Τον έχουν χαρακτηρίσει τυφλό κομμουνιστή, αν και ο ολλανδός χτίστης φάνηκε να βλέπει ολοκάθαρα το ζοφερό μέλλον που ερχόταν ολοταχώς.
Ο λόγος για τον Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε, τον άνθρωπο που έβαλε σκοπό να κάψει το ναζιστικό Κοινοβούλιο στις 27 Φεβρουαρίου 1933, κάνοντας έναν από τους πιο λανθασμένους υπολογισμούς της πρόσφατης Ιστορίας.
Γιατί μπορεί ο ίδιος να ήθελε να πυροδοτήσει με τα σπίρτα του γενικό ξεσηκωμό κατά του ναζιστικού καθεστώτος, το μόνο που κατάφερε ωστόσο ήταν να προκαλέσει ένα «νόμιμο» κομμουνιστικό κυνήγι στη Γερμανία αλλά και την καθέλκυση ακόμα σκληρότερων και αντιδημοκρατικότερων νόμων.
Κι έτσι ο παθιασμένος αυτός κομμουνιστής μετατράπηκε σε καθολικό εχθρό όλων: οι ναζί αναγνώρισαν πάνω του τον αντιπατριωτικό κομμουνιστικό δάχτυλο, την ίδια ώρα που οι πολιτικοί ομοϊδεάτες του τον αποκήρυξαν ως πράκτορα του Γ’ Ράιχ! Αποδιοπομπαίος τράγος για όλους, ο τραγικός Μαρίνους ήθελε σαφώς να κάψει το Ράιχσταγκ, αν και λειτούργησε τελικά ως θείο δώρο για τη ναζιστική προπαγάνδα και τα δικά της απάνθρωπα σχέδια.
Όσο για το ποιος έκαψε πραγματικά τη γερμανική Βουλή το 1933, πιθανότατα δεν θα το μάθουμε ποτέ, καθώς όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν πια πεθάνει και τελική ετυμηγορία δεν προέκυψε ούτε από τα δικαστικά χρονικά της Νυρεμβέργης.
Ο ολλανδός χτίστης και μέλος του Ολλανδικού Κομμουνιστικού Κόμματος ήδη από το 1926 βρέθηκε με σπίρτα και αναπτήρες στο φλεγόμενο Ράιχταγκ την επίμαχη μέρα και μετά τον βασανισμό του από την Γκεστάπο ομολόγησε το έγκλημά του, δίνοντας άλλοθι στον Χέρμαν Γκέρινγκ να διατάξει κομμουνιστικό κυνήγι. Ο Ολλανδός εκτελέστηκε στα γρήγορα στις 10 Ιανουαρίου 1934, αφήνοντας στο μυστήριο ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης Ιστορίας…
Πρώτα χρόνια
Ο Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε γεννιέται στις 13 Ιανουαρίου 1909 στο Λέιντεν της Ολλανδίας ως γιος ενός εμπορικού αντιπροσώπου και μιας χωρισμένης γυναίκας που είχε ήδη έξι παιδιά. Μετά τη γέννησή του μάλιστα ο πατέρας εγκατέλειψε τη φαμίλια του και πίσω δεν ξανακοίταξε. Η μητέρα του δεν τα έβγαζε πέρα με το πενιχρό επίδομα, κι έτσι εμπιστεύτηκε τον μικρό σε ορφανοτροφείο.
Το 1921, όταν πέθανε η ασθματική μητέρα, ο Μαρίνους μετακομίζει στο σπίτι της ετεροθαλούς αδερφής του στην ολλανδική ύπαιθρο και ταυτόχρονα με το σχολείο, πιάνει δουλειά. Τώρα δουλεύει στην οικοδομή και φοιτά σε νυχτερινό σχολείο. Ως μαθητευόμενος οικοδόμος, θα έρθει σε επαφή με τις επαναστατικές σοσιαλιστικές ιδέες που δονούσαν την ευρωπαϊκή εργατική τάξη και σύντομα θα ενταχθεί στο Ολλανδικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Οι πολιτικές του ανάγκες θα τον ωθήσουν να γίνει θαμώνας της δημοτικής βιβλιοθήκης του Λέιντεν, όπου θα γνωρίσει τους θεωρητικούς του κομμουνισμού και της αναρχίας, διαβάζοντας ταυτοχρόνως πολιτική φιλοσοφία και αρχές οικονομίας. Το 1924 ωστόσο θα υποστεί σοβαρό εργατικό ατύχημα που λίγο έλειψε να του στερήσει το ένα του μάτι. Τον Οκτώβριο του 1927 θα του συμβεί και δεύτερο, ακόμα σοβαρότερο, ατύχημα στην οικοδομή, όπου θα περάσει αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο και θα απολέσει τελικά τμήμα της όρασής του από το ένα του μάτι.
Τώρα ζούσε με μια πενιχρή αναπηρική σύνταξη, καθώς η βαριά δουλειά της οικοδομής ήταν παρελθόν, και έκανε ό,τι του έπεφτε στο χέρι, από ναυτικός μέχρι και υπαίθριος πωλητής. Το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει ήταν «Ντέμπσεϊ», από τον γνωστό αμερικανικό πυγμάχο, καθώς ήταν ιδιαιτέρως χειροδύναμος νέος. Το Λέιντεν το εγκατέλειψε μάλιστα εξαιτίας της κομμουνιστικής του δράσης και των δημόσιων λόγων του, καθώς στρατολογούσε νέα μέλη στο κόμμα και μπήκε κάποια στιγμή στο στόχαστρο των τοπικών Αρχών.
Έχοντας μετατρέψει το υπνοδωμάτιό του σε άτυπη λέσχη για τη νεολαία του κόμματος, έγραφε πύρινα κείμενα που καλούσαν ανοιχτά σε λαϊκή εξέγερση, αν και οι ιδεολογικές διαφορές του με το Κομμουνιστικό Κόμμα θα τον κάνουν να παραιτηθεί από μέλος του τέσσερις φορές μέχρι το 1929!
Το σημείο καμπής
Ήταν το 1931 όταν η ζωή του Λούμπε θα μπει σε νέα κανάλια. Έχοντας ταξιδέψει σε Γερμανία και Γαλλία, θέλει τώρα να μετακομίσει στη Σοβιετική Ένωση, τη «χώρα του σοσιαλισμού», όπως γράφει. Ανήσυχος καθώς ήταν για την άνοδο του φασισμού στη Γερμανία, αποφασίζει να καταφύγει στην ΕΣΣΔ τον Απρίλιο, αν και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ολλανδίας αρνείται να βοηθήσει οικονομικά το πρωτοπαλίκαρό του, επιφέροντας οριστική ρήξη μεταξύ τους.
Παρά το σχεδόν αδύνατο του εγχειρήματος, ο Λούμπε ήταν αποφασισμένος να πάει στη Ρωσία και έτσι κατέφτασε στο Βερολίνο για να ζητήσει τη συνδρομή του σοβιετικού προξενείου. Τα έξοδα για τη βίζα ήταν ωστόσο υπέρμετρα, κι έτσι είπε να γυρίσει στο Λέιντεν, όταν και συνελήφθη στα σύνορα για «κομμουνιστική προπαγάνδα», καθώς πουλούσε «κόκκινα» ημερολόγια και καρτ ποστάλ για να βγάζει τα προς το ζην.
Δεν το έβαζε ωστόσο κάτω και τον Σεπτέμβριο ήταν και πάλι στο Βερολίνο, με την περιπετειώδη ζωή του να τον φέρνει σε Βουδαπέστη και Βελιγράδι, ζώντας σε καταφύγια απόρων και στον δρόμο φυσικά.
Τον Απρίλιο του 1932, όταν οι ολλανδοί κομμουνιστές του αρνήθηκαν για δεύτερη φορά τη χρηματοδότηση του ταξιδιού του στην Ένωση, ο Λούμπε θα βρεθεί στη Βουδαπέστη και λίγο αργότερα θα συλληφθεί από τις πολωνικές συνοριακές Αρχές για την απόπειρά του να περάσει παρανόμως στην ΕΣΣΔ. Αφού τον εκδώσουν στην Ολλανδία, θα βρεθεί αρκετό καιρό στη φυλακή της Χάγης και όταν βγει θα ξεκινήσει απεργία πείνας για να βρει τα κονδύλια για το όνειρό του να ζήσει στη Ρωσία: έντεκα μέρες μετά, το αίτημά του εγκρίθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα, αν και χρήματα δεν θα έβλεπε τελικά στα χέρια του.
Οι αρχές του 1933 θα τον βρουν στο Βερολίνο, καθώς εκεί το κομμουνιστικό κόμμα ήταν σε άνοδο. Αν και έμελλε να ζήσει από κοντά την άνοδο του Χίτλερ στην καγκελαρία της Γερμανίας λίγες μόλις βδομάδες μετά την άφιξή του στη γερμανική πρωτεύουσα, όταν ο ρους της ζωής του θα άλλαζε και πάλι…
Η φωτιά στο Ράιχσταγκ
Το Σάββατο, 25 Φεβρουαρίου 1933, ο Μαρίνους πέρασε τυχαία έξω από το γερμανικό Κοινοβούλιο, όταν του γεννήθηκε μια περίεργη ιδέα. Το πρωινό της Δευτέρας, 27 Φεβρουαρίου, και ώρα 8:40 π.μ., ο Λούμπε έμπαινε στο Ράιχταγκ με πάσα μυστικότητα, σπάζοντας ένα παράθυρο στο πλαϊνό του κτιρίου. Δεν ήξερε βέβαια ότι η παρουσία του είχε γίνει αντιληπτή από έναν νεαρό φοιτητή, ο οποίος και ειδοποίησε την αστυνομία.
Ο Λούμπε αντιμετώπισε μεγάλο πρόβλημα στο να ξεκινήσει τη φωτιά και κάποια στιγμή έβγαλε και έκαψε το πουκάμισό του. Τη μόνη φωτιά που κατάφερε να βάλει ήταν καίγοντας τις κουρτίνες της κύριας αίθουσας. Τότε τον έπιασε η αστυνομία (9:26 π.μ.), αν και σύμφωνα με τις μαρτυρίες, φωτιά δεν υπήρχε, παρά λίγοι καπνοί. Ξαφνικά, στις 9:30 π.μ. κατέρρευσε ο γυάλινος θόλος του Κοινοβουλίου και το κτίριο τυλίχθηκε γρήγορα στις φλόγες: μέχρι τις 10:00 το πρωί, το Ράιχσταγκ καιγόταν από άκρη σε άκρη και η πυροσβεστική δεν θα έσβηνε τις πύρινες γλώσσες παρά τα μεσάνυχτα.
Εντωμεταξύ, τα νέα για τη φωτιά στη Βουλή έφτασαν στα αυτιά του Χέρμαν Γκέρινγκ, ο οποίος κατέφτασε εσπευσμένα στο Ράιχσταγκ και λίγο μετά ακολούθησαν οι Χίτλερ και Γκέμπελς. Η ισχυρή τριανδρία του ναζισμού αποφάσισε στα γρήγορα ότι ο εμπρησμός ήταν έργο των κομμουνιστών, παρά το γεγονός ότι ο Λούμπε ούρλιαζε πως λειτούργησε ανεξάρτητα και δεν είχε καμία σχέση με το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα.
Ακόμα και σήμερα, ποιος έκαψε πράγματι το Ράιχτσταγκ παραμένει αντικείμενο ιστορικής έρευνας. Ο Λούμπε σίγουρα προσπάθησε, αν και δεν φαινόταν να ήταν αυτός ο δράστης. Η τρομοκρατική του ενέργεια λειτούργησε πάντως ως δώρο εξ ουρανού για τη ναζιστική εξουσία. Ο Ολλανδός ομολόγησε μάλιστα το επίδοξο έγκλημά του μόνο μετά τον βασανισμό του από την Γκεστάπο, από τα γραφεία της οποίας βγήκε σε κακή κατάσταση. Όπως είπε στους βασανιστές του, ήθελε να κάψει το Κοινοβούλιο για να καλέσει τον λαό σε εξέγερση κατά του ναζιστικού καθεστώτος.
Η ναζιστική τριανδρία απέδωσε βολικά το έγκλημα στο κομμουνιστικό κόμμα, καθώς ήθελαν να απαλλαγούν από τον «κόκκινο» βραχνά, ο οποίος είχε αρκετή δύναμη στα χέρια του. Την ίδια μέρα, εκατοντάδες προβεβλημένοι κομμουνιστές και μέλη της σοσιαλιστικής ηγεσίας συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν, την ίδια ώρα που απαγορεύτηκε κάθε «κόκκινη» δράση. «Αυτή τη στιγμή γίνεσαι μάρτυρας της αρχής μιας σπουδαίας νέας εποχής στη γερμανική Ιστορία. Αυτή η πυρκαγιά είναι η αρχή», δήλωσε αμέσως ο Χίτλερ στον ανταποκριτή των «Times», Σέφτον Ντέμλερ. Και πράγματι έτσι ήταν…
Εκτέλεση και δεύτερος θάνατος
Την επόμενη μέρα, ο Μαρίνους ομολόγησε τις αποτυχημένες του απόπειρες να λαμπαδιάσει κι άλλα δημόσια κτίρια της ναζιστικής Γερμανίας, όπως τα παλαιά βασιλικά ανάκτορα αλλά και το δημαρχείο προαστίου του Βερολίνου. Στην ανάκριση της επομένης, περιέγραψε την απόπειρα εμπρησμού του Κοινοβουλίου, αν και ο ίδιος έμοιαζε έκπληκτος που κάηκε η Βουλή από τη μικρή εστία που πρόλαβε να ανάψει. Παρά ταύτα πάντως, φαινόταν υπερήφανος για την πράξη του και την αλληλεγγύη που νόμιζε πως έδειχνε στον καταπιεσμένο γερμανικό λαό. Πάνω στην ώρα, η Σήμανση επιβεβαιώνει πως ο Λούμπε είχε και συνεργούς, νομιμοποιώντας έτσι το κομμουνιστικό κυνήγι του Χίτλερ και της δολοφονικής παρέας του: άλλοι τέσσερις κομμουνιστές συλλαμβάνονται στα γρήγορα ως συνεργοί (αν και τελικά θα αθωωθούν). Οι ναζί προσπάθησαν να κάνουν τη φωτιά στο Ράιχσταγκ να μοιάζει κομμουνιστική συνωμοσία και ο Λούμπε λειτούργησε εδώ ως από μηχανής θεός.
Την ίδια ώρα, όσοι κομμουνιστές κατάφεραν να ξεφύγουν από τα χέρια των Ναζί θεώρησαν τον Λούμπε πράκτορα του χιτλερικού καθεστώτος και προδότη των «κόκκινων» επαναστατικών ιδανικών. Μέσα στο πολιτικό αυτό πινγκ πονγκ ευθυνών, ο Λούμπε ξεκίνησε απεργία πείνας στις 16 Μαρτίου 1933, επιμένοντας πως έδρασε μόνος και ζητώντας γρήγορη δίκη. Η οποία θα κρατούσε ωστόσο καιρό και σε κάθε εμφάνισή του στη δικαστική αίθουσα, ο νεαρός άντρας θα ήταν ολοένα και πιο καχεκτικός, υιοθετώντας τελικά τη σκυφτή στάση που τον έχουν απαθανατίσει οι ιστορικές εικόνες.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1933, μία μέρα πριν ξεκινήσει η δίκη του Λούμπε στη Λειψία, το Διεθνές Δικαστήριο του Λονδίνου κατέληξε ότι ο εμπρησμός στο Ράιχσταγκ ήταν έργο των ναζί για να περιστείλουν τις δημοκρατικές ελευθερίες, στην πρώτη πράξη του έργου για τη μετατροπή του καθεστώτος σε δικτατορία. Το γερμανικό δικαστήριο κατέληξε φυσικά σε άλλη ετυμηγορία και τον Δεκέμβριο του 1933 καταδίκασε τον Λούμπε σε θάνατο. Εκείνος, βαρύτατα καταβεβλημένος πια, είχε αποκοιμηθεί όταν ο δικαστής τον καταδίκαζε στην εσχάτη των ποινών. Κι όμως, στις 10 Ιανουαρίου 1934, τρεις μέρες πριν από τα γενέθλιά του, ο Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε έχασε το κεφάλι του στη λαιμητόμο στον προαύλιο χώρο των φυλακών της Λειψίας.
Αν και αυτός ο θάνατος δεν ήταν προφανώς αρκετός για τον διπλό πράκτορα Λούμπε! Οι κομμουνιστές έστησαν μια επιτροπή εντός της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τα εγκλήματα του χιτλερισμού μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, η οποία αποκάλεσε τον ολλανδό χτίστη «ψευδοκομμουνιστή και προβοκάτορα των ναζί». Στα πρακτικά της επιτροπής, που κυκλοφόρησαν τον Αύγουστο του 1933, ο Λούμπε περιγραφόταν ως αστός, θρησκευτικά φανατισμένος και όργανο της χιτλερικής προπαγάνδας: ο «ημίτυφλος νεαρός παιδεραστής», έγραφε το «Καφέ Βιβλίο», ήταν πράκτορας του Γ’ Ράιχ, και γι’ αυτό καταδικάστηκε για δεύτερη φορά σε θάνατο, για τη «δράση του κατά του προλεταριάτου»!
Οι τελευταίες πράξεις στο δικαστικό σίριαλ του βαν ντερ Λούμπε έμελλε να γραφούν χρόνια αργότερα, όταν αναρίθμητα δικαστήρια σε Γερμανία και Ολλανδία αποπειράθηκαν να τον αθωώσουν ή να μειώσουν την ποινή του. Εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του (10 Ιανουαρίου 2008), ο ολλανδός κομμουνιστής θα αθωωθεί συμβολικά από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Καρλσρούης, στηρίζοντας την απόφασή του σε νόμο του 1998 για την αποκατάσταση όσων καταδικάστηκαν από το εξ ορισμού άδικο ναζιστικό καθεστώς, ασχέτως αν ο Λούμπε ήταν αθώος ή ένοχος.
Αθώος ή ένοχος βέβαια ελάχιστη ιστορική σημασία έχει, καθώς το Γ’ Ράιχ εκμεταλλεύτηκε πολιτικά την κατάσταση θέτοντας εκτός νόμου το κομμουνιστικό κόμμα (που είχε εκλογικό έρεισμα της τάξης του 17%), καταπατώντας τις περισσότερες πολιτικές ελευθερίες στη Γερμανία και απαγορεύοντας οποιαδήποτε αντιναζιστική φωνή, ανοίγοντας έτσι διάπλατα τον δρόμο για την επίσημη εγκαθίδρυση του απολυταρχικού ναζιστικού καθεστώτος…