Το 479 πχ έγινε στη Μυκάλη της Μικράς Ασίας, απέναντι από τη Σάμο και τη Μίλητο, κάτω από το ομώνυμο όρος, στη σημερινή τοποθεσία Samsum dagi, όπου βρισκόταν το Πανιώνιο, το περίφημο κέντρο των Ιώνων, μία ακόμα μάχη ανάμεσα σε Έλληνες και Πέρσες. Για τη μάχη αυτή πολύτιμες πληροφορίες μας δίνει ο Ηρόδοτος.

Ας πάρουμε τα γεγονότα από την αρχή.

Μετά τη νίκη στη Σαλαμίνα (480 π.Χ.), οι Έλληνες δίσταζαν να πάρουν κάποια πρωτοβουλία στο ναυτικό τομέα, πιθανότατα λόγω διαφωνιών για το τι έπρεπε να κάνουν. Έτσι, παρέμειναν στην Αίγινα, ενώ το καλοκαίρι του 478 π.Χ. έφτασαν στη Δήλο, όπου μπορούσαν να ελέγχουν τις κινήσεις και τον ανεφοδιασμό των περσικών δυνάμεων στη Θεσσαλία, υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου. Αρχηγοί του ελληνικού στόλου ήταν ο Σπαρτιάτης Λεωτυχίδας (ή Λεωτυχίδης) και ο Αθηναίος Ξάνθιππος, πατέρας του Περικλή.

Στη Δήλο έφτασε στο ναυτικό αρχηγείο των Ελλήνων μια πρεσβεία από τη Σάμο με επικεφαλής τον Ηγησίστρατο που τους ζητούσε, επικαλούμενη τους κοινούς τους θεσμούς, να “απαλλάξουν τους Έλληνες από τη δουλεία και να τους λυτρώσουν από τον βαρβαρικό ζυγό”.

Η θετική ανταπόκριση των Ελλήνων επηρεάστηκε από το ότι τα περσικά πλοία είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές και δεν μπορούσαν να προβάλουν αξιόλογη αντίσταση σε τυχόν ελληνική επίθεση. Παράλληλα, οι Πέρσες ναύαρχοι αποδέσμευσαν τα φοινικικά πλοία, είτε γιατί υπήρχαν αμφιβολίες για τη νομιμοφροσύνη των Φοινίκων, είτε στάλθηκαν για τη φρούρηση των ακτών της Θράκης και των Δαρδανελίων, καθώς υπήρχε φόβος για ενδεχόμενη εξέγερση των Ιώνων.

Ο αριθμός 300 που αναφέρει ο Ηρόδοτος για τα πλοία που απάρτιζαν τον περσικό στόλο είναι σίγουρα υπερβολικός. Πιθανότατα τα πλοία αυτά ήταν λιγότερα από 100. Λαμβάνοντας υπόψη τους όλα τα δεδομένα, ο Λεωτυχίδας και ο Ξάνθιππος έδωσαν εντολή στα καράβια τους να κατευθυνθούν ανατολικά.

Μόλις πληροφορήθηκαν τις κινήσεις αυτές ο Αρταΰντης και ο Ιθαμίτρης, οι Πέρσες ναύαρχοι στη Σάμο, απέσυραν τις ναυτικές τους δυνάμεις και κατευθύνθηκαν προς την απέναντι μικρασιατική ακτή. Φοβούνταν πιθανή εξέγερση των Σαμιωτών, ήξεραν ότι δεν έχουν τις ίδιες πολεμικές ικανότητες με τους Έλληνες, ενώ στην ξηρά μπορούσαν να υπολογίζουν και στη βοήθεια των δυνάμεων του Τιγράνη, που είχε αποσπαστεί εκεί με διαταγή του ίδιου του Ξέρξη. Συνολικά, οι περσικές δυνάμεις ανέρχονταν περίπου στους 10.000 άνδρες.

Οι Πέρσες τράβηξαν τα πλοία τους στη στεριά, πάνω στην ανατολική όχθη ενός μικρού ποταμού, του Γαίσωνα, και κατασκεύασαν γύρω τους ένα ισχυρό προστατευτικό φράχτη με πέτρες και κλαδιά από δέντρα και μπήγοντας παράλληλα μυτερούς πασσάλους γύρω από τον φράχτη. Κάτι παρόμοιο δηλαδή με αυτό που έκανε ο Μαρδόνιος στις Πλαταιές.

Πίσω τους είχαν δασωμένους λόφους και φαράγγια, ενώ υπήρχε μία μόνο προσβάσιμη διάβαση που οδηγούσε πάνω στο όρος Μυκάλη.

Όταν ο ελληνικός στόλος έφτασε στην ανατολική ακτή της Σάμου, βρήκε μόνο ερείπια που είχαν αφήσει πίσω τους οι Πέρσες. Ανάμεσα σ’ αυτά και τα χαλάσματα από το περίφημο Ηραίο.

Στη Σάμο οι επικεφαλής του ελληνικού στόλου βρέθηκαν μπροστά σε μία απρόσμενη εξέλιξη. Ήταν έτοιμοι να ναυμαχήσουν και όχι να πολεμήσουν στην ξηρά. Οι διαθέσιμοι άνδρες ήταν 2.500 πεζοναύτες (επιβάτες) και ίσως 1.000 τοξότες (σύμφωνα με άλλες πηγές αυτοί είχαν παραμείνει στις Πλαταιές). Τα πελοποννησιακά κράτη είχαν αναγκαστεί να στρατολογήσουν οπλίτες ως κωπηλάτες λόγω της σοβαρής έλλειψης μάχιμων ανδρών. Πάντως σε καμία περίπτωση οι Έλληνες δεν ξεπερνούσαν τους 5.000 άνδρες.

Στην επιτελική σύσκεψη που έγινε αποφασίστηκε να «χτυπηθεί» το οχυρωμένο περσικό στρατόπεδο. Απόφαση ριψοκίνδυνη αλλά σωστή.

Ο ελληνικός στόλος έπλευσε προς τα μικρασιατικά παράλια. Ο Λεωτυχίδας πήρε έναν κήρυκα στο κατάστρωμα της ναυαρχίδας, ο οποίος ανακοίνωσε ότι οι Έλληνες είχαν έρθει να ελευθερώσουν τις ελληνικές πόλεις της Ασίας και καλούσε όλους τους αληθινούς Ίωνες να συμπαραταχθούν με τις ελληνικές δυνάμεις την ώρα της μάχης.

Ο Τιγράνης αφόπλισε όλους τους Σαμιώτες που υπηρετούσαν στον στρατό του και ανέθεσε στους Μιλήσιους να φρουρούν τις διαβάσεις που οδηγούσαν στις κορυφές της Μυκάλης.

Ο Λεωτυχίδας μετέφερε όλο τον στόλο του πιο ανατολικά, έτσι ώστε να μπορέσει να αποβιβάσει τις δυνάμεις του σε θέση μάχης ανενόχλητος από τους εχθρούς.

Την ώρα της αποβίβασης κυκλοφόρησε μια φήμη ανάμεσα στους Έλληνες στρατιώτες ότι ο Παυσανίας και οι δυνάμεις του θριάμβευσαν εναντίον των Περσών στις Πλαταιές. Για το πώς έφτασε αυτή η «είδηση» εκεί υπάρχουν διάφορες εκδοχές.

Ο Ηρόδοτος κι ο Έφορος αναφέρουν ότι οι μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης έγιναν την ίδια μέρα, η πρώτη το πρωί και η δεύτερη το δειλινό.

Είτε πρόκειται για επινόηση του Λεωτυχίδα για να εμψυχώσει τους στρατιώτες του, είτε λειτούργησε ένα σύστημα μετάδοσης σημάτων με πυρσούς στις κορυφές ψηλών βουνών του νησιού του Αιγαίου είτε, αν η μάχη των Πλαταιών έγινε μετά τη μάχη της Μυκάλης, επρόκειτο για κάποια αρχική επιτυχία των Ελλήνων στις Πλαταιές. Η ουσία είναι ότι η είδηση αυτή προκάλεσε ενθουσιασμό στις τάξεις των Ελλήνων.

Κάτι ανάλογο προσπάθησαν να κάνουν και οι Πέρσες διαδίδοντας ότι ο Ξέρξης έρχεται από τις Σάρδεις επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού. Ωστόσο η «είδηση» αυτή μάλλον δεν έγινε πιστευτή από τους στρατιώτες.

Η ώρα της μάχης

Ο Λεωτυχίδας σκέφτηκε να διαιρέσει τις δυνάμεις του, έτσι ώστε να παραπλανήσει τον Τιγράνη, καθώς είχε πολύ λιγότερους άνδρες από αυτόν.

Έτσι η αριστερή και κεντρική πτέρυγα της παράταξης που αποτελούνταν από Αθηναίους, Κορίνθιους, Σικυωνίους και Τροιζηνίους προσέβαλε τους Πέρσες από την ακτή, ενώ η δεξιά πτέρυγα που την αποτελούσαν Σπαρτιάτες κινήθηκε μέσα από τις χαράδρες του όρους Μυκάλη, για να περικυκλώσει τους εχθρούς. Οι Πέρσες, βλέποντας λίγους σχετικά Έλληνες, άρχισαν να επιτίθενται εναντίον τους με δυνατές ιαχές.

Η μάχη στην αρχή ήταν σκληρή και αμφίρροπη. Ειδικά οι Σικυώνιοι είχαν πολλές απώλειες. Στη μάχη σκοτώθηκε μάλιστα ο αρχηγός τους, Περίλαος. Τότε όλοι οι αφοπλισμένοι Σαμιώτες επιτέθηκαν εναντίον των Περσών με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Τους ακολούθησαν και Ίωνες που υπηρετούσαν στον στρατό του Τιγράνη. Οι Έλληνες οπλίτες, ενθουσιασμένοι από αυτή την εξέλιξη, επιτέθηκαν με μεγαλύτερη σφοδρότητα εναντίον των εχθρών, κάποιοι από τους οποίους έτρεχαν προς τα βουνά, ενώ ομάδες των αυτοκρατορικών φρουρών του Τιγράνη προέβαλαν λυσσαλέα αντίσταση μέσα στο περσικό οχυρό. Όταν όμως έφθασαν οι Σπαρτιάτες, τους κατέσφαξαν δίνοντας ουσιαστικά τέλος στη μάχη.

Όσοι Πέρσες διασώθηκαν τρέχοντας προς τις γύρω ορεινές διαβάσεις βρήκαν μπροστά τους τους Μιλήσιους, που, όπως είπαμε, είχαν τοποθετηθεί εκεί από τον Τιγράνη. Οι Μιλήσιοι, παίρνοντας την εκδίκησή τους, άλλους από αυτούς σκότωσαν οι ίδιοι και άλλους τους έστειλαν πάνω στους άλλους Έλληνες.

Ο Τιγράνης και ο αναπληρωτής του Μαρδόντης σκοτώθηκαν, ενώ οι ναύαρχοι Αρταΰντης και Ιθαμίτρης μαζί με μερικές χιλιάδες εξαθλιωμένους στρατιώτες, αφού γλίτωσαν από τους Έλληνες και τα άγρια ζώα που περιφέρονταν στο όρος Μυκάλη, έφτασαν στις Σάρδεις.

Σύμφωνα μάλιστα με περιηγητές του 18ου αιώνα (J.P. Tournefort, R. Chandler), στην περιοχή ζούσαν ακόμα και τότε τίγρεις! Καταλαβαίνουμε λοιπόν τι φοβερούς κινδύνους αντιμετώπισαν οι Πέρσες στη διαδρομή για τις Σάρδεις.

Όταν ο Ξέρξης είδε την κατάσταση των ανδρών του και έμαθε τι είχε γίνει, σάστισε. Ο αδελφός του Μασίστης περιέγραψε τη συμπεριφορά του Αρταΰντη ως «δειλότερη από γυναίκας». Περίπου 4.000 Πέρσες και σύμμαχοί τους σκοτώθηκαν στη Μυκάλη αλλά και οι ελληνικές απώλειες ήταν βαριές.

Εν τω μεταξύ μετά το τέλος της μάχης συγκέντρωσε όλους τους θησαυρούς από το περσικό στρατόπεδο και τους μετέφερε στην παραλία και ακολούθως έβαλε φωτιά στα περσικά πλοία και τον πάσσαλο-φράχτη.

Οι συνέπειες της μάχης

Μια φωτογραφία χίλιες λέξεις: Ακολούθησε το pronews.gr στο Instagram για να «δεις» τον πραγματικό κόσμο!

Η νίκη των Ελλήνων στη Μυκάλη υποχρέωσε τις πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των ελεύθερων πλέον μικρασιατικών ελληνικών πόλεων, ενώ παράλληλα μπήκαν οι βάσεις για την ίδρυση της Αθηναϊκής Συμμαχίας, καθοριστικού γεγονότος για την πορεία της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια.