν σε διπλωματικό επίπεδο να κερδίσουν τη συμπάθεια τόσο των Αμερικανών, όσο και των Σοβιετικών.
Επίσης, πέτυχαν την αποστολή όπλων. Σε κύριο προμηθευτή αναδείχτηκε η «σοσιαλιστική» Τσεχοσλοβακία (επιχείρηση «Μπάλακ»). Μέσω της Τσεχοσλοβακίας (με την έγκριση του Στάλιν) οι Ισραηλινοί έλαβαν αεροσκάφη και φορητό οπλισμό σε μεγάλες ποσότητες. Οι αποστολές όπλων άρχισαν το Μάρτιο του 1948 και συνεχίστηκαν μέχρι το καλοκαίρι του 1949.
Με τον τρόπο αυτό ο Στάλιν έσπασε το διεθνές εμπάργκο όπλων που είχε επιβληθεί προς τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές στην Παλαιστίνη. Επίσης, ο Μπεν Γκουριόν ανέθεσε στον αρχαιολόγο και ερασιτέχνη στρατηγό Γιγκαέλ Γιαντίν να ετοιμάσει ένα σχέδιο άμυνας, αφού η αραβική επίθεση ήταν δεδομένη. Το σχέδιο αυτό (γνωστό ως σχέδιο Ντάλετ), προσαρμόστηκε αργότερα στην εξέλιξη των επιχειρήσεων, αποκτώντας και επιθετικές παραμέτρους.
Σε πρώτη φάση οι Ισραηλινοί, με δύο «ταξιαρχίες» (περίπου 3.000 μαχητές) κατάφεραν να σπάσουν τον αραβικό αποκλεισμό της Ιερουσαλήμ και να εφοδιάσουν με τρόφιμα και υλικό τούς εγκλωβισμένους επί σχεδόν τέσσερις μήνες συμπατριώτες τους. Αυτή ήταν η πρώτη επιτυχία των Ισραηλινών, η οποία όμως αμαυρώθηκε από τη σφαγή 100-120 Αράβων από άτακτους Εβραίους μαχητές της φανατικής σιωνιστικής οργάνωσης Ιργκούν και της οργάνωσης των εντόπιων Εβραίων Παλμάχ, στο χωριό Ντερ Γιασίν.
Οι Άραβες όμως υπέστησαν ακόμα μεγαλύτερο πλήγμα όταν σκοτώθηκε ένας τους Άραβες ηγέτες, ο αρχηγός του Αραβικού Απελευθερωτικού Στρατού, ο Αμπντ Καντέρ Αλ Χουσεϊνί, εξάδελφος του μεγάλου μουφτή της Ιερουσαλήμ, του Μοχάμεντ Αλ Χουσεϊνί, ο οποίος είχε συνεργαστεί με το Χίτλερ κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η ήττα προκάλεσε και την αποχώρηση των Δρούζων μαχητών από τις τάξεις του. Οι Ισραηλινοί κατέλαβαν την Τιβεριάδα, τη Σαφέτ, τη Χάιφα, τη Γιάφα και την Άκρα. Περίπου 250.000 Παλαιστίνιοι εγκατέλειψαν τις περιοχές αυτές και κινήθηκαν ανατολικά. Ο αραβικός κόσμος συγκλονίστηκε.
Ένα νέο κύμα φανατισμού απλώθηκε. Ο πόλεμος ήταν πλέον ζήτημα ημερών. Μάχες ξέσπασαν και πάλι. Άραβες μαχητές κατέλαβαν μετά από άγρια μάχη το κιμπούτς Κφαρ Εντζιόν και εκτέλεσαν, εν ψυχρώ, 133 Εβραίους αιχμαλώτους. Ωστόσο, οι Ισραηλινοί άντεξαν στις εχθρικές επιθέσεις, τόσο στη Γαλιλαία, όσο και στην περιοχή γύρω από την Ιερουσαλήμ.
Στις 10 Μαΐου η Γκόλντα Μέιρ συναντήθηκε με το βασιλιά της Υπεριορδανίας Αμπντουλάχ Α’, σε μια προσπάθεια εξεύρεσης λύσης. Πρέπει να τονιστεί ότι ο Αμπντουλάχ δεν επιθυμούσε τη δημιουργία αραβικού κράτους στην Παλαιστίνη. Το μόνο που επιδίωκε ήταν η προσάρτηση των εδαφών της πρώην βρετανικής κτήσης της Υπεριορδανίας στο κράτος του. Αν και αργότερα χρίστηκε ανώτατος στρατιωτικός αρχηγός των Αράβων στον πόλεμο, δεν επέδειξε ιδιαίτερο ζήλο.
Το γεγονός αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό για την έκβαση του πολέμου, καθώς ο Αμπντουλάχ είχε υπό τον έλεγχό του και το πλέον αξιόλογο αραβικό στρατιωτικό σώμα, δηλαδή την Αραβική Λεγεώνα. Το αποτέλεσμα των συζητήσεων αυτών δεν κρίθηκε τότε σημαντικό. Πάντως, τέσσερις μέρες μετά, στις 14 Μαΐου 1948, ο Μπεν Γκουριόν ανακήρυξε την ανεξαρτησία του κράτους του Ισραήλ.
Για τους Εβραίους ξεκίνησε ως πόλεμος επιβίωσης. Αυτή τη φορά δεν θα επέτρεπαν επανάληψη του Ολοκαυτώματος. Εκμεταλλευόμενοι όμως τις αδυναμίες του αντιπάλου, οι Ισραηλινοί κατόρθωσαν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να επεκτείνουν τα όρια του κράτους τους, πέραν των ορίων που επέβαλε η απόφαση του ΟΗΕ.
Η ίδρυση του ισραηλινού κράτους προκάλεσε τη συγκρότηση της Αραβικής Ανώτατης Επιτροπής, υπό τον φανατικό μουφτή της Ιερουσαλήμ, ο οποίος πρότεινε και πάλι «τη λύση του εβραϊκού προβλήματος με τρόπο ανάλογο με αυτόν που εφαρμόστηκε στη Γερμανία». Ο μουφτής είχε επιχειρήσει να οργανώσει την αραβική αντίδραση απέναντι στους Ισραηλινούς. Ωστόσο, ο φανατισμός τους τρόμαξε ακόμα και τους Άραβες ηγέτες, οι οποίοι φρόντισαν να μην τον ενισχύσουν. Μόνο το Σεπτέμβριο του 1948 οι Αιγύπτιοι τον αναγόρευσαν σε πρόεδρο της παλαιστινιακής κυβέρνησης που συστήθηκε στη Γάζα. Μεγάλος εχθρός του μουφτή ήταν ο βασιλιάς Αμπντουλάχ, ο οποίος δεν δίστασε να αφοπλίσει ακόμα και τους οπαδούς του μουφτή στα εδάφη που είχε υπό τον έλεγχό του.
Παρά τη διχόνοια, οι αραβικές δυνάμεις άρχισαν από το βράδυ της 14ης Μαΐου πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Ισραηλινών. Σε ανακοίνωσή τους δικαιολόγησαν την εισβολή λέγοντας ότι σκοπός τους ήταν η δημιουργία ενός δημοκρατικού παλαιστινιακού κράτους, εντός του οποίου οι Εβραίοι θα απολάμβαναν πλήρη δικαιώματα. Επίσης, κατήγγειλαν την επιθετικότητα των σιωνιστών Εβραίων, στην οποία, κατ’ αυτούς, οφειλόταν η αποχώρηση 250.000 Παλαιστινίων από τις εστίες τους. Ωστόσο, η επίσημη αυτή δήλωση δεν συμβιβαζόταν με την επίσημη δήλωση του γραμματέα του Αραβικού Συνδέσμου Αζάμ πασά που έλεγε: «Θα είναι ένας πόλεμος εξόντωσης, στα πρότυπα των σφαγών των Μογγόλων και των Σταυροφόρων».
Αδιευκρίνιστο παράγοντα αποτελούσαν οι βρετανικές δυνάμεις στην Παλαιστίνη που αποτελούνταν από δύο μεραρχίες και δύο ταξιαρχίες πεζικού, δύο θωρακισμένα συντάγματα και πέντε μοίρες της RAF (συνολικά 100.000 άνδρες). Η στάση τους θα καθόριζε σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα.
Οι Βρετανοί προσπάθησαν να τηρήσουν ευμενή προς τους Άραβες ουδετερότητα, αν και υπήρξαν περιπτώσεις που τους υπερασπίστηκαν και με τα όπλα. Η Αεροπορία τους εκτέλεσε επίσης πληθώρα αναγνωριστικών πτήσεων επάνω από το νεοπαγές κράτος του Ισραήλ, βάζοντας τους Ισραηλινούς σε υποψίες περί των πληροφοριών που συλλέγονταν από τις πτήσεις αυτές.
Οι Ισραηλινοί αντέδρασαν στο βρετανικό «παιχνίδι» δυναμικά, επιτιθέμενοι σε βρετανικά αεροσκάφη. Το νέο κράτος του Ισραήλ αναγνωρίστηκε σχεδόν αμέσως, τόσο από τις ΗΠΑ (14 Μαΐου 1948), όσο και από τη, σταλινική τότε, Σοβιετική Ένωση και από αρκετές ακόμα χώρες (και του Ανατολικού Μπλοκ) εντός των επομένων πέντε ημερών.
Ο πόλεμος αρχίζει
Οι πολεμικές επιχειρήσεις διακρίνονται σε τρεις φάσεις: η πρώτη άρχισε στις 14 Μαΐου και ολοκληρώθηκε στις 11 Ιουνίου 1948. Η δεύτερη διήρκεσε από τις 8 έως τις 18 Ιουλίου 1948 και η τρίτη από τις 15 Οκτωβρίου 1948 μέχρι τις 20 Ιουλίου 1949. Στην πρώτη φάση, οι Ισραηλινοί αντιμετώπισαν τις αραβικές επιθέσεις και στις επόμενες αντεπιτέθηκαν.
Οι αραβικές δυνάμεις επιτέθηκαν κατά των ισραηλινών θέσεων από το βράδυ της 14ης Μαΐου 1948. Οι αιγυπτιακές δυνάμεις κινήθηκαν από το Σινά, η Αραβική Λεγεώνα κατά της Ιερουσαλήμ και οι άλλες αραβικές δυνάμεις από Βορρά και Νότο. Η αραβική επίθεση καταδικάστηκε από Αμερικανούς και Σοβιετικούς και μόνο η Κίνα τάχθηκε υπέρ των Αράβων.
Στο πεδίο της μάχης, η Αραβική Λεγεώνα εισέβαλε στην Ιερουσαλήμ. Πρώτα κυρίευσε τον αραβικό τομέα και κατόπιν και τον εβραϊκό, στην παλιά πόλη. Σε άλλα σημεία όμως οι αραβικές επιθέσεις δεν ήταν επιτυχείς. Οι Ιρακινοί απέτυχαν παταγωδώς να καταλάβουν το κιμπούτς Μισμάρ Χαεμέκ. Νότια, οι Αιγύπτιοι προέλασαν προς το Τελ Αβίβ, ανατρέποντας τις ισραηλινές αντιστάσεις. Η προέλασή τους όμως έμελλε να αναχαιτιστεί από τη νεοσυγκροτημένη ισραηλινή Αεροπορία.
Τα πρώτα αεροσκάφη είχαν παραδοθεί στους Ισραηλινούς, πάντα μέσω Τσεχοσλοβακίας, στις 20 Μαΐου. Ήταν μαχητικά Avia S-199, που παραδόθηκαν αποσυναρμολογημένα. Την 29η Μαΐου η κατάσταση για τις ισραηλινές δυνάμεις που αντιμετώπιζαν τους Αιγυπτίους ήταν κρίσιμη. Η υπεροχή των τελευταίων σε άρματα και θωρακισμένα ήταν καταλυτική. Η κατάσταση απαιτούσε τη λήψη άμεσων μέτρων. Έτσι, η ισραηλινή ηγεσία αποφάσισε να ρίξει στη μάχη τα τέσσερα αεροσκάφη που είχαν προλάβει να συναρμολογηθούν.
Τα τέσσερα S-199 φορτώθηκαν με πυρομαχικά και με δύο βόμβες το καθένα και απογειώθηκαν από το αεροδρόμιο του Εκρόν. Χειριστές τους ήταν ο Λου Λέναρντ, ο Μόντι Άλον, ο Εζέρ Βάισμαν και ο Έντι Κοέν. Οι μέχρι τότε νικητές Αιγύπτιοι είχαν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους σε μια γέφυρα κοντά στο αραβικό χωριό Ισμπούντ. Ξαφνικά εμφανίστηκαν από το πουθενά τα τέσσερα ισραηλινά αεροσκάφη. Αμέσως βυθίστηκαν και έριξαν τις βόμβες τους ανάμεσα στα αιγυπτιακά οχήματα, καταστρέφοντας μερικά από αυτά. Κατόπιν πέταξαν ξυστά στο έδαφος και άρχισαν να βάλουν με τα πολυβόλα και τα πυροβόλα τους, πλήττοντας άνδρες και οχήματα.
Οι Αιγύπτιοι συνήλθαν γρήγορα από τον αρχικό αιφνιδιασμό και άνοιξαν πυρ με τα αντιαεροπορικά τους όπλα. Το γεγονός ότι οι Ισραηλινοί πιλότοι πετούσαν χαμηλά τους βοήθησε να πλήξουν το μαχητικό του Κοέν, το οποίο ανατινάχτηκε. Έπληξαν ακόμα και το αεροσκάφος του Άλον, το οποίο λόγω των πληγμάτων εκτέλεσε αναγκαστική προσγείωση στο Εκρόν και άρπαξε φωτιά. Η επιδρομή δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχής, καθώς οι ζημιές που προκλήθηκαν στους Αιγυπτίους ήταν μικρές και δεν αντιστάθμιζαν την απώλεια δύο πολύτιμων αεροσκαφών.
Αυτή η αεροπορική επιχείρηση όμως είχε τέτοιο ηθικό αντίκτυπο στους Αιγυπτίους, ώστε να σταματήσουν την προέλαση, δίνοντας χρόνο στις ισραηλινές εφεδρείες να καλύψουν το απειλούμενο μέτωπο. Η γέφυρα όπου σταμάτησε η αιγυπτιακή προέλαση είναι σήμερα γνωστή ως γέφυρα Αντ Χαλόμ (= μέχρι εδώ). Βόρεια, οι συριακές δυνάμεις αναχαιτίστηκαν από ελαφρά οπλισμένους Ισραηλινούς πολιτοφύλακες στο κιμπούτς Ντεγκάνια. Οι Ισραηλινοί κατέστρεψαν αρκετά εχθρικά άρματα με βόμβες μολότοφ. Ένα από αυτά διατηρείται μέχρι σήμερα ως μνημείο στο σημείο που ακινητοποιήθηκε.
Οι Ισραηλινοί επιχείρησαν να αντεπιτεθούν στη ζώνη ελέγχου της Αραβικής Λεγεώνας, ρίχνοντας στη μάχη τον πλέον επίλεκτο σχηματισμό τους, τη λεγόμενη 7η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία, η οποία διέθετε δύο τάγματα πεζικού και μερικά παλιά γαλλικά άρματα Η-39. Στην επίθεση συμμετείχε και η ταξιαρχία Αλεξανδρόνι. Οι επιθέσεις απέτυχαν με βαριές απώλειες για τους Ισραηλινούς (139 νεκροί και πολλές δεκάδες τραυματίες, ανάμεσά τους και ο Αριέλ Σαρόν). Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση ήταν μεν κρίσιμη, αλλά ελεγχόμενη, για τους Ισραηλινούς.
Το σημαντικό ήταν ότι κατόρθωσαν να αποτρέψουν τη συνένωση των αραβικών δυνάμεων, πολεμώντας σε μια σειρά σημείων στηρίγματος και εφαρμόζοντας κατά κόρον τον επί εσωτερικών γραμμών ελιγμό. Έτσι κατάφεραν να αντισταθμίσουν το υλικό πλεονέκτημα των Αράβων και με τοπικές αντεπιθέσεις να κερδίσουν και λίγο έδαφος.
Στις 29 Μαΐου επενέβη ο ΟΗΕ ζητώντας από τους αντιμαχόμενους να διακόψουν τις επιχειρήσεις. Πραγματικά οι επιχειρήσεις διακόπηκαν και στην Παλαιστίνη έφτασε ο απεσταλμένος των Ηνωμένων Εθνών, ο Σουηδός κόμης Μπερναντότ (ο οποίος αργότερα δολοφονήθηκε από μέλη της ακραίας σιωνιστικής οργάνωσης Λεχί), ο οποίος έφερε ένα νέο σχέδιο διαχωρισμού της περιοχής. Το σχέδιο αυτό έδινε τη Γαλιλαία στους Ισραηλινούς και τη Νεγκέβ στους Άραβες. Το σχέδιο απορρίφθηκε και από τις δύο πλευρές. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίστηκαν οι διπλωματικές προσπάθειες.
Οι Ισραηλινοί εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο το διάλειμμα της ανακωχής για να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι οι ισραηλινές δυνάμεις κατά την έναρξη του πολέμου αριθμούσαν 30.000 μαχητές. Μέχρι τις 4 Ιουνίου ο αριθμός τους είχε ανέλθει στους 41.000, για να φτάσει στα μέσα Ιουλίου τους 63.000. Τον Οκτώβριο ανήλθαν στους 92.000 για να φτάσουν τελικά το Δεκέμβριο τους 108.000. Επρόκειτο για έναν ακόμα άθλο των Ισραηλινών, οι οποίο έδωσαν νέο νόημα στον όρο «πανστρατιά», αντίθετα με τους αντιπάλους τους, οι οποίοι δεν επιχείρησαν ποτέ να κινητοποιήσουν πλήρως το σημαντικά υπέρτερο ανθρώπινο δυναμικό τους.
Τελικά, ήταν οι Αιγύπτιοι που άρχισαν και πάλι τις επιχειρήσεις, στις 8 Ιουλίου, προσπαθώντας να καταλάβουν αιφνιδιαστικά το κιμπούτς της Νεγκμπά που πολιορκούσαν από την αρχή σχεδόν του πολέμου. Η αιγυπτιακή επίθεση απέτυχε. Οι δε Ισραηλινοί απάντησαν με την επιχείρηση «Ντάνι», εξαπολύοντας επίθεση κατά των αραβικών θέσεων που ήλεγχαν το δρόμο Τελ Αβίβ-Ιερουσαλήμ. Η επίθεση πραγματοποιήθηκε από την 8η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία και τρεις ταξιαρχίες πεζικού, εκ των οποίων οι δύο είχαν μειωμένη σύνθεση.
Οι Ισραηλινοί κατάφεραν να καταλάβουν, τις πόλεις Λύδα (σημ. Λοντ, στις 11 Ιουλίου) και Ράμλα (16 Ιουλίου), με τη συνδρομή και της Αεροπορίας, υποχρεώνοντας τους Άραβες κατοίκους να αποχωρήσουν. Οι επιθέσεις τους όμως στη Ραμάλα και στη Λατρούν απέτυχαν. Επίσης, απέτυχε η επιχείρηση «Καντέμ», η απόπειρα δηλαδή των Ισραηλινών να ανακαταλάβουν την παλιά πόλη της Ιερουσαλήμ. Μεγαλύτερη επιτυχία είχε η επιχείρηση «Ντεκέλ». Οι Ισραηλινοί κέρδισαν ολόκληρη την κάτω Γαλιλαία, από τον κόλπο της Χάιφα, μέχρι τη Θάλασσα της Γαλιλαίας.
Τις μάχες διαδέχθηκε νέα πρωτοβουλία του ΟΗΕ. Οι επιχειρήσεις σταμάτησαν και πάλι. Η ανακωχή κράτησε μέχρι τις 15 Οκτωβρίου και συνοδεύτηκε από νέο σχέδιο διαχωρισμού, το οποίο και πάλι απορρίφθηκε και από τις δύο πλευρές. Στο διάστημα πάντως που μεσολάβησε οι Ισραηλινοί ενισχύθηκαν και αριθμητικά και υλικά. Όπως αναφέρθηκε, αν και λιγότεροι, κατάφεραν να ρίξουν στη μάχη δυνάμεις διπλάσιες των αντιπάλων τους. Επίσης, ενισχύθηκαν με αεροσκάφη σε αντίθεση με τις αραβικές δυνάμεις που έλαβαν ελάχιστη ενίσχυση.
Στις 15 Οκτωβρίου, οι Ισραηλινοί εξαπέλυσαν την επιχείρηση «Χιράμ». Σκοπός της επιχείρησης ήταν η ολοκληρωτική κατάληψη της Γαλιλαίας. Με τη συμμετοχή και της Αεροπορίας, τα ισραηλινά στρατεύματα, με αιχμή του δόρατος την 7η Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία (ΤΘΤ), διέσπασαν με σχετική ευκολία τις αντίπαλες γραμμές και, όχι μόνο κατέλαβαν ολόκληρη την περιοχή, αλλά προήλασαν ακόμα και μέσα στο έδαφος του Λιβάνου. Την ίδια ώρα στο νότιο μέτωπο, με αιχμή την 8η ΤΘΤ, εξαπολύθηκε η επιχείρηση «Γιο Αβ» (=Δέκα Πληγές).
Με επικεφαλής το στρατηγό Γιγκάλ Αλόν, οι ισραηλινές δυνάμεις σάρωσαν κυριολεκτικά τους Αιγυπτίους και τους έτρεψαν σε φυγή μέχρι το Σινά, περικυκλώνοντας μάλιστα σημαντικές αιγυπτιακές δυνάμεις στη Γάζα. Ολόκληρη η περιοχή της Νεγκέβ, μέχρι το σημερινό Ελιάτ, απελευθερώθηκε.
Οι επιχειρήσεις αυτές διεξήχθησαν από τους Ισραηλινούς με βάση το δόγμα του κεραυνοβόλου πολέμου. Η ισραηλινή Αεροπορία κατόρθωσε να αποκτήσει και να διατηρήσει την απόλυτη αεροπορική υπεροχή πάνω από τα πεδία των μαχών, αντισταθμίζοντας τις ελλείψεις σε τεθωρακισμένα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η ισραηλινή προέλαση στο Σινά τρομοκράτησε τους Βρετανούς, οι οποίο απείλησαν ανοιχτά τους Ισραηλινούς με στρατιωτική δράση και τους υποχρέωσαν να διακόψουν την καταδίωξη των ηττημένων Αιγυπτίων. Μάλιστα, στις 9 Ιανουαρίου 1949 διεξήχθησαν σφοδρές αερομαχίες μεταξύ Βρετανών και Ισραηλινών, που είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρριψη 4 βρετανικών Spitfires και 1 Tempest. Επίσης, οι Ισραηλινοί κατέρριψαν ένα βρετανικό αναγνωριστικό Mosquito.
Συμπεράσματα
Ο πόλεμος έληξε με μεγάλη νίκη των Ισραηλινών, οι οποίοι εξασφάλισαν τα σημερινά, περίπου, σύνορα του κράτους του Ισραήλ. Αν και οι επιχειρήσεις σταμάτησαν ουσιαστικά τον Ιανουάριο του 1949, οι συνθήκες ειρήνης με τα αραβικά κράτη υπογράφτηκαν μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουλίου του 1949.
Οι απώλειες των νικητών ήταν αρκετά βαριές: πάνω από 4.000 νεκροί μαχητές και 2.500 άμαχοι. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι συνολικές απώλειες δεν έγιναν με ακρίβεια γνωστές. Ανάλογα με την πηγή, υπολογίζονται μεταξύ 10.000 και15.000.
Ο πόλεμος αυτός όμως είναι σημαντικός γιατί αποτέλεσε την απαρχή μιας νέας εποχής για τη Μέση Ανατολή. Η δημιουργία και η ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ εξακολουθεί μέχρι σήμερα, για μέρος τουλάχιστον του Αραβικού Κόσμου, να αποτελεί κόκκινο πανί. Αν και έχουν περάσει εξήντα χρόνια από τότε, η περιοχή εξακολουθεί να κολυμπά στο αίμα.
Οι Άραβες επιχείρησαν μαζικά και συντονισμένα να εξαλείψουν το Ισραήλ, το 1973, αλλά απέτυχαν. Οι συνεχείς επιθέσεις όμως υποχρέωσαν τους Ισραηλινούς να διαβιούν μόνιμα σε ένα καθεστώς έλλειψης ασφάλειας και τους ανάγκασαν να μεταβάλουν τις ίδιες τις δομές της κοινωνίας του, θυμίζοντας αρκετά την αρχαία Σπάρτη.
Σε όλα αυτά χρόνια έχουν γίνει λάθη και έκτροπα και από τις δύο πλευρές. Το Ισραήλ, που μέχρι το 1967 πάλευε μόνο του, είναι σήμερα πολύ ισχυρό για να αφήσει τον οποιονδήποτε να του επιβάλλει τις θέσεις του. Επίσης, πρέπει όλοι να παραδεχτούν ότι το Ισραήλ (κακώς για κάποιους, καλώς για άλλους) ήταν ο νικητής όλων των μέχρι τώρα πολεμικών αναμετρήσεων στην περιοχή, ακόμα και όταν αυτή έγινε το θερμό πεδίο μάχης του Ψυχρού Πολέμου. Ο νικητής λοιπόν δεν έχει και πολλούς λόγους να είναι διαλλακτικός, εφόσον βρίσκεται εξ ορισμού σε θέση ισχύος.
Εξάλλου και η αραβική πλευρά δεν είναι άμοιρη ευθυνών. Στα σοβαρά σφάλματα των Αράβων περιλαμβάνεται η απόρριψη των σχεδίων δημιουργίας δύο κρατών και ειδικά του Σχεδίου Πιλ (1936), που τους έδινε το 70% και πλέον των εδαφών της Παλαιστίνης. Η απόρριψη αυτή μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί απότοκος της παλαιομουσουλμανικής οπτικής του ιερού φανατισμού, που σε ένα βαθμό υπάρχει ακόμα, σε μικρή μερίδα του ισλαμικού κόσμου.
Διάφορες σφαγές, εξάλλου, έγιναν και από τις δύο πλευρές, όπως γίνονται σε κάθε πολεμική σύγκρουση, εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια.
Και ναι μεν είναι απόλυτα καταδικαστέες οι ισραηλινές αεροπορικές επιδρομές κατά αμάχων Παλαιστινίων, αλλά εξίσου απολύτως καταδικαστέες είναι και οι βομβιστικές επιθέσεις κατά των Ισραηλινών αμάχων.