Λίγοι τύραννοι έχουν αποκτήσει ιστορικά τη διαβόητη φήμη του φρικιαστικού χασάπη της Ουγκάντας, που ο ακραίος θρύλος που τον ακολουθεί τον θέλει ακόμα και ανθρωποφάγο.
Αν δεν έτρωγε τους πολίτες του, στα σίγουρα τους ξέκανε με συνοπτικές διαδικασίες, αφήνοντας πίσω του εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς, εκτοπισθέντες αλλά και πρόσφυγες που έτρεχαν να γλιτώσουν από τη δολοφονική του μανία.
Στα οκτώ χρόνια που κυβέρνησε πραξικοπηματικά την Ουγκάντα, κανείς δεν μπόρεσε να διακρίνει τον άνθρωπο Αμίν Νταντά πίσω από το κτήνος, γιατί ενδεχομένως δεν υπήρχε άνθρωπος. Το τέρας που κράτησε μάλιστα δικτατορικά το τιμόνι της χώρας από το 1971 ως το 1979 και άφησε πίσω του 300.000 πτώματα, εξαθλίωση και απόλυτη καταστροφή, δεν λογοδότησε ποτέ για τα εγκλήματά του κατά της ανθρωπότητας, πεθαίνοντας ατάραχα στο κρεβάτι της αυτοεξορίας του.
Όταν ανατράπηκε επιτέλους, άφησε πίσω του φρίκη και πληγές που δεν θα έκλειναν ποτέ. Οι θηριωδίες που διέπραξε και η σχεδόν σχιζοφρενική αγριότητά του δεν έχουν όμοιό τους στη σύγχρονη ιστορία. Ο Ίντι απολάμβανε σαδιστικά τα εγκλήματά του, μετέδιδε τις εκτελέσεις ζωντανά από την τηλεόραση, ακρωτηρίαζε τα πτώματα και οι φήμες τον θέλουν να γεύεται τα συκώτια τους, σε μια παραδοσιακή τελετουργία ώστε να μην τον στοιχειώσουν τα πνεύματα των αδίκως δολοφονηθέντων.
Τα οχτώ χρόνια που καθόρισε την τύχη της Ουγκάντας ήταν παραπάνω από αρκετά για να χάσει η χώρα όχι μόνο το τρένο της ανάπτυξης αλλά και κάθε ανθρώπινο στοιχείο. Το «Μαργαριτάρι της Αφρικής», όπως αποκαλούσε ο Τσόρτσιλ την Ουγκάντα, τα απόλυτο στολίδι του βρετανικού στέμματος στη Μαύρη Ήπειρο, είχε μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης με το εύφορο έδαφος και το εύκρατο κλίμα της, παρά τη λεηλασία των αποικιοκρατών. Αν και μετά το πέρασμα του Αμίν Νταντά, το οικονομικά και ηθικά σμπαραλιασμένο έθνος θα είχε πια το έγκλημα ως τρόπο ζωής.
Κάπου 300.000 εκτελέσεις και 70.000 εκτοπίσεις μετά, ο πρώην πρωταθλητής πυγμαχίας και υψηλόβαθμος στρατιωτικός Ίντι Αμίν Νταντά θα εγκατέλειπε την Ουγκάντα αφήνοντας πίσω του σμπαράλια. Τώρα ο Σφαγέας της Ουγκάντας ζούσε ελεύθερος στη Σαουδική Αραβία με τις δύο νόμιμες συζύγους και τα πάνω από 30 παιδιά του, μην πληρώνοντας ποτέ για τα βάναυσα εγκλήματά του…
Πρώτα περιπετειώδη χρόνια
Ο Ίντι Αμίν Νταντά γεννιέται γύρω στο 1925 (1923-1928) είτε στο Κομπόκο είτε στην Καμπάλα, καθώς δεν έγραψε ποτέ αυτοβιογραφία ούτε εξουσιοδότησε κάποιον να συντάξει τα απομνημονεύματά του, κι έτσι οι πηγές δεν συμφωνούν για τον χρόνο και τον τόπο της γέννησής του. Ξέρουμε πάντως ότι ήταν μέλος μιας μειονοτικής εθνοτικής φυλής της βορειοδυτικής Ουγκάντας, της ισλαμικού θρησκεύματος Κάκουα, και ο πατέρας του, πριν εγκαταλείψει τη φαμίλια του, είχε αλλαξοπιστήσει από τον καθολικισμό στον ισλαμισμό, κολλώντας πια το «Νταντά» στο επίθετό του.
Ο μικρός Ίντι μεγαλώνει με τη μητέρα του, που ασχολιόταν με τη μαγεία και τα βοτάνια, σε απομονωμένο χωριουδάκι, και φοιτά σποραδικά στα ιεραποστολικά σχολεία της περιοχής, μαθαίνοντας αποσπασματικά ανάγνωση και γραφή. Η καθοριστική στιγμή στη ζωή του θα έρθει το 1946, όταν θα ενταχθεί στον βρετανικό αποικιοκρατικό στρατό ως βοηθός μάγειρα.
Ήταν εκεί, στους Αφρικανούς Τυφεκιοφόρους του Βασιλέως, που θα διακριθεί για τα αθλητικά του χαρίσματα, καθώς η πελώρια κορμοστασιά (1,90 ύψος και βάρος στα 100 κιλά) και η τεράστια φυσική του δύναμη θα του εξασφαλίσουν το πρωτάθλημα πυγμαχίας βαρέων βαρών της Ουγκάντας για εννιά συναπτά έτη (1951-1959), ενώ ταυτοχρόνως ήταν και μέλος της εθνικής ομάδας ράγκμπι. Παρά το γεγονός ότι αρχικά καθάριζε πατάτες στις αποστολές των αποικιοκρατών σε Σομαλία και Κένυα, ήταν κατά τη βίαιη βρετανική καταστολή των Μάο Μάο που θα γίνει γνωστός στο στράτευμα ως ταγμένος και ανηλεής στρατιώτης του στέμματος.
Τώρα ήταν ένας ικανότατος φαντάρος, αν και οι ανώτεροί του τον χαρακτηρίζουν διψασμένο για αίμα και έγκλημα, την ίδια ώρα που αρκετές αναφορές της εποχής τον κατηγορούν για υπερβάλλοντα φονικό ζήλο. Ο αδίστακτος και αδιάλλακτος χαρακτήρας του θα έκανε ωστόσο την ανέλιξη του ραγδαία, καθώς η φήμη του πρωταθλητή μποξ τον ακολουθούσε πιστά: αφού συμμετάσχει στις μάχες κατά των Σομαλών αλλά και των Μάο Μάο στην Κένυα μεταξύ 1952-1956, θα προαχθεί σε λοχία. Αργότερα θα πάρει τον βαθμό του λοχαγού, τον ανώτερο βαθμό που μπορούσε να πάρει αφρικανός στο βρετανικό αποικιοκρατικό στράτευμα, και θα εγκατασταθεί πλέον στην πρωτεύουσα, καθώς είχε τύχει της εύνοιας του πρωθυπουργού της χώρας Απόλο Μίλτον Ομπότε.
Ο Ομπότε του ανέθεσε διάφορες υπεύθυνες θέσεις και αποστολές και ο σχεδόν αγράμματος υπασπιστής του εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο όλες τις ευκαιρίες που του προσφέρθηκαν. Κι έτσι, όταν το 1962 απέσπασε η Ουγκάντα την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία (της οποίας ήταν προτεκτοράτο από το 1894), ο έμπιστος του πρωθυπουργού Ομπότε διορίστηκε μεταβατικός αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού!
Την ίδια εποχή λαμβάνει χώρα το περιστατικό που σηματοδοτεί κατά πολλούς το ζοφερό μέλλον που ερχόταν ολοταχώς. Ο πρόεδρος στέλνει το έμπιστο πρωτοπαλίκαρό του στα βόρεια της χώρας για να καταστείλει τις ζωοκλοπές και εκείνος επιδεικνύει μια πρωτοφανή αγριότητα που θα κάνει ακόμα και τους Βρετανούς να ζητήσουν τη δίωξή του. Την ίδια στιγμή, αρχίζει να κάνει λαθρεμπόριο δημιουργώντας μια αξιόλογη προσωπική περιουσία -εν γνώσει πάντα του Ομπότε- και συγκεντρώνει γύρω του μια ταγμένη φρουρά που θα τον βοηθήσει μια δεκαετία αργότερα στο πραξικόπημά του.
Όσο για τον Ομπότε, αντί να τον περάσει από δίκη, τον στέλνει απλώς στη Βρετανία για να λάβει ανώτερη στρατιωτική εκπαίδευση…
Ο καλός στρατιώτης της κυβέρνησης
Επιστρέφοντας στην Ουγκάντα το 1964, ο Ίντι Αμίν προάγεται για άλλη μια φορά (ταγματάρχης τώρα) και πλέον του ζητείται να καταστείλει τις ανταρσίες στο στράτευμα. Οι νέες αιματοβαμμένες επιτυχίες του θα τον φέρουν στον βαθμό του συνταγματάρχη. Το1965, Ομπότε και Νταντά μπλέκονται στη δίνη ενός σκανδάλου λαθρεμπορίου χρυσού, καφέ και ελεφαντόδοντου από το Κονγκό και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος που παρήγγειλε ο πρόεδρος Μουτέσα Β’ (ο βασιλιάς της Μπουγκάντα, που ο λευκός αποικιοκράτης αποκαλούσε περιπαικτικά «βασιλιά Φρέντι») θέτει τον Ομπότε στο περιθώριο. Αντιθέτως, ο προσαρμοστικότατος Αμίν προάγεται σε στρατηγό και γίνεται αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων της Ουγκάντας!
Αν και αυτό θα ήταν το μεγάλο του λάθος, καθώς λίγο αργότερα ο Ίντι Αμίν θα ορμούσε στα ανάκτορα με τον στρατό του και θα ανάγκαζε τον βασιλιά Φρέντι να καταφύγει στη Βρετανία (1966). Ο Ομπότε επανέρχεται στα πράγματα και αφήνει τον Νταντά στη θέση του, κάνοντας το δικό του μοιραίο λάθος…
Πραξικόπημα
Ο Νταντά συνέχισε να ενδυναμώνει τη θέση του στο στράτευμα και πλήρωνε τώρα πολλούς επιτελείς για να τους έχει υποχείριά του. Τα κονδύλια προέρχονταν από το λαθρεμπόριο που έκανε αλλά και τα όπλα που πουλούσε στους αντάρτες του Νότιου Σουδάν, την ίδια ώρα που προσέγγισε υπογείως και τους Βρετανούς. Η αυξανόμενη ένταση που δημιουργήθηκε από τη συμβίωση των δύο ισχυρών ανδρών στην εξουσία της χώρας κλιμακώθηκε το 1970, όταν ο πρωθυπουργός Ομπότε κλείνει τον Νταντά σε κατ’ οίκον περιορισμό και του αφαιρεί τελικά τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων, διορίζοντάς τον σε μια συμβολική θέση. Αν και πλέον ήταν αργά.
Στις αρχές του 1971 κυκλοφόρησε η φήμη πως ο Ομπότε ήταν έτοιμος να συλλάβει για κατάχρηση στρατιωτικών δαπανών τον Νταντά, ο οποίος είχε μόλις επιβιώσει από μια δολοφονική απόπειρα εναντίον του. Κι έτσι αποφάσισε να προλάβει τις καταστάσεις, καθώς ήταν παντοδύναμος και πλούσιος πια. Κι έτσι στις 25 Ιανουαρίου 1971, την ώρα που ο Ομπότε βρισκόταν σε διάσκεψη της Κοινοπολιτείας στη Σιγκαπούρη, ο Νταντά κάνει το επαπειλούμενο πραξικόπημά του και καταλαμβάνει την εξουσία, ανακηρύσσοντας τον εαυτό του πρόεδρο. Ο πλήρης του τίτλος ήταν Ισόβιος Πρόεδρος και Αρχιστράτηγος Ίντι Αμίν, Κύριος Όλων των Όντων της Στεριάς και των Ψαριών της Θάλασσας, Κατακτητής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στην Αφρική και Στρατηγός της Ουγκάντα!
Ο νέος ηγέτης δηλώνει ωστόσο «στρατιώτης και όχι πολιτικός» και υπόσχεται εκλογές μόλις η κατάσταση εξομαλυνθεί. Η προπαγάνδα του κατά της πρωθυπουργίας του Ομπότε και η υπόσχεσή του για μεταβατική κατάσταση γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τον λαό, αλλά και τη διεθνή κοινότητα. Αν και ο ενθουσιασμός θα εξανεμιζόταν πολύ γρήγορα…
Η σκοτεινή πλευρά του δικτάτορα
Ο Νταντά πήρε αμέσως μια σειρά μέτρων για την αποφόρτιση του τεταμένου κλίματος: κανονίζει να επιστρέψει η σορός του βασιλιά Φρέντι (που πέθανε στην Αγγλία το 1969) στην Ουγκάντα για να κηδευτεί με τιμές, διαλύει τη διαβόητη Μυστική Αστυνομία της Ουγκάντας και βγάζει από τη φυλακή τους πολιτικούς κρατουμένους, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν εξάλλου υποστηρικτές του.
Το κλίμα θα αλλάξει όμως άρδην μέσα σε μερικές βδομάδες. Ο Ίντι Αμίν καταργεί το Σύνταγμα και βάζει στρατιωτικές διατάξεις πάνω από τους ισχύοντες πολιτικούς νόμους, την ίδια στιγμή που δημιουργεί μυστικά τάγματα για τον αφανισμό τόσο πολιτικών αντιπάλων όσο και ολόκληρων φυλών. Ο Ομπότε, που είχε βρει άσυλο στην Τανζανία, προσπάθησε το 1972 να ανακαταλάβει την εξουσία με αντιπραξικόπημα, αν και απέτυχε παταγωδώς. Οι πιστοί υποστηρικτές του εξόριστου πρωθυπουργού στο στράτευμα, οι φυλές Ατσόλι και Λάνγκι δηλαδή, μπήκαν τώρα στο στόχαστρο του δικτάτορα. Ο Νταντά απαντά ισοπεδώνοντας πόλεις της Τανζανίας, βομβαρδίζοντας χωριά και διατάσσοντας εθνοκάθαρση των δύο φυλών.
Όσο η παράνοιά του ξέφευγε από κάθε έννοια ελέγχου, τόσο επεκτείνονταν οι διωγμοί και οι δολοφονίες μεμονωμένων πολιτών αλλά και ολόκληρων ομάδων. Πολίτες άρχισαν να εξαφανίζονται, άλλοι συνελήφθησαν ή αναγκάστηκαν να διαφύγουν νύχτα από τη χώρα, και ο λαός στέναζε πια από τη δολοφονική μανία του δικτάτορα. Οι εκτιμήσεις για τις δολοφονίες των ταγμάτων θανάτου του Νταντά έχουν εκτιμηθεί από 100-500 χιλιάδες ανθρώπους, την ίδια στιγμή που πολλές φυλές που δεν χωρούσαν στο φρικιαστικό όραμά του για την Ουγκάντα εξαφανίστηκαν από προσώπου γης.
Πολυτελές ξενοδοχείο της Καμπάλα μετατράπηκε σε αίθουσες ανάκρισης και βασανιστηρίων από το καθεστώς του Ίντι Αμίν, ο οποίος άλλαζε τώρα διαρκώς κατοικίες γιατί φοβόταν πως θα τον δολοφονούσαν. Είχε εξάλλου αμέτρητα εγκαταλειμμένα σπίτια να καταλύσει, καθώς ο «οικονομικός πόλεμος» που κήρυξε στους Ασιάτες και Ευρωπαίους που «εκμεταλλεύονταν τον φυσικό πλούτο της Ουγκάντας» τον έκανε να απελάσει κάπου 70-100 χιλιάδες ξένους από τη χώρα σε τρεις μόλις μήνες! Στην απολυταρχική ρητορική του, οι Ασιάτες ήταν φιλοχρήματοι, απατεώνες και είχαν πλουτίσει εξαπατώντας τους κατοίκους της χώρας, κι αυτό έπρεπε να τελειώσει: οι Ινδοί, οι υπήκοοι του Μπανγκλαντές και οι Πακιστανοί είχαν τρεις μήνες καιρό για να φύγουν από τη χώρα. Μπορούσαν να πάρουν μαζί τους μόνο 100 δολάρια.
Από το 1972, όταν κήρυξε τον διαβόητο «οικονομικό πόλεμο» στους ξένους της χώρας και έδωσε τρίμηνη προθεσμία στους Ασιάτες και τους Ευρωπαίους να του αδειάσουν τη γωνιά, δημιουργήθηκαν πολλές κωμικοτραγικές καταστάσεις στην κρατική διοίκηση, καθώς οι κενές θέσεις των υψηλόβαθμων δημοσίων υπαλλήλων καλύφθηκαν τώρα από τους υποστηρικτές του δικτάτορα. Ήταν όμως τόσο μεγάλος ο αριθμός των άδειων γραφείων που πολύ λίγη σημασία δινόταν στην καταλληλότητα των υποψηφίων: αναλφάβητοι διοικούσαν εργοστάσια και υπουργεία και η κατάσταση έγινε τόσο ανεξέλεγκτη στον ευρύτερο δημόσιο τομέα που οι αξιωματούχοι στρατού και κεντρικής διοίκησης έφτασαν στο σημείο να δίνουν προαγωγές στον εαυτό τους!
Η εκτεταμένη εκκαθάριση στο στράτευμα, την αστυνομία και τον δημόσιο τομέα έγινε μάλιστα δεκτή στον πολιτισμένο κόσμο της Δύσης ως αναγκαίο κακό, καθώς θεωρήθηκε πως το χάος ήταν το αντίτιμο για την εξομάλυνση της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης! Ο Ίντι Αμίν δημιουργούσε μια βάρβαρη δικτατορία, όμως η Δύση προτίμησε να κάνει τα στραβά μάτια και να περιμένει τις εξελίξεις.
Περισσότερες από 100 βρετανικές επιχειρήσεις εθνικοποιήθηκαν και κάθε ξένος σύμβουλος απομακρύνθηκε, κι έτσι ο Νταντά στράφηκε τώρα στον Καντάφι και τη Σοβιετική Ένωση για βοήθεια. Η οικονομία αποσαρθρώθηκε, καθώς οι επιχειρήσεις και τα εργοστάσια διοικούνταν από στρατιωτικούς και αναλφάβητους φίλους του δικτάτορα και σύντομα θα έβαζαν οριστικό λουκέτο. Ενδεικτικό είναι εδώ ότι το μεγαλύτερο εκτροφείο βοοειδών της Ουγκάντας πέρασε στην ιδιοκτησία ενός κρεοπώλη φίλου του Αμίν, ο οποίος σκότωσε όλα τα ζώα για να πουλήσει το κρέας και μετά την έκλεισε την επιχείρηση!
Αν και αυτό που μάστιζε πραγματικά η χώρα ήταν η βασιλεία του τρόμου που ενορχήστρωσε ο θαυμαστής του Χίτλερ (κατά δήλωσή του). Το Γραφείο Κρατικών Ερευνών και η Μονάδα Δημόσιας Ασφάλειας ήταν τα τάγματα εφόδου του που ευθύνονταν για χιλιάδες θανάτους, απαγωγές, βασανισμούς και απελάσεις. Ο ίδιος ο Νταντά διέταξε προσωπικά την εκτέλεση του αγγλικανού αρχιεπισκόπου της Ουγκάντας, του υπουργού Δικαιοσύνης, αλλά και πολλών διοικητών τραπεζών και κοσμητόρων κολεγίων. Από τη φονική του μανία δεν γλίτωσαν ούτε στενοί συνεργάτες του καθεστώτος του…
Οι νεκροί ήταν τόσοι πολλοί που χάθηκε τελικά ο λογαριασμός και μέσα στην καθημερινή φρικαλεότητα ανέκυψε μια νέα ανάγκη, την οποία έψαχνε να καλύψει ένα καινούριο επάγγελμα: ο ερευνητής πτωμάτων. Μέσα στη θηριωδία του τρομοκρατικού συστήματος του Ίντι Αμίν, οι οικογένειες που έψαχναν τους αγνοούμενούς τους πλήρωναν τους ερευνητές πτωμάτων, αστυνομικούς και βασανιστές δηλαδή, για να βρουν και να επιστρέψουν τις σορούς των αδικοχαμένων έναντι αδρής αμοιβής.
Οι μύθοι που κυκλοφορούσαν σχετικά με το πρόσωπο του τυράννου δεν έλεγαν να πάρουν τέλος. Έλεγαν ότι απολάμβανε να μαστιγώνει τους εχθρούς του με μαστίγιο από δέρμα ιπποπόταμου ή να προτείνει σε έναν μελλοθάνατο να ικετέψει για την επιείκειά του, με τους καταδικασμένους να σέρνονται βογκώντας μπροστά του, αν και δεν γλίτωναν τελικά την αγχόνη. Είναι σίγουρο ότι ο Νταντά απολάμβανε να ταπεινώνει τους ανθρώπους, την ίδια ώρα που οι φήμες για τον κανιβαλισμό του έφτασαν ακόμα και στη Δύση. Λεγόταν ότι έτρωγε το συκώτι των θυμάτων του, πεπεισμένος ότι έτσι θα εμπόδιζε το πνεύμα τους να επιστρέψει για εκδίκηση. Ο δικτάτορας πίστευε με κλειστά μάτια κάθε δοξασία που έβγαινε από το στόμα των μάγων που είχε στην υπηρεσία του και έφτανε συχνά σε ακρότητες για να μείνει στο απυρόβλητο των κακών πνευμάτων.
Έναν από τους γιους του τον έπαιρνε πάντα μαζί, καθώς οι μάγοι του έλεγαν ότι έτσι θα απέφευγε τις δολοφονικές απόπειρες, γι’ αυτό και απέκτησε πάμπολλους απογόνους, κάπου 30-40 παιδιά δηλαδή με τις πέντε συζύγους και τις είκοσι επίσημες ερωμένες του.
Η αεροπειρατεία που έστρεψε τη διεθνή κοινή γνώμη εναντίον του
Ο Ίντι Αμίν διατηρούσε στενές σχέσεις με την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, την PLO. Ο αντισημιτισμός του ήταν μάλιστα περιώνυμος, γι’ αυτό και η εγκαταλειμμένη ισραηλινή πρεσβεία της Ουγκάντας μετατράπηκε σε στρατηγείο της οργάνωσης.
Τον Ιούνιο του 1976, ένα αεροπλάνο της Air France καταλαμβάνεται από μαχητές της PLO και προσγειώνεται στο Έντεμπε, έπειτα από συνεννόηση με τον ίδιο τον Νταντά. Η περιβόητη ιστορία του Έντεμπε κατέληξε όπως ξέρουμε με την παρέμβαση του ισραηλινού στρατού για την απελευθέρωση των ομήρων. Εξοργισμένος από την κατάληξη της ιστορίας, ο Ίντι Αμίν δολοφόνησε μια βρετανοϊσραηλινή όμηρο που παρέμενε σε νοσοκομείο της Κεράλα, επιφέροντας τη μήνη του δυτικού κόσμου. Ο φωτογράφος που διένειμε μάλιστα τις φωτογραφίες του αποτεφρωμένου σώματος της γυναίκας βρέθηκε λίγες ημέρες αργότερα σε ένα χαντάκι νεκρός.
Ο κόσμος διέθετε πλέον αρκετά στοιχεία για να καταλάβει ποιος πραγματικά ήταν ο Ίντι Αμίν Νταντά και τα περισσότερα από αυτά είχαν προέλθει από το ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει ο Μπάρμπετ Σρέντερ δύο χρόνια πρωτύτερα. Αν και με το Έντεμπε ήρθε η οριστική επιβεβαίωση…
Τελευταία χρόνια
Ο αφρικανός Χίτλερ που μπορούσε μέχρι πρωτύτερα να κάνει ό,τι ήθελε χωρίς καμία χώρα να καταδικάζει τις ενέργειές του, έφτανε τώρα στο τέλος της χούντας του. Αν και μόλις το 1977 οι χώρες της Κοινοπολιτείας υπέγραψαν στο Λονδίνο ένα έγγραφο όπου καταδίκαζε ρητά την κυβέρνησή του, με τις ΗΠΑ να τηρούν διακριτικά σιγή ιχθύος. Έπρεπε να φτάσει το 1978 για να σταματήσει η Αμερική τις εισαγωγές καφέ και άλλων ειδών από την Ουγκάντα.
Και ήταν τελικά η παράνοιά του αυτή που θα τον ανέτρεπε από τον πραξικοπηματικό του θρόνο. Φοβούμενος συνεχώς εξεγέρσεις του στρατού εναντίον του, είχε εισάγει μισθοφόρους από το Σουδάν και το Ζαΐρ και πλέον το στράτευμά του αποτελούνταν μόλις κατά 25% από υπηκόους της Ουγκάντας. Με τον πληθωρισμό να καλπάζει τώρα στο 1.000%, ο Νταντά αναγκάστηκε να βρει νέες πλουτοπαραγωγικές πηγές και τον Οκτώβριο του 1978, με τη βοήθεια της Λιβύης του Καντάφι, προσπάθησε να προσαρτήσει μια επαρχία της βόρειας Τανζανίας.
Τα τανζανικά στρατεύματα απάντησαν με εισβολή στην Ουγκάντα και με τη βοήθεια του αντάρτικου της χώρας έφτασαν εύκολα ως την πρωτεύουσα Καμπάλα, την οποία και κατέλαβαν εύκολα, μιας και ο μισθοφορικός στρατός της Ουγκάντας δεν είχε καμία όρεξη να πολεμήσει για εδάφη που δεν ήταν δικά του. Ο Νταντά ζήτησε άσυλο στη Λιβύη, όπου πέρασε τα επόμενα δέκα χρόνια, έπειτα πέρασε από το Ιράκ και στο τέλος εγκαταστάθηκε στη Σαουδική Αραβία. Προς καταισχύνη της διεθνούς κοινότητας, ο Ίντι Αμίν έζησε ήρεμα στην εξορία, μαζί με τα 30 παιδιά και τις δύο νόμιμες συζύγους του. Τίποτε δεν τάραξε τα γεράματά του και πέθανε ακύμαντα στις 16 Αυγούστου 2003, στα 78 του, από πνευμονική λοίμωξη σε νοσοκομείο της Τζέντα. Ποτέ δεν λογοδότησε για τα εγκλήματά του, ποτέ δεν κάθισε στο εδώλιο, ποτέ δεν διασύρθηκε. Η εξορία υπήρξε η μοναδική του τιμωρία.
Όταν μάλιστα οι εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση του θανάτου του Χασάπη της Ουγκάντας δύο μέρες μετά τον θάνατό του, πολλοί λίγοι θυμούνταν τον Ίντι Αμίν Νταντά, τον αιμοβόρο δικτάτορα μιας αφρικανικής χώρας που κανείς δεν φάνηκε να νοιάζεται. Ή να ξεβολεύεται ώστε να κάνει κάτι. Όπως έχει υποστηριχθεί επανειλημμένως, η στάση της Δύσης διαφέρει όταν είναι η Αφρική το θέατρο του εγκλήματος…
Tο pronews.gr δημοσιεύει κάθε σχόλιο το οποίο είναι σχετικό με το θέμα στο οποίο αναφέρεται το άρθρο. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές και διατηρούμε το δικαίωμα να μην δημοσιεύουμε συκοφαντικά ή υβριστικά σχόλια όπου τα εντοπίζουμε. Σε κάθε περίπτωση ο καθένας φέρει την ευθύνη των όσων γράφει και το pronews.gr ουδεμία νομική ή άλλα ευθύνη φέρει.
Δικαίωμα συμμετοχής στη συζήτηση έχουν μόνο όσοι έχουν επιβεβαιώσει το email τους στην υπηρεσία disqus. Εάν δεν έχετε ήδη επιβεβαιώσει το email σας, μπορείτε να ζητήσετε να σας αποσταλεί νέο email επιβεβαίωσης από το disqus.com
Όποιος χρήστης της πλατφόρμας του disqus.com ενδιαφέρεται να αναλάβει διαχείριση (moderating) των σχολίων στα άρθρα του pronews.gr σε εθελοντική βάση, μπορεί να στείλει τα στοιχεία του και στοιχεία επικοινωνίας στο [email protected] και θα εξεταστεί άμεσα η υποψηφιότητά του.