Η λεγόμενη «νυχτεριδοβόμβα» είναι ένα από τα πολλά πειραματικά όπλα που σχεδίασαν και ανέπτυξαν οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις κατά την διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Πριν την έλευση της πυρηνικής βόμβας και την ρίψη της στην Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, οι Αμερικάνοι επεξεργάζονταν ένα σενάριο που σήμερα φαντάζει εξωπραγματικό, τη χρήση της μεγαλόσωμης μεξικανικής νυχτερίδας ως μέσο μεταφοράς της τροποποιημένης εμπρηστικής βόμβας ναπάλμ.
Το σενάριο αυτό απαιτούσε την κατασκευή μιας βόμβας, που στο εσωτερικό της, σε ειδικά διαμορφωμένες θήκες, θα τοποθετούνταν ζωντανές νυχτερίδες του είδους Tadarida brasiliensis, γνωστές με την κοινή ονομασία μεξικάνικες νυχτερίδες, που θα είχαν προσαρμοσμένο στο σώμα τους ένα μικρό ωρολογιακό εμπρηστικό μηχανισμό.
Το σχέδιο περιλάμβανε την ρίψη της βόμβας, που ήταν προσδεμένη σε αλεξίπτωτο, από κάποιο αμερικανικό βομβαρδιστικό πάνω από αστικές περιοχές της Ιαπωνίας. Εν μέσω της πτώσης και ενώ το αλεξίπτωτο θα ανέκοπτε την ταχύτητα της βόμβας, οι εσωτερικές θήκες θα άνοιγαν αυτόματα και θα απελευθέρωναν τις νυχτερίδες με τους εμπρηστικούς μηχανισμούς.
Αυτές με την σειρά τους αναμένονταν να αναζητήσουν άμεσα καταφύγιο στις σοφίτες και τις σκεπές των ξύλινων και εύφλεκτων κτηρίων των Ιαπωνικών πόλεων, με αποτέλεσμα όταν θα ενεργοποιούνταν οι εμπρηστικοί μηχανισμοί, να προκύψουν ταυτόχρονα εκατοντάδες, ή και χιλιάδες εστίες πυρκαγιών.
Την ιδέα μιας τέτοιας βόμβας, συνέλαβε αρχικά ένας οδοντογιατρός από την Πενσιλβάνια, ονόματι Λάιτλ Ανταμς, που ήταν φίλος της «πρώτης κυρίας» Έλενορ Ρουσβελτ. Ο οδοντογιατρός κατάθεσε την πρωτότυπη ιδέα του στο Λευκό οίκο τον Ιανουάριο του 1942, που τελικά εγκρίθηκε από τον ίδιο τον πρόεδρο Ρούσβελτ, ύστερα από μεσολάβηση του Ντόναλντ Γκρίφιν.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποφάσισαν να αναπτύξουν την βόμβα νυχτερίδων, καθώς υπολόγιζαν στην θετική συνεισφορά τεσσάρων βιολογικών παραγόντων. Ο πρώτος ήταν το γεγονός πως οι συγκεκριμένες νυχτερίδες αφθονούσαν σε τέσσερα σπήλαια του Μεξικού, όπου συγκεντρώνονταν κατά εκατομμύρια.
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν πως οι νυχτερίδες μπορούν να κουβαλήσουν κατά την διάρκεια της πτήσης, βάρος που μπορεί να είναι διπλάσιο από το βάρος του σώματος τους. Επιπλέον, οι νυχτερίδες πέφτουν σε χειμερία νάρκη και κατά την διάρκεια αυτή δεν χρειάζονται νερό και τροφή, και αυτό ήταν ο τρίτος παράγων που θεωρήθηκε θετικός.
Ο τέταρτος παράγοντας ήταν ίσως και ο καθοριστικότερος και αυτό ήταν πως οι νυχτερίδες, όντας νυχτόβια πλάσματα, ήταν σίγουρο πως θα αναζητούσαν καταφύγιο μέσα σε κτήρια κατά την διάρκεια της ημέρας.
Οι Αμερικάνοι είχαν πάρει στα σοβαρά την ιδέα και προς αυτήν την κατεύθυνση συνηγορεί το γεγονός πως ανάθεσαν στον εφευρέτη της βόμβας Ναπάλμ, Λούης Φίσερ, να κατασκευάσει συσκευές βάρους 17 και 28 γραμμαρίων που προορίζονταν για να προσδεθούν πάνω στα σώματα των νυχτερίδων.
Η κούφια βόμβα που θα μετέφερε τις νυχτερίδες, σχεδιάστηκε έτσι ώστε να μπορεί να μεταφέρει σαράντα νυχτερίδες σε ξεχωριστές ειδικά διαμορφωμένες θήκες. Η βόμβα θα ριχνόταν από υψόμετρο 1,250 μέτρων και κατά την διάρκεια της πτώσης οι εσωτερικές θήκες θα αποδεσμεύονταν από το εξωτερικό περίβλημα της βόμβας, μένοντας όμως προσδεμένες στο αλεξίπτωτο που άνοιγε στα 305 μέτρα.
Το σχέδιο περιλάμβανε δέκα βομβαρδιστικά B-24, που θα πετούσαν από την Αλάσκα μεταφέροντας 100 βόμβες έκαστο. Κάθε βόμβα περιείχε 40 νυχτερίδες που μετέφεραν τις μικρές ναπάλμ, οπότε τα βομβαρδιστικά θα εξαπέλυαν συνολικά 1,840,000 «παγιδευμένες» νυχτερίδες πάνω από την βιομηχανικό κέντρο της Οσάκα στην Ιαπωνία.
Κατά το στάδιο της ανάπτυξης της παράξενης βόμβας έγιναν διάφορες δοκιμές, όχι πάντα με το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Σε μια περίπτωση κατά την διάρκεια δοκιμών στην αεροπορική βάση του Κάρλσμπαντ στο Νέο Μεξικό, η βάση καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά, όταν κατά λάθος απελευθερώθηκαν οπλισμένες νυχτερίδες.
Μετά από αυτή την καταστροφική δοκιμή, το 1943, όλο το σχέδιο μεταφέρθηκε υπό την εποπτεία του Αμερικανικού πολεμικού ναυτικού και στην συνέχεια παραδόθηκε στους Αμερικάνους πεζοναύτες.
Το τελικό τεστ έγινε όταν εξαπέλυσαν τις νυχτερίδες πάνω σε ένα ομοίωμα Ιαπωνικού οικισμού για να διαπιστώσουν ότι το παράξενο βιολογικό όπλο είχε ένα σημαντικό ποσοστό αποτελεσματικότητας, με κύριο πλεονέκτημα το γεγονός πως επιχειρούσε μέσα από τις γραμμές του εχθρού, που βρισκόταν σε πλήρη άγνοια για την ύπαρξη του.
Παρότι τα πρώτα αποτελέσματα των δοκιμών κρίθηκαν ικανοποιητικά το όλο πρόγραμμα ακυρώθηκε από τον Ναύαρχο Κίνγκ, όταν ενημερώθηκε πως η βόμβα δεν θα ήταν έτοιμη για το μέτωπο, πριν από τα μέσα του 1945.
Μέχρι εκείνη την στιγμή η αμερικανική κυβέρνηση είχε δαπανήσει 2 εκ δολάρια σε ένα ευφάνταστο σχέδιο που έμελλε να μείνει για πάντα στο στάδιο του σχεδιασμού