Ο σχεδόν μυθικός σικελός κακοποιός κατέβαινε από τα βουνά με τα δεκάδες παλικάρια του, λήστευε τους πλούσιους τσιφλικάδες της Σικελίας και αποσύρονταν κατόπιν στις ερημιές, γινόμενος στην πορεία λαϊκός ήρωας πρώτης γραμμής.
Ό,τι κατάφερε, το κατάφερε μάλιστα με τη γενναιοδωρία, την αλαζονεία, την παροιμιώδη ομορφιά του, αλλά και τις πολύ καλές δημόσιες σχέσεις του!
Παρά τον μύθο του βέβαια, ο Σαλβατόρε Τζουλιάνο ήταν μαφιόζος περιωπής και τα καμώματά του δεν πέρασαν στα «ψιλά» της Ιστορίας, καθώς στη σύντομη -αν και ανεπανάληπτη- εγκληματική του καριέρα σκότωσε περισσότερους από 100 αστυνομικούς και 40 πολίτες, την ίδια ώρα που μάζεψε κάπου 1 εκατ. ευρώ από τις αναρίθμητες απαγωγές του.
Όταν μάλιστα το όνομά του έφυγε από τους πηχυαίους τίτλους των ιταλικών εφημερίδων, ο Τζουλιάνο δημοσίευε ανοιχτές επιστολές με τις οποίες προκαλούσε την κυβέρνηση σε μονομαχίες και αργότερα έφτασε μέχρι και στο σημείο να κηρύξει πόλεμο στην Ιταλία!
Ο βασιλιάς των σικελών ληστών σε μια χώρα που όλοι οι ληστές τον αναγνώριζαν ως βασιλιά τους δολοφονήθηκε το 1950 από τους 2.000 αστυνομικούς που είχαν στήσει ανθρωποκυνηγητό εναντίον του εδώ και έναν χρόνο.
Μέχρι τότε βέβαια ο 28χρονος «Ρομπέν των Δασών της Σικελίας» στα μάτια των φτωχότερων στρωμάτων του λαού είχε εξελιχθεί στο ισχυρότερο όπλο που διέθετε η Μαφία στη Νότια Ιταλία, με τον οποίο οι Αμερικανοί δεν δίστασαν να συνάψουν συμμαχία με τον Διάβολο στο ονόματι της εξάλειψης του κομμουνιστικού κινδύνου!
Ο Τζουλιάνο είχε όμως υπερβεί τα όρια και η δράση του εξευτέλιζε όλο το πολιτικό σύστημα της Ιταλίας διεθνώς. Με τον θάνατο του ρομαντικού αυτού παρανόμου δόθηκε τέλος στο αναπάντεχο σχέδιο της Μαφίας για τη δημιουργία ενός βασιλείου στο κέντρο της λεκάνης της Μεσογείου.
Ο εγκληματίας αυτονομιστής ανήλθε κατόπιν σε μυθικό καθεστώς, καθώς παρέμενε τίμιος μέσα στην ατιμία του και γενναιόδωρος παρά τη ληστρική δράση του. Γεμάτος αντιφάσεις και με ένα περίεργο κράμα ηθικών νόμων στη φαρέτρα του, ο χαρισματικός και ατρόμητος Τζουλιάνο έκανε πάντως πολλά περισσότερα για τους εξαθλιωμένους συμπατριώτες του κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο απ’ ό,τι όλη η φασιστική Ιταλία μαζί.
Ποτέ άλλοτε πατριωτισμός και έγκλημα δεν ήρθαν τόσο κοντά…
Πρώτα χρόνια
Ο Σαλβατόρε Τζουλιάνο γεννιέται στις 16 Νοεμβρίου 1922 στο χωριουδάκι Μοντελέπρε της δυτικής Σικελίας (πολύ κοντά στο Παλέρμο) ως ο βενιαμίν των τεσσάρων παιδιών ενός μικροϊδιοκτήτη γης και της συζύγου του. Οι γονείς του είχαν περάσει αρκετά χρόνια στις ΗΠΑ, μέχρι να μαζέψουν τα απαραίτητα ώστε να αγοράσουν μια λωρίδα γης στο Μοντελέπρε.
Ο μικρός ήταν πολύ καλός μαθητής και οι σχολικοί έπαινοι έπεφταν βροχή, όταν ωστόσο ο μεγαλύτερος αδερφός του κατατάχθηκε στον ιταλικό στρατό το 1935, ο Σαλβατόρε αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο για να βοηθά τον πατέρα του στο κτήμα. Σύντομα βέβαια βαρέθηκε τη σκληρή χειρωνακτική εργασία και σκέφτηκε δημιουργικά: προσέλαβε έναν πιτσιρικά να κάτσει στη θέση του κι εκείνος αφιερώθηκε στο (λαθρ-)εμπόριο λαδιού, δίνοντας το κατιτίς παραπάνω στο οικογενειακό εισόδημα.
Παρά το γεγονός ότι στο σχολείο δεν θα ξαναπήγαινε ποτέ, η δίψα του για μάθηση δεν θα κόπαζε. Ο Σαλβατόρε διάβαζε πάντοτε τα βράδια και πήγαινε συχνά στον δάσκαλο και τον παπά του χωριού αναζητώντας βοήθεια. Κι έτσι έγινε τελικά ένας μορφωμένος άνθρωπος και ιδιαίτερα καλλιεργημένος για το κλίμα της εποχής.
Όταν πέθανε ο πατέρας του λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου, ο Σαλβατόρε έγινε ο βασικός προστάτης της φαμίλιας, εμπορευόμενος σιτηρά στο μικρό χωριό…
Η γέννηση του ληστή
Με το ξέσπασμα του πολέμου, ο Σαλβατόρε θα πιάσει δουλειά σε εταιρία οδοποιίας και αργότερα σε μια φίρμα που έστρωνε τηλεφωνικά καλώδια, αν και σύντομα θα λογομαχήσει με τα αφεντικά του για τα πενιχρά μεροκάματα και θα απολυθεί. Κι έτσι όταν οι Σύμμαχοι εισέβαλαν στη Σικελία τον Ιούλιο του 1943, ο Τζουλιάνο είχε επιστρέψει στην παλιά του ασχολία με το λαθρεμπόριο λαδιού.
Και ήταν ακριβώς εκεί, στα ορεινά του Μοντελέπρε, που ο Σαλβατόρε, δύο μόλις μήνες πριν κλείσει τα 20 χρόνια ζωής (2 Σεπτεμβρίου 1943), θα εγκατέλειπε την παλιά του ζωή γινόμενος ο πιο καταζητούμενος παράνομος της Σικελίας. Ο Τζουλιάνο και ο καλός του φίλος Γκασπάρε Πισκιότα ασχολούνταν τώρα στα σοβαρά με τη μαύρη αγορά αγαθών πρώτης ανάγκης και σε μια τέτοια επιχείρηση έπεσαν πάνω σε μπλόκο των καραμπινιέρων.
Στη συμπλοκή που ακολούθησε, ο Τζουλιάνο σκότωσε έναν αστυνομικό και η μόνη του επιλογή ήταν να πάρει τα βουνά. Την παραμονή των Χριστουγέννων του ίδιου έτους, οι καραμπινιέροι έκαναν έφοδο στο χωριό του και συνέλαβαν δεκάδες συγχωριανούς του, ο Τζουλιάνο κατάφερε ωστόσο να διαφύγει. Από τα βουνά οργάνωσε στις 30 Ιανουαρίου 1944 την απελευθέρωση 8 συγχωριανών του από τη φυλακή του Μονρεάλε, οι οποίοι προσχώρησαν στην ένοπλη ομάδα του…
Ο αυτονομιστής αντάρτης
Η ιστορία του σικελικού αυτονομιστικού κινήματος μπορεί να μοιάζει με μικρή υποσημείωση στη ζωή του Τζουλιάνο, αν και έπαιξε κολοσσιαίο ρόλο στη δράση του. Με τις ευλογίες των ΗΠΑ, τα όνειρα των Σικελών για ανεξαρτησία από την Ιταλία και την προσχώρησή τους στις ΗΠΑ ως 51η πολιτεία τους(!), περιορίζοντας έτσι τον κίνδυνο της «κόκκινης» εξάπλωσης, ήταν και αληθινότατα και λαϊκό έρεισμα είχαν. Και βέβαια ο Τζουλιάνο μπλέχτηκε ενεργά στην όλη περιπέτεια.
Τον Απρίλιο του 1945, ο Σαλβατόρε, σε άλλη μια «δημόσια διακήρυξή» του, τάχθηκε υπέρ του αυτονομιστικού και διωκόμενου πια «Κινήματος για την Ανεξαρτησία της Σικελίας» και της ένοπλης πτέρυγάς του EVIS (Esercito Volontario per l’ Indipendenza Siciliana). Πλέον όμως οι Άγγλοι και οι Αμερικάνοι είχαν προδώσει τους Σικελούς, θέτοντας και πάλι το νησί στην εξουσία της Ρώμης (Φεβρουάριος του 1944), και ο συνταγματάρχης τώρα της EVIS, Σαλβατόρε Τζουλιάνο, προσχώρησε στο κίνημα με τα πρωτοπαλίκαρά του.
Ταυτοχρόνως, μορφωμένος καθώς ήταν και καλή πένα, δημοσίευε συχνότατα στον καθημερινό ιταλικό Τύπο προκηρύξεις και επαναστατικά μανιφέστο, αν και ήταν σαφές ότι οι εφημερίδες νοιάζονταν περισσότερο για τα σκανδαλοθηρικά καμώματά του ως ληστή. Οι ηγέτες του σικελικού αυτονομισμού συναντήθηκαν με τον παράνομο Τζουλιάνο στα βουνά του Παλέρμο και του προσέφεραν τη διοίκηση των αντάρτικων δυνάμεων σε όλη τη δυτική Σικελία. Εκείνος το μόνο που ζήτησε ήταν χάρη για την ομολογουμένως μεγάλη λίστα των εγκλημάτων του, αλλά και θέση εξουσίας στο νέο Σικελικό Κράτος.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1945, ο μικρός στρατός του Τζουλιάνο μέτρησε μερικές εμφατικές (αν και μικρής έκτασης) νίκες έναντι των καραμπινιέρων της δυτικής Σικελίας, δύο ημέρες όμως μετά το κύριο σώμα των αποσχιστικών δυνάμεων της EVIS εξολοθρεύτηκε από τον ιταλικό στρατό. Μέχρι τις αρχές του 1946, το αντάρτικο στράτευμα του Τζουλιάνο ήταν το μόνο που κρατούσε το όνειρο του αυτονομισμού ζωντανό, αν και τώρα είχε να αντιμετωπίσει και τη σικελική Μαφία, η οποία άλλαξε άποψη και συνεργαζόταν τώρα με τις μυστικές υπηρεσίες Αγγλίας και ΗΠΑ.
Η ιταλική κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό νόμο στο Μοντελέπρε, το υπουργείο Εσωτερικών επικήρυξε τον Τζουλιάνο και τα όνειρα των Σικελών για ανεξάρτητο κράτος πήραν τέλος. Το αυτονομιστικό κίνημα εγκατέλειψε τον ένοπλο αγώνα και στράφηκε πια στην πολιτική διεκδίκηση, αφήνοντας τον παράνομο Τζουλιάνο και τους 90 άντρες του στα βουνά να πολεμούν μόνοι.
Ο θρυλικός ληστής και η εξίσου θρυλική σφαγή
Ο Τζουλιάνο έβλεπε τώρα τον εαυτό του ως υπερασπιστή των φτωχών και εξαθλιωμένων της πατρίδας του, που είχαν εξάλλου προδοθεί απ’ όλους. Έχοντας πια στο πλευρό του καμιά τριανταριά νοματαίους, στράφηκε σε κοινωνικές ληστείες τραπεζών και σε απαγωγές, μοιράζοντας το μεγαλύτερο μέρος των λαφύρων και των λύτρων στους φτωχούς.
Εντελώς ξεχωριστή ήταν η ιστορία με τις απαγωγές του Τζουλιάνο. Στα θύματά του συμπεριφερόταν βασιλικά, εξασφαλίζοντάς τους ακόμα και τα αγαπημένα τους φαγητά και βιβλία! Ο υποδειγματικός τρόπος μεταχείρισης των απαχθέντων και τα τεράστια ποσά που διοχέτευε στους φτωχούς τον μετέτρεψαν σύντομα σε λαϊκό ήρωα. Ταυτοχρόνως, ο ίδιος δεν σταμάτησε ποτέ να πιστεύει στην ιδέα μιας ανεξάρτητης Σικελίας και ο στόχος του ήταν να αποκτήσει κάθε Σικελός ένα κομμάτι γης, ώστε να μπορέσει μια μέρα το νησί να αποσχιστεί από την Ιταλία.
Εξίσου ιδιαίτερη ήταν και η περιπέτειά του με τους άλλους κακοποιούς. Όποιον έπιανε να κλέβει από φτωχό ή να τον ξεγελά με απάτες, τον εκτελούσε επιτόπου. Μεγάλη δημοτικότητα απέκτησε η εκτέλεση ενός κλέφτη που είχε αρπάξει μια αγελάδα από μικροκαλλιεργητή. Ο Τζουλιάνο θεωρούσε μέγιστο αμάρτημα να κλέβεις φτωχούς και η τιμωρία ήταν αναγκαστικά ο θάνατος.
Κι έτσι σκότωσε καταδότες, καταχραστές και εκμεταλλευτές του λαού, ενώ δεν σταμάτησε ποτέ να βρίσκεται σε ανοιχτό πόλεμο με το ιταλικό κράτος, έναν πόλεμο που από το 1943 έως το 1949 θα κόστιζε τη ζωή σε 87 καραμπινιέρους και άλλους 33 αστυνομικούς και στρατιώτες.
Γεμάτος αντιφάσεις, ενώ ήταν υπέρ της αναδιανομής της γης, θεωρούσε τον κομμουνισμό ως τη μεγαλύτερη απειλή του πλανήτη και σίγουρα τον Νο 1 κίνδυνο της Σικελίας. Η άθεη ιδεολογία του κομμουνισμού φάνταζε στον Τζουλιάνο σαν κόκκινο πανί σε ταύρο και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να απαλλάξει το νησί από την «κόκκινη» λαίλαπα. Όπως τη Σφαγή του Πορτέλα ντελά Τζινέστρα δηλαδή, που θα έριχνε βαριά τη σκιά της σε όλη την κατοπινή ζωή του.
«Πρέπει να αναλάβουμε δράση κατά των κομμουνιστών», είπε στους πιστούς στρατιώτες του το 1947 ο Τζουλιάνο, προσυπογράφοντας το μεγάλο λάθος της ζωής του. Κι αυτό γιατί ήταν οι μυστικές υπηρεσίες των Αγγλοαμερικάνων και η πανταχού παρούσα Μαφία που παρέσυραν τον νεαρό ληστή στο σφάλμα.
Στις 27 Απριλίου 1947, ο Τζουλιάνο είχε στα χέρια του μια έγγραφη υπόσχεση κυβερνητικού αξιωματούχου πως θα τους χορηγούνταν αμνηστία αν διέλυαν με εκφοβιστικούς πολυβολισμούς τους επικείμενους εορτασμούς των κομμουνιστών αγροτών για την Κόκκινη Πρωτομαγιά. Ο Τζουλιάνο έκαψε το σημείωμα αμέσως μόλις το διάβασε και είπε στους άνδρες του: «Φίλοι, σε λίγο δεν θα είμαστε πια παράνομοι, θα επιτεθούμε στους κομμουνιστές».
Την Πρωτομαγιά του 1947 οι άντρες του Τζουλιάνο εμφανίστηκαν πράγματι στους εορτασμούς της Πορτέλα ντελά Τζινέστρα, όταν τα πράγματα θα έπαιρναν μια περίεργη τροπή. Οι άντρες του πυροβολούσαν στον αέρα (όπως δήλωσε αργότερα ο Σαλβατόρε στο κείμενο ανάληψης της ευθύνης), αν και οι ριπές των πυροβόλων θα κατέληγαν σε ένα άγριο αιματοκύλισμα φτωχών και άοπλων ανθρώπων: 11 διαδηλωτές, 4 εκ των οποίων ήταν μικρά παιδιά, έπεσαν νεκροί εκείνοι τη μέρα, ενώ 33 ακόμα τραυματίστηκαν.
Ο σχεδόν ημίθεος υπερασπιστής του κοσμάκη έχασε έτσι το λαϊκό έρεισμα και πλέον τα χέρια του ήταν γεμάτα από το αίμα των αθώων, αν και δεν αποκλείεται όλο το γεγονός να ήταν αποτέλεσμα προβοκάτσιας. Αυτόπτες μάρτυρες ανέφεραν ότι είδαν γνωστούς μαφιόζους με όπλα στα χέρια, ενώ με την άποψη αυτή φαίνεται να συντάχθηκαν και οι κάτοικοι του χωριού, καθώς στην αφιερωματική στήλη που έστησαν στο σημείο δεν ανέφεραν τον Τζουλιάνο ως εκτελεστή, παρά μόνο τη Μαφία. Όπως κι αν έχει, ο Τζουλιάνο ήταν πια δολοφόνος παιδιών και η ιταλική κυβέρνηση έσπευσε να εκμεταλλευτεί το γεγονός με έναν νέο πόλεμο λάσπης, εκτοξεύοντας το ποσό της επικήρυξής του…
Ανθρωποκυνηγητό και θάνατος
Παρά το τεράστιο πλήγμα στη δημόσια εικόνα του, ο Τζουλιάνο συνέχισε απτόητος τις απαγωγές πλουσίων και το μοίρασμα των λύτρων στους φτωχούς, την ίδια ώρα που η φαμίλια του παρενοχλούνταν πια σταθερά από τις Αρχές με διώξεις και φυλακίσεις. Τώρα περισσότεροι από χίλιοι καραμπινιέροι όργωναν τα βουνά του Μοντελέπρε και του Παλέρμο αναζητώντας τον παράνομο, αν και εκείνος κατέβαινε συχνά πυκνά στην πόλη απολαμβάνοντας το καφεδάκι του στο ηλιόλουστο χωριό.
Παρά τον εκτεταμένο διωγμό, ο φυγάς Τζουλιάνο συνέχισε τις απαγωγές πλουσίων και τις επιθέσεις κατά αστυνομικών τμημάτων, κρατώντας ζωντανή τη διαβόητη φήμη του μέχρι και το καλοκαίρι του 1949. Τότε ήταν που η αστυνομία και το υπουργείο Εσωτερικών αποφάσισαν να απαλλαγούν από την απειλή του Σαλβατόρε, συλλαμβάνοντας και ξεκάνοντας τα μέλη της συμμορίας του. Μέχρι τον Απρίλιο του 1950, οι περισσότεροι σύντροφοι του Τζουλιάνο ήταν εκτός, αφήνοντάς τον με μια χούφτα παλικάρια εναντίον όλων.
Τελικά, στις 5 Ιουλίου 1950 οι ιταλικές Αρχές ανακοίνωσαν το θάνατο του Τζουλιάνο, υποστηρίζοντας ότι σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυρών με αστυνομικούς. Σύντομα βέβαια θα αποκαλυπτόταν η ζοφερή αλήθεια: ήταν ο καρδιακός φίλος και παντοτινός συνοδοιπόρος του Πισκιότα αυτός που τον σκότωσε, πυροβολώντας τον την ώρα που κοιμόταν. Μετά τη δολοφονία, ο Πισκιότα ειδοποίησε τους καραμπινιέρους, οι οποίοι μετέφεραν τη σορό του Σαλβατόρε σε μια αυλή και τη γάζωσαν με σφαίρες, καλύπτοντας έτσι τη στυγερή δολοφονία. Το επίσημο ανακοινωθέν της αστυνομίας έκανε λόγο ότι ο 27χρονος Τζουλιάνο εντοπίστηκε τυχαία σε ένα πορνείο και σκοτώθηκε σε ανταλλαγή πυροβολισμών σε παρακείμενο κήπο.
Παρά τις υπηρεσίες που παρείχε στο κράτος, ο συνωμότης Πισκιότα συνελήφθη έπειτα από λίγους μήνες και παραπέμφθηκε σε δίκη ως συμμορίτης και ένοχος για τη σφαγή της Πορτέλα ντελά Τζινέστρα. Στη διάρκεια της δίκης ομολόγησε ότι ήταν αυτός που είχε σκοτώσει τον Τζουλιάνο πιστεύοντας στην υπόσχεση για αμνηστία που του είχε δώσει ο ίδιος ο υπουργός Εσωτερικών της Ιταλίας…