Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει εγκληματίες πέραν της Σικελίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, των δύο σημείων που έχει τη βάση της με την αυστηρή έννοια της λέξης.
Η λέξη «μαφία» έχει εξελιχθεί σε όρο που υπονοεί ευρεία γκάμα συμμοριών -κινεζικές, ιαπωνικές, ρωσικές, τσετσένικες, αλβανικές, ελληνικές, τουρκικές- οι οποίες ελάχιστη ή και απολύτως καμία σχέση έχουν με την γνήσια σικελική μαφία.
Καμία σχέση με την δομή, τους άγραφους νόμους, την ιεραρχία και την δράση της «Κόζα Νόστρα» της εγκληματικής οργάνωσης που πέρασε στη σφαίρα του μύθου και για την οποία γράφτηκαν βιβλία, γυρίστηκαν ταινίες και ντοκιμαντέρ και απασχολεί τις Ιταλικές αρχές για πάνω από 135 χρόνια!
Η γέννηση της «Κόζα Νόστρα»
Η μαφία γεννήθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με το νέο ιταλικό κράτος. Στην πραγματικότητα ο τρόπος που εμφανίστηκε και χρησιμοποιήθηκε γενικότερα η λέξη «μαφία» είναι περίεργος, κυρίως επειδή η ιταλική κυβέρνηση, η οποία τοποθέτησε το όνομα αυτό στη κορυφή της αντεγκληματικής της πολιτικής, έπαιξε επίσης κάποιο ρόλο στην υπόθαλψη της οργάνωσης που το έφερε.
Η μαφία εμφανίστηκε στην περιοχή που ακόμα και σήμερα αποτελεί τον πυρήνα της. Την Σικελία. Στο Παλέρμο και το Κορλεόνε. Αναπτύχθηκε εκεί όπου ήταν συγκεντρωμένος πλούτος του νησιού, στη βαθυπράσινη παραλιακή λωρίδα, ανάμεσα στις σύγχρονες για την εποχή καπιταλιστικές εξαγωγικές επιχειρήσεις που είχαν την έδρα τους στις ειδυλλιακές εκτάσεις με τις πορτοκαλιές και τις λεμονιές.
Οι πρακτικές της μαφίας διαμορφώθηκαν στη διάρκεια της περιόδου της ραγδαίας ανάπτυξης της βιομηχανίας καλλιέργειας και συγκομιδής εσπεριδοειδών. Στα τέλη του 18ου αιώνα, τα λεμόνια αποτελούσαν περιζήτητο εξαγώγιμο προϊόν.
Όσο και αν ακούγεται περίεργο για κάποιους (αν και δεν θα έπρεπε δεδομένου πως στη συγκεκριμένη περιοχή υπήρχε άφθονος πλούτος) από εκείνα τα πανέμορφα μέρη ξεκίνησαν όλα.
Η υπόθεση του δόκτορα Γκαλάτι και οι «χρυσές» λεμονιές
Ο Γκασπάρε Γκαλάτι, ένας αξιοσέβαστος χειρουργός, είναι ο πρώτος άνθρωπος που βίωσε στο πετσί του την εκδικητικότητα της μαφίας και κατέγραψε με λεπτομέρειες τα παθήματά του.
Το 1872, (σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο βιβλίο: «Κόζα Νόστρα, η ιστορία της Σικελικής μαφίας», του ιστορικού John Dickie που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κανάκη») ο δόκτωρ Γκαλάτι ανέλαβε τη διαχείριση μιας κληρονομιάς για λογαριασμό των θυγατέρων του και της θείας τους. Το βασικό τμήμα της κληρονομιάς ήταν το Φόντο Ριέλα, ένα αγρόκτημα ή περιβόλι, 40 στρεμμάτων με λεμονιές και μανταρινιές στη Μαλασπίνα. Μια περιοχή που βρίσκεται σε απόσταση μόλις 15 λεπτών με τα πόδια από τις παρυφές του Παλέρμο.
Ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του Φόντο Ριέλα, ο γαμπρός του δόκτορος Γκαλάτι, είχε πεθάνει από καρδιακή προσβολή εξαιτίας απειλητικών επιστολών που δεχόταν. Όπως είχε αποκαλυφθεί αποστολέας των επιστολών αυτών ήταν ο επιστάτης του Φόντο, Μπενεντέτο Καρόλο!
Έχοντας μάθει όλα τα παραπάνω, ο Γκαλάτι προκειμένου να… γλιτώσει τα χειρότερα αποφάσισε να εκμισθώσει το κτήμα σε κάποιον άλλο. Ο Καρόλο, όμως, είχε διαφορετική άποψη και κάθε φορά που εμφανιζόταν κάποιος υποψήφιος ενοικιαστής, ο επιστάτης του ξεκαθάριζε με κοφτό τρόπο πως: «Μα το αίμα του Ιούδα, ετούτο το περιβόλι δεν πρόκειται ούτε να νοικιαστεί, ούτε να πωληθεί».
Ο δόκτορας Γκαλάτι τον απέλυσε και τότε ξεκίνησαν όλα. Στις 2 Ιουλίου του 1874 ο αντικαταστάτης του Καρόλο εκτελείτε με πολλές σφαίρες στην πλάτη. Η οικογένεια του Γκαλάτι πήγε στην αστυνομία για να καταγγείλει την εμπλοκή του πρώην επιστάτη στην υπόθεση αλλά ο αξιωματικός δεν βρήκε… επαρκή τα στοιχεία.
Τότε άρχισε και ο Γκαλάτι να λαμβάνει απειλητικές επιστολές προκειμένου να ξαναπροσλάβει τον «άνδρα της τιμής» και να μην ξαναδώσει δουλειά σε ένα «άτιμο ρουφιάνο». Ούτε αυτές οι επιστολές όμως κινητοποίησαν την τοπική αστυνομία.
Ο Γκασπάρε Γκαλάτι ξεκίνησε τότε μια έρευνα τα αποτελέσματα της οποία τον εξέπληξαν. Ήρθαν στον φως οι στενές σχέσεις μια φιλανθρωπικής οργάνωσης της εκκλησίας, με την αστυνομία και με ανθρώπους σαν τον Καρόλο. Όλοι αυτοί μαζί είχαν τον απόλυτο έλεγχο ολόκληρης της περιοχής.
Ο Γκαλάτι αποφάσισε να παρακάμψει την αστυνομία και πήγε στις ανακριτικές αρχές προκειμένου να καταθέσει όλα όσα ήξερε. Τα απειλητικά μηνύματα συνεχίστηκαν, ωστόσο, και θύμα απόπειρας δολοφονίας έπεσε και ο νέος του επιστάτης. Το θύμα επέζησε της επίθεσης αλλά την κρίσιμη ώρα και πριν καταθέσει κατά των συνεργατών του Καρόλο, τα «βρήκε» μαζί τους και έτσι ο Γκαλάτι που πλέον κατάλαβε ότι είναι απελπιστικά μόνος απέναντι σε όλο αυτό, αναγκάστηκε να φύγει από την περιοχή για να γλιτώσει τη δική του ζωή.
Οι τελετές μύησης στη μαφία και το περίπλοκο σύστημα αναγνώρισης των μαφιόζων
Η υπόθεση Γκαλάτι είναι η πρώτη, εν έτη 1875, που καταγράφηκε ιστορικά και έφερε στο φως τις πρώτες ενδείξεις ότι η μαφία ήταν μια μυστική εταιρεία, τα μέλη της οποίας συνδέονταν με όρκους αίματος.
Όποιος επρόκειτο να μυηθεί στη μαφία κατά τη δεκαετία του 1870 παρουσιαζόταν μπροστά σε μια ομάδα αφεντικών και υπαρχηγών. Ένας από αυτούς τρυπούσε το χέρι του επίδοξου μαφιόζου και τον πρόσταζε να αλείψει με αίμα από την πληγή του ένα εικόνισμα. Στη συνέχεια έδινε όρκο πίστης, την ώρα που η εικόνα καιγόταν και οι στάχτες της σκορπίζονταν, συμβολίζοντας με αυτό τον τρόπο την εξόντωση όλων των προδοτών.
Παράλληλα, οι μαφιόζοι χρησιμοποιούσαν και ένα περίπλοκο σύστημα αναγνώρισης. Έναν κωδικοποιημένο διάλογο ο οποίος άρχιζε με μια συζήτηση σχετική με τον… πονόδοντο!
Α: Ανάθεμα! Πονάει το δόντι μου! (δείχνοντας έναν από τους κυνόδοντες στην άνω γνάθο)
Β: Κι εμένα
Α: Πότε σ’ έπιασε;
Β: Ανήμερα του Ευαγγελισμού
Α: Που βρισκόσουν;
Β: Στο Πάσο ντι Ριγκάνο
Α: Και ποιοι ήσαν εκεί;
Β: Ορισμένοι καλοί άνθρωποι
Β: Νούμερο 1 ο Αντονίνο Τζαμόνα, νούμερο 2 ο Αλφόνσο Σπάτολα κλπ
Α: Και πως ξόρκισαν το κακό;
Β: Τράβηξαν κλήρο και κέρδισε ο Αλφόνσο Σπάτολα. Πήρε έναν άγιο, τον έβαψε με το αίμα του, τον ακούμπησε στην παλάμη μου και του έβαλε φωτιά. Έπειτα σκόρπισε τις στάχτες στον αέρα.
Α: Και τι σου είπαν να λατρεύεις;
Β: Τον ήλιο και το φεγγάρι
Α: Και ποιος είναι ο θεός σου;
Β: Κάποιος «αέρας»
Α: Σε ποιο βασίλειο ανήκεις;
Β: Σ’ αυτό του δείκτη του χεριού
Το Πάσο ντι Ριγκάνο εδώ, είναι ένα άλλο χωριό στα περίχωρα του Παλέρμο. Οι αναφορές στον ήλιο και το φεγγάρι, στον αέρα και τον δείκτη προσδιορίζουν με ακρίβεια την Οικογένεια στην οποία είχε μυηθεί ο μαφιόζος Β.
Πώς πήρε το όνομα της η μαφία και οι βαθμοί της ιεραρχίας της
Στη διάλεκτο του Παλέρμο, το επίθετο «μαφιόζο» σήμαινε κάποτε «όμορφος», «τολμηρός», «άνθρωπος με αυτοπεποίθηση». Η εγκληματική υποδήλωση της λέξης «μαφιόζος» οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο πολύ επιτυχημένο θεατρικό έργο «I mafiusi di la Vicaria» που γράφτηκε στη σικελική διάλεκτο και πρωτοπαρουσιάστηκε στο κοινό το 1863. Οι «μαφιούζοι» είναι μια συμμορία φυλακισμένων με συνήθειες οι οποίες εκ των υστέρων φαντάζουν… εξαιρετικά οικείες!
Έχουν αφεντικό, και τελετουργία μύησης ενώ κατά τη διάρκεια του έργου οι ήρωες χρησιμοποιούν τον όρο «πίτσου» για να περιγράψουν την απόσπαση χρημάτων με εκβιαστικές μεθόδους, όπως κάνουν οι σημερινοί μαφιόζοι. Στα σικελικά η λέξη σημαίνει «ράμφος». Αν κάποιος πληρώσει το «πίτσου», τότε του επιτρέπεται να «βρέξει το ράμφος του»!
Να σημειωθεί πως τις πληροφορίες στους δυο συγγραφείς του έργου για τον τρόπο δράσης των κακοποιών τις έδωσε ένας ταβερνιάρης από το Παλέρμο ο οποίος όπως αποδείχθηκε αργότερα ήταν αναμεμειγμένος στο οργανωμένο έγκλημα!
Αν και στο έργο ο όρος «μαφιούζοι» αναφέρεται μόνο μια φορά και αυτή στον τίτλο ήταν αρκετή για να περάσει η λέξη από τη σκηνή στους δρόμους. Στο εξής οι λέξεις μαφία και μαφιόζοι θα χρησιμοποιούνταν για εγκληματικά στοιχεία τα οποία ενεργούν με τρόπο παρόμοιο με εκείνο των χαρακτήρων.
Παράλληλα, σύμφωνα με κάποιους μαφιόζους, το πραγματικό όνομα της μαφίας είναι «Cosa Nostra» (Κόζα Νόστρα) που μεταφορικά σημαίνει «δικό μας πράγμα» και κυριολεκτικά «ο κόσμος μας», η «παράδοσή μας», οι «αξίες μας».
Από τη στιγμή της γέννησής της η μαφία είχε αυστηρή δομή και ιεραρχία. Η Κόζα Νόστρα αποτελείται από μαφιόζους που αυτοαποκαλούνται uomini d’onore (άνδρες τιμής) και η δομή της είναι κάθετη και έχει σχήμα πυραμίδας.
Στη βάση της οργάνωσης βρίσκονται οι famiglie (οικογένειες), στις οποίες όλα τα μέλη γνωρίζονται μεταξύ τους, που διοικούνται από τον capo-famiglia (ο Δον, το αφεντικό της οικογένειας).
Άλλα σημαντικά πρόσωπα είναι ο sottocapo (υπό του αφεντικού) και οι consiglieri (σύμβουλοι), οι οποίοι δεν είναι περισσότεροι από τρεις. Οι οικογένειες χωρίζονται σε ομάδας των 10 ανδρών, τις λεγόμενες decine (δεκάδες), διοικούμενες από τον capo-decina (αφεντικό, ομαδάρχης). Τρεις οικογένειες σε μια περιοχή αποτελούν το mandamento (περιοχή), του οποίου εκπρόσωπος είναι ο capo-mandamento (αφεντικό της περιοχής), ο οποίος κατά κανόνα δεν είναι αφεντικό κάποιας από τις οικογένειες ώστε να μην τυγχάνει καμίας προνομιακής μεταχείρισης.
Οι διάφοροι capi-mandamento απαρτίζουν μια commissione ή cupola (επαρχιακή επιτροπή), η πιο σημαντική από τις οποίες είναι εκείνη του Παλέρμο. Αυτής της επαρχιακής επιτροπής προεδρεύει από κάποιον capo-mandato ο οποίος, για να τονιστεί ο ρόλος του ως «πρώτος μεταξύ ίσων», αρχικά ονομαζόταν segretario (γραμματέας), αν και φαίνεται ότι σήμερα έχει πάρει τον τίτλο capo (αφεντικό).
Για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν υπήρχε η ανάγκη για κάποιο όργανο ανώτερο από την επαρχιακή επιτροπή, δεδομένου ότι σχεδόν όλες οι οικογένειες βρίσκονταν στην επαρχία του Παλέρμο. Όταν όμως η οργάνωση άπλωσε ρίζες σε όλη τη Σικελία, προέκυψε η ανάγκη για μια περιφερειακή επιτροπή, τη λεγόμενη interprovinciale (διεπαρχιακή), στην οποία μετείχαν όλοι οι εκπρόσωποι των διαφόρων επαρχιών και όπου ο τίτλος του capo διδόταν στο αφεντικό της πιο ισχυρής επαρχιακής επιτροπής, δηλαδή του Παλέρμο.