Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, ή αλλιώς Δ’ αραβοϊσραηλινός πόλεμος, που συνέβη τον Οκτώβριο του 1973, ήταν ο τελευταίος της σειράς των αραβοϊσραηλινών πολέμων, εξαιρουμένων των εισβολών στο Λίβανο το 1982 και το 2006 και των εισβολών σε παλαιστινιακά εδάφη, όπως στη Γάζα το 2008 και το 2014. Γιομ Κιπούρ ονομάζεται η ισραηλινή εορτή του Εξιλασμού.
Ο προφανής λόγος για τον οποίο επιλέχθηκε η εβραϊκή γιορτή του “Γιομ Κιπούρ” για την εκδήλωση της αιφνιδιαστικής επίθεσης εναντίον του Ισραήλ, ήταν πως εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, σε αντίθεση με κάθε άλλη εβραϊκή εορτή, τα πάντα στο Ισραήλ “νεκρώνουν”.
Στο Γιομ Κιπούρ, την ιερότερη μέρα των Εβραίων, όχι μόνο οι θρησκευόμενοι, αλλά το σύνολο των Εβραίων νηστεύουν, αποφεύγουν κάθε χρήση φωτιάς, ηλεκτρικού, μηχανών, επικοινωνιών κτλ, και οι οδικές μεταφορές και γενικότερη κυκλοφορία σταματούν. Πολλοί στρατιώτες έπαιρναν άδεια για να γιορτάσουν στο σπίτι τους και το Ισραήλ ήταν σε μεγάλο βαθμό ευάλωτο, ειδικά με μεγάλο μέρος του στρατού ανενεργό.
Ο πόλεμος επίσης συνέπιπτε με το μουσουλμανικό μήνα του Ραμαζανίου, που σήμαινε πως οι περισσότεροι μουσουλμάνοι στρατιώτες νήστευαν κι αυτοί. Πολλοί άλλοι πιστεύουν πως η επίθεση τη μέρα του Γιομ Κιπούρ, όσο κι αν δεν είναι εύκολα πιστευτό, βοήθησε το Ισραήλ να κινητοποιήσει τους εφέδρους του από τα σπίτια και τις συναγωγές τους, επειδή η φύση της εορτής σήμαινε πως οι δρόμοι και οι επικοινωνίες ήταν ολάνοιχτες, και βοηθήθηκε η οργάνωση, επιστράτευση και άμεση προώθηση των στρατιωτών.
Η πολυσήμαντη αυτή πολεμική σύρραξη διεξήχθη από τις 6 έως τις 26 Οκτωβρίου 1973, από ένα συνασπισμό αραβικών κρατών υπό την ηγεσία της Αιγύπτου και της Συρίας, εναντίον του Ισραήλ. Ο πόλεμος ξεκίνησε από μια αιφνιδιαστική κοινή επίθεση της Συρίας και της Αιγύπτου τη μέρα του Γιομ Κιπούρ, τη μεγαλύτερη εβραϊκή εορτή.
Η Αίγυπτος και η Συρία πέρασαν τις γραμμές κατάπαυσης του πυρός στο Σινά στο Νότο και τα Υψώματα Γκολάν στο Βορρά αντίστοιχα, εδάφη που αμφότερα κατέχονταν από το Ισραήλ από το 1967 και τον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Η σύγκρουση είχε όλα τα στοιχεία μιας σοβαρής διεθνούς κρίσης και ολοκληρώθηκε με μια έμμεση σύγκρουση των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, οι οποίες εφοδίασαν σε μεγάλη κλίμακα τους εμπόλεμους συμμάχους τους.
Οι Αιγύπτιοι και οι Σύριοι προήλασαν στις πρώτες 24–48 ώρες, μετά τις οποίες όμως η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει υπέρ του Ισραήλ. Ώς τη δεύτερη εβδομάδα του πολέμου, οι Σύριοι απωθήθηκαν από τα Υψώματα Γκολάν.
Στο Σινά προς το Νότο, οι Ισραηλινοί χτύπησαν ως σφήνα στη γραμμή ανάμεσα στις δύο επιτιθέμενες αιγυπτιακές στρατιές, διέσχισαν τη Διώρυγα του Σουέζ (όπου βρισκόταν η παλιά γραμμή κατάπαυσης του πυρός του ’67), αποκόπτοντας την αιγυπτιακή Τρίτη Στρατιά ακριβώς μόλις ενεργοποιήθηκε η κατάπαυση του πυρός από τα Ηνωμένα Έθνη.
Ο πόλεμος είχε τεράστιες συνέπειες σε όλο τον κόσμο. Ο αραβικός κόσμος, ο οποίος είχε ταπεινωθεί από τη συντριπτική ήττα στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, ένιωσε ψυχολογικά δικαιωμένος από τη σειρά των νικών στην αρχή της σύγκρουσης. Αυτή η δικαίωση έστρωσε το δρόμο για την ειρηνευτική διαδικασία που ακολούθησε, όπως και φιλελευθεροποιήσεις στην πολιτική της “infitah” («ανοιχτής πόρτας») από την Αίγυπτο.
Οι Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ, που ήρθαν λίγο αργότερα, οδήγησαν σε ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ – η πρώτη φορά που ένα αραβικό κράτος αναγνώρισε το ισραηλινό κράτος. Η Αίγυπτος, που είχε ήδη αρχίσει να απομακρύνεται από τη Σοβιετική Ένωση, απεκόπη της σοβιετικής σφαίρας επιρροής ολοκληρωτικά.
Ο πόλεμος τελείωσε με στρατιωτική νίκη του Ισραήλ, που ακολουθήθηκε από μακροσκελείς διαπραγματεύσεις, καταλήγοντας στο Συνέδριο της Γενεύης. Η Συνθήκη Ειρήνης υπογράφηκε το Μάιο του 1974. Εντούτοις, ανάγκασε το Ισραήλ σε υποχωρήσεις, κάνοντάς το να συνειδητοποιήσει, λόγω της απειλής ολοκληρωτικής ήττας κατά τον αιφνιδιασμό και τις συροαιγυπτιακές αρχικές επιτυχίες των πρώτων 48 ωρών, ότι ο πλήρης στραγγαλισμός των αντιπάλων του εγκυμονούσε κινδύνους.
Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ είχε και την ελληνική του παράμετρο. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος αρνήθηκε να επιτρέψει την προσγείωση αμερικανικών αεροπλάνων στα αεροδρόμια Ελευσίνας και Σούδας, τα οποία θα λάμβαναν μέρος στις επιχειρήσεις στο πλευρό των Ισραηλινών. Η άρνησή του να ικανοποιήσει το αμερικανικό αίτημα ίσως να συνέβαλε και στην πτώση του από τον Δημήτριο Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973.