Ακόμη δεν υπάρχει επίσημη επιβεβαίωση από την Μόσχα για τον ισχυρισμό των Ουκρανών. Πριν όμως αρκετά χρόνια υπήρξε μια μοναδική κατάρριψη αεροσκάφους AEW&C.
Ο ισχυρισµός των Ουκρανών για την κατάρριψή του ρωσικού ιπτάµενου ραντάρ A-50 Mainstay, το οποίο υποτίθεται πως πετούσε πάνω από τη νότια Ουκρανία, έφερε στο φως της δηµοσιότητας µια άλλη κατάρριψη ιδίας κατηγορίας αεροσκάφους η µοναδική στα καταγεγραµµένα χρονικά και φυσικά επιβεβαιωµένη.
Το συµβάν αφορούσε την κατάρριψη στις 15 Απριλίου του 1969 ενός αεροσκάφους EC-121 του αµερικανικού Ναυτικού από ένα MiG-21 της Βόρειας Κορέας, µε αποτέλεσµα τον θάνατο και των 31 επιβαινόντων που ήταν το πλήρωµα.
«Beggar Shadow»
Η κωδική ονοµασία «Beggar Shadow» χρησιµοποιούταν για να περιγράφει το πρόγραµµα αναγνώρισης και επιτήρησης του αµερικανικού Ναυτικού κατά την περίοδο του «Ψυχρού Πολέµου» στα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Αυτό αφορούσε τη συλλογή κάθε είδους πληροφοριών στο Η/Μ φάσµα από τις χώρες του τότε του σοβιετικού µπλοκ ενώ οι φορείς (τα αεροσκάφη) θα πετούσαν σε απόσταση ασφαλείας από τα επίφοβα σύνορα του «σιδηρού παραπετάσµατος» και όχι µόνο.
Στις 07:00 τοπική ώρα της Τρίτης, 15 Απριλίου 1969, ένα αεροσκάφος EC-121M Warning Star της 1ης Μοίρας Εναέριας Αναγνώρισης (VQ-1) του Στόλου των ΗΠΑ απογειώθηκε από το ναυτικό αεροσταθµο NAS Atsugi της Ιαπωνίας, σε µια αποστολή αναγνώρισης και συλλογής πληροφοριών. Το αεροσκάφος, είχε αριθµό σειράς (c/n) 4316, κωδικό «PR-21» και χρησιµοποιούσε το σήµα κλήσης στις τηλεπικοινωνίες Deep Sea 129.
Στο αεροσκάφος επέβαιναν 8 αξιωµατικοί και 23 υπαξιωµατικοί. Εννέα άτοµα από το πλήρωµα, συµπεριλαµβανοµένου ενός υπαξιωµατικού των Πεζοναυτών, ήταν τεχνικοί κρυπτολογίας της Οµάδας Ασφάλειας Ναυτικού (CT) και γλωσσολόγοι στα ρωσικά και τα κορεατικά.
Η αποστολή που είχε ανατεθεί στο Deep Sea 129 ήταν µια αποστολή ρουτίνας «Beggar Shadow» που αφορούσε τη συλλογή πληροφοριών SIGINT. Το αεροσκάφος αν και ιπτάµενο ραντάρ είχε επίσης τέτοια δυνατότητα.
Το προφίλ πτήσης του περιελάµβανε απογείωση από το NAS Atsugi και στη συνέχεια βορειοδυτική πορεία πάνω από τη Θάλασσα της Ιαπωνίας µέχρι να φτάσει σε µια περιοχή έξω από το Musu Point, ένα σηµείο ναυτιλίας που βρισκόταν ανοικτά της επαρχίας Kilju στο νότιο άκρο της Βόρειας Κορέας.
Εκεί το EC-121M θα στρεφόταν στη συνέχεια βορειοανατολικά προς την Σοβιετική Ένωση και θα πετούσε κατά µήκος µιας ελλειπτικής τροχιάς 222 χλµ.. Μόλις ολοκληρωνόταν η αποστολή αυτή το αεροσκάφος θα προσγειωνόταν στην αεροπορική βάση Osan, της Νότιας Κορέας.
Οι εντολές που είχαν οι πιλότοι περιελάµβαναν την αυστηρή απαγόρευση προσέγγισης σε απόσταση µικρότερη των 90 χλµ. από τις ακτές της Βόρειας Κορέας.
Αεροσκάφη της Μοίρας VQ-1 πετούσαν στην συγκεκριµένη περιοχή για τουλάχιστον δύο χρόνια και η αποστολή είχε χαρακτηριστεί ως «ελάχιστου κινδύνου».
Κατά τη διάρκεια των πρώτων τριών µηνών του 1969 είχαν πραγµατοποιηθεί σχεδόν 200 παρόµοιες αποστολές από αναγνωριστικά αεροσκάφη του Ναυτικού και της Αεροπορίας των ΗΠΑ στα ανοιχτά της ανατολικής ακτής της Βόρειας Κορέας, όλες χωρίς επεισόδια.
Αυτές οι αποστολές, ενώ ήταν ονοµαστικά υπό τη διοίκηση του Έβδοµου Στόλου των ΗΠΑ και της αµερικανικής ∆ιοίκησης Ινδικού-Ειρηνικού (CINCPAC), επιχειρησιακά ελέγχονταν από το απόσπασµα της Οµάδας Ναυτικής Ασφάλειας που είχε την έδρα του στη ναυτική βάση υποστήριξης (NSF) στην Kamiseya της Ιαπωνίας, υπό τη διεύθυνση της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας της γνωστής NSA.
Για την αποστολή είχαν ενηµερωθεί µια σειρά υπηρεσιών ασφαλείας του αµερικανικού Πενταγώνου όπως και όλο το δίκτυο των επίγειων ραντάρ της Νότιας Κορέας και της Ιαπωνίας.
Επιπλέον η 6918η Μοίρα Ασφαλείας της USAF στον Αεροπορικό Σταθµό Χακάτα στην Ιαπωνία, η 6988η Μοίρα Ασφαλείας στην αεροπορική βάση Γιόκοτα επίσης της Ιαπωνίας, και το 1ο απόσπασµα της 6922ης Πτέρυγας Ασφαλείας στην αεροπορική βάση Οσάν παρακολούθησαν την αντίδραση της Βόρειας Κορέας υποκλέπτοντας τις εκποµπές των επίγειων ραντάρ αεράµυνας.
Ο σταθµός στο Οσάν άκουγε επίσης τις επικοινωνίες της αντιαεροπορικής άµυνας της Βόρειας Κορέας και η Οµάδα Ασφαλείας Ναυτικού στην Kamiseya, η οποία δεχόταν τα δεδοµένα που µετέδιδαν τα 7 από τα 9 συνολικά κρυπτογραφηµένα τερµατικά CT στο Deep Sea 129, πραγµατοποιούσε επίσης αναλύσεις των σηµάτων ραντάρ των σοβιετικών ή των βορειοκορεατών ραντάρ.
Να σηµειωθεί ότι υποκλοπή σηµάτων, σηµαίνει λήψη και αποκωδικοποίηση των µεταδόσεων των ραντάρ έρευνας της Σοβιετικής Αεροπορίας. Μετά τη λήψη των σηµάτων ραντάρ γινόταν η επεξεργασία τους για την εξαγωγή των πληροφοριών που περιέχουν.
Αυτές οι πληροφορίες θα µπορούσαν στη συνέχεια να χρησιµοποιηθούν για την παρακολούθηση της θέσης και των κινήσεων των σοβιετικών ή και βορειοκορεατών αεροσκαφών. Οι παρεµβολές είναι κάτι διαφορετικό.
Σε αυτή την περίπτωση, οι αµερικανικές δυνάµεις δεν ενδιαφέρθηκαν να παρεµβάλουν τα βορειοκορεατικά ή σοβιετικά ραντάρ. Απλώς τους ενδιέφερε να υποκλέπτουν τα σήµατα του ραντάρ για να συγκεντρώνουν πληροφορίες. Αυτός είναι ο λόγος που χρησιµοποιούσαν τεχνικές υποκλοπών αντί για τεχνικές παρεµβολής.
Η αναχαίτιση & η κατάρριψη
Πολύ σύντοµα µετά την άφιξη πάνω από τη Θάλασσα της Ιαπωνίας, στις 10:35, η Βόρεια Κορέα αντέδρασε στην παρουσία του EC-121, αλλά όχι µε τρόπο που θα έθετε σε κίνδυνο την αποστολή, ή θα έθετε σε συναγερµό της αµερικανική Αεροπορία.
Στις 12:34 τοπική ώρα, περίπου έξι ώρες µετά την απογείωση του αεροσκάφους, η Υπηρεσία Ασφαλείας Στρατού και τα ραντάρ στη Νότια Κορέα εντόπισαν την απογείωση δύο MiG-21 της Αεροπορίας της Βόρειας Κορέας υποθέτοντας ότι ανταποκρίνονταν µε κάποιο τρόπο στην πτήση του Deep Sea 129.
Στις 13:00 το EC-121 κατέθεσε µια προγραµµατισµένη αναφορά δραστηριότητας µέσω ασυρµάτου χωρίς να υποδείξει κάτι το ασυνήθιστο, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο µήνυµα που εστάλη από το αεροπλάνο.
Είκοσι δύο λεπτά αργότερα, στις 13:22 τα ραντάρ έχασαν την εικόνα των MiG αλλά τα εντόπισαν ξανά στις 13:37, σε πορεία σύγκλισης µε το ίχνος πτήσης του Deep Sea 129.
Η µονάδα του EC-121, VQ-1, έστειλε στις 13:44 στο Deep Sea 129 µια επείγουσα ειδοποίηση «Κατάστασης 3» µέσω ασυρµάτου, υποδεικνύοντας ότι το αεροσκάφος ενδέχεται να δεχτεί επίθεση.
Το πλήρωµα έλαβε την προειδοποίηση και συµµορφώθηκε µε τις διαδικασίες για άµεση µαταίωση της αποστολής και επιστροφή στη βάση. Πλησιάζοντας από τη βορειοανατολική ακτή µε υπερηχητική ταχύτητα, τα βορειοκορεατικα MiG έφτασαν εύκολα το EC-121, το οποίο λίγα µπορούσε να κάνει σε εκείνο το στάδιο.
Τα MiG ήταν οπλισµένα µε πυροβόλα των 23 χλστ. το EC-121 ήταν άοπλο και χωρίς συνοδεία µαχητικών.
Στις 13:47 τα ίχνη ραντάρ των δύο MiG έγιναν «ένα» µε αυτό του Deep Sea 129, για να εξαφανιστούν από την εικόνα των ιαπωνικών και αµερικανικών ραντάρ δύο λεπτά αργότερα.
Τα MiG είχαν επιτεθεί και είχαν καταρρίψει το αµερικανικό αεροσκάφος, και ενώ οι λεπτοµέρειες του περιστατικού δεν έχουν δηµοσιοποιηθεί ποτέ, θεωρείται ότι η κατάρριψη έγινε όχι µε πυροβόλα αλλά µε πύραυλο αέρος-αέρος, πιθανότατα ένα AA-2 «Atoll» καθώς ο βορειοκορεατικός Τύπος ανέφερε ότι µε µια «µόνο βολή» το αεροσκάφος καταρρίφθηκε.
Αρχικά κανείς από τους εµπλεκόµενους φορείς των αµερικανικών ενόπλων δυνάµεων δεν ανησύχησε για την τύχη του EC-121, καθώς οι διαδικασίες προέβλεπαν ότι σε τέτοιες καταστάσεις (επιπέδου 3) το αεροσκάφος θα πραγµατοποιούσε βύθιση προκειµένου να αποφύγει τον εντοπισµό του από τα ραντάρ.
Όταν όµως το ίχνος του δεν εµφανίστηκε ξανά µέσα σε δέκα λεπτά, η Μοίρα VQ-1 ζήτησε την απογείωση ενός ζεύγους Convair F-106 Delta Dart προκειµένου να παράσχουν προστασία στο EC-121, το οποίο θεωρούσαν ότι εξακολουθούσε να πετά.
Στις 14:20 όµως και µε το EC-101 να εξακολουθεί να µην εµφανίζεται στις οθόνες των ραντάρ ο Οργανισµός Ασφάλειας των αµερικανικών δυνάµεων απέστειλε µήνυµα προτεραιότητας υποδεικνύοντας ότι η Deep Sea 129 είχε εξαφανιστεί και στη συνέχεια στις 14:44, µια ώρα µετά την κατάρριψη, έστειλε επείγων µήνυµα σε έξι παραλήπτες εντός της Εθνικής Αρχής ∆ιοίκησης, συµπεριλαµβανοµένων και του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον και του συµβούλου εθνικής ασφάλειας Χένρι Κίσινγκερ.
Η αµερικανική «αντίδραση»
Όταν η κατάρριψη του EC-101 επιβεβαιώθηκε οι ΗΠΑ απάντησαν ενεργοποιώντας την Task Force 71 (TF-71) για την προστασία µελλοντικών πτήσεων πάνω από αυτά τα διεθνή ύδατα.
Αρχικά, η Task Force περιελάµβανε τα αεροπλανοφόρα Enterprise, Ticonderoga, Ranger και Hornet συνοδευόµενα από καταδροµικά και αντιτορπιλικά που περιλάµβαναν επίσης το θωρηκτό New Jersey. Το σύνολο της TF-71 προέρχονταν κυρίως από τη Νοτιοανατολική Ασία.
Η κατάρριψη του αεροσκάφους αιφνιδίασε πλήρως τις ΗΠΑ, οι οποίες δεν ανέµεναν τέτοια ακραία αντίδραση από την Πιονγιάνγκ, η οποία ουσιαστικά ισοδυναµούσε µε κήρυξη πολέµου. Ωστόσο δεν υπήρξαν αντίποινα!
Στις 16 Απριλίου, το Συµβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωµένων Πολιτειών εξέτασε τις ακόλουθες επιλογές ως πιθανή απάντηση:
Επίδειξη δύναµης µε χρήση ναυτικών και αεροπορικών δυνάµεων.
Επανάληψη των αποστολών EC-121 µε συνοδεία µαχητικών.
Κατάρριψη βορειοκορεατικού αεροσκάφους πάνω από τη θάλασσα.
Επιλεγµένες αεροπορικές επιδροµές εναντίον στρατιωτικών στόχων.
Βοµβαρδισµός στρατιωτικών στόχων στο έδαφος της Βόρειας Κορέας.
Επιδροµές κατά µήκος της Αποστρατιωτικοποιηµένης Ζώνης.
Επίθεση σε στρατιωτικούς στόχους κοντά στην Αποστρατικοποιηµένη Ζώνη µε πυρά πυροβολικού ή πυραύλων.
Επιθέσεις σε πλοία του Ναυτικού της Βόρειας Κορέας από υποβρύχια των ΗΠΑ.
Ναυτικός αποκλεισµός.
Κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων της Βόρειας Κορέας στο εξωτερικό.
Χρήση στρατηγικών πυρηνικών όπλων.
Ο στρατηγός Earle Wheeler, επικεφαλής του Μικτού Επιτελείου, παρουσίασε στο Συµβούλιο σχέδιο επίθεσης στη Βόρεια Κορέα µε πυραύλους που θα έφεραν πυρηνικές κεφαλές 30 κιλοτόνων η κάθε µία.
Μια µέρα αργότερα, ο Σύµβουλος Εθνικής Ασφάλειας Χένρι Κίσινγκερ είπε στον Νίξον τηλεφωνικά ότι, δεδοµένης της προοπτικής αντιποίνων µε τη χρήση στρατηγικών πυραύλων, «ίσως χρειαστεί να πάµε σε τακτικά πυρηνικά».
Εκτός από τις ιδέες του NSC, ο Αµερικανός Α/ΓΕΕΘΑ ετοίµασε διάφορα σχέδια για να βοµβαρδίσει το αεροδρόµιο στο Sondok και στο Wonsan. Αν όλα πήγαιναν σύµφωνα µε το σχέδιο, τα βοµβαρδιστικά θα επιτίθεντο στα αεροδρόµια υπό την κάλυψη της νύχτας.
Η CINCPAC πρότεινε την τοποθέτηση πλοίων, µε πυραύλους ικανούς να καταρρίψουν αεροπλάνα, στη Θάλασσα της Ιαπωνίας µε εντολή καταστροφής βορειοκορεατικών αεροσκαφών, κατάληψη άλλων βορειοκορεατικών σκαφών που έπλεαν σε διεθνή ύδατα (αλιευτικά σκάφη κ.λπ.).
Επίλογος
Τελικά, καµία από τις παραπάνω ενέργειες δεν πραγµατοποιήθηκε κατά τις ηµέρες που ακολούθησαν της κατάρριψης.
Η νέα, τότε, κυβέρνηση Νίξον είχε ελάχιστες έως καθόλου πληροφορίες σχετικά µε την τοποθεσία και τη διαθεσιµότητα των δυνάµεων των ΗΠΑ και της Βόρειας Κορέας, καθώς η διοίκηση είχε δυσκολία να επικοινωνήσει µε µονάδες στον Ειρηνικό.
Μέχρι τη στιγµή που αυτές οι πληροφορίες για τη διάταξη µάχης κοινοποιήθηκαν στους σχεδιαστές, ήταν πολύ αργά για να αντιδράσουν.
Αργότερα ο Χένρι Κίσινγκερ εµφανίστηκε µετανιωµένος για την έλλειψη αντίδρασης: «Η συµπεριφορά µας στην κρίση EC-121 ήταν αδύναµη, αναποφάσιστη και ανοργάνωτη».
Ο Νίξον από την πλευρά του το µόνο που έκανε ήταν µια δήλωση ότι την επόµενη φορά που γίνει κάτι τέτοιο δεν θα υπάρξει ατιµωρησία.
Φρόντισε οι πτήσεις συλλογής πληροφοριών στην περιοχή να ξεκινήσουν ξανά υπό συνοδεία µαχητικών αυτή τη φορά, αλλά πρακτικά και ουσιαστικά η κατάρριψη και ο τραγικός θάνατος 31 ανθρωπιών, µην το ξεχνάµε αυτό, έµειναν χωρίς να υπάρξει απολύτως καµία επίπτωση για τους υπαίτιους της τραγωδίας.