Ο αξιωματικός Θρασύβουλος Τσακαλώτος είχε μια πλούσια στρατιωτική καριέρα καθώς έζησε σε μια περίοδο αλλεπάλληλων πολεμικών συγκρούσεων. Πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στην Μικρασιατική εκστρατεία, στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμος, στον εμφύλιο και τα Δεκεμβριανά.
Μετά το τέλος του εμφυλίου, ανέλαβε επιτελικές θέσεις στον στρατό και διατέλεσε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Αποστρατεύτηκε το 1952 με τον βαθμό του αντιστράτηγου. Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος γεννήθηκε στις 3 Απριλίου του 1897 στην τουρκοκρατούμενη Πρέβεζα, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Το 1910 έφυγε για την Αλεξάνδρεια, όπου ζούσε ήδη ο αδελφός του (και παππούς του Ευκλείδη). Εκεί αποφοίτησε από το ελληνικό γυμνάσιο, αλλά δεν έμεινε. Έφυγε για την Αθήνα όπου σπούδασε στη σχολή Ευελπίδων και το 1916, άρχισε η στρατιωτική του καριέρα.
Ως αξιωματικός, πήρε μέρος σε σημαντικές μάχες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής εκστρατείας. Στον πόλεμο του ’40 συνταγματάρχης πια, διακρίθηκε στην αναχαίτιση των Ιταλών στην Ήπειρο και οι συνάδελφοί του διέκριναν εύκολα τις στρατιωτικές του αρετές και το ηγετικό του ταλέντο.
Το 1943 έφυγε από την Ελλάδα και έφθασε στην Αίγυπτο όπου υπήρχε συγκροτημένος ελληνικός στρατός. Ανέλαβε διοικητής του κέντρου εκπαίδευσης Ελλήνων στρατιωτών και αργότερα διοικητής της Γ’ ορεινής ταξιαρχίας. Η Γ’ ορεινή ταξιαρχία πολέμησε στη μάχη του Ρίμινι στην Ιταλία και τον χειμώνα του ’44 στη μάχη της Αθήνας, δηλαδή τα Δεκεμβριανά, εναντίον των αριστερών. Ο Στέφανος Κασιμάτης σε άρθρο του στην «Καθημερινή» περιγράφει ένα περιστατικό, που -όπως αναφέρει- δείχνει τις ικανότητες του Τσακαλώτου ως αξιωματικού:
« Σε σημαντικό βαθμό, του οφείλουμε ότι η Αθήνα δεν έπεσε στα χέρια του ΚΚΕ τον Δεκέμβριο του 1944. Διότι στην περίφημη σύσκεψη της 11ης Δεκεμβρίου, στον στρατώνα «Παραπηγμάτων» (εκεί περίπου όπου σήμερα βρίσκεται το Μέγαρο Μουσικής), όταν ο Ρόναλντ Σκόμπυ ανακοίνωσε την απόφασή του, οι υπό τη διοίκησή του δυνάμεις, ελληνικές και βρετανικές, να αποσυρθούν στο Δέλτα του Φαλήρου και να εγκαταλείψουν το κέντρο της πρωτεύουσας, ο Τσακαλώτος, ως διοικητής της ηρωικής ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας, ήταν εκείνος που αντέδρασε εντόνως.
Ανακοίνωσε στους Βρετανούς την αμετάκλητη απόφασή του ότι η ΙΙΙ ΕΟΤ θα έμενε να υπερασπισθεί την πρωτεύουσα και τη θέση του αυτή, τεκμηριωμένη με στρατιωτικά επιχειρήματα, αργότερα παρέδωσε και γραπτώς στον Ρ. Σκόμπυ.
Την επομένη, όταν έφθασαν στην Αθήνα ο στρατάρχης Αλεξάντερ και ο υπουργός για θέματα Μεσογείου Χ. Μακ Μίλαν (ο μετέπειτα πρωθυπουργός, 1957-1963) και επαναλήφθηκε η σύσκεψη, η απόφαση του Σκόμπυ ανακλήθηκε.
Η νέα εντολή που δόθηκε στους αμυνομένους ήταν να κρατήσουν τη διάταξη των δυνάμεών τους πάση θυσία και αποφασίστηκε η μεταφορά, το ταχύτερο δυνατόν, της βρετανικής 4ης Μεραρχίας από την Ιταλία, ώστε να εκδιωχθεί ο στρατός του ΚΚΕ και να αποσοβηθεί ο κίνδυνος της «λαοκρατίας», που ποτέ δεν ήταν μεγαλύτερος όσο εκείνη την κρίσιμη νύκτα της 11ης Δεκεμβρίου». Μετά ακολούθησε ο εμφύλιος.
Το 1948 ως διοικητής του Α’ σώματος στρατού πραγματοποίησε μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πελοπόννησο. Στη συνέχεια ανέλαβε το Β” σώμα στρατού και ηγήθηκε πλέον της τελικής μάχης που οδήγησε στην ήττα του δημοκρατικού στρατού και στη λήξη του εμφυλίου πολέμου. Τον Μάιο του 1951, ο Τσακαλώτος έγινε αρχηγός του ΓΕΣ. Λίγο πριν αναλάβει τα καθήκοντά του, ήρθε σε ρήξη με τον βασιλιά Παύλο γιατί δεν εκτέλεσε την εντολή του να συλλάβει τον Παπάγο. Βέβαια αργότερα συγκρούστηκε και με τον Παπάγο, καθώς «κυνήγησε» την παραστρατιωτική οργάνωση ΙΔΕΑ, που είχε ως σκοπό τη διάλυση του κομμουνιστικού κινήματος.
Η συνάντηση με τον Βαφειάδη Ο Τσακαλώτος υπήρξε επίσημα υποστηρικτής της δεξιάς και αντικομμουνιστής. Σε απόσπασμα από τα απομνημονεύματά του, που δημοσιευόταν στην εφημερίδα Ακρόπολις, διαβάζουμε: «Αξίζει τον κόπο σαν ανακεφαλαίωση και κατανόηση της κομμουνιστικής προδοσίας, να αναγραφή το κάτωθι ημερολογιακόν μνημόνιον του μίσους του κομμουνισμού κατά της Ελλάδος, όπως ανεγράφη εις Αθηναϊκήν εφημερίδαν της 8ης Νοεμβρίου του 1958. Κανείς Έλλην δεν πρέπει να ξεχνά, μαζί με το τόσο χυθέν αίμα, τις προσπάθειες αυτές του κομμουνισμού και δεν πρέπει να πιστεύει ποτέ τις κομμουνιστικές σειρήνες».
Τον Μάιο του 1984, συναντήθηκε με τον αντίπαλό του από τον Εμφύλιο, Μάρκο Βαφειάδη, σε μια προσπάθεια και των δύο να δείξουν δημόσια ότι ο εμφύλιος ήταν μαύρη σελίδα στην ελληνική ιστορία. Η ιστορική συνάντηση των δύο αντρών, που ήταν εγκάρδια, έγινε στην ιταλική τηλεόραση και ο διάλογος ήταν συμβολικός: -Τσακαλώτος: Κάναμε λάθος τότε. -Βαφειάδης: Μάλλον στρατηγέ μου. «Ήταν όλοι καλοί Έλληνες», κατέληξαν οι δύο πρώην αντίπαλοι, αναφερόμενοι στους εκατέρωθεν νεκρούς του εμφυλίου. Το φιλελεύθερο πνεύμα του Τσακαλώτου, αποδείχτηκε και το 1985 όταν δήλωσε δημόσια ότι αισθάνεται τον Ανδρέα Παπανδρέου σαν αδελφό του και στήριξε το ΠΑΣΟΚ στις τότε εκλογές.
Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος έφυγε από τη ζωή τον δεκαπενταύγουστο του 1989. Πριν πεθάνει, είχε αρνηθεί οικόπεδα που του παραχωρήθηκαν τιμής ένεκεν και με τη σειρά του τα παραχώρησε σε μέλη του συνεταιρισμού των αξιωματικών.
Ο σημερινός υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος είναι συγγενής του, καθώς ο αδελφός του στρατηγού, ήταν παππούς του υπουργού.