Η ολοκληρωµένη πρόταση για την ΠΑ –η οποία είχε εγκριθεί από το ΑΑΣ- ήταν η παραγγελία 120 νέων µαχητικών ενός τύπου στη δεκαετία του ΄80.
Η έµφαση στο «ενός τύπου» ήταν δεδοµένου ότι η ΠΑ είχε σχεδόν έξι διαφορετικούς τύπους κάτι που είχε επιπτώσεις στην υποστήριξη και το κόστος.
Έτσι η προµήθεια ενός τύπου ήταν ουσιαστικά «µονόδροµος» σύµφωνα µε τα τότε δεδοµένα, για την διαµόρφωση µιας ισχυρής συµπαγούς αεροπορικής δύναµης τρίτης γενιάς που θα αποτελείωσε την αιχµή του δόρατος της ΠΑ για τα επόµενα 20 χρόνια, δύναµη την οποία πλαισίωναν τα 136 δεύτερης γενιάς F-4E, F-1CG και A-7H, δηµιουργώντας ένα πανίσχυρο σύνολο 256 σύγχρονων µαχητικών χωρίς να υπολογίζονται άλλοι παλαιότεροι τύποι όπως τα F-104G ή τα F-5A/B, F-84F, τα οποία βέβαια θα αποσύρονταν στη συνέχεια.
Όπως αναφέρει σχετικά ο Αντιπτέραρχος ε.α. Γρηγόριος ∆ηµ. Νούσιας, η σχετική έρευνα για τα νέα αεροσκάφη είχε ξεκινήσει και τη σχετική επιτροπή αποτελούσαν ο, Ι.Μπέκας, ως πρόεδρος, οι ιπτάµενοι Κων. Καλαµπάκας, Αναστ. Μπουραντάς και Γρηγ. Νούσιας, καθώς και οι τεχνικοί Κων. ∆ροµάζος, Κων. Πρασόπουλος, Ιωάν. ∆ιοκµετζίδης, Στεφ. Τσολακίδης και Γεώρ. Γούλιος.
Γρήγορα η επιτροπή κατέληξε σε τέσσερις υποψηφιότητες: Αυτές ήταν το µαχητικό F/A-18L της τότε McDonnell Douglas και Northrop, το γαλλικό µαχητικό της Dassault Mirage 2000, τo F-16C της τότε General Dynamics και το Panavia Tornado το κοινό ευρωπαϊκό µαχητικό που είχαν αναπτύξει η Βρετανία, η Ιταλία και η Γερµανία.
Από τα ανωτέρω µαχητικά ως πραγµατικά πολλαπλού ρόλου ήταν το F/A-18L και το F-16C, ενώ το Mirage 2000 υπολειπόταν στις αποστολές αέρος-εδάφους και το Tornado προσφερόταν σε δύο εκδόσεις την ADV (εναέριας υπεροχής) και την IDS (προσβολής στόχων εδάφους).
Το F/A-19L
Η επιτροπή προχώρησε σε εµπεριστατωµένη αξιολόγηση των αεροσκαφών η οποία περιελάµβανε και πτήσεις των Ελλήνων Ιπταµένων µε τα ανωτέρω αεροσκάφη:
Με το F-18L/A τον ∆εκέµβριο 1979 και Ιούνιο 1980 στο Los Angeles και St Louis. Με το Mirage 2000 τον Φεβρουάριο 1980 και Μάρτιο 1981 στο Istres.
Με το F-16 το Μάρτιο 1980 στο Texas, και το Tornado τον Φεβρουάριο 1981 στο Warton της Αγγλίας και στο Μόναχο.
Μετά από την αξιολόγηση των όλων των στοιχείων η επιτροπή κατέληξε τον Αύγουστο του 1981 ότι το καταλληλότερο µαχητικό για την ΠΑ ήταν το F/A-18L το οποίο είχε εξαιρετικές επιδόσεις τόσο στον εναέριο αγώνα όσο και στις αποστολές αέρος-εδάφους, εξασφαλίζοντας ουσιαστικό επιχειρησιακό και ποιοτικό πλεονέκτηµα της ΠΑ έναντι της τουρκικής Αεροπορίας.
Το F/A-18L ήταν µια έκδοση «ξηράς» που προοριζόταν για εξαγωγές, αφού η αµερικανική Αεροπορία είχε επιλέξει το F-16, του ναυτικού µαχητικού F/A-19A.
Η McDonnell ήταν υπεύθυνη για την ανάπτυξη του προγράµµατος και την προώθηση του αεροσκάφους σε συµµαχικές χώρες.
Το αεροσκάφος ήταν ελαφρύτερο κατά 1.300 περίπου κιλά από το ναυτικό του «αδέρφι» καθώς δεν είχε τους µηχανισµούς αναδίπλωσης των πτερύγων ενώ είχε τοποθετηθεί απλούστερο σύστηµα προσγείωσης και άγκιστρο πέδησης. Αυτό επέτρεψε στο F/A-18L την αύξηση των πτερυγικών σταθµών από 9 στον F/A-18A στους 11 αυξάνοντας το µεταφερόµενο εξωτερικό φορτίο από τις 13.700 στις 20.000 λίβρες.
Ο ηλεκτρονικός εξοπλισµός ήταν ο ίδιος µε το F/A-18A έχοντας ως βάση το αξεπέραστο (για την εποχή του) ραντάρ APG-65 και πιλοτήριο µε τρεις οθόνες απεικόνισης δεδοµένων.
Το πρόγραµµα πάντως δεν απέδωσε για δύο λόγους: Αφενός γιατί οι ΗΠΑ ήθελαν να «σπείρουν» µε F-16 την Ευρώπη -όπως κι έγινε- αφετέρου γιατί McDonnell Douglas και Northrop ενεπλάκησαν σε δικαστικές διαµάχες για «δικαιώµατα πώλησης του F/A-18». Αποτέλεσµα ήταν το πρόγραµµα του µαχητικού να τερµατιστεί επίσηµα στις 17 Νοεµβρίου 1986.
Αυτό βέβαια δεν είχε επίπτωση στο συνολικό πρόγραµµα και στις χώρες που ήθελαν να παραγγείλουν το µαχητικό.
Η Ισπανία (1981), η Αυστραλία (1981) και ο Καναδάς (1980) προχώρησαν σε παραγγελίες του F/A-18A.
Η ακύρωση της απόφασης και η επιλογή των δύο τύπων
Με δεδοµένη την επιλογή του F/A-18L για 120 µονάδες η ηγεσία της ΠΑ -και εάν ελάµβανε κυβερνητική έγκριση- η ΠΑ θα ξεκινούσε τις διαδικασίες για την παραγγελία των αεροσκαφών µε την McDonnell.
Αυτά θα ήταν τα F/A-18L εάν οι διαπραγµατεύσεις ξεκινούσαν εκείνη περίπου την περίοδο και F/A-18A ή C/D εάν ξεκινούσαν την περίοδο 1984-85. Αυτό όµως δεν έγινε.
Τον Οκτώβριο του 1981 το πολιτικό σκηνικό της χώρας άλλαξε και στην εξουσία ήρθε το ΠΑΣΟΚ. Αποτέλεσµα το «πάγωµα» της αγορά του ΝΜΑ για τουλάχιστον 4 χρόνια.
Τελικά στις 6 Μαρτίου του 1985 ξαφνικά και χωρίς καµιά διαδικασία αξιολόγησης ο τότε πρωθυπουργός ανακοινώνει την απόφαση για αγορά 40 Mirage 2000EGM/BGM και ισάριθµων F-16C/D block 30.
Να σηµειωθεί ότι οικονοµοτεχνικές µελέτες κατεδείκνυαν ότι το κόστος αποκτήσεως 120 αεροσκαφών F-18L δεν θα διέφερε από το κόστος αποκτήσεως των 80 F-16 και Mirage 2000, κάτι που σηµαίνει πως µε τα ίδια χρήµατα η ΠΑ θα µπορούσε να ενισχυθεί µε 40 επιπλέον µαχητικά!
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά δηµοσίευµα της εποχής από την εφηµερίδα «Καθηµερινή»:
«Οριστικοποιήθηκε χθες η αγορά των 80 µαχητικών αεροσκαφών µε την υπογραφή προσυµφώνων για 40 “F-16” και 40 “Mirage 2000”.
Η οριστική απόφαση ελήφθη από το ΚΥΣΕΑ, το οποίο συνεδρίασε χθες το µεσηµέρι στο υπουργείο Εθνικής Αµύνης, υπό την προεδρία του πρωθυπουργού Α. Παπανδρέου.
Μιλώντας στη συνέχεια στους δηµοσιογράφους και τις τηλεοπτικές κάµερες, ο πρωθυπουργός, παρουσία όλων των µελών του ΚΥΣΕΑ, χαρακτήρισε ως ιστορική τη χθεσινή ηµέρα γιατί αποφασίστηκε το πιο φιλόδοξο αµυντικό πρόγραµµα της χώρας που καλύπτει την περίοδο ως το 2000».
Βέβαια τότε το σκηνικό ήταν κάπως διαφορετικό από πολιτικής πλευράς. Οι ΗΠΑ «έπαιζαν» τα γνωστά τους παιχνίδια, καθώς φοβούνταν διαρροή πληροφοριών του F-16 προς την ΕΣΣ∆ εάν τα έπαιρνε η Ελλάδα λόγω της υπόθεσης Μποχάν.
Ήταν η υπόθεση του στρατολογηµένου από τη CIA σοβιετικού αξιωµατούχου της GRU (το 1985), Σεργκέι Μποχάν ο οποίος όµως έπαιζε διπλό παιχνίδι.
Στην περίπλοκη αυτή υπόθεση είχαν µπλεχτεί και Έλληνες οι όποιοι υποτίθεται ότι διοχέτευαν µυστικά του βλήµατος MANPAD Stinger στους Σοβιετικούς.
Εν πάση περιπτώσει ο τότε πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, διακήρυξε προς πάσα κατεύθυνση, ότι δεν τίθεται ζήτηµα κατασκοπίας υπέρ της ΕΣΣ∆ από την Ελλάδα, αλλά οι ΗΠΑ άρχισαν να προτείνουν διάφορα άλλα µαχητικά όπως το υπανάπτυξη τότε F-5G (µετέπειτα F-20) που προωθούσε η Northrop η µια υποβαθµισµένη έκδοση του F-16 το F-16/79 µε κινητήρα J-79 και µετρίων επιδόσεων ραντάρ APG-66.
Σε οµιλία του µάλιστα ο Α.Παπανδρέου στη Βουλή, είχε πει ότι όπως παράγγειλε τα 40 Mirage 2000 θα µπορούσε να παραγγείλει και τα υπόλοιπα 40 από τη Γαλλία, αν οι ΗΠΑ δεν έδιναν την συγκατάθεσή τους για το F-16.
Τα χρήµατα για τα αεροσκάφη προήρθαν από τα δάνεια του προγράµµατος FMS – στην κατηγορία αυτή ανήκει και η λεγόµενη αµερικανική στρατιωτική βοήθεια, από δάνεια προερχόµενα από την εξωτερική κεφαλαιουχική αγορά και από χρήµατα των εθνικών προϋπολογισµών.
Η επίσηµη συµφωνία αγοράς των αεροσκαφών υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1987 και το πρόγραµµα ονοµάστηκε Peace Xenia I και τα πρώτα F-16C/D παραδόθηκαν µεταξύ Νοεµβρίου 1988 και Οκτωβρίου 1989, ενώ τα Mirage 2000 (36 µονοθέσια και τέσσερα διθέσια) παραδόθηκαν µεταξύ 1988 και 1992.
Επίλογος
Είναι άγνωστο τι θα συνέβαινε εάν η ΠΑ προχωρούσε τελικά στην απόκτηση 120 µαχητικών F/A-18 και πως θα είχε διαµορφωθεί σήµερα η κατάσταση.
Σίγουρα πάντως θα µιλούσαµε για µια άλλη Αεροπορία. Η απόφαση του 1985 ήταν αναµφισβήτητα µια πολιτική απόφαση διανθισµένη µε αρκετό πολιτικό και διπλωµατικό παρασκήνιο.
Αυτός ήταν και ο λόγος που τα 120 µαχητικά έγιναν τελικά 80 και ο ένας τύπος δύο. Η ΠΑ δεν είχε λόγο στην συγκεκριµένη απόφαση η οποία της επεβλήθη.
Σίγουρα οι πιλότοι και οι µηχανικοί της ΠΑ αξιοποίησαν τα αεροσκάφη που παρέλαβαν στο έπακρο των δυνατοτήτων τους, προβάλλοντας ουσιαστική αποτροπή στην τουρκική επιθετικότητα, αλλά η επιλογή του F/A-18 ίσως είχε οδηγήσει σε µια περισσότερο οµοιογενή Αεροπορία µε χαµηλότερα κόστη συντήρησης και περισσότερο στοχευόµενες µετέπειτα συµπληρωµατικές αγορές.